ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1506/2007)
20 Μαΐου 2009
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄Ης η Αίτηση
_________
Ε. Μιχαήλ εκ μέρους Α. Νεοκλέους, για την Αιτήτρια.
κα Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄Ων η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: H Αιτήτρια και το Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ) ήσαν μεταξύ 11 υποψηφίων οι οποίοι, ανταποκρινόμενοι στη δημοσίευση για την πλήρωση μιας θέσης Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής) υπέβαλαν αίτηση για αυτή. Η Αιτήτρια δεν περιλήφθηκε στους τέσσερις υποψηφίους τους οποίους σύστησε η Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) προς την ΕΔΥ. Κατά της επιλογής του ΕΜ από την ΕΔΥ στρέφεται η προσφυγή.
Βάλλει η Αιτήτρια κατά της ΣΕ εισηγούμενη ότι η γενική εντύπωση της ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση δεν ήταν αιτιολογημένη. Η Αιτήτρια εκρίθη «καλή» και το ΕΜ «εξαίρετος». Παραθέτω τις ανάλογες εντυπώσεις:
Αιτήτρια:
«Έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις σε ορισμένες από τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, ενώ σε μερικές άλλες, οι απαντήσεις της δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένες και δεν κάλυπταν το θέμα ικανοποιητικά. Γενικά δεν ολοκλήρωνε τις σκέψεις της και έδειξε να υστερεί από πλευράς αυτοπεποίθησης και έκφρασης των σκέψεών της.»
Ενδιαφερόμενο Μέρος:
«Έδωσε καθ΄όλα ορθές και τεκμηριωμένες απαντήσεις με πλήρη επάρκεια σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Από τις απαντήσεις διαφάνηκε ότι διαθέτει ευρύτατο πεδίο γνώσεων. Έχει εξαιρετικά υψηλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης, καθώς και ανεξαρτησία σκέψης και αυτοπεποίθηση. Η άψογη εμφάνισή του, η πειστικότητα, η άνεση και η ευγένειά του άφησαν άριστες εντυπώσεις.»
Η ίδια διατύπωση, λέγει η Αιτήτρια, χρησιμοποιήθηκε από τη ΣΕ ως προς όλους τους υποψηφίους που χαρακτηρίσθησαν το ίδιο, και όντως η εντύπωση της ΣΕ είναι πανομοιότυπη ως προς την Αιτήτρια και τον ένα άλλο υποψήφιο που χαρακτηρίσθηκε «καλός» όπως και ως προς το ΕΜ και τους δύο άλλους υποψηφίους οι οποίοι χαρακτηρίσθησαν «εξαίρετος». Το ίδιο ισχύει ως προς τρεις άλλους υποψηφίους χαρακτηρισθέντες ως «σχεδόν εξαίρετος», ενώ οι υπόλοιποι δύο υποψήφιοι (ο ενδέκατος δεν προσήλθε) χαρακτηρίσθησαν ως «πολύ καλή» και «σχεδόν πάρα πολύ καλή». Παραπέμποντας στη νομολογία, η Αιτήτρια εισηγείται ότι αυτή η «ομαδοποίηση» των υποψηφίων δεν μπορεί να συνιστά δέουσα αιτιολόγηση της εντύπωσης της ΣΕ.
Η εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Πρόδηλο είναι ότι η ΣΕ, παρατηρώντας κατ΄αρχάς, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, ότι «αποφάσισε όπως, κατά την προφορική εξέταση, βαθμολογήσει χωριστά ένα έκαστο των υποψηφίων και τους κατατάξει σε μια από τις πιο κάτω κατηγορίες: «Εξαίρετος, Σχεδόν Εξαίρετος, Πάρα Πολύ Καλός, Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλός, Πολύ Καλός, Καλός, Μέτριος», διατύπωσε στη συνέχεια τις εντυπώσεις της αναφορικά με τον κάθε υποψήφιο και δεν περιορίσθηκε στο γενικό και συνολικό χαρακτηρισμό που προσδιόρισε. Το ότι οι εντυπώσεις είναι πανομοιότυπες για κάθε υποψήφιο της κάθε «ομάδας» δεν αναιρεί την κατά τα άλλα επάρκεια της αιτιολόγησης της εντύπωσης αφού τα στοιχεία των εντυπώσεων αντανακλούν τους παράγοντες στους οποίους η ΣΕ έδωσε έμφαση ως προς την κρίση της. Η υπόθεση Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem κα (1995) 3 ΑΑΔ 119, στην οποία ιδιαίτερα βασίζεται η Αιτήτρια, διαφέρει αφού εκεί οι πανομοιότυπα τυποποιημένες εντυπώσεις εκρίθησαν αναιτιολόγητες ως απλώς αναπαράγουσες τους γενικούς χαρακτηρισμούς διαβάθμισης της αξιολόγησης και τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας.
Παραπονείται ακόμα η Αιτήτρια ότι η ΣΕ δεν αιτιολόγησε την εντύπωση της με αναφορά στην παράγραφο Β2 του σχεδίου υπηρεσίας που προνοεί «Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία» ως προσόντα. Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Στο βαθμό που τα προσόντα αυτά μπορούσαν να διαπιστωθούν μέσα από την προφορική εξέταση, οι αναφορές στις αξιολογήσεις μπορεί να τα καλύπτουν, άλλως δεν είναι η προφορική εξέταση που θα τα διαπίστωνε αλλά η όλη εικόνα των στοιχείων των υποψηφίων και δη των υπηρεσιακών εκθέσεών τους, ουδεμία δε εισήγηση κάνει η Αιτήτρια ότι το ΕΜ δεν είχε αυτά τα προσόντα. Ούτε ευσταθεί άλλη παρατήρηση της Αιτήτριας ότι στις εντυπώσεις της ΣΕ περιλαμβάνονται και εξωγενή στοιχεία, αφού τα όσα αναφέρει η Αιτήτρια ως τέτοια αφορούν την όλη εικόνα των υποψηφίων.
Η Αιτήτρια εισηγείται επίσης ότι εδόθη υπερβολική σημασία στην προφορική εξέταση. Είναι γεγονός ότι η ΣΕ βασίσθηκε στην προφορική εξέταση, και μάλιστα στην τελική και συνολική αξιολόγηση της χαρακτήρισε την Αιτήτρια και πάλι ως «Καλή» και τους τέσσερις συστηθέντες ως «Εξαίρετος» (ο ένας είχε χαρακτηρισθεί «Σχεδόν Εξαίρετος» στην προφορική εξέταση). Δεν συμφωνώ όμως ότι εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Όπως προκύπτει και από τα πρακτικά της ΣΕ, όλοι οι τέσσερις συστηθέντες είχαν καλύτερες, και καθ΄όλα εξαίρετες αξιολογήσεις, στις υπηρεσιακές εκθέσεις από ότι η Αιτήτρια, το δε ΕΜ είχε και υπέρτερα προσόντα. Ορθώς δε ελήφθη υπ΄όψη και η απόδοση στην προφορική εξέταση ως στοιχείο κρίσης. Δεν υπήρχε κάτι το οποίο δεν ελήφθη νομίμως υπ΄όψη ως προς τα κριτήρια επιλογής. Και δεν μπορεί η Αιτήτρια να λέγει, όπως εισηγείται, ότι δεν διερευνήθηκε η πείρα που απέκτησε ως εκ της απόσπασης της στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, στοιχείο που ήταν ενώπιον της ΣΕ και της ΕΔΥ και που εν πάση περιπτώσει δεν θα της προσέδιδε οποιοδήποτε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν ως εκ της εκτέλεσης ειδικών καθηκόντων. Απεναντίας, είναι η Αιτήτρια, και αυτό είναι διάχυτο στην αγόρευσή της, που θέλει η εν λόγω απόσπαση της να ήταν το κυρίαρχο στοιχείο για τη ΣΕ και την ΕΔΥ, εισηγούμενη ακόμα ότι ως εκ τούτου υπερείχε και εκδήλως των άλλων, εισήγηση ασφαλώς εντελώς ανεδαφική.
Γίνεται και εισήγηση της Αιτήτριας ότι η κατά καιρούς διαμόρφωση του σχεδίου υπηρεσίας συνιστούσε παραβίαση συνταγματικών διατάξεων και δη του Άρθρου 28.1 και ήταν ultra vires. Την εισήγηση αυτή όμως την αποσύρει στην απαντητική αγόρευση της και επομένως δεν θα με απασχολήσει. Αυτό συμπαρασύρει και την εισήγηση της για παράλειψη δημιουργίας σχεδίου υπηρεσίας κατάλληλου για τις δικές της συνθήκες, που εν πάση περιπτώσει θα ήταν απορριπτέα.
Εισηγείται ακόμα η Αιτήτρια ότι παραβιάσθη η αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης κατά το ότι δεν ελήφθησαν υπ΄όψη τα ειδικά καθήκοντα που η Αιτήτρια εκτελούσε κατά την απόσπαση της στη Νομική Υπηρεσία. Τα λεχθέντα ως προς την προηγούμενη εισήγηση της σε συνάρτηση με το θέμα ισχύουν και εδώ.
Οι υπόλοιπες εισηγήσεις της Αιτήτριας για πλάνη και έλλειψη δέουσας έρευνας συναρτώνται προς τη γενική θέση της περί διαχρονικής καθήλωσης της στη θέση που κατέχει και την αντίληψη της για υπεροχή της λόγω της απόσπασής της στη Γενική Εισαγγελία και δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο που χρήσιμα θα μπορούσε να λεχθεί για να εξηγήσω ότι είναι απορριπτέες.
Στην απαντητική αγόρευσή της η Αιτήτρια κάνει δύο άλλες εισηγήσεις, ότι θα έπρεπε να εσυστήνοντο είκοσι υποψήφιοι διότι υπήρχαν και άλλες τέσσερις θέσεις προς πλήρωση και ότι πάσχουν οι ετήσιες αξιολογήσεις. Δεν θα τις εξετάσω, και διότι δεν περιλαμβάνονται στα νομικά σημεία της προσφυγής και διότι δεν έγιναν στην αρχική αγόρευση.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο Αιτητής θα καταβάλει €1000 έξοδα στη Δημοκρατία.
Δ. Χατζηχαμπής,
Δ.
/ΚΧ"Π