ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                   (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις

Αρ. 2272/2006 και 2273/2006)

 

16 Ιουνίου, 2009

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 2272/2006)

GORNA SYSTEMS LTD,

                             Αιτητές,

ν.

 

1.    ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.    ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

3.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

                             Καθ΄ ων η αίτηση.


 

(Υπόθεση Αρ. 2273/2006)

ΠΑΦΙΑ ΤV ΛΤΔ,

                             Αιτητές,

ν.

 

1.    ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.    ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

3.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

                             Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Ε. Μιχαήλ για Α. Νεοκλέους, για τους Αιτητές.

Θ. Ραφτοπούλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση αρ. 1.

Ε. Κλεόπα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση αρ. 2 και 3.

Χρ. Χατζηστερκώτης,για το Ενδ. Μέρος.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές των συνεκδικαζόμενων προσφυγών  κατέχουν άδεια λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών τοπικής κάλυψης. Ο τηλεοπτικός σταθμός των αιτητών στην προσφυγή 2272/06 λειτουργεί με το όνομα CAPITAL TV και καλύπτει την πόλη και επαρχία Λεμεσού. Ο τηλεοπτικός σταθμός των αιτητών στην προσφυγή 2273/06 λειτουργεί με το όνομα ΩΜΕΓΑ ΤV και καλύπτει την πόλη και επαρχία Πάφου.

 

Οι αιτητές προσβάλλουν αντιστοίχως την απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου («η Αρχή») με την οποία η Αρχή, χορήγησε άδεια λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού στα ενδιαφερόμενα μέρη για την πόλη και επαρχία Λεμεσού και για την πόλη και επαρχία Πάφου αντίστοιχα. Προσβάλλεται επίσης το «Τελικό Αναθεωρημένο Σχέδιο Κατανομής Συχνοτήτων Ραδιοφώνου στη Ζώνη Συχνοτήτων UHF και Τηλεόρασης στη Ζώνη Συχνοτήτων UHF» που δημοσιεύτηκε στις 12.9.2003 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με σχετική διόρθωση ημερ. 19.9.2003. Η απόφαση της Αρχής να χορηγήσει τις προαναφερθείσες άδειες στα ενδιαφερόμενα μέρη, στηρίχθηκε στις πρόνοιες του εν λόγω σχεδίου. Μετά τις δημοσιεύσεις σχετικά με την Αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου Κατανομής Ραδιοτηλεοπτικών Συχνοτήτων φάνηκε ότι προέκυπταν δύο επιπλέον συχνότητες για αδειοδότηση δύο νέων τηλεοπτικών σταθμών στη Λεμεσό και μια επιπλέον συχνότητα για αδειοδότηση ενός τηλεοπτικού σταθμού στην Πάφο. Οι αιτητές υπέβαλαν ενστάσεις και η Αρχή, στα πλαίσια εξέτασης των ενστάσεων, διόρισε ειδική επιτροπή η οποία, κατόπιν μελέτης των στοιχείων που είχε ενώπιόν της, υπέβαλε έκθεση στην οποία, μεταξύ άλλων, εισηγήθηκε την απόρριψη των ενστάσεων. Η Αρχή υιοθέτησε την έκθεση της ειδικής επιτροπής οι απόψεις της οποίας παρατίθενται:

 

«Οι σταθμοί που υπόβαλαν τις πιο πάνω ενστάσεις, επικαλούνται στην ουσία το γεγονός ότι, με τη δημοσίευση του αναθεωρημένου Σχεδίου Ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης θίγονται τα νόμιμα συμφέροντά τους, ενώ εκθέτουν ταυτόχρονα τους προβληματισμούς τους, όσον αφορά στη βιωσιμότητα των σταθμών τους, στην περίπτωση που η Αρχή προχωρήσει και χορηγήσει άδειες για ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία νέων σταθμών, βασιζόμενη στις επιπλέον διαθέσιμες συχνότητες που προκύπτουν από το τροποποιημένο Σχέδιο. Επισημαίνεται ωστόσο το γεγονός ότι τα στοιχεία τα οποία υπάρχουν ενώπιον της Επιτροπής, σχετικά με τις πιο πάνω ενστάσεις, είναι γενικά και δεν υπάρχει ουσιαστικά τεκμηρίωση των ισχυρισμών των πιο πάνω σταθμών, η οποία να προκύπτει μέσα από εμπεριστατωμένες έρευνες και/ή μελέτες. Η Επιτροπή σημειώνει ότι όντως το εν λόγω τροποποιημένο Σχέδιο Ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διαθέσιμες συχνότητες (που αποτελούν ως γνωστόν εθνικό πλούτο) οι οποίες όμως είναι δυνατόν να διατεθούν σε νέους αδειούχους σταθμούς όταν και εφόσον θα παρθεί σχετική απόφαση από την Αρχή. Το Σχέδιο Ραδιοτηλεοπτικής Κάλυψης ρυθμίζεται με το άρθρο 13(1) του περί ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών σταθμών Νόμου 7(1) του 1998 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), το οποίο προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι «ο αριθμός και η κάλυψη των σταθμών καθορίζονται από την Αρχή με βάση σχέδιο ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης που εκπονείται από τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Εργων και προβλέπει τις συχνότητες, την ισχύ και τις τοποθεσίες από τις οποίες θα εκπέμπουν οι αδειούχοι σταθμοί». Μετά δηλαδή που το τροποποιημένο Σχέδιο καταστεί τελικό, η Αρχή δύναται να δεχθεί - σε περίοδο που θα καθορίσει η ίδια - αιτήσεις για ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία σταθμών. Στη συνέχεια, η Αρχή προχωρεί και εξετάζει και αξιολογεί όλες τις ενώπιον της συμπληρωμένες αιτήσεις και αποφασίζει ανάλογα, κατά πόσον θα χορηγήσει ή όχι τις σχετικές άδειες. Η Αρχή αξιολογεί τις αιτήσεις με βάση συγκεκριμένα κριτήρια όπως αυτά καθορίζονται από τον Κανονισμό 4(1) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών Κ.Δ.Π. 10/2000. Επισημαίνεται ότι κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων η Αρχή εξετάζει, μεταξύ άλλων, και το θέμα της βιωσιμότητας των υποψηφίων για αδειοδότηση σταθμών, σύμφωνα με στοιχεία που υποβάλλονται στις σχετικές αιτήσεις. Κατά συνέπεια, το θέμα της βιωσιμότητας των σταθμών το οποίο θίγουν, μεταξύ άλλων, στις ενστάσεις τους οι πιο πάνω σταθμοί, εξετάζεται από την Αρχή όταν και εφόσον εκδώσει άδειες. Πέραν τούτου, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 14(1) του πιο πάνω Νόμου, «οι άδειες χορηγούνται με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος» και αποτελεί πάγια θέση της Αρχής ότι το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται, μεταξύ άλλων, με την ενίσχυση της πολυφωνίας και του φάσματος των επιλογών του πολίτη σε σχέση με το ραδιοτηλεοπτικό πεδίο. Για τους πιο πάνω λόγους, η Επιτροπή εισηγείται όπως οι πιο πάνω ενστάσεις απορριφθούν

 

Η Αρχή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13(4) του Νόμου υπέβαλε τις εισηγήσεις της επί των ενστάσεων και αρμοδίως αποφασίστηκε η επικύρωση του Αναθεωρημένου Σχεδίου Ραδιοτηλεοπτικής Κάλυψης που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 12.9.2003 με σχετική διόρθωση ημερ. 19.9.03.

 

Η Αρχή δημοσίευσε ανακοίνωση ότι δέχεται  αιτήσεις μέχρι και τις 21.11.03 για την ίδρυση εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών, τοπικής εμβέλειας σε Πάφο και Λεμεσό. Ακολούθησε η διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των αιτήσεων που υποβλήθηκαν ανάμεσα στις οποίες και οι αιτήσεις των ενδ. μερών. Η Αρχή, στη συνεδρία της ημερ. 3.7.06, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιον της στοιχεία, όπως καθορίζονται στο Νόμο και στους Κανονισμούς, (διευθυντές, προσωπικό, στοιχεία προγραμμάτων, πιθανότητα τήρησης των δεσμεύσεων, ποσοστό τοπικών προγραμμάτων, οικονομικά, έσοδα, περιγραφή πομπών, κεραίας, μηχανήματα ελέγχου), αξιολόγησε τις αιτήσεις και αποφάσισε ότι οι αιτήσεις των ενδ. μερών οι οποίες συγκέντρωσαν και την ψηλότερη βαθμολογία,  υπερτερούσαν εμφανώς των αιτήσεων των άλλων αιτητών και ενόψει τούτου, αποφάσισε τη χορήγηση αδειών εγκατάστασης και  λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού στα ενδ. μέρη.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το Τελικό Αναθεωρημένο Σχέδιο Κατανομής Συχνοτήτων Ραδιοφώνου στη Ζώνη Συχνοτήτων UHF και Τηλεόρασης στη Ζώνη Συχνοτήτων UHF» που δημοσιεύτηκε στις 12.9.03 (το «Σχέδιο») συνιστά επαχθή πράξη σε βάρος τους καθότι μεταβάλλει δυσμενώς το τηλεοπτικό πεδίο με τη λειτουργία 3ου και 4ου τοπικού αναλογικού καναλιού στην πόλη Λεμεσού και 2ου στην Πάφο με αποτέλεσμα να πλήττεται η βιωσιμότητα του σταθμού τους.

 

Οι καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν διάφορες προδικαστικές ενστάσεις. Εισηγούνται ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης απόφασης. Στη Δημοκρατία ν. Αντέννα Ρ.Τ Λτδ (1998) 3 ΑΑΔ 255 εξετάστηκε το έννομο συμφέρον των εφεσιβλήτων που είχαν προσβάλει την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να εγκρίνει άδεια λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού σε ανταγωνιστή του. Στην απόφαση της πλειοψηφίας αφού υπογραμμίστηκε ότι «..ο καθορισμός του «ανταγωνιστή» δεν μπορεί να συμπεριλάβει τον οποιοδήποτε που υποβάλλει σχετική αίτηση», η αιτήτρια θεωρήθηκε ότι είχε έννομο συμφέρον ως ανταγωνιστής παρότι κατά το χρόνο έκδοσης της διοικητικής απόφασης δεν ήταν η ίδια δικαιούχος. Βλ. επίσης Lumiere T.V. Ltd v. Αντέννα Ρ.Τ. Λτδ κ.α. (1998) 3 ΑΑΔ 242.

 

Οπως θέτει το θέμα ο Π. Δαγτόγλου στο «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», σελ. 404:

 

«Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται στην πραγματικότητα για «πλαγιαστικές» αιτήσεις ακυρώσεως, η παραδεκτή άσκηση των οποίων αποτελεί άλλο ένα δείγμα της εξελίξεως της αιτήσεως ακυρώσεως σε «μέσο παροχής έννομης προστασίας». (Βλ. επίσης το άρθρο του Β. Σκουρή «Η άσκηση Αιτήσεως Ακυρώσεως από τρίτους» Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου Της Επικρατείας 1929-1979, Τόμος Ι σελ.371 και 385)»

 

 

Πρόσφατη  νομολογία υποδεικνύει ότι τα στενά περιθώρια της αυστηρής προσέγγισης του εννόμου συμφέροντος  μπορεί να επεκταθούν και να συμπεριλάβουν και περιπτώσεις όπου ο αιτητής μπορεί να θεωρηθεί ως «ανταγωνιστής» με έρεισμα το δυσμενή επηρεασμό του δικού του ηθικού ή υλικού συμφέροντος  ως αποτέλεσμα της απόφασης που προσβάλλει. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 ΑΑΔ 73, DIAS United Publishing Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 870/91, 5.12.96, Lumiere T.V. Ltd v. Αντέννα Ρ.Τ. ΛΤΔ κ.ά., (1998) 3 ΑΑΔ 242, Ν.Α. Άδωνης Παπαντωνίου κα ν. Υπουργικού Συμβουλίου (αρ. 1) Υποθ. Αρ. 574/92 ημερ. 25/2/93, Ν.Α. Theofanous (matic) Laundries Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 793), Grangwood Trading Ltd. κα ν. Υπεραγοράς Χρ. Θεοδώρου Λτδ κα (2006) 3 Α.Α.Δ. 329, Τheophanous (Matik) Laundries Ltd v. Δημοκρατίας, (2000) 3 ΑΑΔ 793).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες τοπικών τηλεοπτικών σταθμών για κάλυψη των πόλεων Λεμεσού και Πάφου αντίστοιχα οι οποίοι λειτουργούν επί σειρά ετών. Τοποθετούνται συνεπώς στη θέση υπάρχοντος ανταγωνιστή, και η χορήγηση αδειών για ίδρυση νέων τηλεοπτικών σταθμών στα ενδιαφερόμενα μέρη οπωσδήποτε μεταβάλλει το τοπικό τηλεοπτικό σκηνικό. Η ενδεχόμενη μείωση του τηλεοπτικού τους μεριδίου λόγω της παράλληλης λειτουργίας τους σε μια μικρή αγορά ευλόγως πιθανολογεί δυσμενή επηρεασμό του υλικού συμφέροντος των αιτητών. Θεωρώ ότι οι αιτητές στοιχειοθετούν πιθανή βλάβη ως ανταγωνιστές και συνεπώς έχουν έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης για έγκριση άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας νέων τηλεοπτικών σταθμών στα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Ωστόσο εκτιμώ ότι δεν συμβαίνει το ίδιο ως προς την αιτούμενη θεραπεία Β. Παρόμοιο ζήτημα εξέτασα στην υπόθεση Gorna Systems Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α, υπόθεση αρ. 1102/2003, ημερ. 20.4.05. Εκεί οι αιτητές  (που είναι και οι αιτητές στην προσφυγή 2272/06), στρέφονταν για πρώτη φορά εναντίον  της γνωστοποίησης του Αναθεωρημένου  Σχεδίου μόνο.  Υιοθετώ τα όσα ειπώθηκαν εκεί:

 

«Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι το συμφέρον των αιτητών, θεμελιωμένο στα πιο πάνω περιστατικά, είναι ενεστώς χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι η αξιούμενη θεραπεία βρίσκει ταυτόχρονα έρεισμα στο Νόμο καθότι, «Έννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας......», βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Δεύτερη Εκδοση, 1994, παρ. 537. Οι αιτητές προβάλλουν ως νομιμοποιητικό έρεισμα ότι κινδυνεύει η βιωσιμότητα τους, γι' αυτό και επιδιώκουν την ακύρωση του αναθεωρημένου σχεδίου ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης. Ο Νόμος θέτει ως κριτήριο και σκοπό της ίδρυσης σταθμών και κατ' επέκταση του καθορισμού του αριθμού τους μέσω του επίδικου σχεδίου, την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και όχι την βιωσιμότητα των σταθμών. Εξάλλου, σύμφωνα με τους όρους της άδειας λειτουργίας του σταθμού, οι αιτητές υπόκεινται στις διατάξεις του Νόμου προς τον οποίο οφείλουν να συμμορφώνονται. Το άρθρο 13(8) του νόμου προνοεί ότι το σχέδιο που δημοσιεύεται κάθε φορά ως τελικό μπορεί να αναθεωρείται. Η τυχόν αποδοχή της θέσης των αιτητών ότι η αναθεώρηση του σχεδίου ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης είναι παράνομη επειδή προβλέπει τη δημιουργία νέων σταθμών θα επέφερε αντινομικές συνέπειες αφού το τηλεοπτικό πεδίο θα παρέμενε πάντα ίδιο χωρίς τον πλουραλισμό και τον υγιή ανταγωνισμό που συνεπάγεται η λειτουργία περισσοτέρων σταθμών για το τηλεοπτικό κοινό.

Ενόψει των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση, κατά την έκταση που αυτή αφορά στην προμνησθείσα πτυχή του θέματος, επιτυγχάνει.»

 

 

Στην Κάτια Αντωνίου ν. Δημοκρατίας κα (1995) 4Γ ΑΑΔ 1596,  ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, ανέφερε τα εξής:

 

«Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη απόφασή μας Κ. and M. (Transport) Ltd. κ.α. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225, ο επηρεασμός οικονομικού συμφέροντος του προσφεύγοντα από την έκδοση διοικητικής απόφασης, δεν καθιστά αφεαυτού παραδεκτή την προσφυγή.  Το συμφέρον το οποίο θίγεται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα.  Δηλαδή, να εκπορεύεται από το Νόμο.  Ο Νόμος δεν παρέχει δικαίωμα στους ιδιοκτήτες φαρμακείων για αποκλεισμό του ανταγωνισμού στην περιοχή όπου λειτουργεί το φαρμακείο τους ή σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή.  Το συμφέρον το οποίο επικαλείται η αιτήτρια στερείται νομικού ερείσματος.»

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι η προδικαστική ένσταση έλλειψης εννόμου συμφέροντος αναφορικά με την αιτούμενη θεραπεία Β ευσταθεί. Η κατάληξη αυτή, καθιστά θεωρητική  την όποια ενασχόληση με την προδικαστική ένσταση ότι απαραδέκτως προσβάλλονται  δυο αυτοτελείς διοικητικές πράξεις που δεν είναι συναφείς. Το ίδιο ισχύει και για την ένσταση ότι απαραδέκτως προσβάλλεται το Τελικό Αναθεωρημένο Σχέδιο Κατανομής Συχνοτήτων καθότι τούτο, αποτελεί κανονιστική πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Ωστόσο, θεωρώ σκόπιμο να διευκρινίσω ότι, παρά το ότι οι δυο προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν από διαφορετικά όργανα εντούτοις η χορήγηση νέων αδειών, προϋποθέτει την αναθεώρηση του Σχεδίου Ραδιοτηλεοπτικής Κάλυψης και την εξασφάλιση διαθέσιμων συχνοτήτων. (Αρθρο 13 του Νόμου). Όταν δυο πράξεις προσβάλλονται με την ίδια προσφυγή ως συναφείς, αυτές πρέπει  να είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Εδώ, μόνο η  απόφαση χορήγησης αδειών στα ενδ. μέρη είναι εκτελεστή ατομική πράξη και παραδεκτώς προσβάλλεται. Το Σχέδιο, είναι κανονιστικής φύσεως αφού έχει γενικότερη και απρόσωπη  εφαρμογή. Το δε ρυθμιστικό του περιεχόμενο δεν εξαντλείται μέσω μιας και μόνο εφαρμογής αλλά διατηρεί τη δυνατότητα να προκαλεί νέες εφαρμογές επί αόριστων και μελλουσών περιπτώσεων που συγκεντρώνουν τις γενικώς οριζόμενες προϋποθέσεις. Τέτοιες πράξεις μπορούν να ελεγχθούν στα πλαίσια του άρθρου 146 Συντάγματος μόνο παρεμπιπτόντως, εφόσον αυτό καταφαίνεται αναγκαίο κατά τον αναθεωρητικό έλεγχο της ατομικής διοικητικής πράξης που εκδόθηκε στη συνέχεια. Στην προκειμένη περίπτωση, μόνο μέσω των αδειών που προσβάλλονται στο αιτητικό Α.

 

Οι καθ' ων η αίτηση αρ. 2  και 3 εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή απαραδέκτως στρέφεται εναντίον τους αφού δεν είχαν ανάμειξη στην έκδοση της απόφασης που προσβάλλεται με τη θεραπεία (Α). Πράγματι οι επίδικες αποφάσεις λήφθηκαν αποκλειστικά από την Αρχή, η οποία αποτελεί ανεξάρτητη αρχή με αυτοτελή νομική προσωπικότητα. Η παραχώρηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού εμπίπτει αποκλειστικά μέσα στις αρμοδιότητες της, βάσει του άρθρου 3(1) και του άρθρου 12 του Νόμου. Στις K.K. New Extra Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Συνεκδ. προσφυγές αρ. 816/01 και 920/01, ημερ. 26.3.03 τέθηκε ίδια προδικαστική ένσταση. Συζητήθηκε εκεί  αν το Σχέδιο και η επακόλουθη χορήγηση αδειών τηλεοπτικών σταθμών συνιστούν πράξεις σύνθετης διοικητικής ενέργειας και ο Αρτέμης, Δ.  αποφάσισε ως εξής:

 

«Θα συμφωνήσω με τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση αρ. 2 και 3 καθώς και με αυτή των καθ΄ ων η αίτηση αρ. 1. Πρόβαλαν οι τελευταίοι και είναι ορθό, πως το γεγονός ότι το σχέδιο λαμβάνεται υπόψη και δεσμεύει την Αρχή κατά την έκδοση των αδειών, δε σημαίνει ότι η εκπόνηση του σχεδίου αποτελεί μέρος της διοικητικής ενέργειας που κατέληξε στην έκδοση των αδειών. Αναφέρθηκε στην περίπτωση της πολεοδομικής άδειας και πρόβαλε ότι ένα ρυμοτομικό σχέδιο ή ένα τοπικό σχέδιο ανάπτυξης τα οποία λαμβάνονται υπόψη και δεσμεύουν την πολεοδομική αρχή δεν αποτελούν μέρος της διοικητικής ενέργειας που καταλήγουν στην έκδοση πολεοδομικής άδειας.»

 

 Υιοθετώ τα πιο πάνω λεχθέντα και για τον ίδιο λόγο θεωρώ ότι η ένσταση που προβλήθηκε είναι βάσιμη και οι προσφυγές απαράδεκτες στο βαθμό που στρέφονται εναντίον  των καθ' ων η αίτηση 2 και 3.

 

Καθόσον αφορά την ουσία των λόγων ακύρωσης οι αιτητές ισχυρίζονται ότι υπήρξε παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης κλπ. Η αίτηση που είχαν υποβάλει οι ίδιοι είχε ως νομική βάση το δημοσιευθέν στις 23/3/01 «Τελικό Εθνικό Σχέδιο Κατανομής Συχνοτήτων Τηλεόρασης στη Ζώνη Συχνοτήτων UHF» το οποίο προέβλεπε τόσο για την πόλη και επαρχία Λεμεσού όσο και  για την επαρχία Πάφου, από δύο μόνο τηλεοπτικούς τοπικούς σταθμούς. Με τη λειτουργία των σταθμών τους ανέλαβαν μακροχρόνιες οικονομικές δεσμεύσεις και επιβαρύνσεις στηριζόμενοι στο πιο πάνω δεδομένο. Εισηγούνται ότι η έκδοση του Τελικού Αναθεωρημένου Σχεδίου είναι πράξη ανεπίτρεπτη ως αντιφατική με τις πρόνοιες του προϋφιστάμενου τελικού Σχεδίου και αντιστρατευόμενη τους κανόνες εμπιστοσύνης μεταξύ διοίκησης και διοικουμένων.

 

Σε ένα μεγάλο βαθμό, τα επιχειρήματα των αιτητών απαντήθηκαν ήδη στο απόσπασμα που παρέθεσα από τη Gorna Systems Ltd (πιο πάνω). Η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου προς αναθεώρηση του Σχεδίου πηγάζει από το άρθρο 13(8) του Νόμου το οποίο ορίζει:

 

«13(8) Σε περίπτωση αναθεώρησης του σχεδίου μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας εφαρμόζεται η αναφερόμενη στα εδάφια (1) έως (7) διαδικασία.»

 

 

Προκύπτει τόσο από τα Παραρτήματα της ένστασης όσο και από τους φακέλους ότι τηρήθηκε η σωστή διαδικασία και ότι η Αρχή μελέτησε επισταμένα όλες τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν αναφορικά με την αναθεώρηση, προτού υποβάλει την πρόταση της προς το αρμόδιο Υπουργείο. Η διαχείριση των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων που εύστοχα η νομοθεσία χαρακτηρίζει ως εθνικό πλούτο, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του αρμόδιου Υπουργείου και το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην αναθεώρηση του Σχεδίου, αμφισβητώντας την τεχνολογική δυνατότητα που προκύπτει και την παρεχόμενη ευχέρεια στη διοίκηση να χορηγεί πρόσθετες συχνότητες   τηλεοπτικών εκπομπών. Εξάλλου το  Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των ορίων της νομιμότητας δεν εξετάζει την κρίση περί συνδρομής λόγων σκοπιμότητας ή της κρίσεως επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων.

 

Οι επιμέρους αιτιάσεις των αιτητών αναφορικά με την έλλειψη αιτιολογίας του αναθεωρημένου σχεδίου δεν ευσταθούν. Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που οδήγησαν στην αναθεώρηση, στηρίζεται στην ανάγκη ύπαρξης υγιούς ανταγωνισμού ο οποίος εξυπηρετείται με τη λειτουργία περισσότερων σταθμών για το τηλεοπτικό κοινό και στην πάγια θέση της Αρχής για ενίσχυση της πολυφωνίας και του φάσματος επιλογών του πολίτη. Κατά τον έλεγχο των γεγονότων και της κρίσης της διοίκησης ως προς το τί συνιστά δημόσιο συμφέρον, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την άποψη της διοίκησης με τη δική του. Το Δικαστήριο εξετάζει αν παραβιάστηκε ο Νόμος ή αν παρουσιάζεται κατάχρηση εξουσίας ή αυθαιρεσία οπόταν και επεμβαίνει.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι το επιχείρημα των αιτητών ότι το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα από τις ποιοτικές εκπομπές και την οικονομική ενίσχυση των υφιστάμενων σταθμών που υπερκαλύπτουν τις ανάγκες του τηλεοπτικού κοινού παρά από την ίδρυση νέων που θα πλήξουν τη βιωσιμότητα και την ποιότητα τους δεν υπόκειται σε δικαστική εκτίμηση από το ακυρωτικό Δικαστήριο.

 

Οι αιτητές, παρά το γεγονός ότι επικαλούνται κινδύνους για τη βιωσιμότητα τους από την αδειοδότηση νέων σταθμών, εντούτοις δεν παρέθεσαν στοιχεία ή σχετική οικονομική μελέτη ούτε με την υποβολή της ένστασης τους στην Αρχή ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να δικαιολογούν τους φόβους τους. Το ζητούμενο εξάλλου για την Αρχή κατά την εξέταση των αιτήσεων των ενδ. μερών προς δημιουργία τηλεοπτικών σταθμών σύμφωνα με τα κριτήρια που προκαθορίζονται στο Νόμο και στους περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 10/2000) ήταν η βιωσιμότητα των υπό έγκριση σταθμών, στοιχείο το οποίο εξετάστηκε στο Παράρτημα Ι της ένστασης, και όχι η διερεύνηση της βιωσιμότητας  των ανταγωνιστών τους.

 

Οι αιτητές υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αντίθετη με το Σύνταγμα και ότι η παρεχόμενη από το άρθρο 13(1) του Νόμου 7(1)/98 εξουσιοδότηση, αντίκειται στο Σύνταγμα και/ή είναι γενική και αόριστη. Λέγουν συναφώς ότι η παραχωρηθείσα αρμοδιότητα στον Υπουργό Συγκοινωνιών και Εργων δεν εκτείνεται στην αναθεώρηση και την αύξηση αλλά μόνο στην αναθεώρηση των ρυθμίσεων αναφορικά με τις συχνότητες, την ισχύ και τις τοποθεσίες εκπομπής των αδειούχων σταθμών. Ο ισχυρισμός δεν εξειδικεύει το παραβιασθέν άρθρο του Συντάγματος και κατά την κρίση μου είναι παντελώς αβάσιμος. Πέραν αυτού, οι πρόνοιες του Νόμου 7(Ι)/98 θεσπίστηκαν προς διασφάλιση της πολυφωνίας, αντικειμενικότητας και πλουραλισμού των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Το άρθρο 13, μέσα σε αυτό πνεύμα, σαφώς παρέχει ευρύτερη εξουσία για αναθεώρηση του Σχεδίου, αύξηση του αριθμού συχνοτήτων και έλεγχο των αδειούχων σταθμών που λειτουργούν μέσα από αυτές.

 

Ο επόμενος λόγος ακύρωσης αφορά παραβίαση ουσιώδους τύπου. Λέγουν οι αιτητές ότι στην επιστολή της Αρχής προς το Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών δεν επισυνάπτεται το σχετικό αντίγραφο για την τήρηση του διαδικαστικού πλαισίου. Πρόκειται για επουσιώδη παράλειψη η οποία ουδόλως επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα συμφέροντα των αιτητών είτε την ίδια την απόφαση. Εξάλλου το έγγραφο επισυνάφθηκε σε σχετική επιστολή προς τα ενδ. μέρη.

 

Οι αιτητές υποβάλλουν ότι παραβιάστηκε η αρχή της νομιμότητας επειδή η παραχώρηση των αδειών στα ενδ. μέρη έγινε για περίοδο έξι ετών ενώ ο Νόμος ορίζει στο άρθρο 21(2) ότι «η άδεια ισχύει, εκτός αν ανακληθεί προηγουμένως, για τηλεοπτικό σταθμό  για περίοδο δέκα ετών». Η άδεια ημερ. 29.9.06 προνοούσε  διάρκεια σύμφωνα με το νόμο ως εξής:

 

«Η άδεια θα ισχύσει για περίοδο δέκα (10) ετών. Νοείται ότι σύμφωνα με το άρθρο 21(2) του Νόμου 7(1)/98, αυτή μπορεί να ανακληθεί προηγουμένως. Σημειώνεται ότι είναι δυνατό να ανακληθεί, μεταξύ άλλων, για τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή της Αρχής με αριθμό φακ. 1.6.07Α και ημ. 31/08/2006, ήτοι, στην περίπτωση μετάβασης του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου από το αναλογικό στο ψηφιακό περιβάλλον, και τους οποίους έχετε αποδεχτεί με επιστολή σας της ίδιας ημερομηνίας.»

 

 

Ο όρος αυτός τέθηκε χάριν της κυβερνητικής πολιτικής για μετάβαση από το αναλογικό στο ψηφιακό περιβάλλον και κατά υιοθέτηση της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για εφαρμογή του «Switch off period» μέχρι το 2012, γεγονός που συνεπάγεται τη πλήρη μετάβαση σε ψηφιακή εκπομπή μέχρι τότε. Δεν προκύπτει καμία παρανομία.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν από τους αιτητές, δηλαδή η υπέρβαση των ορίων διακριτικής ευχέρειας και η έλλειψη δέουσας έρευνας αφορούν το «Τελικό Αναθεωρημένο Σχέδιο Κατανομής Συχνοτήτων Ραδιοφώνου στη Ζώνη Συχνοτήτων UHF και Τηλεόρασης στη Ζώνη Συχνοτήτων UHF» το οποίο, όπως αποφάσισα, προσβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον. Παρενθετικά σημειώνω ότι η Αρχή φαίνεται να ερεύνησε το κατά πόσο οι αιτητές σταθμοί θα ήταν κερδοφόροι ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αγοράς και αξιολόγησε τη συνολική τους εικόνα σε συνάρτηση με τις ειδικές εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων και των Λειτουργών της πριν εκδώσει την απόφασης της. Δεν ήταν υποχρεωμένη βάσει του σχετικού νομοθετικού πλαισίου να προβεί σε μελέτη οικονομικής βιωσιμότητας του συνόλου των τηλεοπτικών σταθμών στη Λεμεσό και Πάφο.

 

Η νομολογία επιβεβαιώνει ότι η Διοίκηση είναι ο καλύτερος γνώστης και κριτής τεχνικής φύσεως ζητημάτων που εμπεριέχονται στην απόφαση και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στη σφαίρα αυτή. (Otis Elevator (Cyprus) Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. Αρ. 30/2000, ημερ. 7.2.03, βλ. σχετικά και Ευαγγελία Κουτούπα-Ρεγκάκου «Αοριστίες και Τεχνικές Έννοιες στο Δημόσιο Δίκαιο» (1997) σελ. 115-116.)

 

Τέλος, προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι οι αποφάσεις παραβιάζουν τα άρθρα 25 και 26 του Συντάγματος. Ο ισχυρισμός πάσχει από γενικότητα και αοριστία. Δεν αντιλαμβάνομαι πώς παραβιάστηκε η ελευθερη άσκηση του επαγγέλματος των αιτητών όταν οι ίδιοι είναι κάτοχοι λειτουργίας σταθμών που λειτουργούν επί σειρά ετών απρόσκοπτα. Εξάλλου, η εφαρμογή των πιο πάνω ελευθεριών δεν είναι απόλυτη αλλά τελεί σύμφωνα με την παρ.2 του εν λόγω άρθρου υπό όρους ή περιορισμούς για τους λόγους που εκεί αναφέρονται. Το δημόσιο συμφέρον όπως οριοθετείται στην παρούσα υπόθεση από τον πλουραλισμό των τηλεοπτικών σταθμών και την πολυφωνία εμπίπτει σε ένα από αυτούς τους λόγους.

 

Οι αιτητές επικαλούνται επίσης παραβίαση της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι και της ελευθερίας του ανταγωνισμού που προστατεύει το άρθρο 26 του Συντάγματος.  Η αδειοδότηση νέων σταθμών δεν καταπνίγει ούτε περιορίζει τα πιο πάνω δικαιώματα. Αντιθέτως ενισχύει τον υγιή ανταγωνισμό και τις δυνατότητες συνδιαλλαγής του τηλεοπτικού κοινού με περισσότερα και ποικίλα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Οι αιτητές δεν θεμελίωσαν το επιχείρημα τους  ότι υπερκαλύπτοναι οι ανάγκες της κυπριακής κοινωνίας με τους υφιστάμενους σταθμούς ώστε η αδειοδότηση νέων να θίγει τον πυρήνα της οικονομικής τους ελευθερίας.

 

Η δικηγόρος των αιτητών ανέπτυξε με συμπληρωματική απαντητική αγόρευση ακόμη ένα λόγο ακύρωσης. Θεωρεί ότι η τεχνική μελέτη που υπέβαλε το ενδ. μέρος στην προσφυγή 2272/2006 το 1999 και υπογραφόταν από τον κ. Συμεωνίδη, ο οποίος κατά το χρόνο εκείνο (1999) δεν ήταν εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ, ήταν άκυρη διότι παραβίαζε τον καν. 10(3) της ΚΔΠ 10/2000 που προνοεί ότι «τεχνική μελέτη ενός τηλεοπτικού σταθμού εκπονείται από προσοντούχο επιστήμονα, εγγεγραμμένο στο μητρώο του Επιστημονικού Επιμελητηρίου στον κλάδο της Ηλεκτρονικής Μηχανικής και της Μηχανικής Πληροφορικής».

 

Οι περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμοί ΚΔΠ 10/2000 δημοσιεύθηκαν στις 28.1.2000, ενώ το ενδ. μέρος υπέβαλε την αίτησή του για άδεια ίδρυσης τοπικού σταθμού στις 2.9.99. Συνεπώς δεν υπήρχε απαίτηση στη νομοθεσία κατά τον ουσιώδη χρόνο για πιστοποίηση εγγραφής. Κατά την εξέταση της αίτησης του ενδ. μέρους, η Αρχή ζήτησε συμπληρωματικά στοιχεία μεταξύ των οποίων και πιστοποίηση ότι ο κ. Συμεωνίδης είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο του Κλάδου Ηλεκτρονικής Μηχανικής, όπως απαιτεί ο καν. 10(3). Το ενδ. μέρος υπέβαλε τότε επιστολή του ΕΤΕΚ προς τον κ. Συμεωνίδη, ημερ. 1.7.01 με την οποία τον πληροφορούν ότι το Υπουργικό Συμβούλιο τον ενέγραψε στο Μητρώο μελών του κλάδου Ηλεκτρονικής Μηχανικής περιλαμβανομένης της Μηχανικής της Πληροφορικής, στην Ηλεκτρονική Μηχανική.

 

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ίδιας της Αρχής, το ενδ. μέρος που είχε ήδη υποβάλει συμπληρωμένη αίτηση κατά τις 30.7.01 (σύμφωνα με την επιστολή του τεχνικού εμπειρογνώμονα της Αρχή κ. Ζένιου) δήλωσε απλώς  με επιστολή ημερ. 17.10.03 το ενδιαφέρον του για επανεξέταση της αίτησής του.

 

Συνεπώς ορθά έκρινε στην έκθεσή του ο κ. Δαμιανός εκ μέρους της Αρχής ότι η αίτηση του ενδ. μέρους όπως έχει μελετηθεί στο παρελθόν βασισμένη στην αρχική καθώς και στα συμπληρωματικά στοιχεία, βασίζεται σε άρτια τεχνική μελέτη. Δεν προκύπτει καμιά παράβαση του κανονισμού.

 

Οι προσφυγές σε ό,τι αφορά την αιτούμενη θεραπεία Β απορρίπτονται ως μη παραδεκτές λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Κάτα τα λοιπά, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με €3000 έξοδα σε βάρος των αιτητών. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται. 

 

                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο