ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 2206/2006, 139/2007)
27 Μαϊου, 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 2206/2006)
ΜΙΧΑΗΛ ΣΠΥΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 139/2007)
ΑΓΑΠΙΟΣ ΑΓΑΠΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
Ρ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 2206/2006.
Χρ. Χριστάκη, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 139/2007.
Δ. Στεφανίδης εκ μέρους Τ. Παπαδόπουλος & Σία, για την Καθ'ης η αίτηση.
Α. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα.
Με τις παρούσες συνεκδικαζόμενες προσφυγές ο Μιχάλης Σπύρου (αιτητής στην προσφυγή 2206/2006) και ο Αγάπιος Αγαπίου (αιτητής στην προσφυγή 139/2007) προσβάλλουν την απόφαση της Αρχής Λιμένων Κύπρου της 5/9/2006, με την οποία προάχθηκαν κατόπιν επανεξέτασης οι Αντώνης Παπαϊωάννου και Χριστάκης Λαμπριανός (ενδιαφερόμενα μέρη) στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού αναδρομικά από 22/5/1995.
Οι προσφυγές αυτές είναι το επιστέγασμα της τέταρτης διαδοχικής επανεξέτασης της πλήρωσης της θέσης Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού της Αρχής Λιμένων. Η αρχική απόφαση της Αρχής Λιμένων της 22/5/1995 ακυρώθηκε γιατί διαπιστώθηκε ότι είχαν αγνοηθεί παράτυπα οι αξιολογήσεις για τη διευθυντική ικανότητα του έτους 1994 και γιατί είχε παραγνωριστεί η αρχαιότητα των αιτητών στη σύσταση. Ακολούθησε επανεξέταση και αναδρομική προαγωγή των ίδιων υποψηφίων, η οποία ακυρώθηκε λόγω παράνομης συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Λιμένων. Ως αποτέλεσμα της δεύτερης επανεξέτασης τα ενδιαφερόμενα μέρη προάχθηκαν αναδρομικά στη θέση από 22/5/1995, αλλά η προαγωγή τους ακυρώθηκε γιατί παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα των αιτητών χωρίς αιτιολογία και γιατί το Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων έδωσε βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα των ενδιαφερόμενων μερών χωρίς να συνδέσει τη σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.
Ακολούθως η Αρχή Λιμένων αφού προέβηκε σε τρίτη επανεξέταση προήγαγε πέντε υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.
Η εγκυρότητα των προσφυγών αμφισβητήθηκε ξανά από τους αιτητές και το Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχόμενο τις σχετικές προσφυγές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε πλάνη της Αρχής Λιμένων αναφορικά με την αρχαιότητα του αιτητή Μιχαήλ Σπύρου και παράβαση του δεδικασμένου σε σχέση με την αιτιολογία της αξιολόγησης των προσόντων των ενδιαφερόμενων μερών. (Βλ. Μιχαήλ Σπύρου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγή 471/2004 κ.ά. της 19/4/2006). Ως αποτέλεσμα οι προαγωγές των δύο ενδιαφερόμενων μέρων ακυρώθηκαν.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων επανεξέτασε την πλήρωση των δύο θέσεων στις 5/9/2006, αφού έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο της πιο πάνω απόφασης. Όπως προκύπτει από το "απόσπασμα" των πρακτικών της σχετικής συνεδρίας, το Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων αφού "μελέτησε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχε ενώπιον του, το Σημείωμα 34/2006, τη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου, την απόφαση του Δικαστηρίου, τη συλλογική σταδιοδρομία των υποψηφίων, καθώς και τους φακέλους με τα προσωπικά στοιχεία και την αξία των υποψηφίων όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο σύνολο των εμπιστευτικών και υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού, με έμφαση στα τρία τελευταία χρόνια που υπήρχαν 1992, 1993 και 1994", αποφάσισε να προαγάγει τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη με αναδρομική ισχύ από 22/5/1995.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές αμφισβητούν εκ νέου τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ισχυρισμός για κακή σύνθεση του Συμβουλίου της Αρχής Λιμένων λόγω παράλειψης έγκαιρης πρόσκλησης των μελών του και παράβαση του άρθρου 24 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (αρ. 158(Ι)/1999).
(β) Μη τήρηση πρακτικών.
Έχει υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή στην προσφυγή 2206/2006 ότι κατά παράβαση του άρθρου 24(1) του Ν. 158(Ι)/99 και της νομολογίας που επιβάλλει στα συλλογικά διοικητικά όργανα την τήρηση πρακτικών, το Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων δεν έχει τηρήσει δύο ξεχωριστά πρακτικά των δύο σχετικών συνεδριών της 31/8/2006 και της 5/9/2006, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος της νόμιμης σύνθεσης του Συμβουλίου και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Σημειώνεται ότι η δικηγόρος του αιτητή είχε ζητήσει με επιστολή της από τους δικηγόρους της Αρχής Λιμένων την παρουσίαση των πλήρων πρακτικών της επίδικης απόφασης, εντοπίζοντας τα κενά που υπήρχαν στο απόσπασμα που επισυνάφθηκε στην ένσταση της Αρχής Λιμένων. Η τελευταία δεν έχει παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο που θα αναπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις που είχαν επισημανθεί από τη δικηγόρο του αιτητή, αρκούμενη στο επιχείρημα ότι όλα τα αναγκαία στοιχεία ενσωματώθηκαν στο κοινό έγγραφο το οποίο καταρτίστηκε για τις δύο συνεδρίες.
Η υποχρέωση της τήρησης των απαραίτητων πρακτικών από συλλογικά όργανα διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (αρ. 158(Ι)/1999), το οποίο προνοεί ότι,
"24. - (1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία."
Στην παρούσα υπόθεση το μόνο έγγραφο που έχει παρουσιαστεί είναι το Παράρτημα 6 της ένστασης της Αρχής Λιμένων, το οποίο αναφέρεται ως "απόσπασμα από τα πρακτικά της πιο κάτω συνεδρίας του διοικητικού συμβουλίου" και στο οποίο υπάρχει χειρόγραφη προσθήκη των ημερομηνιών 31/8/2006 και 5/9/2006. Το πιο πάνω "απόσπασμα" περιλαμβάνει επτά δακτυλογραφημένες σελίδες, των οποίων οι αριθμημένες παράγραφοι δεν παρουσιάζουν μια λογική αλληλουχία. Από το περιεχόμενο του αποσπάσματος προκύπτει ότι λήφθηκαν από το Συμβούλιο δύο αποφάσεις, η 129/2006 που αποτελεί την επίδικη απόφαση και η 130/2006 που αφορά την προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών στη θέση Βοηθού Λιμενικού Επιθεωρητή. Ο τρόπος διατύπωσης των πρακτικών είναι, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, απογοητευτικός, αφού δεν είναι κατατοπιστικός ως προς το τι ακριβώς συζητήθηκε σε κάθε μια από τις δύο πιο πάνω συνεδρίες. Επιπρόσθετα δεν υπάρχουν υπογραφές και το κυριότερο δεν αναφέρονται τα ονόματα των παρισταμένων. Η μόνη αναφορά βρίσκεται στην παράγραφο 4.1 όπου σημειώνεται η απουσία του κ. Π. Λεωνίδου κατά τη συνεδρία της 5/9/2006 και στις παραγράφους 4.7.2 και 4.8 στις οποίες γίνεται αναφορά σε δύο πρόσωπα, τους Χρ. Αθηνοδώρου και Μ. Φούρναρη (προφανώς μέλη της Αρχής Λιμένων) που δεν συμμετείχαν στη ψηφοφορία πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης, γιατί δεν "μπόρεσαν έγκαιρα να ενημερωθούν για το θέμα". Παραμένουν όμως άγνωστα τα ονόματα και οι ιδιότητες των παρόντων στις δύο συνεδριάσεις, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος τόσο της σύνθεσης όσο και της συγκρότησης του Συμβουλίου.
Η γενική εικόνα που αναδύεται από το "απόσπασμα" των πρακτικών που συντάχθηκαν και προσκομίστηκαν με προχειρότητα, περιέχει σημαντικές παραλείψεις, κενά και ασάφειες, δυσχεραίνει τον αναθεωρητικό έλεγχο και δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση του Νόμου για τήρηση άρτιων πρακτικών. ΄Εχει τονιστεί επανειλημμένα σε δικαστικές αποφάσεις ότι η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία γιατί συνιστά εχέγγυο της χρηστής διοίκησης και της αναγκαίας προϋπόθεσης για την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων (βλ. Medcon Construction and others v. The Republic (1968) C.L.R. 535). Όπως έχει σημειωθεί στη Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550:
"Τα πρακτικά αποτελούν, ως η μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία, προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης. Χωρίς αυτά καθίσταται εν προκειμένω ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος και η προσβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση."
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος της Αρχής Λιμένων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο εκφράζει τον προβληματισμό του και την απογοήτευση του γιατί το θέμα της εγκυρότητας των προαγωγών στην επίδικη θέση, που μπορούσε να είχε επιλυθεί πριν από δέκα χρόνια, εκκρεμεί ακόμα λόγω των λανθασμένων χειρισμών του Συμβουλίου της Αρχής Λιμένων.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ