ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Σαββίδη κ.ά. (1995) 3 ΑΑΔ 69
Θαλασσινός Γρηγόρης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω E.Δ.Y. (Aρ. 2) (1995) 3 ΑΑΔ 317
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΘΕΟΚΛΕΟΥΣ ν. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 471/2011, 19/7/2013
Πρωτοπαπά Βασούλα και άλλοι ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2009) 4 ΑΑΔ 269
(Υπόθεση Αρ. 941/2007)
12 Φεβρουαρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-ΓΙΑΝΝΑΚΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Ι. Νικολάου, για την Αιτήτρια.
Λ. Ουστά, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Στ. Σταυρινίδης, για το Ενδ. Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερ. 30.3.2007 με την οποία προήγαγε τον Παναγιώτη Σταυρινίδη στη μόνιμη θέση Διευθυντή Οδοντιατρικών Υπηρεσιών. Η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και εξαιρείται, ως θέση προϊσταμένου τμήματος, από τη διαδικασία των Συμβουλευτικών Επιτροπών. Υποβλήθηκαν οκτώ αιτήσεις αλλά μόνο η αίτηση της αιτήτριας και αυτή του ενδ. μέρους κρίθηκε ότι πληρούσαν τα κριτήρια για τα περαιτέρω.
Η αιτήτρια και το ενδ. μέρος κλήθηκαν σε προφορική εξέταση στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή ο οποίος, αφού αξιολόγησε την απόδοση τους, σύστησε για προαγωγή το ενδ. μέρος και αποχώρησε. Η ΕΔΥ, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Διευθυντή, προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης ως εξής:
«1. ΓΙΑΝΝΑΚΗ-ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Χριστίνα: (Πλειοψηφία: Πρόεδρος, κ.κ. Π. Παπαγεωργίου, Μ. Στασόπουλος):
Πολύ καλή. Εχει αρκετές γνώσεις για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης που διεκδικεί. Υπήρξαν μερικές ερωτήσεις στις οποίες οι απαντησεις της ήταν ορθές και ολοκληρωμένες. Υπήρξαν, όμως, μερικές άλλες ερωτήσεις στις οποίες οι απαντήσεις της ήταν γενικές και όχι πλήρως ξεκάθαρες ή στις οποίες αδυνατούσε να μπαίνει στην ουσία του θέματος και πλατείαζε. Κατά την προφορική εξέταση διαπιστώθηκε ότι διακατεχόταν από μεγάλο άγχος και κάποια διστακτικότητα. Εχει ευφράδεια λόγου και πολύ καλή κρίση. Είναι σοβαρή με αδικαιολόγητα υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση.
2. ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ Παναγιώτης: (Πλειοψηφία: Πρόεδρος, κ.κ. Π. Παπαγεωργίου, Μ. Στασόπουλος):
Πάρα πολύ καλός. Οι απαντήσεις του στα διάφορα θέματα που ήταν σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης που διεκδικεί έδειξαν πάρα πολύ καλό επίπεδο γνώσεων καθώς και πάρα πολύ καλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης. Στις περισσότερες ερωτήσεις που του τέθηκαν απάντησε ορθά και τεκμηριωμένα. Επικοινωνεί με άνεση και έχει ευχέρεια λόγου. Σε δύο, μόνο, ερωτήσεις οι απαντήσεις του ήταν μεν ορθές αλλά σχεδόν μονολεκτικές. Ως προσωπικότητα κρίνεται ήρεμος, σοβαρός και εμπνέει εμπιστοσύνη.»
Στη συνέχεια η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση, λαμβάνοντας υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων, που ήταν και οι δυο δημόσιοι υπάλληλοι, τα προσόντα και την αρχαιότητα όπως φαίνονταν στον κατάλογο ενώπιον της. Εκρινε κατά πλειοψηφία ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε της αιτήτριας και τον επέλεξε ως τον καταλληλότερο για προαγωγή, αναφέροντας τους εξής λόγους:
«Η πλειοψηφία της Επιτροπής, επιλέγοντας το Σταυρινίδη αντί της Γιαννάκη-Βασιλείου, έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε από αυτή σε υψηλότερο επίπεδο από την ανθυποψήφιά του κατά την προφορική εξέταση (Πάρα πολύ καλός και Πολύ καλή, αντίστοιχα), υπερέχει σε αρχαιότητα, που ανάγεται στην ημερομηνία πρώτου διορισμού και ανέρχεται στα εννέα σχεδόν χρόνια, δεν υστερεί έναντι αυτής σε προσόντα, αλλά ούτε και σε αξία, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή.»
Η ΕΔΥ προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην συνέντευξη, καθοδηγούμενη από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που τονίζει τη σημασία της προφορικής εξέτασης στις θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία. (Δημοκρατία ν. Σαββίδη (1995) 3 ΑΑΔ 69, Φ. Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 698/2003 κ.α., ημερ. 19.5.05).
Η αιτήτρια επικαλείται υπεροχή της σε προσόντα που συναρτά με το μεταπτυχιακό της στη Δημόσια Διοίκηση από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης και το οποίο θεωρεί απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Δεδομένου ότι η διαφορά στην αξιολόγηση τους κατά τις συνεντεύξεις ήταν μικρή (η αιτήτρια χαρακτηρίστηκε «πολύ καλή» ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος «πάρα πολύ καλός»), η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η γενική εκτίμηση της ΕΔΥ ότι το ενδ. μέρος «δεν υστερεί έναντι αυτής σε προσόντα» πάσχει, διότι πιθανή εκτίμηση των προσόντων της θα μετέβαλλε υπέρ της την τελική επιλογή. Η αιτήτρια επίσης αναφέρεται σε μια σειρά εργασιών, μελετών, ερευνών, ανακοινώσεων σε περιοδικά, εκδόσεων, διαλέξεων και συνεδρίων στα οποία η ΕΔΥ, κατά τον ισχυρισμό της, δεν προσέδωσε την δέουσα βαρύτητα.
Η θέση ως διευθυντική και μάλιστα στην κορυφή της ιεραρχίας των κυβερνητικών οδοντιατρικών υπηρεσιών, προϋποθέτει εποπτική και διευθυντική ικανότητα, συνεπώς ένας μεταπτυχιακός τίτλος στη διοίκηση παρόλο που δεν προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, είναι άμεσα σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης. Το γεγονός ότι δεν σχολιάστηκε ειδικά από την ΕΔΥ δεν σημαίνει ότι και αγνοήθηκε αφού τόσο αυτό όσο και τα λοιπά προσόντα της αιτήτριας περιλαμβάνονταν στον προσωπικό φάκελο και στην αίτηση της, που τέθηκαν ενώπιον της ΕΔΥ και σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας, διερευνήθηκαν από αυτή.
Το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και δεν αποτελούσε πλεονέκτημα. Στη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 317, 321 κρίθηκε ότι τα προσόντα αυτά «είναι παράγοντας οριακής σημασίας ο οποίος δεν επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για προαγωγή». Στην Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2001) 3(Α) ΑΑΔ, 374 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από το Νικολάου, Δ.:
«Πάντως, η ασυμφωνία της Θρασυβούλου και της Κουκκουρή (ανωτέρω) με την καθιερωθείσα νομολογιακή επί του ζητήματος γραμμή, δεν εξασθενίζει το λόγο των προηγούμενων αποφάσεων αλλά ούτε και μας φαίνεται να απέβλεπε σε αυτό. Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής. και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
Η παράλειψη σχολιασμού του μεταπτυχιακού τίτλου στη Διεύθυνση που διέθετε η αιτήτρια και οι απλές κοινοτυπίες ότι «τα προσόντα έχουν ληφθεί υπόψη» και ότι «το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί σε προσόντα έναντι της ανθυποψήφιας του», παρόλο που είναι προτιμότερο να αποφεύγονται από τη διοίκηση, θεωρώ ότι, υπό το φως των υπόλοιπων δεδομένων των υποψηφίων, δεν μπορούν να πλήξουν το κύρος της απόφασης ούτε να τεκμηριώσουν ουσιώδη πλάνη. Διότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ το προεξάρχον κριτήριο που έκρινε την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν η καλύτερη επίδοση στις συνεντεύξεις καθώς και η υπεροχή του σε αρχαιότητα αλλά και η σύσταση του Διευθυντή. Αυτά ήταν τα στοιχεία διάκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους που λειτούργησαν αντισταθμιστικά των όποιων επιπρόσθετων προσόντων της αιτήτριας.
Σχετικά με τη σύσταση, η αιτήτρια διατείνεται ότι αυτή ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων είναι αναιτιολόγητη και κακώς λήφθηκε υπόψη. Το άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90, δεν απαιτεί σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, αιτιολογημένη σύσταση του προϊσταμένου. Εφόσον λοιπόν ο ίδιος ο νομοθέτης παρείχε το δικαίωμα της αναιτιολόγητης σύστασης, δεν θα συμφωνήσω ότι αυτή έχει μηδαμινή αξία επειδή ήταν λακωνική υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους χωρίς να παρέχει οποιουσδήποτε λόγους. Ούτε βέβαια μπορεί να ειπωθεί ότι έρχεται σε σύγκρουση με το περιεχόμενο των φακέλων αφού στις αξιολογικές εκθέσεις, που αποτελούν τον μόνο αντικειμενικό δείκτη της αξίας των υποψηφίων, οι διάδικοι έχουν ακριβώς την ίδια βαθμολογία ως εξαίρετοι.
Όσον αφορά το κριτήριο της αρχαιότητας, η αιτήτρια διορίστηκε ως Οδοντιατρικός Λειτουργός 2ης Τάξης την 1.3.84, προήχθη στη θέση Οδοντιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης την 1.3.86, σε Ανώτερο Οδοντιατρικό Λειτουργό την 1.2.97 και σε Πρώτο Οδοντιατρικό Λειτουργό την 1.9.2000. Το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε ως Οδοντιατρικός Λειτουργός 2ης Τάξης στις 15.6.73, προήχθη στη θέση Οδοντιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης στις 15.7.78, σε Ανώτερο Οδοντιατρικό Λειτουργό την 1.2.97 και σε Πρώτο Οδοντιατρικό Λειτουργό την 1.9.2000.
Συνάγεται από τα πιο πάνω στοιχεία ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αρχαιότητα που ανάγεται στην ημερομηνία πρώτου διορισμού και ανέρχεται σε εννέα χρόνια. Η αρχαιότητα είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη μαζί με τα υπόλοιπα χωρίς να αποτελεί αφ΄ εαυτού τον καθοριστικό παράγοντα στην αξιολόγηση των υποψηφίων. Στην προκείμενη περίπτωση, επρόκειτο για απομακρυσμένη αρχαιότητα που δεν παύει όμως να αποτελεί νόμιμο στοιχείο κρίσης, το οποίο, στη βάση της διαπιστωθείσας ισοδυναμίας στο κριτήριο της αξίας, ορθά εκτιμήθηκε από την ΕΔΥ ότι έδινε στο ενδιαφερόμενο μέρος κάποιο προβάδισμα. Δεν συμφωνώ με τη θέση της αιτήτριας ότι παρακάμφθηκε η αρχή που θέλει το κριτήριο της αρχαιότητας να υπέχει οριακή σημασία σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, αφού αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, όπως στην παρούσα περίπτωση.
Η αιτήτρια στη συνέχεια παραπονείται ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη. Η αρχή που επιτρέπει την πρόσδοση μεγαλύτερης βαρύτητας στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων ψηλά στην ιεραρχία, όπως προκύπτει μέσα από τη νομολογία στην οποία έκανε ειδική μνεία η ΕΔΥ, εφαρμόστηκε ορθά. Η επίδικη, ως διευθυντική θέση, προϋπέθετε την αξιολόγηση της προσωπικότητας και των οργανωτικών και διοικητικών ικανοτήτων των υποψηφίων μέσα από τις συνεντεύξεις. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην εκτίμηση της βαρύτητας που έδωσε η ΕΔΥ στο στοιχείο των συνεντεύξεων, εφόσον προκρίθηκε ως επικουρική μέθοδος εκτίμησης της αξίας και της προσωπικότητας των υποψηφίων χωρίς να αγνοηθούν τα υπόλοιπα νόμιμα κριτήρια.
Διαφωνώ επίσης με τα επιχειρήματα της αιτήτριας με τα οποία προσπαθεί να ανατρέψει την αιτιολογία της απόδοσης τους στις συνεντεύξεις ως φραστικά αόριστη και γενική. Η νοητική λειτουργία των μελών του διορίζοντος οργάνου δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. Τα όσα αναφέρει η πλειοψηφία ως σχόλια και αναλύσεις επί του περιεχομένου και της διατύπωσης των απαντήσεων των δυο υποψηφίων, το βαθμό ευθυκρισίας και την προσωπικότητα τους, αντικατοπτρίζουν τη γενική εντύπωση για την άνεση, την επικοινωνία και το γνωσιολογικό τους επίπεδο και δικαιολογούν τόσο το γενικό χαρακτηρισμό της απόδοσης του καθενός όσο και την οριακή μεταξύ τους διαφορά. Η αιτιολογία, όπως καταγράφηκε πιο πάνω, θεωρώ ότι ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 34(10) του Νόμου.
Οι λόγοι ακύρωσης που πρόβαλε η αιτήτρια δεν δικαιολογούν επέμβαση του Δικαστηρίου στην διαδικασία επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους αφού αυτή κινήθηκε εντός της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ, όπως της αναγνωρίζεται για τέτοιες θέσεις και επιπλέον δεν αποδείχθηκε έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.