ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 3/2008)
26 Μαρτίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PHARMANET LTD,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
(1) ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
(2) ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α. Δημητριάδης, για την Αιτήτρια.
Α. Πανταζή (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1.
Α. Αιμιλιανίδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση 2.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια, δεόντως εγγεγραμμένη εταιρεία στην Κύπρο, εισαγωγέας και διανομέας διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων, υπέβαλε προσφορά στο Διαγωνισμό αρ. 78/07 σε σχέση με την προμήθεια διφωσφονικών φαρμάκων για το είδος 1. 94026, για το οποίο και είχε τόσο την ημέρα προκήρυξης της προσφοράς στις 8.5.07, όσο και την τελευταία ημερομηνία υποβολής της προσφοράς, στις 29.6.07, σχετική άδεια κυκλοφορίας.
Η προσφορά κατακυρώθηκε εν τέλει στο ενδιαφερόμενο μέρος, γεγονός για το οποίο οι καθ΄ων 2 πληροφόρησαν την αιτήτρια με σχετική επιστολή ημερ. 9.8.07. Λίγες ημέρες μετά, στις 14.8.07, η αιτήτρια απέστειλε επιστολή στους καθ΄ ων 2 ενιστάμενη στη σχετική πρόνοια των εγγράφων προσφοράς με την οποία επιτρεπόταν η καταχώρηση προσφοράς χωρίς ο προσφοροδότης να έχει άδεια κυκλοφορίας. Με την ίδια επιστολή τέθηκε και ζήτημα παρανομίας των ειδικών όρων 8 και 10, σχετικά με τη μη χρήση της Ελληνικής γλώσσας, καθώς και την παραβίαση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της αιτήτριας. Μετά την απαντητική επιστολή των καθ΄ ων 2 ημερ. 21.8.07, απορριπτική των πιο πάνω θέσεων, καταχωρήθηκε στις 30.8.07, ιεραρχική προσφυγή, η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τους καθ΄ ων 1, με απόφαση τους ημερ. 23.10.07. Ενδιάμεσα είχε ζητηθεί και εκδοθεί διάταγμα αναστολής της διαδικασίας ανάθεσης ή εκτέλεσης της απόφασης της αναθέτουσας αρχής το οποίο και παρατάθηκε μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης των καθ΄ ων 1.
Εγείρονται διάφορα ζητήματα ως προς την ορθότητα της προσβαλλόμενης πράξης ως ερχόμενης σε αντίθεση με τις διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως ληφθείσας εκτός της προβλεπόμενης από το σχετικό Νόμο προθεσμίας, κατά λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου του 2001, Νόμος αρ. 70(Ι)/01 (εφεξής «ο Νόμος») και σε παραβίαση των αρχών της νομιμότητας, της φυσικής δικαιοσύνης και της μη διάκρισης.
Οι καθ΄ ων 1 και 2 αρνούνται τα πιο πάνω προβάλλοντας συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και ότι η αιτήτρια δεν έχει δίκαιο στις προβαλλόμενες θέσεις της. Οι εκατέρωθεν θέσεις θα διαφανούν με περισσότερη λεπτομέρεια, στα όσα ακολουθούν.
Εν πολλοίς, τα ζητήματα τα οποία χρήζουν απάντησης στην παρούσα προσφυγή έχουν εξεταστεί και επιλυθεί από αυτό το Δικαστήριο, στην υπόθεση αρ. 319/07 για προσφορά και πάλι διφοσφορικών φαρμάκων στην οποία η αιτήτρια είχε λάβει μέρος σε άλλο διαγωνισμό, χωρίς όμως και πάλι επιτυχία. Η απόφαση εκδόθηκε στις 7.4.08 και, ως δηλώθηκε, έχει εφεσιβληθεί. Η κα Πανταζή εκ μέρους των καθ΄ ων 1, κάλεσε το Δικαστήριο να επανεξετάσει τη θέση του όσον αφορά την προθεσμία των 30 ημερών εντός της οποίας θα πρέπει να εκδίδεται η απόφαση επί ιεραρχικής προσφυγής με βάση το άρθρο 56(12) του περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου αρ. 101(Ι)/03. Η συνήγορος εισηγήθηκε ότι η προθεσμία των 30 ημερών υπό το φως της Κοινοτικής Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ ημερ. 21.12.89, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ανατρεπτική προθεσμία, αλλά μόνο ως ενδεικτική, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές πρόνοιες των άρθρων 10 και 11(1) του Νόμου 158(Ι)/99 και έτσι θα πρέπει να κρίνεται μόνο το εύλογο του χρόνου έκδοσης της απόφασης, όταν αυτή εκδίδεται μετά τις 30 ημέρες.
Το Δικαστήριο έχει με προσοχή εξετάσει την επιχειρηματολογία τόσο της κας Πανταζή, όσο και του κ. Αιμιλιανίδη, που εμφανίστηκε εκ μέρους των καθ΄ ων 2. Δεν έχει ακούσει όμως οτιδήποτε το θεμελιακά διαφορετικό από τις θέσεις που είχαν εκφραστεί και στην προαναφερθείσα υπόθεση αρ. 319/07, όπου και εκεί το ζήτημα είχε εξεταστεί από το Δικαστήριο στη βάση της πιο πάνω Κοινοτικής Οδηγίας. Χάριν οικονομίας χρόνου, το σχετικό σκεπτικό όσον αφορά τη θέση του Δικαστηρίου ότι η προθεσμία των 30 ημερών πρέπει να θεωρείται ως ανατρεπτική, υιοθετείται και επαναλαμβάνεται και εδώ. Απλώς τονίζεται και πάλι ότι το όλο πνεύμα της Κοινοτικής Οδηγίας είναι ακριβώς, όπως και η κα Πανταζή δέχθηκε, η ταχύτητα και το αποτελεσματικό της όλης διαδικασίας. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να δοθεί τελεολογική ερμηνεία στο λεκτικό του άρθρου 56(12), που προνοεί ότι η όλη διαδικασία εξέτασης ολοκληρώνεται «το ταχύτερο δυνατό», η δε απόφαση «εκδίδεται το αργότερο σε 30 ημέρες από την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής». Εάν ο νομοθέτης, κρίνεται, ήθελε η προθεσμία των 30 ημερών να ήταν απλώς ενδεικτική, δεν θα χρησιμοποιούσε τις λέξεις «το αργότερο» που σε συνδυασμό με την αναφορά σε ταχεία διαδικασία, αναμφίβολα υποδεικνύουν το ανώτατο χρονικό σημείο έκδοσης της απόφασης, χωρίς βέβαια να αφαιρείται η δυνατότητα από τους καθ΄ ων 1 να εκδίδουν μια απόφαση και ενωρίτερα. Και βεβαίως τα όσα ο κ. Αιμιλιανίδης ανέφερε κατά τις διευκρινίσεις περί των πρακτικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι καθ΄ ων 1 στη λειτουργία και στην έκδοση των αποφάσεων τους (αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ορθότητα της απόφασης αρ. 319/07 από νομικής πλευράς), δεν θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν το ζήτημα, εφόσον οι όποιες πρακτικές δυσκολίες σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούν την προσαρμογή του κειμένου ή την ερμηνεία του κατά τρόπο που να αλλοιώνουν το σαφές λεκτικό του. Παρενθετικά, το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται ότι προωθείται γενικότερη τροποποίηση του Νόμου αρ. 101(Ι)/02, στην οποία η προθεσμία των 30 ημερών θα επεκταθεί στις 45 ημέρες. Αλλά ούτε και τα όσα η κα Πανταζή ανέφερε και πάλι κατά τις διευκρινίσεις για το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί στην όλη διαδικασία των προσφορών, με τη θεώρηση της προθεσμίας ως ανατρεπτικής, ενόψει του ότι δεν θα μπορεί ουσιαστικά να γίνεται επανεξέταση και επομένως οι προσφορές θα πρέπει να επανακηρύσσονται, έχουν θέση στην ορθή ερμηνεία του άρθρου 56(12) ή μπορούν να παρεισφρύσουν στα όσα η Κοινοτική Οδηγία και ο νομοθέτης στην Κύπρο στόχευε, δηλαδή, στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα της όλης διαδικασίας των προσφορών. Αποτελεσματικότητα που δεν θα πρέπει να παραμένει μια λεκτική θεωρία, αλλά να μπορεί να έχει αντίκρυσμα στην πρακτική εφαρμογή της. Ούτε γίνεται κατανοητό πώς θα προστατευθούν οι ίδιοι οι επιτυχόντες προσφοροδότες εάν αφήνεται, κατά παρέκλιση της προνοούμενης προθεσμίας, η δυνατότητα να εκδίδεται απόφαση σε «εύλογο χρόνο», ώστε να ανιχνεύεται εκ των υστέρων και μόνο η έννοια του «ευλόγου χρόνου» κατά περίπτωση, προσθέτοντας ένα ακόμη νομικό λόγο στις προσφυγές, ανατρέπτοντας έτσι την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της ίδιας της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία θα κινδυνεύει να ανατραπεί πολύ αργότερα γι΄ αυτό το λόγο, από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.
Η κα Πανταζή εισηγήθηκε, πρόσθετα, προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι η προθεσμία πρέπει να αναγιγνώσκεται ως ενδεικτική και το επιχείρημα ότι η δυνατότητα της έκδοσης, ενδιαμέσως, προσωρινού διατάγματος που αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης της αναθέτουσας αρχής και της υπογραφής της σύμβασης, διατηρεί το καθεστώς ανέπαφο μέχρι την έκδοση της απόφασης από την Αναθεωρητική Αρχή και επομένως ένας αποτυχών προσφοροδότης, όπως εδώ η αιτήτρια, δεν χάνει οποιοδήποτε δικαίωμα εάν η απόφαση εκδοθεί μετά τις 30 ημέρες. Το επιχείρημα παραγνωρίζει δύο βασικούς άξονες: πρώτον, ότι το ανατρεπτικό της προθεσμίας αναδεικνύει το ζήτημα ως θέμα αρχής στο οποίο και δεν υπεισέρχονται άλλες παράμετροι• δεύτερο, ότι ακριβώς η δυνατότητα της έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος δείχνει, αντίθετα με το συλλογισμό που αναπτύχθηκε, ότι η ενδιάμεση αυτή προστασία λειτουργεί για την επείγουσα προστασία του προσφεύγοντος, ο οποίος αναμένει την έκδοση της απόφασης στο σύντομο χρονικό διάστημα των 30 ημερών, ώστε να γνωρίζει πού ακριβώς βρίσκεται. Δηλαδή, η ύπαρξη ενδιάμεσης προστασίας οδηγεί στην αναγκαιότητα επιτάχυνσης και όχι επιβράδυνσης της όλης διαδικασίας. Άλλωστε, και αυτό θα μπορούσε να προστεθεί ως τρίτος λόγος, δεν θα ήταν ορθό το θέμα αρχής που αναφέρθηκε πριν, να διαφοροποιείται ανάλογα με το εάν ο αποτυχών προσφοροδότης επιδιώκει ή όχι ενδιάμεσο διάταγμα, ούτε και αν αυτό εκδίδεται ή όχι.
Προστίθεται και τούτο: ότι η εδώ τασσόμενη προθεσμία των 30 ημερών δεν αφορά την απλή έκδοση μιας ατομικής διοικητικής πράξης, αλλά αντίθετα τάσσεται για να ασκηθεί από αρμόδιο ανώτερο ιεραρχικό όργανο που ελέγχει τη νομιμότητα της ανάθεσης μιας προσφοράς από την αναθέτουσα αρχή, ενεργώντας έτσι ως οιονεί Δικαστήριο. Αναγράφεται ακριβώς στο Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄ (1977), σελ. 223, ότι η ιεραρχική προσφυγή είναι ενδικοφανής προσφυγή δηλαδή «... πρόκειται για προσφυγή που ο νόμος έχει διαμορφώσει κατά παρόμοιο τρόπο όπως ένα ένδικο μέσο, με τη διαφορά ότι εγείρεται ενώπιον διοικητικού οργάνου και όχι δικαστηρίου». Στον Ε. Σπηλιωτόπουλο: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ. Τόμος 1, σελ. 161, εξάγεται ότι η προθεσμία που τάσσεται δυνατόν να χαρακτηρίζεται από το νόμο ως «ανατρεπτική ή αποκλειστική ή ο χαρακτήρας αυτός προκύπτει σαφώς από τις σχετικές διατάξεις ή τις γενικές αρχές ...». Μάλιστα, στην υποσημείωση 25, αναφέρεται ότι «.. η προθεσμία για τον έλεγχο της νομιμότητας των υποκειμένων σε διοικητική εποπτεία πράξεων» θεωρείται ανατρεπτική. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 195, αναφέρεται ότι οι διοικητικές πράξεις που εκδίδονται μέσα σε προθεσμία τασσόμενη από νόμο, θεωρούνται «εν αμφιβολία» ενδεικτικές, αλλά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η προθεσμία δεν αντίκειται σε κανόνες που έχουν καθιερωθεί με οργανικές διατάξεις. Εδώ, ο όλος σκοπός αλλά και η ίδια η φρασεολογία που χρησιμοποιείται ρητά στο άρθρο 56(12), κατατείνει προς το ανατρεπτικό και όχι το απλώς ενδεικτικό της προθεσμίας.
Η πιο πάνω κατάληξη ουσιαστικά οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Όμως έχουν εγερθεί και άλλα ζητήματα τα οποία, έστω συνοπτικά, χάριν ολοκλήρωσης χρειάζεται να εξεταστούν. Όπως έχει αναφερθεί, εγείρεται ζήτημα ως προς την αδειοδότηση κατά τον ουσιώδη χρόνο του ενδιαφερομένου μέρους σε σχέση, ταυτόχρονα, με την εσφαλμένη ερμηνεία που δόθηκε ως προς την εφαρμογή του άρθρου 9 του Νόμου, ενόψει του ότι ο ειδικός όρος 6 του Εντύπου Τεχνικών Προδιαγραφών παράνομα διεύρυνε τα αδειοδοτημένα φάρμακα να περιλαμβάνουν και εκείνα που έχουν άδεια για κυκλοφορία σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποτελεί, δηλαδή, εισήγηση ότι το «φαρμακευτικό προϊόν», κατά το άρθρο 9 του Νόμου, δεν μπορεί να θεωρείται και εκείνο που έχει άδεια κυκλοφορίας σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το φάρμακο για το οποίο υπέβαλε προσφορά το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου και έτσι ήταν εκτός προδιαγραφών. Πρόσθετα, υπήρχε γι΄ αυτό άλλη σε ισχύ παρόμοια άδεια κυκλοφορίας. Ως προς αυτό το θέμα παρατηρούνται τα εξής. Όπως η ίδια η αιτήτρια διά του δικηγόρου της σημειώνει στις σελ. 7-8 της γραπτής αγόρευσης, το ζήτημα αποτελεί αντικείμενο άλλης προσφυγής και συγκεκριμένα της υπ΄ αρ. 904/07 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία και εκκρεμεί. Επομένως δεν είναι ορθό για το παρόν Δικαστήριο να εκφράσει οποιαδήποτε θέση σε ζήτημα που ειδικά εκκρεμεί ενώπιον άλλου Δικαστηρίου. Αλλά και περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ΄ ων 1 δεν αποφάσισε το ζήτημα αυτό και έτσι δεν αποτελεί στοιχείο επί του οποίου θα μπορούσε να εγερθεί λόγος ακύρωσης. Αντίθετα, η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε εξ ολοκλήρου επί του εγερθέντος ζητήματος της γλώσσας που αποτελεί το αμέσως επόμενο προς εξέταση θέμα.
Επί τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση αναπτύσσει ουσιαστικά την θέση ότι η αιτήτρια δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την κατακύρωση της προσφοράς με ειδική αναφορά στο ότι είχε αποδεχθεί τους ειδικούς όρους 8 και 10 που επέτρεπαν τη χρήση άλλης γλώσσας και συγκεκριμένα της Αγγλικής πέραν της Ελληνικής γλώσσας, ως της γλώσσας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στις προσφορές και αυτό σε αντίθεση με το άρθρο 63(1) της Κοινοτικής Οδηγίας 2004/27/EC. Το επιχείρημα του κ. Δημητριάδη ήταν ότι η επισήμανση και το φύλο οδηγιών χρήσης των φαρμάκων, θα έπρεπε να ήταν συνταγμένα στην Ελληνική γλώσσα, μη αποκλειομένης όμως και οποιασδήποτε άλλης. Αυτό διότι το άρθρο 63 της πιο πάνω Οδηγίας επιβάλλει τη σύνταξη της επισήμανσης, αλλά και του φύλου οδηγιών, να είναι στην επίσημη ή επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο κυκλοφορεί το φάρμακο. Αντίθετα, το άρθρο 35(7) του Κεφ. ΣΤ του Νόμου επιτρέπει τη διαζευκτική σήμανση ή χρησιμοποίηση στο φύλο οδηγιών και μόνο της Αγγλικής γλώσσας.
Η θέση που λήφθηκε από τους καθ΄ ων 1 στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι ότι άσχετα με τη δική τους διαπίστωση σε άλλη ιεραρχική προσφυγή και συγκεκριμένα την υπ΄ αρ. 14/07, ότι η ελευθερία που δίνεται από το προαναφερθέν άρθρο συγκρούεται πράγματι με το Κοινοτικό Δίκαιο, η αιτήτρια δεν είχε εν πάση περιπτώσει έννομο συμφέρον να το αμφισβητήσει εδώ, εφόσον είχε λάβει μέρος στο Διαγωνισμό και μάλιστα το έπραξε χωρίς διαμαρτυρία ή επιφύλαξη δικαιωμάτων, ενώ αντίθετα αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα με την υπογραφή της δήλωσης συμμόρφωσης, όλους τους όρους περιλαμβανομένων και των ειδικών όρων 8 και 10. Επομένως, με βάση το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει εκ των υστέρων την κατακύρωση της προσφοράς γι΄ αυτό το λόγο.
Ο κ. Δημητριάδης εισηγήθηκε ότι δεν μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι εφαρμόζεται το πιο πάνω δόγμα γιατί η αιτήτρια υπέδειξε έγκαιρα ότι οι ειδικοί όροι 8 και 10 είναι αντικειμενικά παράνομοι, δεν είχε δε άλλη οδό για την ελεύθερη πραγμάτωση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας από του να συμμετέχει στη διαδικασία προσφορών και να το αμφισβητήσει στην πορεία. Παρέπεμψε προς τούτο στην προαναφερθείσα απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην υπόθ. αρ. 319/07.
Υπάρχει όμως εδώ ως διαφοροποιητικό στοιχείο το γεγονός ότι η αιτήτρια, μέσω του δικηγόρου της, διατύπωσε την ένσταση της στους πιο πάνω ειδικούς όρους μετά τη γνωστοποίηση σε αυτή του αποτελέσματος της κατακύρωσης της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος με την επιστολή της αναθέτουσας αρχής ημερ. 9.8.07 (Παράρτημα Β στην αίτηση), και συγκεκριμένα μόνο στις 14.8.07, με σχετική επιστολή του δικηγόρου της (Παράρτημα Γ στην αίτηση). Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο των καθ΄ ων 2, που κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις ως Τεκμ. «Β», και το αντίστοιχο Παράρτημα 13 στην ένσταση, δεν έγινε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ένσταση στο θέμα της γλώσσας για το συγκεκριμένο Διαγωνισμό αρ. 78/07. Το επισυνημμένο 6 στο Παράρτημα 13, που είναι επιστολή ημερ. 26.2.07 του δικηγορικού γραφείου που αντιπροσωπεύει την παρούσα αιτήτρια και στο οποίο παραπέμπουν οι λόγοι της ιεραρχικής προσφυγής (λόγος 3), σε σχέση με τη χρήση της γλώσσας και η επιστολή ημερ. 19.1.07 (δεν υπάρχει τέτοια επιστολή στο φάκελο - προφανώς η ημερομηνία αυτή εκ παραδρομής αναγράφηκε, η δε ορθή ημερομηνία πρέπει να είναι η 19.6.07 - επισυνημμένο 8 στο Παράρτημα 13), έγιναν στα πλαίσια εντελώς άλλης υπόθεσης, όπως και η ίδια η αιτήτρια αποδέχεται. Δεν είναι αρκετό αυτό να θεωρηθεί, εκ των υστέρων και μόνο, ως κατάθεση διαμαρτυρίας εκ των προτέρων για τον επίδικο Διαγωνισμό. Αυτό, σε αντίθεση με τα γεγονότα της προαναφερθείσας υπόθεσης αρ. 319/07, όπου όπως αναφέρεται στη σελ. 16, η αιτήτρια (ίδια με την παρούσα), είχε ειδοποιήσει μετά την προκήρυξη των προσφορών και πριν την υποβολή της προσφοράς, την ένσταση της για την ύπαρξη του ειδικού όρου 6, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να υποβάλει μετέπειτα την προσφορά της στην άρνηση της αναθέτουσας αρχής να δεχθεί τη θέση της αιτήτριας. Επομένως, στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπου εκ των υστέρων και μόνο, υποδείχθηκε το παράνομο των ειδικών όρων 8 και 10, ισχύει πράγματι το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Πιθανόν να τίθεται θέμα χρηστής διοίκησης, εφόσον διαχρονικό είναι το δεδομένο της υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου και επομένως ίσως η διοίκηση θα έπρεπε να το εφάρμοζε για κάθε περίπτωση. Όμως ενόψει της κατάληξης δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω για το συγκεκριμένο ζήτημα που, εν πάση περιπτώσει, δεν τέθηκε ευθέως.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ