ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2255/2006)
24 Μαρτίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FRANCISCA LAURENTE,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Χρ. Κληρίδης, για την Αιτήτρια.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια η οποία κατάγεται από τις Φιλιππίνες, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 26.7.2000, όπου και εργαζόταν ως οικιακή βοηθός. Στις 7.7.2006 ζήτησε από τους καθ΄ ων η αίτηση να της παραχωρηθεί περαιτέρω ανανέωση της άδειας παραμονής και εργοδότησής της και συνάμα να της αναγνωριστεί το δικαίωμα συνέχισης της παραμονής της στην Κύπρο, ως και της εργοδότησής της, υπό το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος δυνάμει της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ. Το αίτημα απορρίφθηκε με επιστολή ημερομηνίας 26.10.2006. Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης.
Μεγάλο μέρος της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας αναλώνεται στην υποστήριξη του επιχειρήματος ότι υπάρχει παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, παράλειψη άσκησης δέουσας έρευνας και ανεπαρκής αιτιολογία, αφού η Οδηγία 2003/109/ΕΚ υποχρεώνει ουσιαστικά τους καθ΄ ων η αίτηση να επιτρέψουν στην αιτήτρια παραμονή με το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.
Η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να ληφθεί υπ΄όψιν ότι όταν η αιτήτρια αξίωνε ανανέωση της παραμονής της και παροχή σ΄ αυτήν του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, παρέμενε παράνομα στην Κύπρο, αφού η άδεια παραμονής της είχε ήδη λήξει από τις 14.1.2006. Όταν λοιπόν αξίωνε την παραμονή της στις 7.7.2006 παρέμενε στη Δημοκρατία παρανόμως.
Περαιτέρω όπως αναφέρεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, η άδεια προσωρινής παραμονής της έληξε πριν τις 23.1.2006 που αποτελούσε και την προθεσμία ενσωμάτωσης της κοινοτικής Οδηγίας.
Στην υπόθεση Joudine κ.α. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, 511, τονίστηκε ότι η ευρωπαϊκή Οδηγία δεν παραχωρεί αυτόματα σε ένα αλλοδαπό επί μακρόν διαμένοντα στην Κύπρο το δικαίωμα παραμονής στη χώρα (βλέπε Graig and de Burca "EU Law, Text, Cases and Materials", 2nd Edition, 190). Η παραχώρηση του πιο πάνω ωφελήματος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό νομικό πλαίσιο και την καταχώριση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό ('Αρθρο 7(1) της Οδηγίας), νοουμένου ότι ικανοποιεί προς τούτο τις σχετικές προϋποθέσεις (΄Αρθρο 3 της Οδηγίας).
Η πιο πάνω απόφαση είναι δεσμευτική και σαφώς καθορίζει την παρούσα υπόθεση. Στην αιτήτρια δεν μπορούσε να παραχωρηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος αφού μέχρι την αίτησή της η Οδηγία δεν είχε ενσωματωθεί στη νομοθεσία μας.
Εξ άλλου, όπως έχει αποφασιστεί από την πλειοψηφία της Ολομέλειας στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 673/2006, ημερ. 21.1.2008, η Οδηγία δεν περιλαμβάνει την κατηγορία των εσωτερικών οικιακών βοηθών των οποίων η φύση και σκοπός της παραμονής εμπίπτει στις κατηγορίες οι οποίες εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο και εκφράζουν την έννοια του επίσημου περιορισμού, που συνιστά εξαίρεση που προνοείται από το άρθρο 3 της Οδηγίας. Η φύση και ο σκοπός της παραμονής των εσωτερικών οικιακών βοηθών, τονίζεται στην πιο πάνω απόφαση, η άδεια των οποίων μάλιστα αφορά συγκεκριμένο εργοδότη, εμπεριέχει μια προσωρινότητα της παραμονής τους, που δικαιολογεί την εξαίρεσή τους από το γενικό κανόνα.
Η αιτήτρια, συνεπώς, δεν διέμενε στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης, αφού η άδεια παραμονής της έληξε στις 14.1.2006 και μέχρι τις 7.7.2006, που υπέβαλε την αίτηση, η παραμονή της εδώ δεν ήταν νόμιμη, ενώ υπόκειται στις εξαιρέσεις του άρθρου 3 της Οδηγίας. Περαιτέρω, η αίτηση έγινε πριν από την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας στο εθνικό μας δίκαιο, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με την υπόθεση Joudine κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, είναι καθοριστικό.
Τα γεγονότα της υπόθεσης δεν δικαιολογούν το επιχείρημα ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, αφού η εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν εύλογα επιτρεπτά υπό το φως του υλικού που βρισκόταν στο φάκελο της υπόθεσης. Το ίδιο απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντίθετα, η αιτιολογία που παρέχεται είναι επαρκής και κανένα περιθώριο δεν αφήνεται.
Η αιτήτρια υποστηρίζει περαιτέρω ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας αφού οι καθ΄ων η αίτηση δεν στάθμισαν και δεν έλαβαν υπ΄ όψιν κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας τα συμφέροντα της αιτήτριας για την οποία η απόρριψη του αιτήματός της να παραμείνει στη Δημοκρατία ισοδυναμεί με ξεριζωμό, αδυναμία εξεύρεσης εργασίας και οικονομική καταστροφή.
Το επιχείρημα στερείται παντελώς βάσης. Η αιτήτρια δεν έχει κανένα αναγνωρισμένο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία αφού κάθε κράτος διατηρεί το κυριαρχικό του δικαίωμα να μπορεί να καθορίσει ποιοι επιθυμεί να παραμένουν στο έδαφός του, πάντα μέσα στα πλαίσια των διεθνών υποχρεώσεων του κράτους. Η μόνη υποχρέωση την οποία έχει το κράτος είναι όπως ενεργεί καλόπιστα και όπως είπαμε και προηγουμένως, στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.
Ούτε το επιχείρημα ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα ακρόασής της ευσταθεί. Η αιτήτρια είχε την ευκαιρία να προβεί σε παραστάσεις προς τους καθ΄ων η αίτηση και να εκθέσει τους ισχυρισμούς της σχετικά με τη διαμονή της. Θα πρέπει περαιτέρω να σημειωθεί ότι ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος, Κεφ. 105, δεν απαιτεί όπως κάθε αλλοδαπός που η άδεια παραμονής του δεν ανανεώνεται θα πρέπει να καλείται σε ακρόαση. Όπως προβλέπεται εξ άλλου στο άρθρο 43 (1) και (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, πλην των περιπτώσεων στις οποίες τούτο προβλέπεται ρητά από το Νόμο, σε κάθε πρόσωπο που επηρεάζεται από την έκδοση της πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.
Τέλος, εντελώς ανεδαφικός είναι και ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα κατοικίας και ιδιωτικής ζωής της αιτήτριας και ότι δεν λήφθηκαν υπ΄ όψιν τα οικονομικά μέσα συντήρησης που η ίδια δήλωσε. Η οικονομική κατάσταση δεν είναι μέσα στα κριτήρια που θα πρέπει να εξετάζονται και αλίμονο αν η Δημοκρατία ήταν αναγκασμένη να παρέχει δικαίωμα παραμονής σε άτομα απλώς και μόνο γιατί αν φύγουν από την Κύπρο θα στερηθούν του εισοδήματός τους.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €800 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ