ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 736/2007)
26 Μαρτίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Γ. Τριανταφυλλίδης, γι΄ αυτόν Μ. Ιεροκηπιώτου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Σεραφείμ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η προκηρυχθείσα θέση στη βαθμίδα Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών με ειδικότητα στις Τηλεπικοινωνίες και Επεξεργασίας Σημάτων, Μικροηλεκτρονική, Ηλεκτρομαγνητικά Πεδία και συναφείς ειδικότητες, καταλήφθηκε με απόφαση των καθ΄ ων από το ενδιαφερόμενο μέρος αντί από τον αιτητή, ο οποίος συνακόλουθα προσβάλλει την πράξη ως προϊόν απόφασης κακής σύνθεσης οργάνου στο προπαρασκευαστικό στάδιο, λανθασμένο περιεχόμενο απόφασης της έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής, μη δέουσα έρευνα και αιτιολογία από το Εκλεκτορικό Σώμα και γενικά λανθασμένη απόφαση επί τω ότι δεν επελέγη ο καλύτερος από τους υποψηφίους, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας και συνθηκών δυσμενούς διάκρισης σε βάρος του αιτητή.
Οι καθ΄ ων διατείνονται αντίθετα ότι σε κανένα προκαταρκτικό στάδιο δεν μπορεί να διαπιστωθεί πρόβλημα είτε με τη σύνθεση του οργάνου, είτε με την ουσία της απόφασης, έχοντας υπόψη ότι ακολουθήθηκαν κατά γράμμα όλες οι σχετικές κανονιστικές πρόνοιες που διέπουν την υπό κρίση πλήρωση της θέσης με βάση τους περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων) Κανονισμούς του 1996, Κ.Δ.Π. 36/96, ως τροποποιήθηκαν (εφεξής «οι Κανονισμοί»). Οι καθ΄ ων με βάση τους Κανονισμούς, τις συνεντεύξεις, τα προσόντα, αξία και προσωπικότητα των υποψηφίων, επέλεξαν το ενδιαφερόμενο μέρος ως το καταλληλότερο άτομο για την προκηρυχθείσα θέση.
Κατά παρόμοιο τρόπο και το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του γραπτή αγόρευση υιοθετεί τα προαναφερθέντα και ισχυρίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν πάσχει είτε η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής, είτε το περιεχόμενο της έκθεσης της, η δε απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος και συνακόλουθα της Συγκλήτου, έχει ληφθεί μετά από δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
Μετά την προκήρυξη της θέσης (Παράρτημα Α στην ένσταση), η Σύγκλητος στη συνεδρία της με αρ. 224 ημερ. 1.12.04, αποφάσισε την σύσταση, μεταξύ άλλων, και Ειδικής Επιτροπής αποτελούμενης από πέντε μέλη με αντίστοιχα αναπληρωματικά. Σε αυτή τη συνεδρία έγινε ρητή αναφορά στην απόφαση της Συγκλήτου να ορίσει τέσσερα αντί τρία εξωτερικά μέλη στην Ειδική Επιτροπή, ελλείψει άλλου εσωτερικού μέλους σε συναφή ειδικότητα στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή ή Καθηγητή. Στη συνέχεια, η Σύγκλητος στη συνεδρία της αρ. 242, ημερ. 1.6.05, προχώρησε στη σύσταση Εκλεκτορικού Σώματος για την πλήρωση των θέσεων ακαδημαϊκού προσωπικού στην Πολυτεχνική Σχολή, μεταξύ των οποίων, και, στη θέση Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή. Στο Εκλεκτορικό Σώμα μετείχαν με την απόφαση της Συγκλήτου πέντε μέλη με ένα αναπληρωματικό μέλος. Η Ειδική Επιτροπή («Evaluation Committee») στις 20.7.05, αφού εξέτασε τις επτά υποψηφιότητες που υποβλήθηκαν και αφού επέλεξε πέντε από τους υποψηφίους προς συμπερίληψη στον τελικό κατάλογο υποψηφίων, τους οποίους και κάλεσε σε συνέντευξη, πρόκρινε προς διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος, μη συστήνοντας τους υπόλοιπους. Στη συνέχεια, στις 6.9.05 το Εκλεκτορικό Σώμα στη δική του συνεδρία (Παράρτημα Ε), αφού μελέτησε την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής αποφάσισε κατά πλειοψηφία (διαφωνούντος του μέλους Γ. Γεωργίου), να προτείνει το ενδιαφερόμενο μέρος προς διορισμό, αφού αναγνώρισε σ΄ αυτό τρία χρόνια προϋπηρεσίας στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Η Σύγκλητος στη 251η συνεδρία της ημερ. 2.11.05 (Παράρτημα Στ), επικύρωσε την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος με 8 ψήφους υπέρ και 11 αποχές, καταγράφοντας ότι τα μέλη που τήρησαν αποχή, δικαιολόγησαν τη στάση τους με την επισήμανση ότι οι ενστάσεις του μέλους του Εκλεκτορικού Σώματος Γ. Γεωργίου ήταν βάσιμες για τους λόγους που φαίνονται στο πρακτικό. Εν τέλει, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών κατά την 41η συνεδρία της ημερ. 8.11.05 (Παράρτημα Ζ), αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στο ενδιαφερόμενο μέρος επικυρώνοντας την κατά πλειοψηφία ληφθείσα απόφαση της Συγκλήτου, σημειώνοντας όμως τη μεγάλη αποχή που παρουσιάστηκε κατά τη ψηφοφορία στη συνεδρία της Συγκλήτου, καθώς και τους λόγους που 11 μέλη τήρησαν αποχή.
Εξετάζοντας τα διάφορα ζητήματα κρίνεται ότι ο αιτητής έχει δίκαιο για τους εξής λόγους:
Ο διορισμός τεσσάρων εξωτερικών μελών στην Ειδική Επιτροπή έγινε κατά παράβαση του δικαιοδοτικού Καν. 4(2), ο οποίος για την εκλογή στις βαθμίδες Καθηγητή και Αναπληρωτή Καθηγητή προνοεί τη συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής από τρεις εξωτερικούς εισηγητές, του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου, Καθηγητές Πανεπιστημίου και δύο εσωτερικούς εισηγητές, ένας εκ των οποίων ορίζεται από τη Σύγκλητο ως Πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής. Το συναφές μέρος του πρακτικού της 224ης συνεδρίας της Συγκλήτου καταγράφει ότι ο ορισμός τεσσάρων εξωτερικών μελών, αντί τριών, έγινε από την Σύγκλητο «.. ελλείψει άλλου εσωτερικού μέλους σε συναφή ειδικότητα στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή ή Καθηγητή.». Αυτό, κατά τη συνήγορο των καθ΄ ων, αποτελεί επαρκή αιτιολογία προς ενεργοποίηση του Καν. 10(1), ο οποίος προνοεί ότι μέχρις ότου οι διορισθέντες από το Πανεπιστήμιο Καθηγητές είναι σε επαρκή αριθμό για να τηρηθούν, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του Καν. 4(2) «.. η Σύγκλητος δύναται να ορίσει τον Πρόεδρο και τα μέλη των Ειδικών Επιτροπών από εξωτερικούς εισηγητές.».
Ο συνήγορος του αιτητή ορθά επιχειρηματολόγησε στη γραπτή του αγόρευση ότι υπάρχουν διάφορα κενά χωρίς επαρκή καταγραφή του προβλήματος της ανυπαρξίας Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή σε συναφείς ειδικότητες για να προχωρήσει η Σύγκλητος να ορίσει και άλλο εξωτερικό μέλος. Παρατηρείται πρώτιστα ότι ο Καν. 10(1) δεν αναφέρεται καν στη σχετική απόφαση της Συγκλήτου, ως θα έπρεπε. Μετέπειτα, ο Κανονισμός αυτός με πλαγιότιτλο «Μεταβατική διάταξη» ανήκει στο Μέρος V για τη μεταβατική περίοδο, αλλά σημειώνεται ότι ο Κανονισμός εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε το 1996. Θα έπρεπε λογικά, για σκοπούς ελέγχου από το αναθεωρητικό Δικαστήριο, να υπήρχε κάπου σαφής καταγραφή ότι παρά τα χρόνια που έχουν περάσει μέχρι τη σύσταση της επίδικης Ειδικής Επιτροπής, εξακολουθούσε να υπάρχει έλλειμμα σε Καθηγητές ή Αναπληρωτές Καθηγητές συναφούς γνωστικού αντικειμένου, ως η προκηρυχθείσα θέση. Περαιτέρω, όπως είναι διατυπωμένος ο Καν. 10(1), αυτός μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που υποχρεώνει τη Σύγκλητο να ορίσει εξ ολοκλήρου την Ειδική Επιτροπή από εξωτερικούς εισηγητές και όχι μόνο ορισμένα της μέλη. Η συνήγορος των καθ΄ ων εισηγείται στις σελ. 4-5 της γραπτής της αγόρευσης ότι προκύπτει από το περιεχόμενο της έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής ότι τα διαθέσιμα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών κατείχαν θέσεις Λέκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή και όχι θέση Καθηγητή και επομένως δεν μπορούσαν να μετέχουν στη σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής, εφόσον αυτή θα αξιολογούσε υποψηφίους για επιλογή σε ανώτερη βαθμίδα. Όπως και στην υπόθεση Ανδρέας Παπαπαύλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 642/03, ημερ. 12.10.04, το γεγονός του μη διαθεσίμου επαρκών εσωτερικών εισηγητών θα έπρεπε να καταγραφόταν ρητά στη σχετική απόφαση της Συγκλήτου και όχι με τη γενικότητα των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν. Όπως υπέδειξε η πιο πάνω απόφαση, ο Καν. 10 αποτελεί την εξαίρεση μόνο όταν δεν μπορεί να εμφαρμοστεί ο Καν. 4 και έτσι θα έπρεπε να αναφερθούν περαιτέρω γεγονότα στην αιτιολόγηση της Συγκλήτου για να μπορεί να ελεγχθεί το όλο ζήτημα. Πρόσθετα, ο Καν. 7(2) είναι ουσιώδης και πρέπει να ακολουθείται, όπως και ο επόμενος Καν. 7(3), που αφορά τον καταρτισμό καταλόγου υποψηφίων καθηγητών για την επιλογή της Ειδικής Επιτροπής (δέστε Κωμοδρόμος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 1581/07, ημερ. 5.2.09). Τα όσα ανέφερε η κα Ιεροκηπιώτου δεν μπορούν άλλωστε να αποτελέσουν, μέσω αγόρευσης, εισαγωγή γεγονότων που δεν φαίνονται καθαρά στην ίδια τη διοικητική πράξη. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384).
Εφόσον κρίνεται ότι η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής έπασχε, όλη η υπόλοιπη ακολουθησείσα διαδικασία ήταν επίσης τρωτή. Ορθό, όμως, είναι να καταγραφούν οι θέσεις του Δικαστηρίου και επί των υπολοίπων θεμάτων που έχουν ανακύψει στην προσφυγή. Το παράπονο ότι έχει τηρηθεί ένα πρακτικό στην έκθεση της Ειδικής Επιτροπής (Παράρτημα Δ), αντί δύο, είναι τυπικά εύστοχο εφόσον θα έπρεπε να τηρούνταν δύο πρακτικά, ένα για κάθε μέρα της συνεδρίας της Ειδικής Επιτροπής στις 19 και 20.7.05. Παρατηρείται όμως ότι η παράβαση αυτή δεν είναι ουσιώδης ώστε να επιφέρει από μόνη της πρόβλημα στην ορθότητα του τηρηθέντος πρακτικού. Η συνεδρία ουσιαστικά ήταν μια, έλαβε όμως χώρα σε δύο ημέρες, αλλά, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, η τήρηση ενός και μόνο πρακτικού δεν έχει διαφανεί ότι επηρέασε με οποιοδήποτε ουσιαστικό τρόπο το αποτέλεσμα της απόφασης που λήφθηκε.
Όμως, η αιτιολογία που περιέχεται στην έκθεση της Ειδικής Επιτροπής διαποτίζεται από πλάνη από την άποψη ότι παρά την σαφή αναγνώριση του μεγάλου ερευνητικού έργου του αιτητή και των οργανωτικών και διδακτικών του ικανοτήτων, εν τούτοις με τη διατύπωση της επιφύλαξης ότι δεν θα μπορούσε να επιφέρει όφελος στο Τμήμα «... given the overlap with current faculty members», δεν τον σύστησε για διορισμό, χωρίς περαιτέρω επεξήγηση, ενώ, όπως υπέδειξε και ο Καθηγητής Γ. Γεωργίου στην επόμενη φάση της διαδικασίας, δηλαδή στην εξέταση της θέσης από το Εκλεκτορικό Σώμα (Παράρτημα Ε), η προκήρυξη της θέσης περιελάμβανε και την ερευνητική περιοχή των Intelligent Systems και επομένως δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί εξ αιτίας της κατ΄ ισχυρισμόν επικάλυψης του ερευνητικού έργου του, με άλλα μέλη του προσωπικού. Περαιτέρω, η σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους αποφεύγει να καταγράψει ειδικά το συγκεκριμένο ερευνητικό έργο και τις δημοσιεύσεις του αιτητή, ενώ αντίθετα ρητά αναφέρει τις δημοσιεύσεις του ενδιαφερομένου μέρους και μάλιστα αριθμητικά. Όμως, το Εκλεκτορικό Σώμα στο Παράρτημα Ε κατέγραψε τη διαφωνία του μέλους Καθηγητή Γεωργίου, μέρος δε της διαφωνίας του ήταν και το κατά την άποψη του υπέρμετρο δημοσιευμένο έργο το οποίο είναι περισσότερο αυτόνομο, με σταθερό ρυθμό δημοσιεύσεων και αυξητική τάση στην τετραετία που προηγήθηκε της συνέντευξης. Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά σε 16 άρθρα κατά τα τελευταία 4 έτη, σε σύγκριση 2 μόνο άρθρων του ενδιαφερομένου μέρους, ενώ γενικά τα άρθρα του τελευταίου είναι ολιγοσέλιδα, με το 1/3 των ερευνητικών του άρθρων να αποτελείται από 30 μόνο σελίδες και με μέσο όρο 3 συγγραφείς ανά άρθρο.
Προκύπτει, επομένως, ότι υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα και ελλιπής αιτιολογία σε σχέση με τα προαναφερόμενα, η οποία συνέχισε και κατά την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος εφόσον εκεί δεν καταγράφονται, πέραν της διαφωνίας του Καθηγητή Γεωργίου, οι λόγοι που τα 4 μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος σύστησαν το ενδιαφερόμενο μέρος, σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση της Ειδικής Επιτροπής. Ορθά, επομένως, γίνεται λόγος από τον κ. Αγγελίδη για απλή προσυπογραφή της σύστασης της Ειδικής Επιτροπής. Το πρόβλημα συνεχίστηκε και με την απόφαση της Συγκλήτου η οποία, όπως προαναφέρθηκε, επικύρωσε με 8 ψήφους υπέρ την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς και πάλι να διενεργήσει δική της έρευνα ή τουλάχιστο να φανεί ότι απασχόλησε το ζήτημα πέραν της απλής «επικύρωσης» της απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος.
Υπάρχει και έτερο όμως πρόβλημα επίσης ουσιαστικής υφής και αυτό αφορά την απόφαση της Συγκλήτου στην 251η συνεδρία της να επικυρώσει την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για εκλογή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση του Αναπληρωτή Καθηγητή, όπως καταγράφεται στο θέμα 2.2.1, με οκτώ ψήφους υπέρ και έντεκα αποχές. Κατ΄ αρχάς, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην έναρξη των πρακτικών της συνεδρίας αυτής, υπήρχαν παρόντα είκοσι μέλη. Οι ψήφοι ανέρχονται σε 19, αλλά παρατηρείται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12(3) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου αρ. 144/89, ως τροποποιήθηκε, μετείχε, άνευ δικαιώματος ψήφου και ο Διευθυντής Βιβλιοθήκης. Το σημαντικό όμως είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έλαβε την πλειοψηφία των παρόντων μελών, εφόσον έλαβε μόνο οκτώ ψήφους υπέρ από τα 19 παρόντα και δικαιούμενα σε ψήφο μέλη.
Η κα Ιεροκηπιώτου εισηγήθηκε με αναφορά στην υπόθεση Φωτιάδης ν. ΘΟΚ (1990) 3 Α.Α.Δ. 2079, ότι οι αποχές δεν λογαριάζονται ούτε ως θετικές ούτε ως αρνητικές ψήφοι. Η έννοια της λέξης «πλειοψηφία», στη φράση του Νόμου του ΘΟΚ ότι «αποφασίζει η πλειοψηφία των παρόντων μελών», κρίθηκε με γνωμάτευση του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα και του δικηγόρου του ΘΟΚ, να σημαίνει την πλειονότητα των ψήφων και όχι απλώς την πλειονότητα των παρόντων μελών. Να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο (η απόφαση ήταν πρωτόδικης δικαιοδοσίας), δέχθηκε έμμεσα τις πιο πάνω θέσεις, θεωρώντας ότι ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας του ΘΟΚ να λειτουργήσει στη βάση αυτών των γνωματεύσεων, εφόσον δε δεν επέλεξε να αποκλίνει από αυτές, δεν χρειαζόταν να δώσει και ειδική αιτιολογία. Επομένως, το διοικητικό συμβούλιο του ΘΟΚ ακολουθώντας τις γνωματεύσεις ενήργησε ορθά και νόμιμα.
Με όλο το σεβασμό προς την έστω και έμμεσα αυτή εκφρασθείσα θέση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Φωτιάδης, οι αποχές, οι λευκές και οι άκυρες ψήφοι συνυπολογίζονται στον αριθμό των παρόντων μελών και δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή η άποψη ότι η απόφαση κατά πλειοψηφία ενός συλλογικού οργάνου, σημαίνει την πλειονότητα των ψήφων και όχι των παρόντων μελών. Κάτι τέτοιο θα ίσχυε μόνο αν υπήρχε ρητή προς τούτο αναφορά στο σχετικό νομοθέτημα. Όπως σαφώς αναφέρεται στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄» έκδ. 1977 σελ. 217:
«Η πλειοψηφία μπορεί να υπολογισθεί επί τη βάσει των κατά την ψηφοφορία παρόντων και μη κωλυομένων μελών (αυτό αποτελεί τον κανόνα) ή του νομίμου αριθμού των μελών. Αποχές και λευκές ψήφοι υπολογίζονται κατά κανόνα ως αρνητικές ψήφοι, ενώ άκυρες ψήφοι (που είναι δυνατές επί μυστικής ψηφοφορίας) δεν υπολογίζονται.»
Εδώ, δεν εξειδικεύθηκε συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση (η πρόνοια του άρθρου 12(3) δεν επιλύει το ζήτημα), για τον τρόπο λήψης των αποφάσεων από τη Σύγκλητο, ούτε και εντοπίστηκε τέτοια από τη μελέτη του σχετικού Νόμου και των Κανονισμών. Ούτε αναφέρθηκε προς το Δικαστήριο οποιαδήποτε σχετική διαδικασία που τυχόν ακολουθείται με ειδική ρύθμιση, όπως προνοεί το άρθρο 13(η) του Νόμου. Έτσι, κατά τα ισχύοντα με βάση το άρθρο 25 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το Νόμο «.. οι αποφάσεις ενός συλλογικού οργάνου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του Προέδρου.». Στο εδάφιο (2) δε αναφέρεται ρητά ότι για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας «... λαμβάνονται υπόψη τα παρόντα και μη κωλυόμενα μέλη». Πρόσθετα, προς επίρρωση των ανωτέρω, είναι φανερό και από το άρθρο 23(3) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, ότι υπολογίζονται στα παρόντα μέλη και αυτά που απέχουν από τη ψηφοφορία, μη αλλοιωμένης έτσι της ύπαρξης απαρτίας.
Από τα πιο πάνω είναι σαφέστατο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έλαβε την πλειοψηφία των παρόντων μελών, των αποχών λογιζομένων ουσιαστικά ως αρνητικών ψήφων. Ιδιαίτερα, εδώ, όπου καταγράφηκε στα πρακτικά ότι οι αποχές σχετίζονταν με τη μειοψηφούσα άποψη του Καθηγητή Γ. Γεωργίου στο Εκλεκτορικό Σώμα.
Πρόσθετα, είναι ορθή και η άλλη συναφής εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι θα έπρεπε για σκοπούς διαφάνειας και καθαρότητας της απόφασης να υπήρχε καταγραμμένη ονομαστικά η ψηφοφορία είτε υπέρ είτε κατά, η οποία, ελλείψει αντίθετης διάταξης, λογίζεται να ήταν φανερή. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ., Τόμος 1, σελ. 148:
«Στα πρακτικά πρέπει να καταχωρίζεται η γνώμη των μελών που μειοψήφησαν, εάν διατυπώθηκαν, και τα ονόματα τους εφόσον η ψηφοφορία είναι φανερή.»
Έπεται ότι και τα μέλη που πλειοψήφησαν και τα οποία βεβαίως καθίστανται πλέον γνωστά, εφόσον αναφέρονται τα ονόματα της μειοψηφίας, οφείλουν να δώσουν τη δική τους αιτιολογία.
Ιδιαίτερα, εδώ, όπου πράγματι δύο από τα μέλη της Συγκλήτου, η Ελπίδα Κεραυνού-Παπαηλιού και ο Χρίστος Σχίζας, ήταν τα δύο και μοναδικά μέλη από τα τρία που ήταν παρόντα στην 41η συνεδρία της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών (με δικαίωμα ψήφου), η οποία και επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου. Υπήρχε ενόψει όλων αυτών, η πιθανότητα τα δύο αυτά μέλη να είχαν τηρήσει αποχή. Αυτό παραμένει αδιευκρίνιστο και συνεπώς η όλη διαδικασία πάσχει.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων. Καμιά διαταγή εξόδων όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ