ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1410/07]
25 Μαΐου, 2009
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TEIMURAZYAN VIACHΕSLAV
TEIMURAZYAN RUZANA
Aιτητές
ν.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Μ. Κοντογιώργης για τους αιτητές.
Δ. Νικολάτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι ζευγάρι ενηλίκων από τη Γεωργία. Ο σύζυγος εισήλθε στην Κύπρο, νόμιμα, στις 16.1.02. Η σύζυγος το ίδιο, λίγους μήνες αργότερα, στις 7.5.02. Πέραν των δύο ετών αργότερα, στις 28.9.04, υπέβαλαν αίτηση για άσυλο. Όχι γιατί αντιμετώπιζαν ή θα αντιμετώπιζαν αν επέστρεφαν στη χώρα τους, οποιασδήποτε μορφής κίνδυνο για οποιονδήποτε λόγο. Ούτε γιατί υπέστησαν οποιασδήποτε μορφής δίωξη, κράτηση ή οτιδήποτε άλλο το δυσμενές. Η αίτησή τους είχε ως έρεισμα την επιθυμία τους να παραμείνουν στην Κύπρο επειδή στη χώρα της καταγωγής τους δεν υπάρχει δημοκρατία και επικρατεί πείνα και εμπόλεμη κατάσταση. Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή τους γιατί, στη βάση των δεδομένων όπως αυτά προέκυπταν από τις αναφορές των αιτητών, αρχικώς αλλά και κατά την προφορική τους συνέντευξη, δεν προέκυπτε πως αντιμετώπιζαν βάσιμο φόβο καταδίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, συνεπώς, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρόσφυγες δικαιούμενοι σε προστασία, δυνάμει του Νόμου. Ασκήθηκε διοικητική προσφυγή μέσω δικηγόρου αλλά σ' αυτή δεν προσδιορίστηκε οτιδήποτε που να αφορούσε στο πραγματικό της υπόβαθρο. Υποστηρίχθηκε γενικά και αόριστα πως «ήταν γνωστά σε όλους τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν με την εκάστοτε κυβέρνηση της Γεωργίας» οι αρμενικής καταγωγής όπως οι αιτητές, πως δεν έγινε σοβαρή και ενδελεχής εξέταση της αίτησης και πως η τελική κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν εσφαλμένη. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απέρριψε τη διοικητική προσφυγή παραπέμποντας σε όσα οι ίδιοι οι αιτητές ανέφεραν στην αίτησή τους και κατά την προσωπική τους συνέντευξη. Δεν τεκμηριωνόταν πως ήταν πρόσφυγες αλλά πως ήταν μετανάστες. Επίσης πως, για τους ίδιους λόγους, δεν μπορούσαν και να τύχουν του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Τελικά ασχολήθηκε και με το ζήτημα παραχώρησης προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, στο οποίο θα επανέλθω.
Ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή και προς υποστήριξη της κατατέθηκαν εκ μέρους των αιτητών πολυσέλιδες αγορεύσεις. Περιλαμβάνονται σ' αυτές πληθώρα γενικών και αόριστων ισχυρισμών, σύμμεικτων, αλληλοεπικαλυπτόμενων, διαζευκτικών ως προς ό,τι θα ήταν δυνατό να εξαχθεί ως το πραγματικό τους υπόβαθρο, που εκτείνονται σε θέσεις για
- αντίθεση προς το Νόμο, το Σύνταγμα, τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, της επιείκειας και του ανθρωπισμού,
- για παραβιάσεις των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και/ή της χρηστής διοίκησης,
- για πλάνη, έλλειψη αιτιολογίας ή πλημμελή αιτιολογία,
- για πλάνη περί το Νόμο ή/και τα πράγματα,
- για ανεπαρκή έρευνα,
- για υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας,
- για παραβίαση της αρχής της ισότητας,
- για στήριξη σε παράνομη προπαρασκευαστική πράξη, εννοώντας τον τρόπο με τον οποίο ερευνήθηκε η περίπτωση,
- για καθυστερημένη έκδοση της απόφασης,
- για παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και/ή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Όλα αυτά με μακροσκελείς αναλύσεις με στόχο την τεκμηρίωση της άποψης πως οι αιτητές υπήρξαν θύμα αυθαίρετης και προκατειλημμένης αντιμετώπισης πίσω από την οποία υποκρύπτονταν «σκοπιμότητες και/ή σκοτεινές επιδιώξεις και/ή ρατσιστικές επιδιώξεις με σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων απόρριψης της αίτησης.».
Σ' αυτό το πλαίσιο υποστηρίχθηκε πως δεν καταγράφηκαν όλα όσα δήλωσαν οι αιτητές τα οποία αν καταγράφονταν και αξιολογούνταν, θα οδηγούσαν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Έγινε συναφώς αναφορά σε αντινομική μη εκπροσώπησή τους από δικηγόρο και στο χαμηλό μορφωτικό τους επίπεδο και περιλήφθηκαν στην αγόρευση όσα, κατά τον ισχυρισμό τους συνιστούσαν το δηλωθέν «μεγαλύτερο ιστορικό από το καταγραμμένο ή και το εξ υποκειμένου ερμηνευθέν». Ως αρμενικής καταγωγής και εθνικότητας αντιμετώπιζαν κίνδυνο κατά της ζωής τους «λόγω φυλής και θρησκείας». Στη Γεωργία αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε η εγκληματικότητα σε μεγάλο βαθμό από οργανωμένες ομάδες με ρατσιστικό υπόβαθρο. Υπήρχε καταπίεση και στέρηση βασικών δικαιωμάτων και «απειλούνταν συχνά ως προς τη ζωή τους ή των παιδιών τους». Ο τότε ανήλικος υιός τους ενηλικιώθηκε, θα καλείτο στο στρατό και αφού υπήρχαν εχθροπραξίες η ζωή του θα αντιμετώπιζε κίνδυνο.
Θα ήταν πράγματι εύλογο το ερώτημα αν, και στη βάση τέτοιων και πάλιν γενικών και αορίστων ισχυρισμών, όπως οι πιο πάνω, θα ήταν δυνατό να τεκμηριωθεί η αίτηση για άσυλο. Όμως, δεν δικαιολογείται να επεκταθώ σε ανάλυση προς αυτή την κατεύθυνση, που θα ήταν πρωτογενής, εκτός του πλαισίου της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι αγορεύσεις δεν προσφέρονται ως μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. Οι ισχυρισμοί για ελλιπή καταγραφή παραμένουν μετέωροι και, υπό το δεδομένο πως χρησιμοποιήθηκε διερμηνέας και πως οι αιτητές όπως άλλωστε και ο διερμηνέας ο ίδιος, υπέγραψαν τα πρακτικά των συνεντεύξεων, βεβαιώνεται πως όσα καταγράφησαν αντικατόπτριζαν ακριβώς τις δηλώσεις τους χωρίς να διαπιστώνεται οποιασδήποτε μορφής πλημμέλεια. Η κρίση, η οποία αντίθετα προς τις εισηγήσεις των αιτητών ήταν πλήρως αιτιολογημένη, πως στη βάση των όσων οι ίδιοι οι αιτητές ανέφεραν, δεν προέκυπτε πως ήταν πρόσφυγες με την έννοια του Νόμου, ήταν αναπόφευκτη. Όλα τα προταθέντα σε σχέση με έρευνα που δεν αναλήφθηκε έστω από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, που κατά το Νόμο δεν είναι υποχρεωμένη να καλέσει εκ νέου τον αιτητή, ή σε σχέση με εκπροσώπησή τους από δικηγόρο χωρίς οτιδήποτε που θα ήταν σχετικό και που θα δικαιολογούσε κατά το Νόμο ή και τα πράγματα έγερση τέτοιου θέματος, ενώ στη συνέχεια τη διοικητική προσφυγή οι αιτητές την υπέβαλαν μέσω δικηγόρου ή τα περί καθυστέρησης στην έκδοση τελικής απόφασης, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι πλήττουν το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προκύπτει, όμως, ένα ακόμα θέμα με κάποια αυτοτέλεια όσο και αν οι αιτητές, με λανθασμένες ταξινομήσεις και ερμηνείες, το ανέπτυξαν με επιχειρήματα που ενέταξαν στο πλαίσιο των γενικότερων ισχυρισμών τους. Θεωρούν οι αιτητές πως «τα αρμόδια όργανα του Τμήματος Πολιτικού Ασύλου και/ή οι καθ' ων η αίτηση, προβαίνοντας κατ' αρχήν στη σχετική και/ή δέουσα έρευνα και/ή σχετικό και/ή δέοντα έλεγχο ...» εξέδωσαν ευμενή απόφαση, με την έκδοση άδειας παραμονής μέχρι 30.6.06. Ευμενή απόφαση την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, με τη δική της απόφαση, που έπασχε με όσα γενικά προωθήθηκαν, ανακάλεσε αυθαίρετα στη συνέχεια.
Ορθά επισημαίνουν οι καθ' ων η αίτηση πως κάθε άλλο παρά εκδόθηκαν αντιφατικές αποφάσεις ή ότι εκδόθηκε κατ' αρχήν ευμενής απόφαση, στη βάση της ορθής αξιολόγησης των δεδομένων και στη συνέχεια δυσμενής, ανακλητική της πρώτης. Η Υπηρεσία Ασύλου, αφού απέρριψε το αίτημα για άσυλο και επίσης έκρινε πως δεν δικαιολογείτο συμπληρωματική προστασία είδε δυνατότητα παραχώρησης του καθεστώτος της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, στο πλαίσιο του Νόμου. Οι αιτητές είχαν αναφερθεί στα παιδιά τους, η θυγατέρα τους που ήταν η νεότερη φοιτούσε στην Γ΄ τάξη του Αρμενικού Δημοτικού Σχολείου ΝΑΡΕΚ Λευκωσίας και η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε, στις 13.2.06, «να εγκρίνει την παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους με βάση το άρθρο 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2005 μέχρι και το τέλος της σχολικής χρονιάς (30.06.2006)». Επανήλθαν στο θέμα οι αιτητές με τη διοικητική προσφυγή σημειώνοντας πως, όπως έδειχναν και σχετικά πιστοποιητικά που επισυνάπτονταν, η θυγατέρα τους «χρειάζεται άλλα επτά χρόνια για να συμπληρώσει την αρμενική εκπαίδευση που παρέχεται στην Κύπρο». Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επελήφθη του θέματος. Αναφέρθηκε στα δεδομένα και, με την απόφασή της, που ας σημειωθεί εκδόθηκε στις 25.7.07, έκρινε πως δεν ήταν σκόπιμη πλέον η παραχώρηση καθεστώτος προσωρινής διαμονής. Εξηγώντας πως «η εξέταση της διοικητικής προσφυγής γίνεται την παρούσα χρονική στιγμή, όπου το ακαδημαϊκό έτος έχει τελειώσει». Υπήρχε συνεπώς ρητή αιτιολογία που, μάλιστα, κινείτο στη λογική της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν μπορούσε να τίθεται ζήτημα ανάκλησης όταν το καθεστώς που η Υπηρεσία Ασύλου παραχώρησε είχε ήδη λήξει και σημειώνω την ανυπαρξία επιχειρημάτων ως προς την ουσία του λόγου για τον οποίο, όπως προκύπτει, δεν θεωρήθηκε ότι θα έπρεπε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, που δεν είναι όργανο χορήγησης αδειών παραμονής για το μέλλον, να χορηγήσει καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, για όσα χρόνια απαιτούνταν για τη συμπλήρωση της εκπαίδευσης της θυγατέρας των αιτητών.
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και η προσφυγή απορρίπτεται με €500 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται περιλαμβανομένης και της απόφασης για μη χορήγηση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, στην οποία αναφέρεται η προσφυγή αλλά σε σχέση με την οποία δεν υποστηρίχθηκε οτιδήποτε το ιδιαίτερο.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΜΣι.