ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 582/2007)
21 Μαΐου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CARLORS SERVICES LTD,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές αντλούν νερό από νόμιμη γεώτρηση που βρίσκεται στο τεμάχιο 793 του Φ/Σχ.38/58 στον Αγρό, το οποίο και εμφιαλώνουν σε δικό τους εργοστάσιο, με όρο στην άδεια άντλησης ότι η ποσότητα νερού δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 21.900 κ.μ. ετησίως. Σε κάποιο στάδιο οι αιτητές ζήτησαν να ανορύξουν νέα γεώτρηση στο παρακείμενο τεμάχιο αρ. 75 του ιδίου φύλλου/σχεδίου, για να τη χρησιμοποιήσουν ως συμπληρωματική της υφιστάμενης. Το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων σύστησε την ανόρυξη αυτή υπό τον όρο όμως ότι η συνολική ποσότητα νερού που θα αντλείτο και από τις δύο γεωτρήσεις θα παρέμενε στις 21.900 κ.μ. ετησίως.
Στις 11.12.06 οι αιτητές ζήτησαν την αύξηση της αντλούμενης ποσότητας νερού από τις δύο γεωτρήσεις τους στις 50.000 κ.μ. Ο Έπαρχος Λεμεσού, αφού έλαβε τις απόψεις του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων του Επαρχιακού Γραφείου Λεμεσού, απέρριψε το αίτημα στις 13.3.07, στη βάση της απάντησης του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων το οποίο εισηγήθηκε να μην αυξηθεί η αντλούμενη ποσότητα με την αιτιολογία ότι η άντληση στην ευρύτερη περιοχή του υδροφόρου στρώματος Αγρού ήταν μεγαλύτερη από την τροφοδοσία του.
Οι αιτητές προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση για σειρά λόγων, μεταξύ των οποίων, ότι δεν διεξήχθη η δέουσα και αναγκαία έρευνα κατά το χρόνο της υποβολής του αιτήματος, αλλά αντίθετα η απόφαση λήφθηκε στη βάση μελέτης για το υδροφόρο στρώμα της περιοχής που έγινε το 2005, ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, επιδιώκοντας αλλότριο σκοπό, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα αντιφατική συμπεριφορά, πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο. Περαιτέρω, δεν λήφθηκαν οι αναγκαίες απόψεις μελών του αποφασίζοντος οργάνου και δεν τηρήθηκαν τα αναγκαία πρακτικά.
Είναι βασική θέση των αιτητών μέσα από τη γραπτή αγόρευση του κ. Αγγελίδη ότι παραβιάστηκε η συγκεκριμένη διαδικασία που προβλέπεται από τον περί Φρεάτων Νόμο, Κεφ. 351, ως τροποποιήθηκε, ιδίως εφόσον δεν λήφθηκε η συγκατάθεση ή η άποψη του Πρώτου Λειτουργού Αναπτύξεως Υδάτων, ως ορίζει το άρθρο 4(1) του Νόμου αυτού. Παρεμβάλλεται, ως πρωταρχικό σχόλιο, ότι ορθότερο θα ήταν και θα αναμενόταν να γινόταν σαφής επίκληση της παραβίασης της νομοθεσίας αυτής στην αίτηση, σε συμμόρφωση προς την επιτακτική πρόνοια του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και τη νομολογία επί του θέματος (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27 και Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257). Κατ΄ ελάχιστον, όμως, μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται η παραβίαση του Κεφ. 351, από την ευρύτητα των παρ. 2 και 11 της αίτησης, ενώ είναι δεκτή και από την ένσταση η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής.
Εισηγούνται λοιπόν οι αιτητές ότι το αίτημα διαβιβάστηκε χωρίς έρευνα στο Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, το οποίο χωρίς να καταγράψει τις απόψεις του Πρώτου Λειτουργού Αναπτύξεως Υδάτων εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος με ένα υποθετικό συλλογισμό που δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε συγκεκριμένα έγγραφα, ούτε οποιαδήποτε επιτόπια σύγχρονη έρευνα, ενώ ο Έπαρχος απάντησε χωρίς περαιτέρω προβληματισμό υιοθετώντας απλώς τη θέση του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων. Στην όλη διαδικασία η αλληλογραφία μεταξύ των διοικητικών οργάνων έγινε εκ μέρους του Επάρχου και όχι από τον ίδιο, ιδιαίτερα εφόσον δεν υπήρχε και δεν επιτρέπετο εκχώρηση εξουσίας σε οποιουσδήποτε λειτουργούς αυτού. Στην όλη λειτουργία δεν φαίνεται να αναμείχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο ο Πρώτος Λειτουργός Ανάπτυξης Υδάτων, ενώ περαιτέρω δεν δόθηκε ειδική αιτιολογία για την απόρριψη εφόσον ήταν δυσμενής για τους αιτητές. Το περιεχόμενο της απορριπτικής απόφασης αναφέρεται σε μια μελέτη η οποία προκύπτει όμως ότι δεν είναι ολοκληρωμένη και εν πάση περιπτώσει τα όσα καταγράφονται στην ένσταση είναι αόριστα και ασαφή, επιχειρείται δε διά μέσου της αγόρευσης των καθ΄ ων να συμπληρωθούν κενά στην προσβαλλόμενη πράξη. Τα πιο πάνω επίσης υποδεικνύουν κατάχρηση εξουσίας, ανισότητα έναντι του νόμου και της διοίκησης και παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.
Ο περί Φρεάτων Νόμος πράγματι στο εδάφιο (1) του άρθρου 4 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι μετά την έκδοση διατάγματος από το Υπουργικό Συμβούλιο για καθορισμό περιοχής ή περιοχών για την προστασία των δημόσιων υδατικών προμηθειών:
«.. καμιά άδεια για την ανόρυξη ή κατασκευή φρέατος σε οποιαδήποτε τέτοια περιοχή δεν θα εκδίδεται από τον Έπαρχο και καμιά μεταβολή ή τροποποίηση οποιουδήποτε όρου ή περιορισμού που επιβλήθηκε σε τέτοια άδεια δεν θα γίνεται, εκτός με τη συγκατάθεση του Πρώτου Λειτουργού Αναπτύξεως Υδάτων.»
Οι καθ΄ ων στην ένσταση τους, αλλά ως προκύπτει και από το διοικητικό φάκελο, επισύναψαν αντίγραφο της σχετικής σελίδας διακίνησης του φακέλου, όπου φαίνεται από το σημείωμα αρ. 108, ότι στις 18.1.07 ζητήθηκαν οι απόψεις του Επαρχιακού Μηχανικού Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων εκ μέρους του Επάρχου. Το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων απάντησε στον Έπαρχο στις 31.1.07, με αναφορά στο σημείωμα αρ. 108 και τη σχετική αίτηση, ότι:
«Έχοντας υπόψη σχετική μελέτη του Τμήματος που έγινε τον Νοέμβριο του 2005 για το υδροφόρο στρώμα της ευρύτερης περιοχής του Αγρού, φαίνεται ότι η αντλούμενη ποσότητα στην περιοχή είναι κατά 12,5% μεγαλύτερη από τη ποσότητα τροφοδοσίας του υδροφόρου στρώματος γι΄ αυτό και δεν μπορούμε προς το παρόν να συναινέσουμε στην αύξηση της αντλούμενης ποσότητας από τις πιο πάνω γεωτρήσεις.»
Την επιστολή υπέγραψε ο Ν. Νικοδήμου, Επαρχιακός Μηχανικός. Στην προσβαλλόμενη πράξη επαναλήφθηκε το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής, χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω. Την υπέγραψε δε ο «Ν. Βασιλειάδης για Έπαρχο». Είναι πρώτιστα ορθό να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την άποψη των αιτητών ότι η όλη διαδικασία έπασχε διότι έγινε εκ μέρους του Επάρχου και χωρίς εξουσιοδότηση απ΄ αυτόν. Η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρήθηκε από τον Έπαρχο σ΄ οποιονδήποτε άλλο. Η υπογραφή «για τον Έπαρχο», ακριβώς υποδηλώνει την εκ μέρους του Επάρχου αναγκαία ενέργεια. Ήταν και παρέμενε ο Έπαρχος ο αρμόδιος φορέας εξουσίας κάθε φορά και εξ ονόματος του και μόνο διεκπεραιώνονταν οι διάφορες ενέργειες. Αναμφίβολα δεν νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του «Επάρχου», ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση αυτή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, θεωρείται ότι κατ΄ εξουσιοδότηση έγιναν οι διάφορες ενέργειες και αποστάληκαν οι διάφορες επιστολές και σημειώματα πάντοτε εκ μέρους και εξ ονόματος του Επάρχου. Στην πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.09, ανάλογη υπογραφή «για περιφερειακό Δασικό Λειτουργό ..» θεωρήθηκε ότι είχε ορθά εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση και ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας. Οι σχετικές υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε ο κ. Αγγελίδης, Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987 και Κυριακίδη ν. Δημοκρατία, υπόθ. αρ. 702/06 ημερ. 18.10.06 κ.α. δεν έχουν εφαρμογή στα υπό κρίση γεγονότα γιατί εδώ υπάρχει απόφαση, σχετικό πρακτικό και έγγραφες καταχωρήσεις. Το σημείωμα αρ. 108 είναι ακριβώς μια τέτοια καταχώρηση.
Πουθενά, όμως, δεν φαίνεται η ανάμειξη του Πρώτου Λειτουργού Αναπτύξεως Υδάτων, ούτε φαίνεται με σαφήνεια η ιεραρχική ή άλλη σχέση μεταξύ του Επαρχιακού Μηχανικού και του Πρώτου Λειτουργού Αναπτύξεως Υδάτων. Η κα Σπηλιωτοπούλου στη δική της γραπτή αγόρευση, σελ. 3, εισηγείται συνοπτικά, όπως γίνεται αντιληπτό, ότι ο Επαρχιακός Μηχανικός ως αρμόδιος λειτουργός μπορούσε να χειριστεί το θέμα εκ μέρους του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, επισύναψε δε τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης. Παρατηρείται όμως ότι το επισυναφθέν στην αγόρευση σχέδιο υπηρεσίας (το οποίο εν πάση περιπτώσει τιτλοφορείται «Προσχέδιο»), αναφέρεται στη θέση του Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού, θέση που δεν είναι γνωστό κατά πόσο ταυτοποιείται με τη θέση του Επαρχιακού Μηχανικού και ποια η συνάφεια της με τη θέση του Πρώτου Λειτουργού Αναπτύξεως Υδάτων. Ούτε μπορεί να συναχθεί από αυτό το κείμενο και μόνο, κατά πόσο ο Ν. Νικοδήμου, ως Επαρχιακός Μηχανικός, ήταν εξουσιοδοτημένος να λειτουργήσει εκ μέρους του Πρώτου Λειτουργού Αναπτύξεως Υδάτων. Δεν υπάρχει πουθενά εξήγηση της ιεραρχικής δομής και των λειτουργικών θέσεων στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.
Παρατηρείται επομένως κενό στη διαδικασία που ακολουθήθηκε εφόσον δεν φαίνεται να αναμείχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο ο Πρώτος Λειτουργός Αναπτύξεως Υδάτων, ως ρητά επιβάλλει το άρθρο 4(1). Θα μπορούσε βέβαια να τεθεί το επιχείρημα ότι δεν θα χρειαζόταν ενδεχομένως η ανάμειξη του Πρώτου Λειτουργού εφόσον η συγκατάθεση του χρειάζεται για μεταβολή ή τροποποίηση όρου σε άδεια φρέατος, ενώ εδώ υπήρχε αρνητική απάντηση. Εμπεριέχεται όμως λογικά η ανάμειξη του Πρώτου Λειτουργού και για αρνητική τοποθέτηση, εφόσον είναι αναγκαία η συγκατάθεση του για θετική μεταβολή ή τροποποίηση όρου.
Η απόφαση όμως πάσχει και λόγω έλλειψης αιτιολογίας και δέουσας έρευνας εφόσον αυτή στηρίζεται σε μελέτη που έγινε το 2005 και όχι σε οποιαδήποτε ειδική, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, έρευνα. Όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη, η μελέτη είχε διεξαχθεί από το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων το Νοέμβριο του 2005, δηλαδή ένα ολόκληρο χρόνο και πλέον πριν την υποβολή της αίτησης, με παραπομπή στο υδροφόρο στρώμα της ευρύτερης περιοχής του Αγρού, χωρίς στοχευμένη υπόδειξη για την περιοχή όπου βρίσκονται οι γεωτρήσεις των αιτητών. Στην ένσταση, με πλήρη ασάφεια, αποσπασματικά και χωρίς επεξηγηματική συνοχή, επισυνάφθηκαν αποσπάσματα από την τιτλοφορούμενη «Οδηγία Πλαίσιο για τα Νερά-Μάρτιος 2005 Έκθεση Δημοκρατία της Κύπρου», χωρίς καμιά περαιτέρω διασαφήνιση και χωρίς σύνδεση των εκεί αναφερομένων στοιχείων, με τα δεδομένα των γεωτρήσεων των αιτητών. Στην ένσταση, τελευταία παράγραφος, αναφέρεται επίσης ότι οι γεωτρήσεις των αιτητών βρίσκονται στο σύστημα υπογείων υδάτων της περιοχής Τροόδους με κωδικό CY-19. Το συγκεκριμένο υδατικό σύστημα αξιολογήθηκε να είναι σε κίνδυνο, κινδυνεύει δε να μην πετύχει τους στόχους της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Νερά, ενώ υπάρχει αναφορά ότι σε ορισμένες ζώνες του συστήματος πραγματοποιείται υπεράντληση. Στον ίδιο τον Πίνακα όμως που επισυνάφθηκε στην ένσταση, η περιοχή του Τρόοδους CY-19, αξιολογείται μεν να είναι σε κίνδυνο, αλλά φέρει τον χαρακτηρισμό «περαιτέρω», χωρίς επεξήγηση της έννοιας της λέξης αυτής. Η παραπομπή στην υποσημείωση 3, δεν διαφωτίζει στο ελάχιστο, εφόσον εκεί απλώς αναφέρεται ότι:
«Είναι πολύ σημαντικό για την υδροληψία πόσιμου νερού και την ανατροφοδοσία των παρακείμενων συστημάτων υπόγειων υδάτων μέσω πλευρικών εισροών.»
Πρόσθετα, στις υποστήλες κάτω από τον τίτλο αναφορικά με «τα αίτια για τα οποία κινδυνεύουν», υπάρχει αρνητική ένδειξη σε όλα τα στοιχεία που αφορούν την υπεράντληση, την υφαλμύριση, τη ρύπανση από σημειακές πηγές, τη ρύπανση από διάχυτες πηγές και τη τεχνητή ανατροφοδότηση. Αλλά και από το άλλο επισυνημμένο κείμενο που είναι περιγραφικό του συστήματος υπογείων υδάτων 19, περιοχή Τροόδους, δεν εξάγεται οποιοδήποτε συγκεκριμένο συμπέρασμα που να σχετίζεται με την αίτηση των αιτητών και την αιτιολογία της απόρριψης. Αντίθετα, υπάρχει εκ πρώτης όψεως αντίφαση μεταξύ της δοθείσας αιτιολογίας για υπεράντληση κατά 12.5% και της αρνητικής ένδειξης περί υπεράντλησης στο σύστημα CY-19.
Ο ισχυρισμός ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου παραμένει χωρίς υπόβαθρο, εφόσον τα κείμενα στα οποία έγινε αμέσως προηγουμένως αναφορά, είναι και τα μόνα τα οποία θα μπορούσαν να διαφωτίσουν ως προς το ζήτημα και τα οποία όμως παραμένουν αόριστα και χωρίς την αναγκαία σύνδεση και συνοχή. Όσον αφορά την επίσης συνημμένη στην ένσταση, επιστολή του Ν. Νικοδήμου, Επαρχιακού Μηχανικού, ημερ. 12.6.07, είναι σαφές ότι αυτή έχει αναφορά στην ήδη καταχωρηθείσα προσφυγή των αιτητών και προσπαθεί εκ των υστέρων να εξηγήσει την προσβαλλόμενη πράξη. Η αναφορά στη δεύτερη σελίδα της επιστολής αυτής ότι υπάρχει φθίνουσα βροχόπτωση και ότι η κατάσταση για το 2006 είναι χειρότερη από αυτή της υδρολογικής μελέτης του 2005, αποτελεί εκ των υστέρων αιτιολογία που δεν περιέχεται στην υπό κρίση απόφαση. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτοπούλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος ΙΙ, σελ. 144 παρ. 517, η αιτιολογία πρέπει να περιβάλλεται με τα στοιχεία της νομιμότητας έχοντας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ειδικής αιτιολογίας, σχετικής δηλαδή με την προσβαλλόμενη πράξη, και της επάρκειας, περιέχουσας δηλαδή όλα τα ουσιώδη συγκεκριμένα περιστατικά κατά τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολίες, κενά ή ερωτηματικά για την κρίση του διοικητικού οργάνου. Είναι δε σαφές ότι:
«Την αιτιολογία που λείπει ή είναι ανεπαρκής δεν μπορούν να καλύψουν ή να συμπληρώσουν ισχυρισμοί και εξηγήσεις της Διοίκησης που προβάλλονται εκ των υστέρων....»
(Σχετικά είναι και τα άρθρα 28, 29 και 30 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99).
Περαιτέρω, πρέπει τα στοιχεία να είναι σύγχρονα και να προηγούνται της προσβαλλόμενης πράξης, ώστε να μπορεί η αιτιολογία να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. (Σολωμού ν. Αρχηγού Αστυνομίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 271). Εδώ, δεν έγινε εισήγηση ότι προϋπήρχαν οποιαδήποτε τέτοια στοιχεία, ενώ είναι σαφές ότι η προσβαλλόμενη πράξη εδράζεται στην αιτιολογία της μελέτης του 2005 και όχι στη διαχρονική ανεπάρκεια της υδροφορίας και της φθίνουσας βροχόπτωσης. Η απλή αναφορά στην επιστολή Νικοδήμου προς τον Έπαρχο για τη χειρότερη κατάσταση για το 2006, έναντι του 2005, σαφώς αποτελεί εκ των υστέρων αιτιολογία (δεν έγινε παραπομπή πουθενά σε τέτοια προϋπάρχοντα στοιχεία ή σχετική μελέτη στους διοικητικούς φακέλους), ενώ η προσπάθεια εισαγωγής τέτοιων στοιχείων διά της αγόρευσης είναι ανεπίτρεπτη, εφόσον τα προωθούμενα εκ των υστέρων γεγονότα, δεν απορρέουν από την ίδια τη διοικητική πράξη. (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384).
Σαφώς, επομένως, υπάρχει και έλλειψη δέουσας έρευνας. Αυτό απορρέει και από την μη ανάμειξη του Πρώτου Λειτουργού Αναπτύξεως Υδάτων, αλλά και από την ίδια τη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Δεν έγινε αναφορά ότι η μελέτη του 2005 παρέμενε ισχυρή και ως προς τα δεδομένα της χρονικής στιγμής της υποβολής της αίτησης, ενώ τα στοιχεία που δόθηκαν εκ των υστέρων αποκαλύπτουν ασάφεια, προχειρότητα και μη συνοχή ως προς το ζητούμενο. Δεν τέθηκε καν στο σώμα της ίδιας της προσβαλλόμενης πράξης η θέση ότι δεν υπήρξε ποτέ χρονική διαφοροποίηση ως προς το υδροφόρο στρώμα.
Ως προς τα περί ανισότητας και παραβίασης του Άρθρου 28 του Συντάγματος, δεν αρκεί η γενική τοποθέτηση των αιτητών χωρίς τη συγκεκριμενοποίηση στοιχείων και την παροχή λεπτομερειών για να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους. Τα όσα ανέφεραν οι καθ΄ ων στην ένσταση τους ότι σε άλλες τέσσερεις περιπτώσεις δόθηκαν άδειες για άντληση πόσιμου νερού με όριο το 1/3 αυτού των αιτητών, δεν προωθεί την υπόθεση των αιτητών περαιτέρω. Ούτε και προκύπτουν με σοβαρότητα ζητήματα προς εξέταση ως προς ενδεχόμενη παραβίαση του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος κάτω από το Άρθρο 25.
Οι αιτητές ελευθέρως συναλλάσσονται και ελευθέρως ασκούν την επιχείρηση τους. Κάθε επιχείρηση, όμως, υπόκειται στους εύλογους περιορισμούς που θέτει η σχετική νομοθεσία και τίθενται με γνώμονα τα όσα αναφέρονται στο ίδιο το Άρθρο 25.2 του Συντάγματος. Οι αιτητές απλά αιτήθηκαν αύξηση του ορίου τους και έτυχαν της άρνησης της διοίκησης, η οποία μπορεί λανθασμένα να ενήργησε χωρίς δέουσα έρευνα, αλλά χωρίς παραβίαση του δικαιώματος προς εργασία. Τα περί αντιφατικής συμπεριφοράς ενόψει ενθάρρυνσης των αιτητών να επενδύσουν, είναι αόριστα και χωρίς αντίκρυσμα ή παραπομπή σε συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία. Αιτιάσεις περί παραβίασης συνταγματικών προνοιών ως λόγοι ακύρωσης διοικητικών πράξεων, ουδέποτε πρέπει να τίθενται με ευκολία. Αναγνωρίζεται δε και νομολογιακά η αναγκαιότητα να τίθενται τέτοια ζητήματα με ακρίβεια και αναγκαία εξειδίκευση, τόσο δικογραφικά, όσο και με αναφορά σε υποστηρικτικά γεγονότα. (δέστε Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671).
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ