ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Υπόθεση Αρ. 334/2007)

 

3 Μαρτίου, 2009

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΑΒΒΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Α. Παπαντωνίου, για τον Αιτητή.

Κ. Κενεβέζος, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Οι Καθ'ων η αίτηση, στο εξής το «Επιμελητήριο», αποτελούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που εγκαθιδρύθηκε με βάση τον περί Επιστημονικού Επιμελητηρίου Νόμο του 1990 (Ν. 224/90) στο εξής «ο Νόμος» και ασκεί εξουσία και αρμοδιότητα δυνάμει του πιο πάνω Νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και των δυνάμει τούτου εκδοθέντων Κανονισμών.

 

Μεταξύ των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Επιμελητηρίου είναι και η εγγραφή των προσοντούχων προσώπων στο Μητρώο Μελών του και σχετικά με την παρούσα προσφυγή, η εγγραφή στο Μητρώο στον κλάδο της Πολιτικής Μηχανικής (περιλαμβανομένης της Μηχανικής Τοπίου).  Το Επιμελητήριο εκδίδει επίσης τα σχετικά πιστοποιητικά και τις άδειες ασκήσεως επαγγέλματος (άρθρα 5, 6 και 25 του Νόμου).  Κατά τον καταρτισμό του Μητρώου Μελών, το Επιμελητήριο υποβοηθείται από διάφορες επιτροπές οι οποίες έχουν συσταθεί δυνάμει των άρθρων 14 και 18 του Νόμου και ειδικότερα της Επιτροπής Εγγραφής Μελών η οποία συστάθηκε δυνάμει της ΚΔΠ 133/97.  Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 7 του Νόμου, για την εγγραφή στο Μητρώο Μελών και για την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους του Επιμελητηρίου, απαιτείται όπως ο εκάστοτε Αιτητής:-

 

(α) κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, το οποίο να του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα στη χώρα που αποκτήθηκε και να είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού: Νοείται ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας για την ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών οποιουδήποτε αιτητή, το Επιμελητήριο μπορεί να απευθύνεται στο ΚΥΣΑΤΣ για γνωμοδότηση.

(β)(i) Είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή κατά την ημέρα της υποβολής της αίτησης είναι σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας και έχει τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο, και

(ii) είναι πολίτης κράτους μέλους ο οποίος είναι εγκατεστημένος στη Δημοκρατία.

(γ) έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του και

(δ) δεν έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλακίσεως για αδίκημα ατιμωτικής φύσεως ή που να ενέχει ηθική αισχρότητα, το οποίο κατά την κρίση του Γενικού Συμβουλίου τον καθιστά ακατάλληλο για να είναι μέλος του Επιμελητηρίου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής υπέβαλε στις 25.1.2002 αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου στον Κλάδο της Πολιτικής Μηχανικής.  Η Επιτροπή Μελών του Επιμελητηρίου επιλήφθηκε της αίτησης και στις 11.2.2002 αποφάσισε να εισηγηθεί στο Επιμελητήριο την απόρριψη της, για το λόγο ότι ο Αιτητής δεν κατέχει πτυχίο αναγνωρισμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο για σκοπούς εγγραφής στο ΕΤΕΚ και ότι «ο αριθμός και βαθμός της Μηχανικής Επιστήμης δεν ικανοποιούν».

Η Διοικούσα Επιτροπή του Επιμελητηρίου, ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 14 του Νόμου, επιλήφθηκε του θέματος σε συνεδρία της στις 28.3.2002 και με βάση τα ενώπιον της στοιχεία αποφάσισε μεταξύ άλλων, να απορρίψει την αίτηση του Αιτητή για εγγραφή του στον Κλάδο Πολιτικής Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Μηχανικής Τοπίου, για το λόγο ότι δεν κατέχει τα υπό του Νόμου απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα.  Εξηγήθηκε στον Αιτητή ότι το πτυχίο που κατέχει δεν έχει αναγνωριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, ώστε να καταστεί δυνατή η εγγραφή στο Μητρώο και στον συγκεκριμένο Κλάδο που επιθυμούσε να εγγραφεί ο Αιτητής.  Το Επιμελητήριο με επιστολή του ημερομηνίας 2.4.2002, ενημέρωσε τον Αιτητή για την εν λόγω απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής.

 

Ο Αιτητής επανήλθε και με επιστολή του ημερομηνίας 24.4.2002 υπέβαλε αίτημα για επανεξέταση της αίτησης εγγραφής του, στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου.  Η Επιτροπή Εγγραφής Μελών του Επιμελητηρίου που επιλήφθηκε αρχικά του αιτήματος, σε συνεδρία της στις 8.7.2003 αποφάσισε να εισηγηθεί στο Επιμελητήριο την απόρριψη του αιτήματος για τους ίδιους λόγους που απορρίφθηκε την πρώτη φορά.

 

Η Διοικούσα Επιτροπή του Επιμελητηρίου επιλήφθηκε του θέματος σε συνεδρία της ημερομηνίας 28.7.2003 και με βάση τα ενώπιον της στοιχεία αποφάσισε μεταξύ άλλων, να απορρίψει την αίτηση του Αιτητή για εγγραφή του στον Κλάδο Πολιτικής Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Μηχανικής Τοπίου.  Το Επιμελητήριο με επιστολή του ημερομηνίας 13.8.2003, το περιεχόμενο της οποίας είναι πανομοιότυπο με αυτό της 2.4.2002, ενημέρωσε τον Αιτητή για την απορριπτική απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής.

 

Ο Αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 3.3.2005 προς το Επιμελητήριο, ζήτησε τον καθορισμό των συγκεκριμένων μαθημάτων τα οποία χρειαζόταν να παρακολουθήσει στο Τμήμα Πολιτικών & Μηχανικών Περιβάλλοντος της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, ώστε να δυνηθεί να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου.  Η Διοικούσα Επιτροπή στη συνεδρία της στις 26.5.2005, καθόρισε 7 μαθήματα τα οποία θα έπρεπε να παρακολουθήσει ο Αιτητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και εξουσιοδότησε την Επιτροπή Εγγραφής Μελών του Επιμελητηρίου να καθορίσει το επίπεδο των μαθημάτων αυτών.  Το Επιμελητήριο με επιστολές του, ημερομηνίας 2.6.2005 ενημέρωσε τόσο τον Αιτητή για την απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής, όσο και τον Κοσμήτορα της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου.

 

Ο Αιτητής, με νέα επιστολή του ημερομηνίας 9.11.2005 προς το Επιμελητήριο, ζήτησε επανεξέταση της αίτησης του.  Στην επιστολή του διατύπωσε τη θέση ότι πληροί τα κριτήρια του Νόμου, ότι το Πτυχίο που κατέχει είναι αναγνωρισμένο για σκοπούς άσκησης επαγγέλματος στη χώρα που εκδόθηκε, ότι είναι επίσης αναγνωρισμένο από το ΚΥΣΑΤΣ και από το Engineering Council του Ηνωμένου Βασιλείου.  Τέλος, επικαλέστηκε την Οδηγία 89/48/ΕΟΚ σχετικά με το γενικό σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών.  Για όλα τα πιο πάνω, επισύναψε αποδειχτικά στοιχεία.

 

Το Επιμελητήριο με επιστολές του 18.1.2006 και 6.4.2006, κάλεσε τον Αιτητή στα Γραφεία του Επιμελητηρίου για να παράσχει διευκρινίσεις σε σχέση με την αίτηση του για εγγραφή και τα στοιχεία που παράθεσε.

 

Υποεπιτροπή του Επιμελητηρίου, μετά από συνάντηση με τον Αιτητή και επανεξέταση της αίτησης του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής θα έπρεπε να συμπληρώσει ακόμη τουλάχιστον τέσσερα μαθήματα του Κλάδου.  Η Διοικούσα Επιτροπή του Επιμελητηρίου στη συνεδρία της ημερομηνίας 6.12.2006 δεχόμενη την εισήγηση της Υποεπιτροπής, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, να καθορίσει ευχέρεια διαζευκτικής επιλογής τεσσάρων μαθημάτων, από κατάλογο 7 μαθημάτων, τα οποία θα έπρεπε να παρακολουθήσει ο Αιτητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Τμήμα Πολιτικής Μηχανικής και Μηχανικής Περιβάλλοντος.

 

Το Επιμελητήριο με επιστολή του, ημερομηνίας 21.12.06 ενημέρωσε τον Αιτητή για την εν λόγω απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής.

 

Ο Αιτητής ο οποίος δεν αποδέχθηκε την απόφαση του Επιμελητηρίου, επανήλθε με νέα επιστολή του ημερομηνίας 3.1.2007, στην οποία προβάλλει διάφορους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι η απάντηση του Επιμελητηρίου ήταν αναιτιολόγητη.  Έτυχε απάντησης από το Επιμελητήριο με επιστολή ημερομηνίας 18.1.2007.

 

Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλει την απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του Επιμελητηρίου ημερομηνίας 6.12.06, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολές ημερομηνίας 21.12.06 και 18.1.07 και με τις οποίες απορρίπτετο το αίτημα του για εγγραφή του στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου.

 

Κατ' αρχάς ο συνήγορος του Επιμελητηρίου προέβαλε 4 προδικαστικές ενστάσεις, από τις οποίες απέσυρε δύο στο στάδιο των διευκρινίσεων, με αποτέλεσμα να παραμείνει η πρώτη και τρίτη.

Η ύπαρξη προδικαστικών ενστάσεων επιβάλλει την εξέταση τους κατά σειρά προτεραιότητας, αφού η τυχόν αποδοχή τους έχει ως αποτέλεσμα την τελική κρίση της προσφυγής.

 

Με την πρώτη προδικαστική ένσταση οποία σημειώνεται ως Δ.2 στη γραπτή αγόρευση των καθ'ων η αίτηση, ο συνήγορος τους προβάλλει ότι ο Αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος, αφού όπως ισχυρίζεται αυτός είχε «.. ρητά, ελεύθερα και ανεπιφύλακτα αποδεχθεί και/ή συναίνεσε στον καθορισμό παρακολούθησης μαθημάτων.».  Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι ο Αιτητής με την επιστολή του ημερομηνίας 3.3.2005, ζήτησε από το Επιμελητήριο να καθορίσει συγκεκριμένα μαθήματα τα οποία είναι αναγκαία να παρακολουθήσει, ώστε να εγγραφεί στο ΕΤΕΚ.  Ο συνήγορος του Επιμελητηρίου θεωρεί ότι ο Αιτητής με την πιο πάνω επιστολή του, ρητά και ανεπιφύλακτα αποδέχθηκε την παρακολούθηση των μαθημάτων ως προϋπόθεση για εγγραφή στο ΕΤΕΚ, με αποτέλεσμα να στερείται εννόμου συμφέροντος να αμφισβητεί την απόφαση του Επιμελητηρίου ημερομηνίας 6.12.2006.

 

Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. 

 

Το πότε έχουμε ρητή, ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή πράξης, έχει απασχολήσει τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πολλές αποφάσεις.  Ενδεικτικά αναφέρω την Χρίστου Κωνσταντίνου κ.α. ν. ΑΤΗΚ (2001) 3 ΑΑΔ 282, Χαρίλαος Παπαδόπουλος κ.α. v. ΡΙΚ κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 1, Παπαγιώργης ν. ΑΗΚ (1996) 3 ΑΑΔ 563 και τέλος την Γεώργιος Χριστοδούλου ν. ΑΤΗΚ, Υπόθ. Αρ. 1042/97, ημερ. 19.11.99.

 

Μπορεί αρχικά ο Αιτητής να ζήτησε πληροφορίες για να διερευνήσει τρόπους συμμόρφωσης προς τις υποδείξεις των καθ' ων η αίτηση, αλλά στη συνέχεια επέμεινε στο αρχικό του αίτημα, μη αποδεχόμενος την απόφαση των καθ'ων η αίτηση.  Η όλη συμπεριφορά του Αιτητή, κατά την άποψή μου, κάθε άλλο δεν θα μπορούσε να εμπίπτει στην έννοια της ρητής, ανεπιφύλακτης και ελεύθερης αποδοχής παρακολούθησης των μαθημάτων.

 

Με την προδικαστική ένσταση αρ. 3, η οποία σημειώνεται ως Δ.1 στη γραπτή αγόρευση των καθ'ων η αίτηση, προβάλλεται η θέση ότι η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστού χαρακτήρα, αλλά πράξη πληροφοριακή.  Συγκεκριμένα, οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής με το αιτητικό του αναφέρει ότι προσβάλλει την «.. απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής των καθ'ων η Αίτηση ημερομηνίας 6.12.2006 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολές ημερομηνίας 21.12.2006 και 18.1.2007.».  Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, η αρχική απόφαση απόρριψης της αίτησης για εγγραφή, εκδόθηκε στις 28.3.2002.  Κατόπιν ο Αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 24.4.2002, ζήτησε επανεξέταση, επικαλούμενος νέα στοιχεία.  Οι καθ'ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 13.8.2003 ενημέρωσαν τον Αιτητή για την εκ νέου απόρριψη της αίτησης του.

 

Στη συνέχεια ο Αιτητής ζήτησε όπως καθοριστούν τα μαθήματα που θα έπρεπε να παρακολουθήσει.  Προς τον σκοπό αυτό καθορίστηκαν 7 μαθήματα.  Όμως με την απόφαση ημερομηνίας 6.12.2006, την οποία ο Αιτητής προσβάλλει ως κύρια, οι καθ'ων η αίτηση δεν επαναλαμβάνουν την προηγούμενη απόφασή τους για καθορισμό μαθημάτων, αλλά λαμβάνουν νέα απόφαση.  Μετά την παράθεση νέων στοιχείων από τον Αιτητή με την επιστολή του 9.11.2005, το Επιμελητήριο τον καλεί να προσέλθει στα γραφεία του για διευκρινίσεις.  Μετά τη συνάντηση, το Επιμελητήριο λαμβάνει νέα απόφαση να δώσει στον Αιτητή την ευχέρεια, αντί να παρακολουθήσει τα 7 μαθήματα που είχαν αρχικώς οριστεί, να παρακολουθήσει επιτυχώς μόνο 4 από αυτά.

 

Κατά την άποψή μου, η απόφαση ημερομηνίας 6.12.2006, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με την επιστολή 21.12.2006 και επαναλήφθηκε στην επιστολή 18.1.2007, δεν είναι πληροφοριακού χαρακτήρα, εφόσον είναι διαφοροποιημένη από την προηγούμενη απόφαση του Επιμελητηρίου.  Με την εναλλακτική επιλογή που δίδεται στον Αιτητή, εκφράζεται η νέα βούληση της διοίκησης με αποτέλεσμα τα έννομα αποτελέσματα να αρχίζουν από την ημερομηνία της κοινοποίησης της πράξης.  Από τη στιγμή που η νέα πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα, δεν μπορεί παρά να είναι εκτελεστή.

 

Με την απόρριψη και αυτής της προδικαστικής ένστασης, ανοίγει ο δρόμος για εξέταση της ουσίας της προσφυγής.

 

Κατ' αρχάς, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει κατάχρηση εξουσίας και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, αφού όπως ισχυρίζεται αρμόδιο όργανο, για την αξιολόγηση και ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλου σπουδών, είναι το ΚΥΣΑΤΣ.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του περί Επιστημονικού Επιμελητηρίου Νόμου του 1990 (Ν.224/90) όπως έχει τροποποιηθεί:-

 

«7.-(1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (1Α) και (1Γ), κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου και να είναι μέλος του Επιμελητηρίου αν-

(α) Κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, το οποίο να του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα στη χώρα που αποκτήθηκε και να είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας για την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλου σπουδών οποιουδήποτε αιτητή, το Επιμελητήριο μπορεί να απευθύνεται στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για γνωμοδότηση:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, για την εγγραφή πολιτών κρατών μελών στα μητρώα του Επιμελητηρίου σε οποιοδήποτε κλάδο της μηχανικής επιστήμης εξαιρουμένης της αρχιτεκτονικής, ισχύουν και οι 2 διατάξεις του περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002.»

 

Κατά την άποψή μου, οι πιο πάνω πρόνοιες δεν επιβάλλουν σε όλες τις περιπτώσεις υποχρέωση αναζήτησης των απόψεων του ΚΥΣΑΤΣ.  Η αρμοδιότητα για εγγραφή στο Μητρώο Μελών ανήκει αποκλειστικά στο Επιμελητήριο.  Μόνο όπου υπάρχει αμφιβολία για την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλου σπουδών στον κλάδο της Μηχανικής και Τεχνολογίας μπορεί το Επιμελητήριο απευθυνθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για γνωμοδότηση με βάση την επιφύλαξη του άρθρου 7(1) του Νόμου 224/90.  Σχετική είναι η απόφαση Πατσαλή ν. Συμβουλίου Γεωπόνων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1625 ημερομηνίας 8.6.07, όπου παρόμοια πρόνοια στον περί Εγγραφής Γεωπόνων Νόμο του 1987 ερμηνεύτηκε με παρόμοιο τρόπο (βλ. επίσης Ευριπίδου ν. ΚΟΑ, υπόθεση αρ. 1016/05, ημ. 11.9.07, Φιλής ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 651.)

 

Καμιά κατάχρηση εξουσίας δεν διαπιστώνεται από μέρους του Επιμελητηρίου, αφού όλες του οι ενέργειες ήταν σύμφωνα με τους σκοπούς του σχετικού Νόμου.

 

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας.  Παραθέτει εκτενή αποσπάσματα από αυθεντίες και συγγράμματα για τις γενικές αρχές, επί του θέματος της αιτιολογίας, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει κάτι το συγκεκριμένο.  Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως αυτές κωδικοποιούνται στο άρθρο 28(1) του Νόμου 158(Ι)/99, η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς τον προηγούμενο λόγο που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση του Επιμελητηρίου ημερομηνίας 6.12.06 είναι απόλυτα σαφής και θεωρώ ότι πληροί τα κριτήρια μιας δεόντως αιτιολογημένης απόφασης

 

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος και συγκεκριμένα το δικαίωμα ελευθερίας άσκησης επαγγέλματος. 

 

Ο τρόπος που διατυπώνεται ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως, γενικά και αόριστα και χωρίς να συγκεκριμενοποιείται το πώς παραβιάζεται η εν λόγω διάταξη του Συντάγματος και πως περιορίζεται το δικαίωμα ελευθερίας άσκησης επαγγέλματος του Αιτητή, κατά την άποψή μου δεν αφήνει πολλά περιθώρια για εξέταση της βασιμότητας του. (Βλ. Οικονόμου ν. ΕΤΕΚ (2002) 3 ΑΑΔ 676 και Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 671.

 

Εν πάση περιπτώσει, ο Αιτητής αναγνωρίζει και δέχεται ότι το δικαίωμα του πολίτη να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, μπορεί να τεθεί υπό περιορισμούς, οσάκις συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος.  Όμως δεν δέχεται ότι η νομοθετική εξουσία με τη θέσπιση του Νόμου 224/90 είχε τέτοια πρόθεση.  Διαφωνώ.  Η σαφής πρόθεση του νομοθέτη, με τη θέσπιση του Νόμου 224/90, ήταν να θέσει αναγκαίους περιορισμούς στην άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος και οι περιορισμοί αυτοί συνάδουν απόλυτα με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος.

 

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται από τον συνήγορο του Αιτητή ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με το άρθρο 6Ε(Ι) του Νόμου 224/90, σύμφωνα με τον οποίον, «.. η Διοικούσα Επιτροπή, εντός 3 μηνών και το συντομότερο εντός 6 μηνών από την ημερομηνία λήψης της αίτησης, υποχρεούται να εξετάσει και να αποφασίσει κατά πόσο ένας αιτητής δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του Ε.Τ.Ε.Κ.».  Με τον ίδιο λόγο ακυρώσεως προβάλλει τον ισχυρισμό ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζονται οι πρόνοιες της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, με την οποία θεσπίζεται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των Πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Το Επιμελητήριο ενήργησε μέσα στα χρονικά πλαίσια του Νόμου.  Αρχικά απάντησε μέσα στην υπό του νόμου προβλεπόμενη προθεσμία, απορρίπτοντας την πρώτη αίτηση που υποβλήθηκε για εγγραφή στο Μητρώο.  Στη συνέχεια, ζητήθηκε από τον Αιτητή επανεξέταση.  Και σ' αυτή την περίπτωση υπήρξε συμμόρφωση με τα χρονικά πλαίσια του άρθρου 6Ε(ι) του Νόμου.  Το τελευταίο αίτημα αφορούσε καθορισμό μαθημάτων (Επιστολή 3.3.05).  Το Επιμελητήριο, στις 26.5.05, μέσα στα πλαίσια του Νόμου, καθόρισε 7 μαθήματα.  Επομένως, δεν παρέβη τις προθεσμίες, όπως λανθασμένα ισχυρίζεται ο Αιτητής.  Στη συνέχεια ζητήθηκε επανεξέταση.  Ο Αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη και το Επιμελητήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη στις 6.12.06.

 

Είναι γεγονός ότι υπήρξε μια καθυστέρηση.  Με δεδομένο ότι δόθηκαν στον Αιτητή επανειλημμένως απαντήσεις στα διάφορα αιτήματα, με κανένα τρόπο δεν παραβιάζονται ουσιωδώς τα δικαιώματα του Αιτητή.  Εν πάση περιπτώσει, εάν ο Αιτητής θεώρησε ότι είχαν παραβιαστεί ουσιωδώς τα δικαιώματα του, όφειλε να προσβάλει την ίδια την καθυστέρηση με ξεχωριστή προσφυγή.

 

Ούτε οι ισχυρισμοί του Αιτητή για παραβίαση της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, ευσταθούν.  Κατ' αρχάς, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης στην αίτηση και αυστηρώς ομιλούντες δεν θα πρέπει να εξεταστεί.  Όμως και αν ακόμα ο λόγος μπορούσε να ενταχθεί στα πλαίσια της νομιμότητας της απόφασης, ο Αιτητής δεν προσδιορίζει επαρκώς με πιο τρόπο παραβιάζεται η Οδηγία.  Ανεξάτητα όμως από αυτό, η Δημοκρατία για σκοπούς εναρμόνισης, θέσπισε τον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002 (Ν. 179(Ι)/02) στον οποίο ενσωματώνονται οι πρόνοιες της Οδηγίας.  Ο Αιτητής, πέραν των γενικών και αόριστων ισχυρισμών που προβάλλει, δεν έχει εξειδικεύσει οτιδήποτε άλλο που να χρήζει ειδικής απάντησης.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.  Ο Αιτητής καταδικάζεται σε €1500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ.

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο