ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ      

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.1800/2006)

 

30 Απριλίου, 2009

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤA  ΑΡΘΡA  23  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ  ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ  ΜΟΡΙΤΣΗΣ,

2.  ΦΑΙΔΩΝ  ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ  ΜΟΡΙΤΣΗΣ,

 

Αιτητές,

ν.

 

 

ΤΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΤΗΣ  ΚΥΠΡΟΥ  ΜΕΣΟΝ

ΤΟΥ  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

Δημήτριος Παυλίδης, για τους Αιτητές.

Θεοδώρα Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:-

 

«A.  Δήλωση και/ή απόφαση και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση που κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 5.7.2006, η οποία στάληκε προς το Δικηγορικό Γραφείο Ανδρέα Σ. Αγγελίδη και με την οποία κοινοποίησαν την απόρριψη του αιτήματος των Αιτητών για επιστροφή ολόκληρου και/ή του μη χρησιμοποιηθέντος μέρους του τεμαχίου 35 Φ./Σχ. 17/47.6.ΙΙ (πρώην τεμάχιο αρ. 11 Φ./Σχ 17/47) που απαλλοτριώθηκε και αποφάσισαν να τους επιστραφεί αδιευκρίνιστο μέρος του πιο πάνω τεμαχίου ανά ½ στους Αιτητές είναι εν όλω ή εν μέρει άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β.  Δήλωση και/ή απόφαση και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση και/ή παράλειψη και/ή συνεχιζόμενη παράλειψη των Καθ' ων η Αίτηση που κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 5.7.2006, η οποία στάληκε προς το Δικηγορικό Γραφείο Ανδρέα Σ. Αγγελίδη και με την οποία κοινοποίησαν την απόρριψη του αιτήματος των Αιτητών για επιστροφή ολόκληρου και/ή του μη χρησιμοποιηθέντος μέρους του τεμαχίου 35 Φ/Σχ. 17/47.6.ΙΙ (πρώην τεμάχιο αρ. 11 Φ/Σχ 17/47) που απαλλοτριώθηκε και αποφάσισαν να τους επιστραφεί αδιευκρίνιστο μέρος του πιο πάνω τεμαχίου ανά ½ στους Αιτητές είναι εν όλω ή εν μέρει άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και παν το παραλειφθέν έδει να είχε εκτελεστεί.»

 

 

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, οι καθ' ων η αίτηση, για σκοπούς μετακίνησης του χωριού Παλιάμπελα, της επαρχίας Πάφου, εξέδωσαν και δημοσίευσαν τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης Αρ. 936, (η «Γνωστοποίηση»), στις 26/11/1971, και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης Αρ. 35, στις 28/1/1972.  Σύμφωνα με την εν λόγω Γνωστοποίηση, σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατασκευή οδών και η δημιουργία οικοπέδων και η διάθεση αυτών για τη μετακίνηση των κατοίκων του χωριού Παλιάμπελα σε καταλληλότερη περιοχή.  Από την πιο πάνω απαλλοτρίωση επηρεάστηκε, μεταξύ άλλων, και ακίνητη ιδιοκτησία των αιτητών.  Πρόκειται για το πρώην τεμάχιο με αρ. 11 Φ/Σχ. 17/47.  Η μετακίνηση του χωριού ολοκληρώθηκε πριν από πολλά χρόνια.  Στις 28/2/2006, οι αιτητές, με επιστολή του τότε συνηγόρου τους, ζήτησαν επιστροφή του μη χρησιμοποιηθέντος μέρους του τεμαχίου τους, ισχυριζόμενοι ότι αυτό δε χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε.  Από την εν λόγω επιστολή, προκύπτει ότι είχε προηγηθεί το ίδιο αίτημα στις 25/6/2003.  Επειδή πράγματι υπήρξε γη που δε χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης, το Υπουργικό Συμβούλιο, με Απόφασή του Αρ. 63.818, ημερομηνίας 1/6/2006, την κήρυξε ως πλεονάζουσα για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης, το δε Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προώθησε τη διαδικασία επιστροφής της στους πρώην ιδιοκτήτες της, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, (Ν. 15/1962), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»).  Μέρος του τεμαχίου των αιτητών δε χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης και οι αιτητές ενημερώθηκαν για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με επιστολή ημερομηνίας 5/7/2006.  Σ' αυτήν, τους αναφέρθηκε ότι το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και ο Έπαρχος Πάφου θα επικοινωνούσαν μαζί τους για τις απαραίτητες ενέργειες.  Οι αιτητές αντέδρασαν και, με επιστολή τους ημερομηνίας 21/8/2006, ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι:-

 

«Η ... μετακίνηση έγινε χωρίς να χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί η ακίνητη ιδιοκτησία των πελατών μας, και πιο συγκεκριμένα το μέρος του τότε Τεμαχίου με αριθμό 11 και νυν 35 το οποίον είχε απαλλοτριωθεί για τον εν λόγω σκοπό.

 

7.  Επίσης δεν διευκρινίζετε για ποιο λόγο και τι είναι εκείνο που ώθησε την υπηρεσία σας για να προβεί σε πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο 'για επιστροφή μέρους του Τεμαχίου' από την τότε απαλλοτριωθείσα έκταση γης αυτού, αφού δεν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός για τον οποίον πριν από 35 χρόνια είχε γίνει η σχετική απαλλοτρίωση και σύμφωνα με την επιστολή σας προς τους πελάτες μας ημερ. 5/7/2006 το εν λόγω τεμάχιο 'δεν έχει χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε'.

 

8.  Αν επικαλείσθε τη χρήση μέρους του τεμαχίου για τη δημιουργία χώρου πρασίνου σας αναφέρουμε ότι, είναι η θέση μας ότι τότε δεν υπήρχε Νομοθετική Πρόνοια για δέσμευση χώρου για την δημιουργία χώρου πρασίνου, αλλά επιπρόσθετα ο σκοπός της σχετικής απαλλοτρίωσης τότε ήταν άλλος.

 

9.  Συνεπώς είναι η θέση μας και η εισήγηση μας όπως το Υπουργείο σας επανέλθει εκ νέου με πρόταση του προς το Υπουργικό Συμβούλιο για επιστροφή ολόκληρης της τότε απαλλοτριωθείσας έκτασης του εν λόγω τεμαχίου αφού ο σκοπός για τον οποίο αυτή έγινε πριν από 35 χρόνια ήτοι στις 16.11.1971 δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.»

 

 

 

Ακολούθως, στους αιτητές, με επιστολή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, υποβλήθηκε πρόταση για επιστροφή του μέρους του τεμαχίου που δε χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης και κηρύχθηκε ως πλεονάζουσα ιδιοκτησία, ως και για το ποσό που αυτοί θα πρέπει να καταβάλουν ως εύλογη τιμή.  Πρόκειται για το μέρος του τεμαχίου που επηρεάζεται από τη Ζώνη Προστασίας της Παραλίας και το οποίο προοριζόταν για την ανέγερση καφενείου, αφού μέρος του τεμαχίου διαχωρίστηκε, ήδη, σε οικόπεδα, τα οποία παραχωρήθηκαν και κατέχονται από δικαιούχους και μέρος του ενεγράφη στα Μητρώα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως δημόσιος χώρος πρασίνου.  Οι  αιτητές -  και αυτό προκύπτει από την αλληλογραφία - θεωρούν ως μη χρησιμοποιηθέν για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης, πέραν του τμήματος της γης που έχει κηρυχθεί ως πλεονάζουσα, και το χώρο πρασίνου, ο οποίος δεν έχει διαμορφωθεί πλήρως, χρησιμοποιείται, όμως, ως κοινόχρηστος χώρος από τους κατοίκους του χωριού.

 

΄Οπως προκύπτει από τις αιτούμενες θεραπείες, αν ορθά τις έχω αντιληφθεί, γιατί αυτές δεν καθορίζονται με σαφήνεια, οι αιτητές εκείνο που επιδιώκουν είναι να κριθεί:-

 

(α)  άκυρη η επιστροφή μέρους μόνο του επίδικου ακινήτου· και

 

(β)  ότι υπάρχει «παράλειψη» επιστροφής «ολόκληρου και/ή του μη χρησιμοποιηθέντος μέρους του ακινήτου».

 

Εκ των πραγμάτων και δεδομένου του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε το απαλλοτριωθέν ακίνητο, τα αιτήματα των αιτητών δεν είναι δυνατό να αφορούν παρά μόνο εκείνο το τμήμα του επίδικου ακινήτου που έχει εγγραφεί στα Μητρώα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως δημόσιος χώρος πρασίνου και τούτο γιατί αίτημα επιστροφής δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε για το μέρος του ακινήτου που έχει διαχωριστεί σε οικόπεδα και έχει παραχωρηθεί σε δικαιούχους, αφού αυτό εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για το σκοπό της αρχικής απαλλοτρίωσης - κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στις σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις - ούτε για το μέρος του τεμαχίου που προοριζόταν για την ανέγερση καφενείου και που έχει επιστραφεί στους αιτητές με την προσβαλλόμενη απόφαση.  Ειδικότερα, ως προς αυτό το τμήμα του τεμαχίου, το αίτημα που προβάλλεται στην αίτηση ακύρωσης έχει ικανοποιηθεί και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεμελιωθεί παράλειψη ή άρνηση επιστροφής του.

 

Αποτελεί ισχυρισμό των αιτητών ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του ΄Αρθρου 23.5 του Συντάγματος και του ΄Αρθρου 15(1) του Νόμου, στα οποία προνοείται επιστροφή της απαλλοτριωθείσης περιουσίας στον ιδιοκτήτη, εάν, μετά παρέλευση τριών ετών από την ημερομηνία από την οποία η ιδιοκτησία περιήλθε στην Απαλλοτριούσα Αρχή, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη εφικτός.  Στην προκείμενη περίπτωση, υποστηρίζουν οι αιτητές, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, παρά την παρέλευση σχεδόν 36 χρόνων από τη δημοσίευσή της, δεν κατέστη εφικτός και, ως εκ τούτου, δυνάμει των πιο πάνω προνοιών, η Απαλλοτριούσα αρχή όφειλε να τους επιστρέψει το απαλλοτριωθέν τεμάχιο.

 

Οι καθ' ων η αίτηση, με αναφορά σε νομολογία, στήριξαν τη νομιμότητα της απόφασης.  Ειδικότερα, αναφέρθηκαν στο σύγγραμμα του Ανδρέα Νικόλα Λοΐζου - «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας», Λευκωσία 2001, στη σελ. 152, όπου αναλύεται το ΄Αρθρο 23.5 του Συντάγματος και, ειδικότερα, η έννοια του όρου «εφικτός» και υπέδειξαν ότι, στην παρούσα περίπτωση, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης όχι μόνο δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά, αντίθετα, εξακολουθεί να εξυπηρετείται από το συγκεκριμένο τμήμα του τεμαχίου, το οποίο αποτελεί κοινόχρηστο χώρο του χωριού Παλιάμπελα που μετακινήθηκε.  Στο ίδιο πνεύμα, υποστηρίζουν, κινείται και το ΄Αρθρο 15(1) του Νόμου.  Υπογραμμίζουν, περαιτέρω, ότι σε τέτοιας φύσεως τεχνικά θέματα, όπως η απαλλοτρίωση, δεν τίθεται ζήτημα διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης ή πολλών διαφορετικών επιλογών.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις των μερών.  Συμφωνώ με τη θέση των καθ' ων η αίτηση ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί.  Η εγγραφή του συγκεκριμένου τμήματος του επίδικου τεμαχίου στα Μητρώα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως δημόσιου χώρου πρασίνου καταδεικνύει εμπράκτως την πραγμάτωσή του.  Η διαμόρφωση μέρους του τεμαχίου ως χώρου πρασίνου δεν μπορεί να μην εμπίπτει στον αρχικό σκοπό της απαλλοτρίωσης, που δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία οικοπέδων και τη διάθεσή τους για τη μετακίνηση των κατοίκων του χωριού Παλιάμπελα σε καταλληλότερη περιοχή.  Η επισήμανση των αιτητών στην επιστολή τους ημερομηνίας 21/8/2006 και στην απαντητική τους αγόρευση ότι, τη χρονική περίοδο δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας του σχετικού Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, δεν υπήρχε σε ισχύ οποιαδήποτε νομοθεσία για δημιουργία χώρων πρασίνου, δε βρίσκω, καθ' οιονδήποτε τρόπο, να επιδρά και να επηρεάζει.  Δεν απαιτείται νομοθεσία, για να μπορεί η διοίκηση να προβλέψει για τη δημιουργία δημόσιου χώρου πρασίνου, στα πλαίσια μάλιστα του σκοπού της μετακίνησης ενός ολόκληρου χωριού.   Στην παρούσα περίπτωση, η πρόβλεψη ενός τέτοιου χώρου ήταν επιβεβλημένη και αιτιολογείται με επάρκεια στην επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερομηνίας 25/1/1999, όπου αναφέρονται τα εξής:-

 

«2.  Οι χώροι πρασίνου υπολογίστηκαν και σχεδιάστηκαν για τις ανάγκες του Οικισμού ώστε να διασφαλίζουν άνετες συνθήκες διαβίωσης και ευημερίας των κατοίκων του, ... διασφαλίζουν τους οπτικούς διαδρόμους και τις προσπελάσεις προς τη θάλασσα, ιδιότητες που λήφθηκαν υπόψη κατά τον σχεδιασμό του Οικισμού.»

 

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι οι αιτητές απέτυχαν να καταδείξουν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του ΄Αρθρου 23.5 του Συντάγματος και του ΄Αρθρου 15(1) του Νόμου.  Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Οι αιτητές παραθέτουν, επίσης, στο δικόγραφο της προσφυγής και στη γραπτή τους αγόρευση σωρεία άλλων άρθρων του Συντάγματος, τα οποία, κατά τη γνώμη τους, παραβιάζονται με την επίδικη απόφαση.  Την εισήγησή τους, όμως, αυτή δεν την θεμελιώνουν καθ' οποιοδήποτε τρόπο, ούτε επιχειρηματολογούν με στόχο την απόδειξή της.  Η γενικότητα και η αοριστία με την οποία προβάλλεται η παραβίαση σειράς άρθρων του Συντάγματος δεν μπορεί να εξεταστεί.  Στη Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671, αναφέρονται τα εξής:-  (σελ. 674-675)

 

«Η γενική και αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της προσφυγής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα δεν συνάδει καθόλου με ό,τι απαιτούν οι σχετικές δικονομικές διατάξεις[1] και οι αρχές της νομολογίας[2] που διέπουν το θέμα της εξέτασης συνταγματικότητας νόμου.  Ελλείπει παντελώς από το δικόγραφο της αίτησης η αναγκαία εξειδίκευση η οποία θα καθιστούσε εφικτή την εξέταση του σημαντικού αυτού νομικού θέματος.  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός.  Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή.  Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε καν τέτοια επίκληση.  Το γεγονός ότι το θέμα είχε ακροθιγώς αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση.  Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους.  Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.»

 

 

 

Στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, ειπώθηκαν τα εξής:- (σελ. 607)

 

«(1) Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το ΄Αρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει.»

 

 

 

Επίσης, στη Σπύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549, ο Κωνσταντινίδης, Δ., ανέφερε:- (σελ. 2551-2552)

 

«Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο.  Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.»

 

 

 

Με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς τους, οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης, υπό την έννοια ότι αυτή δεν εξετάστηκε υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, ως ήταν το καθήκον των καθ' ων η αίτηση, είναι αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας, λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας και, τέλος, στερείται αιτιολογίας.

 

Ούτε οι πιο πάνω ισχυρισμοί ευσταθούν.  Προκύπτει από τα ενώπιόν  μου στοιχεία, ότι η επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία απαλλοτριώθηκε και έχει καταγραφεί στα Μητρώα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως δημόσιος χώρος πρασίνου, στα πλαίσια του αρχικού σκοπού της απαλλοτρίωσης.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν παρέχεται έδαφος για κατάληξη ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν ενάντια στη χρηστή διοίκηση ή την αρχή της νομιμότητας, ή κατά κατάχρηση εξουσίας.  Σε ό,τι αφορά την αιτιολογία, αυτή βρίσκεται με σαφήνεια διατυπωμένη στη σχετική Γνωστοποίηση, όπου αναγράφεται ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €800,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                               Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                            Δ.

 

/ΧΤΘ, ΜΠ



[1] «Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.»

 

[2] «Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196,

    Παφίτη ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 522,

   Latomia Estate Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 672,

   Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 256

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο