ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 95/2008)
21 Μαΐου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΥΚΗΣ ΚΑΛΑΘΑ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Ρ. Ιάσονος (κα) για Χρ. Δημητριάδης & Σια,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το ενδιαφερόμενο μέρος.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι καθ΄ ων προήγαγαν εκ νέου μετά από επανεξέταση στις 3.12.07 το ενδιαφερόμενο μέρος μετά την ακύρωση του διορισμού του από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση αρ. 150/06, ημερ. 8.10.07.
Η προσβαλλόμενη πράξη αφορά την πλήρωση της μόνιμης θέσης του Ανώτερου Γραφέα αναδρομικά από 16.1.06. Το κύριο σημείο που προβάλλει από την αγόρευση του αιτητή είναι ότι το Συμβούλιο των καθ΄ ων είχε αποφασίσει την επαναπροαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους με νέα σύνθεση, έχοντας λάβει παράνομα υπόψη την εντύπωση που απεκόμισε το Συμβούλιο, από τις προφορικές συνεντεύξεις με διαφορετική όμως σύνθεση, κατά την αρχική προαγωγή που είχε γίνει στις 16.1.06. Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο αποτελείται από Πρόεδρο και 8 μέλη.
Συγκεκριμένα, κατά την πρώτη εξέταση και κατά την 460η συνεδρία του Συμβουλίου των καθ΄ ων, παρόντα ως μέλη ήταν τότε και ο Δ. Κοντίδης, Δήμαρχος Λεμεσού, ο Μ. Καλογερόπουλος, Δημοτικός Σύμβουλος Λεμεσού και ο Χρ. Νικολάου εκπρόσωπος του Γενικού Λογιστή. Κατά την επανεξέταση όμως στην 487η συνεδρία του Συμβουλίου στις 3.12.07, τα μέλη αυτά είχαν αντικατασταθεί από τον Α. Χρίστου, Δήμαρχο Λεμεσού, τον Χρ. Χωματά, Δημοτικό Σύμβουλο Λεμεσού και τον Θ. Τσιόλα, εκπρόσωπο του Γενικού Λογιστή. Άλλη διαφορά ήταν ότι παρακαθήμενος κατά την πρώτη συνεδρία ήταν ο Α. Μάρκαρης, Διευθυντής του Συμβουλίου, ο οποίος και προέβηκε σε σύσταση, αντικαταστάθηκε όμως με την αφυπηρέτηση του από τον Σ. Μεταξά, νέο Διευθυντή, ο οποίος προέβηκε σε νέα σύσταση κατά την επανεξέταση.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ των διαδίκων ως προς την αντίληψη των απορρεόντων από τα πρακτικά κατά την επανεξέταση. Ο κ. Κωνσταντίνου εντοπίζει στην αγόρευση του τρία σημεία όπου φαίνεται ότι το Συμβούλιο, υπό τη νέα του σύνθεση, έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που είχε διεξαχθεί ενώπιον του προηγούμενου Συμβουλίου. Αυτά τα τρία σημεία είναι τα ακόλουθα: (i) Το πρακτικό της 3.12.07 ανέφερε ότι το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση «είχε ενώπιον του τα πιο κάτω στοιχεία», μεταξύ των οποίων, και, «συγκεντρωτική κατάσταση κατάταξης των υποψηφίων με βάση τη βαθμολόγηση των Μελών του Συμβουλίου.». (ii) Στην τρίτη σελίδα του πρακτικού ο Διευθυντής αναφέρθηκε υπό τύπο πληροφόρησης στο ότι το προηγούμενο Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 16.1.06, είχε αποφασίσει ότι επειδή οι διαφορές των υποψηφίων στα κριτήρια της αρχαιότητας, προσόντων και αξίας ήταν οριακές, θα ήταν καθοριστική για την τελική απόφαση η απόδοση τους στην προφορική συνέντευξη. Προχώρησε δε να αναφέρει, όπως καταγράφθηκε στο πρακτικό, τη γενική εντύπωση του τότε Συμβουλίου το οποίο, με μια διαφωνία, είχε θεωρήσει το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετο», τον δεν αιτητή ως «πολύ καλό». (iii) Το ίδιο το Συμβούλιο στην τέταρτη σελίδα του πρακτικού κατά την επανεξέταση, ανέφερε ότι η επαναπροαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους αποφασίστηκε έχοντας υπόψη όλα τα έγγραφα, τους προσωπικούς φακέλους, «τις αξιολογήσεις των αιτητών», τις συστάσεις του Διευθυντή και τις πολύ οριακές διαφορές των υποψηφίων στα τρία κριτήρια.
Αποτελεί συνεπώς εισήγηση του αιτητή ότι με βάση σαφή νομολογία δεν ήταν επιτρεπτό να ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση, η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον του Συμβουλίου υπό διαφορετική σύνθεση. Οι καθ΄ ων στη δική τους γραπτή αγόρευση δεν διαφωνούν με τη νομολογιακή αυτή αρχή. Εισηγούνται, όμως, ότι κατά την επανεξέταση το Συμβούλιο με κανένα τρόπο δεν έλαβε υπόψη την «συγκεντρωτική κατάσταση», η οποία ήταν απλώς ενώπιον του Συμβουλίου ως πληροφοριακό στοιχείο και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ο νέος Διευθυντής προβαίνοντας στη σύσταση του, έλαβε υπόψη την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα και όχι τα αποτελέσματα της τότε προφορικής εξέτασης. Περαιτέρω, η αναφορά στο πρακτικό του Συμβουλίου για τις αξιολογήσεις των υποψηφίων αφορούσε τις αξιολογήσεις του προσωπικού και όχι τις προφορικές συνεντεύξεις. Και αυτό φαίνεται και από τη μη αναφορά στη συγκεντρωτική κατάσταση κατάταξης, η οποία ήταν το αποτέλεσμα των προφορικών συνεντεύξεων. Αντίθετα, η επανεξέταση έγινε σε συνάρτηση με τις αξιολογήσεις των υποψηφίων.
Σύμφωνα με τη διαχρονική επί του θέματος νομολογία, η εντύπωση που διαμορφώνεται στα μέλη ενός διοικητικού οργάνου από τις ενώπιον τους προφορικές συνεντεύξεις, αποτελεί το αποτέλεσμα της νοητικής λειτουργίας των μελών. Η εντύπωση, όπως αυτή καταγράφεται στα πρακτικά, δεν συνιστά κατά συνέπεια γεγονός, ούτε αντικατοπτρίζει αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα (δέστε Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163, Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037 και Κόρτα ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 67). Έχει σημασία λοιπόν να αποφασιστεί κατά πόσο όντως η προφορική εξέταση λήφθηκε υπόψη κατά την επανεξέταση, σε τέτοια δε περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα.
Κρίνεται ότι ο αιτητής έχει δίκαιο στην πιο πάνω θέση του. Το πρακτικό του Συμβουλίου ημερ. 3.12.97 πρέπει να αναγνωστεί σφαιρικά και να αποδοθεί σ΄ αυτό το νόημα και το αποτέλεσμα που αντικειμενικά εξάγεται από την καταγραφή των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιήθηκαν και με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν. Τα πρακτικά, όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, αποτελούν την «. μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία ..» (Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Δ.Δ. 550). Προκύπτει αβίαστα ότι κατά τη συνεδρία το Συμβούλιο «.. είχε ενώπιον του τα πιο κάτω στοιχεία», μεταξύ των οποίων και τη «Συγκεντρωτική κατάσταση». Δεν αναφέρεται ότι τα στοιχεία αυτά λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο, (όπως εκ παραδρομής ίσως εισηγείται ο συνήγορος του αιτητή στην αρχική γραπτή, καθώς και την απαντητική του αγόρευση), όμως είναι φανερό ότι αυτό ακριβώς έγινε ή τουλάχιστον δίδεται η ισχυρά εντύπωση ότι το Συμβούλιο ενήργησε σ΄ αυτή τη βάση. Αυτό διότι μεταξύ των στοιχείων που το Συμβούλιο είχε ενώπιον του ήταν και απόσπασμα από τα πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίας ημερ. 16.1.06, με απάλειψη του μέρους που αφορούσε τη σύσταση του τότε Διευθυντή, επειδή είχε κριθεί από το ακυρωτικό Δικαστήριο ως πάσχουσα, λόγω ουδετερότητας στη στάση που τήρησε που απέληγε σε μη σύσταση, έξω από το νομολογιακό του καθήκον. Ενώ, λοιπόν, το Συμβούλιο ορθά πράττοντας, ήταν προσεκτικό να μην φέρει ενώπιον του κατά την επανεξέταση την τότε πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή, επανέφερε τη «Συγκεντρωτική κατάσταση», που αποτελεί κοινό έδαφος ότι αφορούσε, αποκλειστικά και μόνο, την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Προς τι η παρουσίαση ενώπιον του Συμβουλίου της συγκεντρωτικής κατάστασης, αν δεν είχε οποιοδήποτε ρόλο να διαδραματίσει στην όλη επανεξέταση. Και περαιτέρω, προς τι η αναφορά του νέου Διευθυντή στην κατάταξη που προέκυψε από την τότε προφορική εξέταση που παραπέμπει ευθέως στην αντίστοιχη κατάταξη της συγκεντρωτικής κατάστασης. Αυτό προκύπτει και από την αναφορά στο τέλος του πρακτικού ημερ. 16.1.06, ότι:
«Η σειρά κατάταξης που έδωσαν τα Μέλη του Συμβουλίου σε κάθε ένα από τους υποψηφίους φαίνεται στο φάκελο της υπόθεσης».
Πρόκειται ακριβώς για τη «συγκεντρωτική κατάσταση» που επισυνάφθηκε εκ των υστέρων ως επισυνημμένο 1 στην απαντητική αγόρευση, και όχι βέβαια τη «κατάσταση/ βαθμολόγηση των αξιολογήσεων» που επισυνάφθηκε ως «επισύναψη 1» στην αγόρευση των καθ΄ ων. Οι ίδιοι οι καθ΄ ων στην παρ. Γ(2) σελ. 3 της αγόρευσης τους, υπό τον τίτλο «Τα κριτήρια επιλογής», αναφέρονται στην επισύναψη 1 ως τη βαθμολόγηση των αξιολογήσεων για τα χρόνια 1995-2004, που παραπέμπει άμεσα στις ετήσιες εκθέσεις (επισύναψη 5 στην ένσταση).
Το Συμβούλιο, λοιπόν, αποφασίζοντας, έλαβε υπόψη του «.. τις συστάσεις του Διευθυντή καθώς και τις πολύ οριακές διαφορές των υποψηφίων στα κριτήρια αξία, προσόντα και αρχαιότητα ...». Δεν κατέγραψε ρητά ότι έλαβε υπόψη την εντύπωση που απεκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, όπως το έπραξε στις 16.1.06, αλλά η αναφορά του Διευθυντή σ΄ αυτή ακριβώς την πτυχή υπό τύπον πληροφόρησης ή υπενθύμισης, δεν είχε καμιά απολύτως θέση και το ελάχιστον που θα μπορούσε να εξαγάγει κάποιος από αυτή την παρείσφρυση είναι ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στην όλη διαδικασία ακριβώς γιατί αφέθηκε να αιωρείται ότι έμμεσα λήφθηκε υπόψη.
Η όλη επανεξέταση και απόφαση επομένως μολύνθηκε με την έντεχνη παρουσίαση των αποτελεσμάτων στην προφορική εξέταση και αυτό συνάγεται και από το ότι το Συμβούλιο στις 3.12.07, πράγματι αναφέρθηκε σε «αξιολογήσεις των αιτητών» αλλά «και τις επί μέρους πολύ οριακές διαφορές στα κριτήρια». Η δεύτερη αναφορά παραπέμπει στις ετήσιες εκθέσεις, ενώ η «αξιολόγηση των αιτητών», παραπέμπει στις προφορικές εξετάσεις, σε συνάρτηση με τη «συγκεντρωτική κατάσταση κατάταξης», που, όπως υποδείχθηκε πριν, ήταν το αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης, εφόσον έχει την ίδια ακριβώς σειρά επιτυχίας. Αυτό εξάγεται αβίαστα από το «μέσο όρο/σειρά κατάταξης» στην τελευταία ένδειξη της συγκεντρωτικής κατάστασης, σε αντιπαραβολή του με την καταγραφή της γενικής εντύπωσης στη σελ. 3 των πρακτικών της 3.12.07, που ήταν η «πληροφοριακή» αναφορά του νέου Διευθυντή ενώπιον του Συμβουλίου.
Παρά το γεγονός ότι η πιο πάνω κατάληξη επιφέρει την ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης, είναι ορθό να εξεταστούν και τα υπόλοιπα σημεία τα οποία κατ΄ εξοχήν αφορούν στη λανθασμένη και κατ΄ αντίθεση προς τα στοιχεία των φακέλων σύσταση του Διευθυντή, η οποία σύσταση υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο των καθ΄ ων συμπαρασύροντας έτσι την τελική απόφαση τους επίσης σε ακυρότητα. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη (Επισύναψη 7 στην ένσταση), ο Διευθυντής προβαίνοντας στη σύσταση αφού μελέτησε τους φακέλους, αξιολόγησε τους υποψηφίους διαπιστώνοντας ως προς τα προσόντα ότι όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν τα αναγκαία και απαιτούμενα προσόντα. Επ΄ αυτού δεν υπήρξε διαφωνία. Όμως θεώρησε τις διαφορές των υποψηφίων ως προς την αξία ως εξαιρετικά μικρές αναφέροντας ότι τα τελευταία τρία χρόνια ήταν πανομοιότυπες τον δε προηγούμενο χρόνο, δηλαδή το 2002, το ενδιαφερόμενο μέρος και μια άλλη υποψήφια υπερτερούσαν, οριακά, χωρίς να γίνεται καθόλου μνεία της αξίας του αιτητή. Η σύγκριση όμως του αιτητή με το ενδιαφερόμενο μέρος από τις ετήσιες εκθέσεις παρουσιάζει την εξής εικόνα. Ο αιτητής συγκέντρωσε για τα έτη 1995-2005, 17 «εξαίρετα» και 59 «πολύ ικανοποιητικά», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε 17 «εξαίρετα» και 57 «πολύ ικανοποιητικά». Το 2002, στο οποίο έκανε ειδική αναφορά ο Διευθυντής θεωρώντας ότι υπερτερούσε το ενδιαφερόμενο μέρος έστω και οριακά, παρουσιάζει την ίδια ακριβώς εικόνα και για τους δύο, δηλαδή, δόθηκαν σ΄ έκαστο 3 «εξαίρετα» και 5 «πολύ ικανοποιητικά». Συνεπώς, δεν υπήρχε υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε οποιοδήποτε χρόνο, όπως λανθασμένα παρουσίασε ο Διευθυντής, αλλά αντίθετα υπήρχε ελαφρά υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους στο σύνολο των ετών, στα πιο πρόσφατα δε έτη 1999 και 2000, ο αιτητής υπερείχε κατά μια περισσότερη ένδειξη «πολύ ικανοποιητικά». Πολύ απομακρυσμένα και μόνο, δηλαδή, για το 1995, ήταν που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε ένα «πολύ ικανοποιητικά» περισσότερο του αιτητή.
Παρατηρείται επομένως ότι η συνολική θεώρηση των δύο συνυποψηφίων έδειχνε ουσιαστική ισοδυναμία και αν υπήρχε διαφορά αυτή ήταν υπέρ του αιτητή και όχι του ενδιαφερομένου μέρους. Ακολουθεί ότι η εισήγηση κατά τη σύσταση, σε παραγνώριση του αιτητή, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε έναντι του, έστω και οριακά ήταν λανθασμένη, δίνοντας έτσι υπεροχή εκεί που δεν υπήρχε. Έχει κριθεί ότι η σύσταση διευθυντή που είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων είναι προβληματική και μπορεί να έχει εν τέλει, εάν η απόκλιση είναι μεγάλη, μηδενική αξία ή να είναι πεπλανημένη στο βαθμό που δεν αντικατοπτρίζει πιστά τις αξιολογήσεις μέσα από τους φακέλους. (δέστε Φιλιππίδη ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 288 και Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2006) 3 Α.Α.Δ. 365). Στοιχεία αντίθετα και συγκρουόμενα με αυτά των φακέλων, ξεπερνούν τα όρια του υποβοηθητικού ρόλου του διευθυντή που είναι κατ΄ εξοχήν συμβουλευτικός. Απολήγει, ενδεχομένως, σε πλημμελή άσκηση της ευχέρειας του για σύσταση του καταλληλότερου υποψηφίου. (δέστε Α.ΤΗ.Κ. ν. Γαλάτειας Νικολαίδου (2007) 3 Α.Α.Δ. 85 και Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695).
Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι οι δύο συνυποψήφιοι, αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν ουσιαστικά ισοδύναμοι ήταν ο αιτητής που υπερείχε λόγω της αρχαιότητας του στην υπηρεσία, έστω κατά τρεις μήνες. Ο αιτητής είχε διοριστεί στη θέση του γραφέα την 1.5.87 στην κλίμακα Α2, καταλαμβάνοντας το ένατο σημείο της κλίμακας Α7, το 2005. Το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στην ίδια θέση την 1.8.87, βρίσκεται δε στο πέμπτο σημείο της κλίμακας Α7 από το 2004. Έστω και οριακή η αρχαιότητα, αναγνωρίζεται από τη νομολογία ότι αυτή προσδίδει λογικά και υπέρτερη πείρα (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 1 3 Α.Α.Δ. 731). Η πείρα εξάγεται ως λογική απόρροια της μεγαλύτερης αρχαιότητας (Χαρή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 644/04, ημερ. 17.10.05, Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1001/01, ημερ. 21.3.03, Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 768/01, ημερ. 20.3.03, και Ψωμά ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 702). Πρόσθετα, έχει αναγνωριστεί κατ΄ επανάληψη (δέστε Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77 και Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161), ότι συνυπολογίζονται όλα τα κριτήρια για την ανεύρεση του καταλληλότερου ατόμου για να πληρώσει την εκάστοτε θέση στη δημόσια υπηρεσία. Η αρχαιότητα, η οποία από μόνη της δεν είναι ρυμθιστικός παράγων, αποκτά τη δική της σημασία όταν τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα, έχοντας υπόψη ότι η πείρα, προερχόμενη εκ της αρχαιότητας, προσδίδει και επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου (δέστε Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915).
Τέλος, στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585, σημειώθηκε, κατ΄ αναλογίαν εφαρμοζόμενο και στην παρούσα περίπτωση, ότι έστω και μικρή ή οριακή η διαφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις, αυτή μπορεί να αποκτήσει τη δική της σημασία, όταν κατά τα άλλα παρουσιάζεται ισοπεδωτική βαθμολόγηση των υποψηφίων. (δέστε και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 654/01, ημερ. 19.11.02).
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ