ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 172

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[Συνεκδικαζόμενες  Προσφυγές  Αρ. 368/2007 και 369/2007]

 

18 Mαρτίου, 2009

 

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 368/2007)

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧΩΡΑΤΤΑΣ

Αιτητής

ν.

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ' ων η αίτηση

 

(Υπόθεση Αρ. 369/2007)

 

ΦΡΙΞΟΣ ΚΟΓΚΟΡΟΖΗΣ

Αιτητής

ν.

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ' ων η αίτηση

 

 

Ξ. Ευγενίου για Α.Σ.Αγγελίδη για τους αιτητές.

Μ. Ιεροκηπιώτου για Γ. Τριανταφυλλίδη για τους καθ' ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Μετά από σειρά ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι καθ' ων η αίτηση, με την απόφασή τους ημερομηνίας 14.7.06, αφού έκριναν πως κανένας από τους υποψήφιους δεν πληρούσε το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, αποφάσισαν ότι «η διαδικασία ολοκληρώνεται χωρίς την προαγωγή οποιουδήποτε».

 

Οι αιτητές  ήταν υποψήφιοι και άσκησαν τις παρούσες προσφυγές.  Προδικαστική ένσταση ως προς το έννομο συμφέρον τους εγκαταλείφθηκε, ορθώς θα έλεγα, αφού η μη κατοχή του προσόντος, ακριβώς, είναι το επίδικο ζήτημα.  Ορθώς επίσης εγκαταλείφθηκε η ένσταση πως με την κάθε μια από τις δυο προσφυγές προσβάλλονταν δυο μη συναφείς αποφάσεις.  Πράγματι η κάθε προσφυγή αφορούσε σε δυο θέσεις Επαρχιακού Μηχανικού για τις οποίες οι αρχικές αποφάσεις ήταν ξεχωριστές, σε διαφορετικές ημερομηνίες.  Στην πορεία, όμως, οι καθ' ων η αίτηση, ενόψει των ακυρωτικών αποφάσεων, εξέτασαν τα θέματά τους ως κοινά και, εν τέλει, κατέληξαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, στη βάση της ίδιας αιτιολογίας.  Ενόψει δε αυτού του ευθέως συσχετισμού και συνακολούθως της ομοιότητας των ζητημάτων που εγείρονται, ενέκρινα την κοινή εισήγηση των μερών, προς συνεκδίκαση των δυο προσφυγών.

 

Για την καλύτερη κατανόηση της φύσης του θέματος, θα χρειαστεί να ανατρέξουμε στις διαδικασίες που προηγήθηκαν.  Η αρχική απόφαση για τη μια θέση  (στο εξής η θέση Α) λήφθηκε στις 28.12.96.  Προάχθηκε τότε ο Κ. Μαγκλής,  και ο Φρ. Κογκορόζης, και τώρα αιτητής στην Προσφυγή 369/07, άσκησε την προσφυγή 268/97.  Οι καθ' ων η αίτηση είχαν αποφασίσει πως όσοι από τους υποψήφιους δεν κατείχαν τεκμήριο γνώσης της αγγλικής γλώσσας στο απαιτούμενο επίπεδο θα υποβάλλονταν σε εξετάσεις.  Ο Κ. Μαγκλής περιλαμβανόταν σε όσους κρίθηκε πως κατείχαν τεκμήριο γνώσης.  Αντίθετα ο Φρ. Κογκορόζης και αφού, όπως κρίθηκε, απέτυχε στις εξετάσεις, αποκλείστηκε.  Η προσφυγή πέτυχε με αναφορά και στα δυο ζητήματα.  Ήταν ελλιπής η έρευνα και η αιτιολογία σε σχέση με όσα θεωρήθηκε ότι συνιστούσαν τεκμήριο γνώσης.  Συναφώς και για όσα, περιλαμβανομένων και των πιστοποιητικών που επικαλείτο ο Φρ. Κογκορόζης, κρίθηκαν ότι δεν αποτελούσαν τεκμήριο γνώσης.  Στοιχειοθετείτο, λοιπόν, λόγος ακυρότητας, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της εξέτασης.  Όπως κρίθηκε, η εξέταση δεν ήταν αξιόπιστος δείκτης αφού «κανένα στοιχείο δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου που να δείχνει αν οι διεξαχθείσες εξετάσεις ήσαν του απαιτούμενου επιπέδου- γνωρίζουμε απλώς ότι ζητήθηκε από το Διευθυντή να μεριμνήσει για τη διεξαγωγή τους».  Και, πάντως, δεν θα χρειαζόταν να υποβληθεί ο Φρ. Κογκορόζης σε εξέταση αν διεξαγόταν κατάλληλη έρευνα που, ενδεχομένως, θα έδειχνε ότι τα πιστοποιητικά που επικαλείτο συνιστούσαν στην πραγματικότητα τεκμήριο γνώσης.

 

Το θέμα επανεξετάσθηκε και η απόφαση που λήφθηκε, ημερομηνίας 15.6.99, για προαγωγή του ίδιου, ακυρώθηκε στην Προσφυγή 1008/99. Όπως διαπιστώθηκε, παραβιάστηκε το δεδικασμένο αφού οι καθ' ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν και δεν διεξάχθηκε επαρκής έρευνα ως προς την κατοχή από τον Κ. Μαγκλή τεκμηρίου γνώσης και καθόλου έρευνα ως προς τα πιστοποιητικά του αιτητή Φρ. Κογκορόζη.

 

Η αρχική απόφαση για τη δεύτερη θέση (στο εξής η θέση Β) λήφθηκε στις 3.11.95 και, κατά της προαγωγής του Π. Αναστασίου, οι Φρ. Κογκορόζης, Κ. Κυπριανού, Κ. Μαγκλής και Θ. Χωραττάς, τώρα αιτητής στην Προσφυγή 368/07, άσκησαν τις προσφυγές 33/96, 46/96, 47/96 και 60/96 που συνεκδικάστηκαν.  Θέμα ως προς τη νομιμοποίηση των αιτητών δεν είχε εγερθεί εκεί.  Όλοι, μεταξύ των οποίων και ο Φρ. Κογκορόζης, είχαν κριθεί από τους καθ' ων η αίτηση ως καθόλα προσοντούχοι.  Σημειώνω πως η αρχική απόφαση για τη θέση Β προηγήθηκε εκείνης για τη θέση Α.  Οι προσφυγές πέτυχαν.  Όπως διαπιστώθηκε, δεν ερευνήθηκε, όπως υπήρχε υποχρέωση, η σημασία των πιστοποιητικών που κατείχε ο Π. Αναστασίου, ως τεκμηρίων πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.  Ούτε και περιλήφθηκε οτιδήποτε στην απόφαση, ως εξήγηση της κατάληξης.

 

Η επανεξέταση συμπληρώθηκε στις 21.7.98 και κατέληξε στην προαγωγή του ίδιου.  Ασκήθηκαν τρεις προσφυγές αυτή τη φορά.  Η Προσφυγή 793/98 από τους Κ. Κυπριανού και Φρ. Κογκορόζη, η Προσφυγή 919/98 από το Θ. Χωραττά και η Προσφυγή 933/98 από τον Λ. Παπαλουκά.  Ούτε σ' αυτή την περίπτωση τέθηκε ζήτημα ως προς τα προσόντα των αιτητών.  Η διαδικασία είχε διεξαχθεί στη βάση πως εκείνοι ήταν καθ' όλα προσοντούχοι και το ζήτημα αφορούσε, για μια ακόμα φορά, στο κατά πόσο η έρευνα και αιτιολογία για τα πιστοποιητικά του Π. Αναστασίου ήταν η οφειλόμενη ενόψει της ακυρωτικής απόφασης.  Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν αρνητική και η προαγωγή ακυρώθηκε.

 

Ακολούθησε, στις 27.3.00, νέα επανεξέταση, με την ίδια κατάληξη και οι Θ. Χωραττάς,  Κ. Κυπριανού και Φρ. Κογκορόζης άσκησαν την Προσφυγή 654/00.  Και σ' αυτή την περίπτωση η διοικητική διαδικασία διεξάχθηκε πάνω στη βάση πως οι αιτητές ήταν καθόλα προσοντούχοι.  Υποστηρίχθηκε, όμως, ενώπιον του Δικαστηρίου, πως δεν νομιμοποιούνταν αφού, τουλάχιστον δυο από αυτούς, υπέβαλαν ως τεκμήρια γνώσης πιστοποιητικά όμοια με εκείνα του Π. Αναστασίου τη σημασία των οποίων, και την έρευνα και την αιτιολογία ως προς αυτή, προσέβαλαν.  Υποδείχθηκε από το Δικαστήριο πως δεν ήταν όμοια τα πιστοποιητικά και, για λόγους που εξηγήθηκαν, κρίθηκε εκ νέου πως η θεώρηση ότι τα πιστοποιητικά, τα οποία σε εκείνη την περίπτωση εξετάστηκαν, συνιστούσαν τεκμήριο γνώσης, ήταν το αποτέλεσμα «ατελούς και ανεπαρκούς έρευνας».

 

Η τελευταία δικαστική απόφαση σε σχέση με τη θέση Α εκδόθηκε στις 12.4.01 και σε σχέση με τη θέση Β στις 11.5.01 και οι καθ' ων η αίτηση προχώρησαν, πλέον, με αναφορά και στις δυο θέσεις.  Η σχετική απόφαση λήφθηκε στις 4.2.02.  Με παραπομπή στα «αποδεκτά τεκμήρια γνώσης» έκρινε πως, με την ενδεχόμενη εξαίρεση δυο υποψηφίων, άλλων από τους εμπλακέντες στις διαδικασίες που προηγήθηκαν, κανένας δεν ήταν κάτοχος τέτοιου τεκμηρίου.  Οπότε, αφού δεν ήταν δυνατή η επιλογή από ευρύ φάσμα υποψηφίων, αποφάσισε τον τερματισμό της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων.  ΄Ασκησε την προσφυγή 308/02 ο Θ. Χωραττάς αλλά αυτή απορρίφθηκε.  Όπως θεωρήθηκε, ουσιαστικά ανεξάρτητα από την ουσία του θέματος των τεκμηρίων γνώσης, ο Θ. Χωραττάς δεν νομιμοποιείτο  αφού, «είχε μια απλή προσδοκία προαγωγής» και δεν απέδειξε «με ποιο τρόπο τυχόν ακύρωση της πράξης που προσβάλλεται θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου του, δηλαδή την προαγωγή του στην επίδικη θέση».  Ασκήθηκε η Αναθεωρητική Έφεση 3641 (Χωραττάς ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (2006) 3 ΑΑΔ 1) και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε.  Γίνεται αναφορά στο ιστορικό του θέματος και η απόφαση της Ολομέλειας καταλήγει επί του σημείου ως ακολούθως:

 

«Η διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή παραβιάζει την υποχρέωση της να συμμορφωθεί με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως επιβάλλει το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος. Η Επιτροπή όφειλε να επανεξετάσει το ζήτημα πλήρωσης των θέσεων και μέσα σε αυτή τη διαδικασία να αξιολογήσει τα προσόντα των υποψηφίων και να αιτιολογήσει την απόφαση της να διορίσει ή μη κάποιο ο οποίος είχε τα προσόντα και να απορρίψει άλλους οι οποίοι, κατά τη γνώμη της, δεν τα είχαν, δίδοντας έτσι σε όλους τους υποψήφιους τη δυνατότητα να προσβάλουν, καθώς έχουν δικαίωμα, την όποια απόφαση της Επιτροπής».

 

 

Η επανεξέταση συμπληρώθηκε στις 14.7.06 και οι καθ' ων η αίτηση έκριναν πως κανένας, πλέον, από τους υποψηφίους δεν κατείχε τεκμήριο πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής ενόψει «καθορισμού» των «αποδεκτών τεκμηρίων».  Αυτά τα «αποδεκτά τεκμήρια» τα απαρίθμησαν σε ειδικά πρακτικά και αφού οι υποψήφιοι δεν κατείχαν οποιαδήποτε από αυτά, κατέληξαν πως κανένας δεν πληρούσε το συζητούμενο προσόν και πως «η διαδικασία επανεξέτασης .. ολοκληρώνεται χωρίς την προαγωγή οποιουδήποτε.». 

 

Μπορούσαν όμως οι καθ' ων η αίτηση, ενόψει των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου να διαφοροποιήσουν εκ των υστέρων ό,τι αρχικώς καθοριζόταν ως αποδεκτό τεκμήριο;   Στη βάση του οποίου, για να περιοριστώ στους τωρινούς αιτητές, ο Χωραττάς κρίθηκε ως προσοντούχος;  Όπως άλλωστε, θεωρήθηκε, καθώς προσθέτει ο ίδιος με αναφορά και στην Προσφυγή 834/88, και σε άλλες διαδικασίες προηγουμένως; Αλλά και ο Κογκορόζης  σε σχέση με την όμοια θέση Β; Με αποτέλεσμα να μην είχε θεωρηθεί τότε αναγκαίο να υποβληθoύν, όπως άλλοι που δεν θεωρήθηκε ότι κατείχαν τέτοιο τεκμήριο, σε εξετάσεις;  Και για να καταλήξουν τώρα οι καθ' ων η αίτηση σε αποκλεισμό τους, χωρίς άλλα, επειδή πλέον δεν κατείχαν κάποιο από τα νέα τεκμήρια;  Αυτά τα επιχειρήματα των αιτητών είναι βάσιμα.  Έργο των καθ' ων η αίτηση ήταν να διαπιστώσουν κατά πόσο οι υποψήφιοι κατείχαν το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.  Η κρίση για την κατοχή τεκμηρίου γνώσης, υποκείμενη βεβαίως σε αναθεωρητικό έλεγχο, καθιστά αχρείαστη την περαιτέρω έρευνα.  Η αντίθετη, όμως, πως δεν υπάρχει τέτοιο τεκμήριο γνώσης, δεν τέμνει αφ' εαυτής το θέμα.  Για όσους κρίνεται πως δεν κατέχουν τέτοιο τεκμήριο γνώσης αναλαμβάνεται έρευνα προς διαπίστωση του κατά πόσο, παρόλον τούτο, έχουν την απαιτούμενη γνώση.  Εν προκειμένω, οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν να υποβληθούν σε εξετάσεις όσοι δεν είχαν θεωρηθεί από την ίδια ότι κατέχουν τεκμήριο γνώσης.  Επειδή δε ο Χωραττάς κρίθηκε πως κατείχε τεκμήριο γνώσης, δεν κλήθηκε σε εξετάσεις με αποτέλεσμα την απώλεια της δυνατότητας, έστω με αυτή την προκριθείσα μέθοδο, να ελεγχθεί η πράγματι γνώση του.  Το ίδιο και στην περίπτωση του Κογκορόζη ως προς τη θέση Β.  Αλλά και ως προς τη θέση Α, τα απαιτούμενα για την οποία εν πάση περιπτώσει ήταν τα ίδια, αφού οι εξετάσεις στις οποίες τότε υποβλήθηκε, κατά το δεδικασμένο της προσφυγής 268/97, δεν ήταν αξιόπιστες.  Ενώ και η έρευνα σε σχέση με την κατοχή τεκμηρίου γνώσης όπως αυτό ήταν αντιληπτό τότε, ήταν ελλιπής.  Θεωρώ, επομένως, πως δεν ήταν επιτρεπτή η αλλαγή πλεύσης, με τον καθορισμό νέων τεκμηρίων άλλων από εκείνα που ως τότε θεωρούνταν επαρκή, που οδήγησε στην κρίση πως οι αιτητές δεν ήταν προσοντούχοι επειδή δεν κατείχαν κάποιο από αυτά τα νέα τεκμήρια.

 

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ των αιτητών, σε κάθε προσφυγή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

/ΜΣι.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο