ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1335/2007)
16 Ιουνίου, 2009
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΙΑΝΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΤΖΟΥΝΑΚΑ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η
Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ενεργώντας με βάση την επιφύλαξη του άρθρου 28(1)(ζ) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-2003, το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εξουσιοδοτήσει το διορισμό της Ελληνικής υπηκοότητας αιτήτριας, ως καθηγήτριας Πληροφορικής, με σύμβαση για περίοδο τριών χρόνων, από την 1.9.2003 ή λιγότερο αν τερματιζόταν η απασχόληση του συζύγου της στο Πανεπιστήμιο Κύπρου νωρίτερα.
Πριν από τη λήξη της ισχύος της σύμβασής της και παρά τις παραστάσεις στις οποίες προέβη η αιτήτρια για παράταση των υπηρεσιών της στην Κύπρο, η εδώ απασχόλησή της τερματίστηκε κατά τη λήξη της, οπότε και, συνακόλουθα, τερματίστηκε και η απόσπασή της από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας στο οποίο υπαγόταν.
Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια προσβάλλει την εγκυρότητα και/ή νομιμότητα της απόφασης για απόρριψη του αιτήματός της για συνέχιση ή ανανέωση της απασχόλησής της στην Κύπρο.
Όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω των αγορεύσεων των συνηγόρων των δύο πλευρών και των στοιχείων που περιέχονται στον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο, πριν από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περιπτώσεις απασχόλησης μη Κυπρίων εκπαιδευτικών αντιμετωπίζονταν με βάση την επιφύλαξη του άρθρου 28(1)(ζ) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, το κείμενο της οποίας, προτού τροποποιηθεί, είχε ως εξής:
"28(1).
.....
Νοείται ότι το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εξουσιοδοτήσει, εις ειδικήν περίπτωσιν, τον διορισμόν προσώπου το οποίον δεν είναι πολίτης της Δημοκρατίας -
(i) Επί συμβάσει δι΄ ορισμένον χρονικόν διάστημα, ή
(ii) Επί μονίμου βάσεως, εάν το εν λόγω πρόσωπον απησχολήθη εις την Δημόσιαν Εκπαιδευτικήν Υπηρεσίαν επί συμβάσει δια περιόδου όχι μικροτέραν των τεσσάρων ετών."
Με βάση τα τότε ισχύοντα, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την υπ΄ αρ. 37.668/2.7.1992 Απόφασή του, είχε καθιερώσει γενική πολιτική, σύμφωνα με την οποία, σύζυγοι μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου, διορίζονται με σύμβαση διάρκειας τριών ετών στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, χωρίς εγγραφή στον κατάλογο διοριστέων, με την προϋπόθεση ότι κατέχουν θέση στο Ελληνικό Δημόσιο. Ήταν με βάση αυτά τα δεδομένα που διορίστηκε καθηγήτρια στην Κύπρο για μια τριετία η αιτήτρια, της οποίας ο σύζυγος υπηρετούσε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Αργότερα όμως και μέσα στο πλαίσια εναρμόνισης της Κυπριακής νομοθεσίας με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, θεσπίστηκε τροποποίηση της προαναφερθείσας επιφύλαξης του άρθρου 28, δυνάμει του Νόμου αρ. 80(Ι)/2004, ο οποίος δημοσιεύτηκε στις 16.4.2004. Με την τροποποίηση εκείνη παρέμεινε η επιφύλαξη στο άρθρο του νόμου και διατηρήθηκε η διακριτική εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να εξουσιοδοτεί το διορισμό μη πολιτών της Δημοκρατίας. Αυτή όμως περιορίστηκε έτσι ώστε να μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο στην περίπτωση προσώπου που δεν είναι πολίτης της Δημοκρατίας και το οποίο επιπρόσθετα, "... εμπίπτει σε εκ των προτέρων καθορισμένη με αντικειμενικά κριτήρια και χωρίς οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ πολιτών κρατών μελών κατηγορία."
Μετά τη θέσπιση της πιο πάνω τροποποίησης, το Υπουργικό Συμβούλιο κατήργησε την πολιτική για διορισμό με σύμβαση τριετούς διάρκειας Ελλήνων πολιτών των οποίων οι σύζυγοι διορίζονταν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, κρίνοντας ότι η συνέχισή της μετά την τροποποίηση, θα συνιστούσε διάκριση μεταξύ πολιτών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που ρητά απαγορευόταν πλέον από τη νέα επιφύλαξη στο άρθρο 28(1). (Σχετική είναι η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 60.389/10.6.2004). Συγκεκριμένα, το Υπουργικό Συμβούλιο κατήργησε με την Απόφασή του εκείνη την πολιτική για διορισμό, μεταξύ άλλων και των συζύγων Ελλήνων πολιτών που διορίζονταν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, και εξουσιοδότησε το διορισμό με σύμβαση στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία, υπό όρους, συζύγων Ελλήνων Αξιωματικών της Ε.Φ. ή της Ε.Λ.ΔΥ.Κ. Αυτή η απόφαση, αν και ρητά ήταν που δεν επηρέαζε δυσμενώς τη συνέχιση της εργοδοσίας της αιτήτριας μέχρι τη λήξη της τριετίας, εν τούτοις, κατέστησε ουσιαστικά τη σύναψη νέας σύμβασης μαζί της αδύνατη. Επικαλούμενο δε αυτά τα δεδομένα, το καθ΄ου η αίτηση Υπουργείο απέρριψε σχετικό αίτημα της αιτήτριας, παρά το ότι ο σύζυγός της συνέχιζε να εργοδοτείται στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και παρά την επίκληση από την ίδια σοβαρών οικογενειακών και προσωπικών περιστάσεων που συνηγορούσαν υπέρ της διαμονής και συνέχισης εργοδότησής της στην Κύπρο.
Το κύριο θέμα το οποίο προβάλλει η πλευρά της αιτήτριας, προσβάλλουσα την επίδικη απόφαση, έγκειται στο ότι εκείνη η απόφαση είναι απλά αποτέλεσμα εφαρμογής προαποφασισθείσας γενικής πολιτικής και όχι αποτέλεσμα διερεύνησης της συγκεκριμένης ειδικής περίπτωσης της αιτήτριας. Ενόσω δηλαδή το Υπουργικό Συμβούλιο, με βάση και την τροποποίηση την οποία επέφερε ο Νόμος 80(Ι)/2004 ασκεί εξουσία ". σε ειδική περίπτωση", θα έπρεπε να εξετάζει και να αξιολογεί κάθε περίπτωση ξεχωριστά και δεν μπορούσε να προκαθορίσει παρόντα και μελλοντικά κριτήρια τα οποία να εφαρμόζονται γενικά.
Ένα δεύτερο θέμα το οποίο επίσης εγείρει και υποστηρίζει η πλευρά της αιτήτριας, έγκειται στο γεγονός ότι την απορριπτική του αιτήματός της απόφαση ημερομηνίας 3.7.2007 φαίνεται να την έλαβε όχι το Υπουργικό Συμβούλιο, που είναι το μόνο κατά νόμο αρμόδιο όργανο να αποφασίζει τέτοιο αίτημα ασκώντας την εξουσία του, αλλά το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Γι΄ αυτό δε το λόγο ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει και από έλλειψη αρμοδιότητας.
Άλλο θέμα το οποίο επίσης εγείρει η πλευρά της αιτήτριας είναι ότι η επίδικη απόφαση πάσχει και από έλλειψη αιτιολογίας και προηγηθείσας δέουσας έρευνας, εφόσον η μόνη έρευνα που έγινε και η μόνη αιτιολογία που δόθηκε ήταν ότι η περίπτωση της αιτήτριας δεν πληρούσε τα αντικειμενικά κριτήρια που είχε καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο.
Η αιτήτρια εγείρει θέμα ακυρότητας της επίδικης απόφασης και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, ενώ επρόκειτο για λήψη απόφασης δυσμενούς για την ίδια χαρακτήρα, εν τούτοις δεν της είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα όπως ακουσθεί πριν τη λήψη της απόφασης.
α. Η δυνατότητα του Υπουργικού Συμβουλίου να προκαθορίζει κριτήρια και γενική πολιτική ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής του εξουσίας.
Μεταξύ άλλων νομικών αρχών τις οποίες προβάλλει η αιτήτρια προς υποστήριξη του λόγου τούτου, επικαλείται και τις πρόνοιες του άρθρου 44(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), το οποίο προνοεί τα εξής:
"44..
(3) Δεν επιτρέπεται στο αρμόδιο όργανο να αποφασίζει εκ των προτέρων και κατά τρόπο γενικό τη διακριτική του εξουσία για τις περιπτώσεις που θα παρουσιαστούν στο μέλλον."
Η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια έχει βέβαια σωστά παρατεθεί. Όμως, αυτή θα πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση με την πρόνοια στο εδάφιο (4) το οποίο έπεται. Αυτό, κατά την άποψή μου, είναι ακόμα πιο στενά συνυφασμένο με την υπό εξέταση περίπτωση και το κείμενό του έχει ως εξής:
"44.
(4) Δεν απαγορεύεται σε διοικητικό όργανο να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία σε μια υπόθεση με βάση γενική πολιτική ή κριτήρια που έχει προκαθορίσει το ίδιο για παρόμοιες υποθέσεις, εφόσον η πολιτική ή τα κριτήρια που έχει χαράξει συνάδουν με το νόμο και να εξετάζει ιδιαίτερα κάθε υπόθεση που παρουσιάζεται ενώπιον του και πιο συγκεκριμένα να εξετάζει αν τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης δικαιολογούν απόκλιση από τη γενική πολιτική ή τα κριτήρια που χάραξε."
Επομένως, ξεκάθαρα είχε τη δυνατότητα το Υπουργικό Συμβούλιο να προκαθορίσει το ίδιο πολιτική και κριτήρια για παρόμοιες υποθέσεις και να ασκήσει τις εξουσίες του με βάση αυτές. Όμως, δεν είναι μόνο δυνάμει του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου που είχε τέτοιο δικαίωμα το Υπουργικό Συμβούλιο. Δικαίωμα είχε και με βάση τον ίδιο τον τροποποιητικό περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο αρ. 80(Ι)/2004 και συγκεκριμένα με το άρθρο 4(γ) με το οποίο εισήχθη η επίμαχη τροποποίηση στην επιφύλαξη του άρθρου 28(1)(ζ). Με εκείνη την πρόνοια δεν δινόταν πλέον στο Υπουργικό Συμβούλιο η δυνατότητα να εξουσιοδοτεί το διορισμό προσώπου το οποίο δεν είναι απλά πολίτης της Δημοκρατίας. Η δυνατότητα αυτή δινόταν μεν τώρα στην περίπτωση μη πολίτη της Δημοκρατίας, ο οποίος όμως "... εμπίπτει σε εκ των προτέρων καθορισμένη με αντικειμενικά κριτήρια και χωρίς οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ πολιτών κρατών μελών κατηγορία." Δε χωρεί δε αμφιβολία ότι αυτήν, την εκ των προτέρων καθορισμένη κατηγορία και τα κριτήριά της, μόνο στο Υπουργικό Συμβούλιο δινόταν το δικαίωμα και/ή υποχρέωση να καθορίζει.
Ακόμα βέβαια και πριν από τη θέσπιση των πιο πάνω νομοθετημάτων, είχε νομολογηθεί ότι αρμόδιο όργανο μπορούσε πάντα να χαράσσει και εφαρμόζει γενική πολιτική και προκαθοριζόμενα κριτήρια, ενόσω βέβαια ενεργεί εντός του πλαισίου των εκ του νόμου εξουσιών του. Όπως, είχε λεχθεί μεταξύ άλλων και στην απόφαση στην υπόθεση A. Pernaros v. The Republic through the Council of Ministers & others (1975) 3 CLR 175, ενόσω το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν μπορεί να υπεισέρχεται στην εξέταση θέματος ως προς το κατά πόσο η πολιτική που ακολούθησε το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν ορθή ή κατάλληλη. Όπως τονίστηκε, ένα τέτοιο εγχείρημα θα εξέβαινε των ορίων δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. (Βλ. Κυριακοπούλου "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον "Δ" Έκδοση, Τόμος Ι, σελ. 209 και Αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας στις Υποθέσεις 733/33 και 11/35). Η πιο πάνω απόφαση ακολουθήθηκε μεταξύ άλλων και στην Pandream Hotel Apts Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 706/2000, ημερομηνίας 30.7.2002. Η χάραξη και εφαρμογή μιας γενικής πολιτικής εκ μέρους διοικητικού οργάνου, όχι μόνο δεν θεωρείται ενέργεια επιλήψιμη, αλλ΄ αντίθετα, όπως επανειλημμένα έχει υποδείξει το Ανώτατο Δικαστήριο, ο προκαθορισμός διοικητικής πολιτικής εξασφαλίζει το πλεονέκτημα της ομοιόμορφης διοικητικής λειτουργίας και της ίσης μεταχείρισης. Στην απουσία δε καλού λόγου, η διακηρυχθείσα θέση διοικητικής αρχής πρέπει να τηρείται απαραίτητα. (Βλ. Vassiliou v. The Republic (1982) 3 CLR 220, Drousiotis v. C.B.C. (1984) 3 CLR 546).
Στην υπό εξέταση εδώ περίπτωση, το Υπουργικό Συμβούλιο ενήργησε με βάση τις εξουσίες που του δίνονται από το Νόμο και υπό το πρίσμα του περιορισμού που τέθηκε με την προαναφερθείσα τροποποίηση. Κατά τον προκαθορισμό της κατηγορίας των προσώπων τα οποία θα μπορούσαν να τύχουν εξαίρεσης και των σχετικών κριτηρίων προς τούτο, όπως εμφαίνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, το Υπουργικό Συμβούλιο απέκλεισε την κατηγορία προσώπων στην οποία ανήκε και η αιτήτρια σε μια εμφανή προσπάθεια αποφυγής διάκρισης μεταξύ πολιτών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ακριβώς η νέα επιφύλαξη στο άρθρο 28(1)(ζ) ορίζει. Άσκησε έτσι νόμιμο του καθήκον και χάραξε μια πολιτική καθ΄ όλα επιτρεπτή.
Σε σχέση με τούτο, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ήταν ακριβώς και πάλι με βάση πολιτική και πάλι με βάση προκαθορισμένα κριτήρια ως προς συζύγους διοριζομένων στο Πανεπιστήμιο προσώπων που είχε επωφεληθεί και διοριστεί η ίδια η αιτήτρια για μια τριετία. Όταν μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και λόγω της αναγκαιότητας που προέκυψε για αποφυγή διακρίσεων εφαρμόστηκε μια νέα πολιτική στη βάση της νέας νομοθεσίας, δεν μπορεί τώρα η αιτήτρια να προσβάλλει τη δυνατότητα γενικά ύπαρξης της πολιτικής και κριτηρίων στη βάση της οποίας και η ίδια είχε επωφεληθεί και ζητούσε ουσιαστικά την παράτασή της. Όπως υπενθυμίστηκε και σε πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τον αδελφό Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου στην Υπόθεση αρ. 595/2007, Α. Οικονομίδης ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, απόφαση ημερομηνίας 5.3.2009, μια τέτοια τακτική προσκρούει στην καλά εδραιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου, που απαγορεύει την ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία και οδηγεί σε απόρριψη εγειρόμενου λόγου ακύρωσης, χωρίς μάλιστα το Δικαστήριο να υπεισέλθει στην ουσία του. (Βλ., επίσης, Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. China Wanbao Engineering Corp. (2000).
Επομένως, ο πρώτος αυτός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
β. Η εισήγηση περί αναρμοδιότητας λήψης απόφασης από το όργανο που την έλαβε.
Αυτός ο λόγος ακύρωσης εστιάζεται γύρω από τη θέση ότι εφόσον δυνάμει του άρθρου 28(1)(ζ) του Νόμου η δυνατότητα εξουσιοδότησης διορισμού προσώπου σε ειδική περίπτωση αποδίδεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, μόνο το Υπουργικό Συμβούλιο μπορούσε και έπρεπε να εξετάσει το αίτημα της αιτήτριας και να αποφανθεί επ΄ αυτού.
Πέραν του ότι και η ίδια η αιτήτρια τα αιτήματά της ήταν προς τον Υπουργό Παιδείας που τα απηύθυνε και όχι προς το Υπουργικό Συμβούλιο, εν πάση περιπτώσει, οι εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου είναι πολύ γενικότερης μορφής παρά να επιλαμβάνεται και να διερευνά από μόνο του εκάστη περίπτωση σε σχέση με την οποία το Συμβούλιο έχει καθορίσει πολιτική και κριτήρια. Με βάση το Άρθρο 54(α) του Συντάγματος της Δημοκρατίας, το Υπουργικό Συμβούλιο ασκεί, μεταξύ άλλων, τη γενική διεύθυνση και τον έλεγχο της διακυβέρνησης του κράτους και τη διεύθυνση της γενικής πολιτικής του. Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, δυνάμει της νέας επιφύλαξης στο άρθρο 28(1)(ζ) του Νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο δεν προβαίνει σε διορισμούς εκπαιδευτικών σε ειδικές περιπτώσεις, παρά μόνο έχει τη δυνατότητα να εξουσιοδοτεί τέτοιους διορισμούς, νοουμένου ότι αυτοί εμπίπτουν μέσα στις παραμέτρους που θέτει ο νόμος και με βάση την πολιτική που το ίδιο χαράσσει και τα κριτήρια που θέτει. Ο δε Υπουργός Παιδείας και οι αρμόδιες υπηρεσίες μπορούν και πρέπει να εφαρμόζουν τη χαραχθείσα πολιτική και τα τεθέντα κριτήρια και μόνο εάν αυτά ικανοποιούνται επιζητείται η εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου. Γι΄ αυτούς τους λόγους δεν μπορεί να ευσταθήσει ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης.
γ. Το θέμα της κατ΄ ισχυρισμό έλλειψης ικανοποιητικής αιτιολογίας και της παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας ή παροχής δικαιώματος ακρόασης.
Ο λόγος αυτός ακύρωσης σαφώς δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η αιτήτρια είχε εργοδοτηθεί για μια τριετή περίοδο η οποία θα έληγε και έληξε κατά την 31.8.2006. Επειδή, όμως, για καλούς οικογενειακούς και προσωπικούς λόγους, αυτή επιθυμούσε τη συνέχιση της εργοδοσίας της στην Κύπρο, υπέβαλε έγκαιρα τις παραστάσεις της προβάλλοντας όλα τα στοιχεία στα οποία στήριζε το αίτημά της προς τον αρμόδιο Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού. Όπως καθαρά διαπιστώνεται από το περιεχόμενο της ανταλλαγείσας αλληλογραφίας, τα όσα έθεσε η αιτήτρια φαίνεται ν΄ αξιολογήθηκαν και η περίπτωσή της να διερευνήθηκε προσεκτικά, ακόμα και με επίκληση γνωμάτευσης από τη Νομική Υπηρεσία. Η απάντηση, όμως, ήταν και δεν μπορούσε παρά να είναι αρνητική, εφόσον, παρά τα ανθρωπιστικής φύσεως σοβαρά στοιχεία που είχε υπέρ της η αιτήτρια, δεν μπορούσε η περίπτωσή της να κριθεί σαν ειδική, χωρίς να προκληθεί διάκριση μεταξύ της και άλλων πολιτών. Η δε πληροφόρηση της οποίας έτυχε υπό το φως και της προηγηθείσας αλληλογραφίας, ήταν αρκούντως ικανοποιητική, αφού δυστυχώς η περίπτωσή της δεν πληρούσε τα κριτήρια που τέθηκαν και την πολιτική που χαράχθηκε δυνάμει της νομοθεσίας. Η αιτήτρια κατέστη γνώστης αυτού του γεγονότος και απλά επιζητούσε όπως, αν ήταν δυνατό, τύχει ειδικής μεταχείρισης. Της λέχθηκε δε και ταυτόχρονα της προσφέρθηκε, το αυτονόητο που τώρα επιτρεπόταν από το νόμο, δηλαδή να αποταθεί για συμπερίληψη στον κατάλογο διοριστέων εκπαιδευτικών και να τύχει της ίδιας και ίσης μεταχείρισης με τους πολίτες της Κύπρου, κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνακόλουθα, ούτε και αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και αναπόφευκτα απορρίπτεται, με €1.200 έξοδα, εναντίον της αιτήτριας.
Κ. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ