ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1332/2007)

 

25 Ιουνίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Αιτήτρια,

-          ΚΑΙ    -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------

Αγ. Ευσταθίου (κα), για την Αιτήτρια.

Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η αιτήτρια επεδίωξε διορισμό στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λέκτορα στην Πληροφορική στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο χωρίς όμως επιτυχία.  Αντ΄ αυτής διορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος και η αιτήτρια αντέδρασε με την καταχώρηση της προσφυγής  υπ΄ αρ. 552/02, στην οποία και δικαιώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 29.4.04.  Εκεί λέχθηκε ότι ήταν λανθασμένη η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να αποκλείσει την αιτήτρια από τον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων λόγω μη κατοχής του απαιτουμένου βασικού πανεπιστημιακού προσόντος.  

 

        Η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε την πλήρωση της θέσης, αφού ειδοποίησε το ενδιαφερόμενο μέρος ότι επανέρχεται στην προηγούμενη κατάσταση, στη βάση νομικής συμβουλής που αναζήτησε από τη Νομική Υπηρεσία ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να χειριστεί την επανεξέταση, η οποία με επιστολή της ημερ. 16.11.04 (μέρος του Παραρτήματος 3 στην ένσταση), γνωμάτευσε ότι η Ε.Δ.Υ. θα έπρεπε να απευθυνθεί στο Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλου Σπουδών (εφεξής «το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.»), για αναγνώριση του τίτλου που είχε αποκτήσει η αιτήτρια, αλλά και προς την ίδια την αιτήτρια για  να δώσει όλες τις πληροφορίες και εξηγήσεις που είχε στη διάθεση της σε σχέση με το αποκτηθέν πτυχίο. 

 

        Η αιτήτρια κατέχει τον τίτλο του B.Sc. in Accounting and Computer Science από το Bob Jones University των Η.Π.Α. καθώς και τον τίτλο του Master of Business Administration (Information Systems) από το Maastricht School of Management.  Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 29.12.04, ζήτησε από την αιτήτρια να διαβιβάσει σε αυτή σχετικές πληροφορίες αναφορικά με το πανεπιστήμιο Bob Jones υποδεικνύοντας της ταυτόχρονα να αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για αναγνώριση του τίτλου σπουδών της.  Η αιτήτρια απέστειλε πράγματι στην Ε.Δ.Υ. όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεση της σε σχέση με το πανεπιστήμιο, αρνούμενη όμως να αποταθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. θεωρώντας ότι η Ε.Δ.Υ. δεν νομιμοποιείτο να της ζητήσει κάτι τέτοιο.  Η Ε.Δ.Υ. έχοντας υπόψη τα ανωτέρω αποφάσισε να προχωρήσει στην επανεξέταση θεωρώντας την αιτήτρια ως προάξιμη υποψήφια.

 

 Κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης τέθηκε ζήτημα ως προς το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας θεωρώντας ότι με βάση τις επιστολές που είχε η αιτήτρια διαβιβάσει ενωρίτερα στην Ε.Δ.Υ., το MBA που είχε, μπορούσε να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα.  Στη συνέχεια, όμως, αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο επιστολής της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Α.Τ.Ι., ανέβαλε την επανεξέταση και παρέπεμψε την αιτήτρια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για αναγνώριση των πτυχίων της.  Και πάλι όμως η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 29.11.05, αρνήθηκε.   Η εμμονή της Ε.Δ.Υ. να παραπέμψει την αιτήτρια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., έφερε την εκ νέου αντίδραση της αιτήτριας με επιστολή της ημερ. 4.8.06, η δε Ε.Δ.Υ. θεωρώντας ότι δεν ήταν αρμόδια να αποφασίσει επί των προσόντων της αιτήτριας αποφάσισε ότι θα τη θεωρούσε ως προάξιμη, χωρίς όμως το πλεονέκτημα.  Εν τέλει η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το πλεονέκτημα το διέθετε το ενδιαφερόμενο μέρος και μια άλλη υποψήφια, λαμβάνοντας δε υπόψη και τη γραπτή σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Α.Τ.Ι., προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους, και, θεωρώντας  ότι αυτός υπερείχε γενικά όλων των υποψηφίων, τον προήγαγε στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.6.02. 

 

        Η παρούσα προσφυγή εγείρει εκ νέου τα ζητήματα της νομιμοποίησης  της  Ε.Δ.Υ.  να ζητήσει από την ίδια την αιτήτρια να αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., θεωρώντας ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα σχετικά με το μεταπτυχιακό προσόν τόσο της ίδιας της αιτήτριας, όσο και του ενδιαφερομένου μέρους και ότι αυτή αποκλείστηκε  χωρίς  τη  δέουσα  αιτιολογία.  Έπασχε όμως κατά την αιτήτρια και η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής  Επιτροπής,  η  δε Ε.Δ.Υ. δεν έλαβε υπόψη της τις διατάξεις του  περί  Αναγνώρισης  Διπλωμάτων  ή  Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων  του Εξωτερικού  Νόμου αρ. 69(Ι)/03.

        Έχει εγερθεί ζήτημα ορθής σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Α.Τ.Ι. το οποίο παρά το γεγονός ότι στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας κατατάσσεται ως τέταρτο θέμα, εν τούτοις ως ζήτημα δημόσιας τάξης που δυνατό να συμπαρασύρει στην περίπτωση διαπίστωσης προβλήματος και την απόφαση της ίδιας της Ε.Δ.Υ., πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα.  Είναι γνωστό ότι όλα τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου που λαμβάνουν μια απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης και κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας, εξασφαλίζοντας έτσι την πλήρη ενημέρωση κάθε μέλους, διαφορετικά η νομιμότητα της σύνθεσης του οργάνου δυνατό να πάσχει.  Σε περίπτωση που μέλη μετέχουν στην τελική συνεδρία αλλά όχι σε προηγούμενες, πρέπει να υπάρχει σαφής δήλωση επί των πρακτικών ότι έχουν ενημερωθεί ως προς όλα τα ουσιώδη ζητήματα κατά τις προηγούμενες συνεδριάσεις που ήταν απόντα.  (δέστε Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Προστασίας  Ανταγωνισμού (2004) 3 Α.Α.Δ. 53 και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας  Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).  Κωδικοποιημένη η αρχή αυτή βρίσκεται στο άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, πάνω στο οποίο και ουσιαστικά βασίζεται η εισήγηση. 

 

        Το τι συνέβη στην παρούσα περίπτωση φανερώνεται διαδοχικά από τα πρακτικά και αφορούν στο ότι κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης από την Ε.Δ.Υ., η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε πενταμελή σύνθεση ως προκύπτει από την επιστολή της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 1.9.05 (μέρος του Παραρτήματος 6 στην ένσταση), με την οποία είχαν τεθεί υπόψη της Ε.Δ.Υ. διάφορα στοιχεία τα οποία περιήλθαν στη γνώση της ως προς το αναγνωρίσιμο του πτυχίου και του μεταπτυχιακού της αιτήτριας.  Σε αυτή φανερώνεται ότι το Κεντρικό Ακαδημαϊκό Συμβούλιο του Α.Τ.Ι. με βάση το άρθρο 12(1) του περί του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου Νόμου αρ. 115(Ι)/99, διόρισε σύμφωνα με το άρθρο 13(2) του Νόμου αυτού, πενταμελή Επιτροπή υπό την προεδρία του Αναπληρωτή Διευθυντή Κωνσταντίνου Λοΐζου.  Μέχρι όμως την επόμενη εξέταση από την Ε.Δ.Υ., ο Κ. Λοΐζου είχε αφυπηρετήσει και έτσι το Κεντρικό Ακαδημαϊκό Συμβούλιο διόρισε στις 25.7.07, τετραμελή Επιτροπή που αποτελείτο από τα ίδια πρόσωπα, πλην του αφυπηρετήσαντος προέδρου.  Αυτό έγινε ενόψει της προηγηθείσας από την Ε.Δ.Υ. απόφασης στις 14.5.07 ότι η αιτήτρια ήταν προάξιμη χωρίς όμως το ευεργέτημα του πλεονεκτήματος.  Όταν στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. ημερ. 13.6.07 (Παράρτημα 10 στην ένσταση), η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι έπασχε η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενόψει του ότι στις προηγούμενες συνεδρίες της, όταν έγινε η αξιολόγηση των υποψηφίων, το μέλος Δρ. Ηρόδοτος Σταυρίδης απουσίαζε με άδεια ασθενείας, έγινε νέος διορισμός μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποτελούμενος αυτή τη φορά από τα τρία άλλα μέλη το δε σχετικό πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είναι αυτό με ημερ. 19.6.07, όπου υπογράφουν οι Ιωάννης Μιχαηλίδης, Ανδρέας Σταθόπουλος και Ζήνα Σχίζα, οι οποίοι ήταν μέλη και προηγουμένως, αλλά διορίστηκαν εκ νέου από το Κεντρικό Ακαδημαϊκό Συμβούλιο στις 13.6.07.  Η Ε.Δ.Υ. στη νέα της συνεδρία ημερ. 21.6.07, αναγνώρισε τη νομιμότητα της σύνθεσης αυτής και προχώρησε στα περαιτέρω.

 

        Είναι σημαντικό να υποδειχθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 13(2) του Νόμου αρ. 115(Ι)/99, το Κεντρικό Ακαδημαϊκό Συμβούλιο δεν περιορίζεται στον αριθμό των μελών που μπορεί να διορίζει ή να συστήνει από τα ίδια τα μέλη του στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία είναι αρμόδια για να υποβάλει συστάσεις στην Ε.Δ.Υ. για διορισμό και προαγωγή.  Περαιτέρω πρέπει να εντοπιστεί ότι στην αρχική συνεδρία, κατά την οποία η Συμβουλευτική Επιτροπή ήταν πενταμελής, δεν λήφθηκε οποιαδήποτε απόφαση σε σχέση με την αξιολόγηση των υποψηφίων ενόψει του ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ουσιαστικά ζήτησε οδηγίες από την Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τα θέματα που εγείρονταν στην επιστολή της και που είχαν σχέση με τη διαπίστωση της αξίας ή του επιπέδου των τίτλων της αιτήτριας (αλλά και άλλης υποψήφιας), ώστε, όπως αναφέρει η προτελευταία παράγραφος της επιστολής, «.. να μπορέσουμε ως Συμβουλευτική Επιτροπή να προχωρήσουμε στην αξιολόγηση των υποψηφίων και στη σύσταση προς την Ε.Δ.Υ.».

 

        Το άρθρο 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, σχετίζεται με την συμμετοχή μελών που ενώ ήταν απόντα σε προηγούμενες συνεδρίες έλαβαν μέρος σε μεταγενέστερες, οπότε και δεν μπορεί να ληφθεί έγκυρη απόφαση εκτός εάν είτε στην τελική συνεδρία επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία, είτε κατά την απουσία των μελών, η συζήτηση αφορούσε μόνο προκαταρκτικά θέματα.  Εναλλακτικά, είναι έγκυρη η απόφαση όταν τα μέλη που λαμβάνουν την τελική θέση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία γι΄ αυτή.

 

        Από τον συνδυασμό των γεγονότων και της πρόνοιας της νομοθεσίας, συνάγεται ότι η εισήγηση περί μη νόμιμης σύνθεσης δεν ευσταθεί ενόψει του ότι και απαρτία υπήρχε με τη δημιουργία της τριμερούς Επιτροπής, αλλά και κατά τη συνεδρία με την πενταμελή σύνθεση, δεν λήφθηκε οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση ούτε καν έγινε αξιολόγηση, παρά μόνο τέθηκαν προκαταρκτικά ζητήματα και μάλιστα με εισήγηση προς την Ε.Δ.Υ. για τη δική της θέση πριν η Συμβουλευτική Επιτροπή προχωρήσει στην αξιολόγηση.  Άλλωστε, τα ίδια μέλη κατά την τριμελή σύνθεση ήταν παρόντα και κατά την τετραμελή και πενταμελή σύνθεση και επομένως δεν υπήρξε αλλαγή προσώπων ούτε μετείχαν στη συνεδρία της τριμελούς Επιτροπής άτομα άλλα που δεν γνώριζαν τα ζητήματα.  Επρόκειτο δηλαδή για σταδιακή αποχώρηση δύο μελών, χωρίς να επηρεάζεται είτε η νόμιμη συγκρότηση, είτε η νομιμότητα της σύνθεσης, αφού εν πάση περιπτώσει είχε γίνει νέος διορισμός.                                                                                      

 

        Το κύριο ζήτημα που εγείρεται σε αυτή την προσφυγή είναι η δυνατότητα της Ε.Δ.Υ. να μην αποταθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. προς διευκρίνιση του επακριβούς τίτλου και του περιεχομένου σπουδών της αιτήτριας όσον αφορά το μεταπτυχιακό της.  Είχε αναφερθεί στη νομική γνωμάτευση που είχε δώσει η Νομική Υπηρεσία προς την Ε.Δ.Υ., ότι η τελευταία έπρεπε να αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., θέση, όμως, που δεν επαναλήφθηκε στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της και πολύ ορθά, εφόσον σειρά νομολογίας έχει καθορίσει ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν είναι συμβουλευτικό όργανο της Ε.Δ.Υ. ή οποιουδήποτε άλλου διορίζοντος οργάνου, αλλά αποτελεί ένα ανεξάρτητο όργανο το οποίο, όπως λέχθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου, Α.Ε. αρ. 120/05, ημερ. 14.2.08, παρουσιάζεται να είναι το αρμόδιο όργανο προς επίλυση αμφιβολιών όσον αφορά το αναγνωρίσιμο ενός πτυχιακού ή μεταπτυχιακού τίτλου. 

 

Ακριβώς το θέμα που είχε εκεί εγερθεί ήταν ότι η  Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε την υποχρέωση να αποταθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για να λάβει τις σχετικές πληροφορίες στα πλαίσια της δέουσας έρευνας που όφειλε να διεξάγει ώστε να αποκτήσει ουσιαστική γνώση περί της κατοχής πανεπιστημιακού τίτλου.  Επιτρέποντας την έφεση, η Ολομέλεια αποφάσισε με αναφορά και στην  Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 109/02, ημερ. 9.12.02, ότι η διαδικασία που προβλέπεται από τα άρθρα 10 και 11 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου αρ. 68(Ι)/96, που εγκαθίδρυσε το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αρχίζει με αίτηση του κατόχου τίτλων σπουδών για να αναγνωριστούν οι τίτλοι του.  Όπως κατ΄ επανάληψη έχει νομολογιακά λεχθεί, εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης και να εξετάσει ταυτόχρονα κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα.  Σε περίπτωση αμφιβολιών όμως ως προς την κατοχή του προσόντος, το διορίζον όργανο εξαντλεί την έρευνα του με το να λάβει την παροχή πιστοποιητικού αναγνώρισης σπουδών από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., στο οποίο όμως θα προσφύγει ο ίδιος ο υποψήφιος και όχι το διορίζον όργανο.  Εναπόκειτο λοιπόν και στην παρούσα περίπτωση, στην ίδια την αιτήτρια να παρουσιάσει πιστοποιητικό αναγνώρισης του πρόσθετου προσόντος της, στην εύλογη υπόδειξη της Ε.Δ.Υ. προς τούτο.  Το Συμβούλιο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., με βάση το άρθρο 4 του σχετικού Νόμου, έχει τις εκεί καθοριζόμενες αρμοδιότητες και δύναται να αναγνωρίσει με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, τίτλους σπουδών, εκεί και όπου ο ενδιαφερόμενος αποταθεί προς τούτο με βάση το άρθρο 11.  (δέστε Θερούλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, υπόθ. αρ. 19/07, ημερ. 5.9.08, Μαρία Ελευθεριάδου-Σολωμού ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, υπόθ. αρ. 1318/07, ημερ. 26.1.09 και Ευτύχιος Χατζηχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 147/08, ημερ. 30.4.09.) 

 

        Η απαίτηση του διορίζοντος οργάνου να αποταθεί ο αιτητής στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για αναγνώριση των πτυχίων του έχει κριθεί νόμιμη και στις υποθέσεις Άννα Λοϊζίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 991/07, ημερ. 15.1.09 και Άντρη Νικολαΐδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1246/07, ημερ. 18.5.09 (αποφάσεις Φωτίου, Δ.).  Την αυτή κατάληξη είχε και η προσφυγή στην υπόθεση Δημήτρης Νικολάου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 970/07, ημερ. 19.5.09 (απόφαση Νικολαΐδη, Δ.). 

 

        Από όλα τα πιο πάνω, είναι πρόδηλο ότι λανθασμένα η αιτήτρια αρνήθηκε να αποταθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. καθ΄ εύλογη υπόδειξη της Ε.Δ.Υ. ως προ τον πτυχιακό και μεταπτυχιακό της τίτλο, εφόσον από τις πληροφορίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Α.Τ.Ι., διαμορφώθηκαν επιφυλάξεις ως προς το επίπεδο του τίτλου σπουδών της και ιδιαίτερα του μεταπτυχιακού.  Αυτή η θεώρηση απαντά και το σκέλος του επιχειρήματος της αιτήτριας ως προς τη μη δέουσα έρευνα εφόσον η Ε.Δ.Υ., έχοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, εύλογα αποφάσισε να ζητήσει αναγνώριση των σπουδών της αιτήτριας από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.  προς το οποίο όμως όφειλε να απευθυνθεί η ίδια η αιτήτρια.   Αλλά και οι αιτιάσεις της ως προς το ότι η Ε.Δ.Υ. δεν κατηύθυνε την προσοχή της στο Νόμο αρ. 69(Ι)/03, δεν ευσταθούν διότι εύλογα η Ε.Δ.Υ., ενώ φαίνεται να είχε πιστώσει σε διαδικασία προηγούμενης πλήρωσης θέσης Ανώτερου Λέκτορα, την αιτήτρια με το μεταπτυχιακό της, αυτό, όπως υποδεικνύει ο συνήγορος της Ε.Δ.Υ. στη δική του αγόρευση σελ. 14-17, έγινε στη βάση λανθασμένης καταχώρησης του μεταπτυχιακού ως προερχόμενου από το Trinity University, Η.Π.Α., αντί από το Maastricht (δέστε Παράρτημα Β στην αγόρευση), και μάλιστα στη βάση άλλου σχεδίου υπηρεσίας που ίσχυε τότε και που δεν προνοούσε, όπως κατά τον επίδικο χρόνο, για μεταπτυχιακό αποκτηθέν μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.  Επομένως το μη αναγνωρίσιμο του μεταπτυχιακού του Maastricht και δη αποκτηθέν εξ αποστάσεως, δικαιολογούσε την Ε.Δ.Υ. να ζητήσει επανεξέταση υπό το φως των νέων δεδομένων και των προνοιών του άρθρου 39 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Και, όπως υποδείχθηκε και στη Δημήτρης Νικολάου - πιο πάνω - δεν μπορεί να παραπονείται η αιτήτρια ως προς το αναγνωρισθέν από την Ε.Δ.Υ. μεταπτυχιακό του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο έγινε δεκτό από την Ε.Δ.Υ., διότι και αν ακόμη είχε δίκαιο, δεν υπάρχει ισότητα στην παρανομία, όπως έχει υποδείξει και η Ολομέλεια στη Χατζηγεωργίου - πιο πάνω.   Εν πάση όμως περιπτώσει το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους, MSc in Information Systems από το Kingston University UK, ως αναφέρει στην αγόρευση  του  ο συνήγορος της  Ε.Δ.Υ. σελ. 7-8, προέρχεται από αναγνωρισμένο Βρεττανικό Πανεπιστήμιο, που έχει αναγνωρισθεί πλειστάκις από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Κράτους, ο τρόπος δε απόκτησης του είναι σύμφωνος με τον Οδηγό Σπουδών «British Qualifications» 30η έκδ. που  υπάρχει στα γραφεία της Ε.Δ.Υ.  Η ουσία είναι ότι δεν υπήρχε αμφιβολία ως προς το πανεπιστήμιο, ή τον τρόπο απόκτησης του ή το αναγνωρίσιμο αυτού, για να υπάρχει πεδίο αμφισβήτησης από την Ε.Δ.Υ. για να παραπέμψει το ενδιαφερόμενο μέρος στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.

 

        Όσον αφορά το εγερθέν ζήτημα της πάσχουσας και πεπλανημένης απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και συνακόλουθα της Ε.Δ.Υ., ως προς την αξιολόγηση ως υπέρτερου του ενδιαφερομένου μέρους έναντι της αιτήτριας, το σημείο αυτό εν πολλοίς βασίζεται πάνω στην κατοχή του πλεονεκτήματος που είχε το ενδιαφερόμενο μέρος και της μη αναγνώρισης του πλεονεκτήματος που είχε η αιτήτρια.  Όπως λέχθηκε όμως και προηγουμένως, η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των ορθών παραμέτρων εφόσον εναπόκειτο στην ίδια την αιτήτρια να αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για αναγνώριση του μεταπτυχιακού της και η επίμονη άρνηση της προς τούτο, δεν μετέθετε τη νομική υποχρέωση στους ώμους της ίδιας της Ε.Δ.Υ.  Παρά ταύτα στο σχετικό πρακτικό της η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη το μεταπτυχιακό τίτλο της αιτήτριας που αποκτήθηκε από το Maastricht, αλλά απέδωσε σε αυτό μικρότερη βαρύτητα από ό,τι θα προσέδιδε στο πλεονέκτημα, μη θεωρώντας το ως τέτοιο, εφόσον η αιτήτρια αρνήθηκε να αναφερθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για σχετική πιστοποίηση.  Παρεμβάλλεται ότι η αναφορά της Ε.Δ.Υ. σε άλλη υποψήφια την Μαρία Τσιντά, ακόμη και λανθασμένη να ήταν η κρίση της ως προς το ότι θεωρήθηκε προσοντούχος και υποψήφια, ουδόλως επηρέασε την όλη διαδικασία όσον αφορά την ίδια την αιτήτρια, με δεδομένο άλλωστε, ότι το προαναφερθέν πρόσωπο δεν είναι καν διάδικος, αλλά ούτε και επιλέγηκε από την Ε.Δ.Υ.

 

 Επομένως η σύγκριση της αιτήτριας με το ενδιαφερόμενο μέρος έγινε πάνω στα υπόλοιπα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η μεν αιτήτρια είχε διοριστεί στη θέση του Λέκτορα από 1.2.89, το δε ενδιαφερόμενο μέρος από 15.9.89.  Υπήρχε επομένως αρχαιότητα της αιτήτριας κατά 7½ μήνες, η οποία όμως σύμφωνα με πάγια νομολογία, λαμβάνεται υπόψη εφόσον όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, δηλαδή, η αξία και τα προσόντα είναι ίσα.  Αυτό καλύπτει και το ζήτημα της πείρας που εισηγείται η συνήγορος της αιτήτριας ότι θα έπρεπε να προσμετρήσει περισσότερο υπέρ της, εφόσον η πείρα με βάση τη νομολογία προσμετρά και συναρτάται με αυτή που αποκτήθηκε στην αμέσως προηγούμενη της προαγωγής θέση.  Έχει αναφερθεί στις υποθέσεις Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112 και Μεστάνα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 313, ότι η πείρα που λαμβάνεται υπόψη και δυνατό να επηρεάσει τις προαγωγές, θα πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που προηγείται της επίδικης, ενώ πείρα σε κατώτερες θέσεις δεν έχει αποφασιστική βαρύτητα.

 

  Όσον αφορά την αξία κατά τα συγκριτικά έτη 1995-1999, η εξέταση των φακέλων δείχνει ότι η μεν αιτήτρια είχε 37 «εξαίρετα» και 3 «πολύ ικανοποιητικά», το δε ενδιαφερόμενο μέρος είχε 36 «εξαίρετα» και 4 «πολύ ικανοποιητικά».   Δεν παραγνωρίζεται ότι η νομολογία έχει δεχθεί ότι ακόμη και μικρή διαφορά στις ετήσιες αξιολογήσεις μπορεί να αποκτήσει σημασία (δέστε Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 604/01, ημερ. 19.11.02, Θεοδότου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 537/02, ημερ. 12.5.04 και Παναγίδη ν. Δήμου Στροβόλου, υπόθ. αρ. 133/06, ημερ. 21.3.08).  Όμως, ταυτόχρονα, είναι η συνολική εικόνα που μεταδίδει ο υποψήφιος που λογίζεται στην κρίση της αρμόδιας αρχής (Βασιλειάδης ν. Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403 και Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374). 

 

Εδώ, η διαφορά στην αξία ήταν βασικά οριακή με ένα περισσότερο «εξαίρετα» υπέρ της αιτήτριας και με ένα περισσότερο «πολύ ικανοποιητικά» υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους σε ένα σύνολο πέντε χρόνων, ενώ ταυτόχρονα το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και βεβαίως το πλεονέκτημα του πρόσθετου προσόντος, το οποίο δικαιολογημένα δεν λογίστηκε στην αιτήτρια.  Με αυτά τα δεδομένα δεν εντοπίζεται καμία πλάνη στην κρίση είτε της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είτε της Ε.Δ.Υ., ούτε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και ούτε βεβαίως προβάλλει, ως η προς το αντίθετο εισήγηση, έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, η οποία σύμφωνα και με την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, πρέπει να είναι αυταπόδεικτη, να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός που πρέπει να εντυπωσιάζει και να εξάγεται από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.  Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το            Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                Στ. Ναθαναήλ,

                                         Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο