ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 130/2007)

 

19 Μαΐου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερομηνίας 1.11.2006, με την οποία κρίθηκε ως μη προσοντούχος για διεκδίκηση διορισμού του στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού, Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων.

 

Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία συνεστήθη για το σκοπό αυτό, ημερ. 18.4.2006, γίνεται μνεία  των υποψηφίων που δεν είχαν επισυνάψει οποιοδήποτε τεκμήριο κατά πόσο ικανοποιούσαν την παράγραφο 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας, η οποία αναφέρεται στην εγγραφή των υποψηφίων ως μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου στον κλάδο Πολιτικής Μηχανικής, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε ονομαστικό κατάλογο των εν λόγων υποψηφίων στο ΕΤΕΚ με σκοπό να πληροφορηθεί την ημερομηνία εγγραφής τους ως μέλη του ΕΤΕΚ.

 

Ο αιτητής είχε εγγραφεί στο ΕΤΕΚ στις 27.5.2004, ενώ η τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων για τη θέση ήταν η 24.5.2004.  Ο αιτητής και άλλοι υποψήφιοι που ήταν στην ίδια θέση, κλήθηκαν στη γραπτή εξέταση άνκαι τους αναφέρθηκε ότι παρ΄όλον ότι φαίνεται να μην κατέχουν το απαιτούμενο προσόν της εγγραφής ως μέλη του ΕΤΕΚ στον κλάδο Πολιτικής Μηχανικής, έχουν κληθεί με την επιφύλαξη ότι η Επιτροπή θα αποφασίσει, σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά πόσο κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα.

 

Ο αιτητής προσήλθε στην προφορική εξέταση, περιλήφθηκε μάλιστα στον προκαταρκτικό κατάλογο των καταλληλότερων προς επιλογή για διορισμό αναφορικά με τις δύο θέσεις που απαιτείτο πανεπιστημιακό δίπλωμα στη Συγκοινωνιολογία και στις 17 θέσεις που απαιτείτο πανεπιστημιακό δίπλωμα στην Πολιτική Μηχανική.

 

Η Επιτροπή, αφού μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής, σημείωσε ότι σύμφωνα με την έκθεση έξι υποψήφιοι κατείχαν εγγραφή στο ΕΤΕΚ, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, την οποία όμως εξασφάλισαν μετά τον ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων.  Έτσι η Επιτροπή στις 27.7.2006 αποφάσισε ότι τόσο ο αιτητής, όσο και άλλοι υποψήφιοι που είχαν επίσης αποκτήσει την εγγραφή τους στο ΕΤΕΚ μετά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν προσοντούχοι, εφόσον δεν πληρούσαν την απαίτηση της παραγράφου 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Σε μεταγενέστερη συνεδρία της ημερ. 1.11.2006 η Επιτροπή επιλήφθηκε επιστολής του δικηγόρου του αιτητή με την οποία εζητείτο να κληθεί σε προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής, αφού, όπως ισχυριζόταν, διέθετε εγγραφή στο ΕΤΕΚ.  Η Επιτροπή με αναφορά σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα για να ακολουθήσει νέα επιστολή ημερ. 8.12.2006, με την οποία ο αιτητής ζητούσε επανεξέταση του ζητήματος.  Η Επιτροπή επανέλαβε την προηγούμενή της απόφαση ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί προσοντούχος υποψήφιος.  Στη συνέχεια, στις 19.12.2006, αφού σημείωσε ότι οι δύο θέσεις Εκτελεστικού Μηχανικού με προσόντα στη Συγκοινωνιολογία παρέμειναν κενές, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν προσοντούχοι, αποφάσισε να ειδοποιήσει σχετικά την αρμόδια αρχή.

 

Βασικά ο ισχυρισμός του αιτητή εξαντλείται στο ότι η ΕΔΥ αποκλείοντας τον ενήργησε αντίθετα στην καλή πίστη, κάτω από πλάνη περί το τι σημαίνει το πιστοποιητικό εγγραφής στο ΕΤΕΚ, ενάντια στις αρχές της χρηστής διοίκησης και χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας.  Προς υποστήριξη του επιχειρήματός του υποδεικνύει την κλήση του από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε προφορική εξέταση και το γεγονός της σύστασής του ως ένα από τους καταλληλότερους υποψηφίους για διορισμό στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού.  Σημειώνει επίσης ότι συστήθηκε ως ένας από τους υποψηφίους για τις 17 θέσεις για τις οποίες απαιτείτο πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος στην Πολιτική Μηχανική.  Συνεπώς η ΕΔΥ, υποστηρίζει, όφειλε κατά την καλή πίστη να τον θεωρήσει προσοντούχο.  Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή η εγγραφή στο ΕΤΕΚ εξαρτάται από τα προσόντα που κατείχε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, ενώ είχε ζητήσει εγγραφή πολύ προ του χρόνου υποβολής της αίτησης, με το ΕΤΕΚ να καθυστερεί στην τυπική ουσιαστικά εγγραφή του.  Η Επιτροπή, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, δεν εξέτασε την ημερομηνία που υπέβαλε την αίτηση εγγραφής, ενώ καταλήγει διερωτώμενος αν πρέπει να τιμωρηθεί αντίθετα προς την καλή πίστη, γιατί, ενώ διέθετε όλα τα προσόντα για εγγραφή, το ΕΤΕΚ καθυστέρησε να τον εγγράψει, χωρίς ο ίδιος να έχει οποιαδήποτε ευθύνη.  Συνεπώς το βάρος έφερε η Επιτροπή, η οποία είχε την υποχρέωση να ερευνήσει και μελετήσει το θέμα πιο εξειδικευμένα, ιδιαίτερα μετά την επιστολή του.  Τέλος, υπογραμμίζει ότι αφού η απόφαση ήταν εξαιρετικά δυσμενής για τον ίδιο, έπρεπε σύμφωνα με το άρθρο 26 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, η απόφαση να είχε ειδική αιτιολογία, η οποία να στηρίζεται σε ενδελεχή έρευνα.

 

Η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.  Είναι σαφές ότι ο αιτητής έχει αποκλειστεί από την περαιτέρω διαδικασία, γιατί δεν κατείχε το απαιτούμενο από την παράγραφο 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας προσόν της εγγραφής του ως μέλους του ΕΤΕΚ.  Το γεγονός ότι ο αιτητής είχε υποβάλει σχετική αίτηση εγγραφής από τις 17.6.2003 δεν αλλάζει τα πράγματα.  Κατά το χρόνο υποβολής της υποψηφιότητάς του δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα.

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκει στο διορίζον όργανο, στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή, η οποία εύλογα και ορθά θεώρησε ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα σχετικά προσόντα.  Η διατύπωση της σχετικής παραγράφου δεν αφήνει περιθώρια διαφορετικής ερμηνείας.  Σημασία έχει ότι ο αιτητής δεν ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ.  Οι λόγοι της μη έγκαιρης εγγραφής δεν έχουν σημασία, ούτε και μπορούν  να εξεταστούν.  Παρενθετικά μπορεί να σημειωθεί ότι ο αιτητής καθυστέρησε να προσκομίσει το πιστοποιητικό εξάσκησής του το οποίο κατέθεσε στις 17.5.2004, ενώ το ΕΤΕΚ το οποίο συνεδριάζει περίπου δύο φορές το μήνα εξέδωσε σχετική απόφαση στις 27.5.2004.

 

Όπως προβλέπει και το άρθρο 33(15) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, ουδείς διορίζεται εκτός αν κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση (βλέπε σχετικά και Αδαμίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 427/2003, ημερ. 24.7.2006).

 

Θα πρέπει να παρατηρήσω σχετικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι κρίθηκε ως μη προσοντούχος από την Επιτροπή εναντίον των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, εφ΄ όσον η Συμβουλευτική Επιτροπή τον έκρινε ως προσοντούχο και τον σύστησε, ότι δεν ευσταθεί, αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή τον κάλεσε σε γραπτή εξέταση, όπως και όλους τους υποψηφίους με ανάλογο πρόβλημα, σημειώνοντας στη σχετική επιστολή κλήσης τους ότι δεν φαίνεται να κατείχαν το απαιτούμενο προσόν εγγραφής ως μέλους του ΕΤΕΚ, αλλά κλήθηκαν με την επιφύλαξη ότι η Επιτροπή θα αποφάσιζε σε μεταγενέστερο στάδιο κατά πόσο κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα.  Η διαδικασία που τηρήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή επισημαίνεται και στο σχετικό πρακτικό της Επιτροπής.

 

Ο τελευταίος ισχυρισμός του αιτητή εξαντλείται στο ότι αφού η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και είναι δυσμενής γι΄ αυτόν, αντίθετη μάλιστα στην κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που τον έκρινε προσοντούχο, θα έπρεπε να του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί.  Κατ΄ αρχάς επαναλαμβάνω ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έκρινε τον αιτητή ως προσοντούχο.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 43(1) του Ν.158(Ι)/99, το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται στις περιπτώσεις διαδικασιών πειθαρχικής φύσης ή άλλων διαδικασιών με τις οποίες σκοπείται η λήψη μέτρων με τιμωρητικό χαρακτήρα.  Όμως, όπως έχει αποφασιστεί (Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027 και Παπακόκκινου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510, 515) η υποχρέωση της διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο δεν εκτείνεται σε διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσης. Η απόφαση για μη κατοχή των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί διοικητικό μέτρο, πολύ δε περισσότερο διοικητικό μέτρο δυσμενούς φύσης.

 

Εν πάση περιπτώσει, είναι φανερό από το διοικητικό φάκελο ότι ο αιτητής είχε την ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς του σε σχέση με την εγγραφή του στο μητρώο του ΕΤΕΚ.  Σε εκτενή αναφορά για την εγγραφή του στο ΕΤΕΚ ο αιτητής προβαίνει στην επιστολή προς την ΕΔΥ ημερ. 23.10.2006, με την οποία ζητεί να κληθεί ενώπιόν της σε προφορική εξέταση. Το ίδιο θέμα ο αιτητής επανέφερε ενώπιον της Επιτροπής και με άλλη επιστολή, ημερ. 8.12.2006, της οποίας η Επιτροπή επιλήφθηκε στις 11.12.2006 απορρίπτοντας και πάλι με το ίδιο σκεπτικό την αξίωσή του.

 

Εν όψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο