ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 897/2006)
13 Φεβρουαρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
THARAYIL RAMAN RAJEEV,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------
Ν. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της καθ΄ ης ημερ. 10.3.06 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος δυνάμει της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «η Οδηγία»).
Τα σύντομα γεγονότα έχουν ως εξής: Ο αιτητής, Ινδός υπήκοος, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 4.8.2000, κατόπιν νόμιμης άδειας εισόδου με σκοπό την παραμονή και εργοδότηση του ως οικιακός βοηθός. Με διαδοχικές αιτήσεις παράτασης εξασφαλίστηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι 30.12.05. Πριν τη λήξη της τελευταίας αυτής αδείας και συγκεκριμένα στις 21.12.05, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση ζητώντας να του παραχωρηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος με βάση την Οδηγία. Η απορριπτική απάντηση, που αποτελεί και το έρεισμα για την προσφυγή, βασίστηκε στο ότι η περίπτωση του δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εφόσον η προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας του είχε λήξει πριν τις 23.1.06, που ήταν και η προβλεπόμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση προθεσμία ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών.
Ο αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης αυτής επί το ότι λήφθηκε υπό συνθήκες κατάχρησης εξουσίας λόγω της παράλειψης της καθ΄ ης να εφαρμόσει την Οδηγία, ενώ παράλληλα είναι προϊόν ελλιπούς και ανεπαρκούς έρευνας, αναιτιολόγητη και πεπλανημένη περί τα πράγματα και ενάντια στους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
Στην εξαιρετικά συνοπτική γραπτή αγόρευση του, ο δικηγόρος του αιτητή παρέμεινε ουσιαστικά στην εισήγηση ότι λανθασμένα η καθ΄ ης δεν ενέκρινε την αίτηση η οποία και είχε υποβληθεί όταν ο αιτητής συμπλήρωσε πέντε χρόνια συνεχούς διαμονής στην Κύπρο, συμμορφούμενος πλήρως με τις πρόνοιες της σχετικής Οδηγίας. Η καθ΄ ης δεν μπορεί καταχρηστικά να εδράζει την απόφαση της στη δική της παράλειψη να εφαρμόσει την Οδηγία, κωλυόμενη να εγείρει ζήτημα λήξης της παραμονής του αιτητή πριν τις 23.1.06. Αντίθετα, η καθ΄ ης ισχυρίζεται ότι το χρονικό διάστημα που η Δημοκρατία είχε στη διάθεση της για να ενσωματώσει την Οδηγία, είχε ως απώτερο σκοπό την παροχή ευχέρειας στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν τις κατάλληλες υποδομές για εφαρμογή της Οδηγίας στο ημεδαπό δίκαιο και δεν ήταν υπόχρεη να εφαρμόσει την Οδηγία πριν την παρέλευση του χρονικού αυτού περιθωρίου. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα κράτη μέλη πρέπει στο μεταξύ να αποφεύγουν να θεσπίζουν διατάξεις αντίθετες ή που να αντιστρατεύονται το επιδιωκόμενο με την Οδηγία αποτέλεσμα, αλλά πριν τη λήξη της προθεσμίας ενσωμάτωσης δεν παρέχεται δικαίωμα σε άτομο να ζητήσει εφαρμογή της Οδηγίας. Περαιτέρω, εφόσον η άδεια παραμονής και εργασίας του αιτητή ήταν προσωρινή και είχε λήξει πριν την ενσωμάτωση της Οδηγίας, αυτός δεν μπορεί να επικαλείται την Οδηγία για να του παραχωρηθεί το επιδιωκόμενο καθεστώς εφόσον από τις 30.12.05 βρίσκεται παράνομα στην Κύπρο, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση για εφαρμογή της Οδηγίας είναι η εδώ πενταετής νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή.
Κρίνεται στη βάση των λαμβανομένων γεγονότων ότι η απορριπτική αιτιολογία ότι δηλαδή η περίπτωση δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας διότι η άδεια του αιτητή είχε λήξει πριν τις 23.1.06, είναι ορθή και σύμφωνη με τη νομολογία επί του θέματος. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η εισδοχή και παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία σε όλα τα στάδια ήταν περιορισμένης φύσεως, αρχής γενομένης από την άδεια που δόθηκε στον εργοδότη του στις 4.8.00, Τεκμ. 1 στην ένσταση, που έδινε το δικαίωμα στον αιτητή να εργαστεί σ΄ αυτόν ως οικιακός βοηθός. Η αρχική αυτή άδεια δόθηκε στη βάση προσωρινής διαμονής για σκοπούς εργοδότησης και για περίοδο τριών μηνών. Οι επόμενες άδειες που είχαν δοθεί κατόπιν σχετικών αιτήσεων ήταν όλες προσωρινές άδειες και είχαν περιορισμένη χρονική διάρκεια. Αυτό φαίνεται, για παράδειγμα, από τα επισυνημμένα στην ένσταση Τεκμ. 2, 3α και 3β, στα οποία καταγράφεται ότι η ισχύς της άδειας ήταν μέχρι 14.7.04, 30.1.05 και 30.12.05 αντίστοιχα. Η αίτηση για το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος δυνάμει της Οδηγίας έγινε μέσω δικηγόρου στις 21.12.05. Η απορριπτική απάντηση έστω και αν δόθηκε μετά τις 23.1.06, που ήταν η προθεσμία ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο Κυπριακό δίκαιο, είχε αναφορά στο γεγονός ότι η άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας είχε λήξει πριν τη προθεσμία αυτή. Επομένως ορθά η Δημοκρατία εφόσον είχε ακόμη χρονικό περιθώριο εφαρμογής και ενσωμάτωσης της Οδηγίας θεώρησε ότι αυτή δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση του αιτητή.
Η πιο πάνω αντίληψη είναι σύμφωνη με το σκεπτικό στην απόφαση της Ολομέλειας στην Joudine ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, όπου αποφασίστηκε ότι η Οδηγία από μόνη της δεν παραχωρεί αυτόματο δικαίωμα παραμονής στη χώρα, εφόσον πρέπει να προηγηθεί η ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Πιο πρόσφατα, και στη βάση παρόμοιου σκεπτικού, η Ολομέλεια στην υπόθεση Sanka Manjula Kankan Gamage ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 61/06, ημερ. 11.11.08, απέρριψε έφεση εναντίον άρνησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, εφόσον δεν διαπιστώθηκε ένδειξη παρανομίας στην απόφαση της διοίκησης να απορρίψει αίτημα για περαιτέρω ανανέωση της προσωρινής παραμονής της εφεσείουσας, χωρίς να λάβει υπόψη την Οδηγία.
Από την άλλη, το όλο ζήτημα επιλύεται στη βάση της πλειοψηφούσας απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Motilla ν. Δημοκρατίας, υποθ. Αρ. 673/06, ημερ. 21.1.08, η οποία και αποφάσισε ότι στις περιπτώσεις όπου η άδεια παραμονής που δίδεται σε υπήκοο τρίτης χώρας έχει προσωρινό χαρακτήρα διότι είναι επίσημα χρονικά περιορισμένη, όπως και εδώ, δεν παρέχεται οποιαδήποτε λογική προσδοκία στον αλλοδαπό να θεωρήσει, παρά την πενταετή προηγούμενη νόμιμη διαμονή του στο έδαφος της Δημοκρατίας, ότι παρέχεται σ΄ αυτόν δικαίωμα να λάβει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων του όπως στις Amal Outamichi ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1503/2006, ημερ. 7.4.08, (όπου δόθηκε η ίδια αιτιολογία από τη διοίκηση ότι δηλαδή η άδεια παραμονής είχε λήξει πριν τις 23.1.06), Lusine Karapetyan ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 907/2006, ημερ. 1.7.08, (όπου και πάλι η αιτιολογία ήταν παρόμοια), και S.A.A.A. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2252/2006, ημερ. 23.9.08, (όπου η άδεια παραμονής είχε λήξει πριν από την προθεσμία ενσωμάτωσης της Οδηγίας), απέρριψε τις σχετικές προσφυγές για ακύρωση των εκεί προσβαλλόμενων πράξεων, θεωρώντας ότι ορθά είχε ληφθεί η απόφαση. Σ΄ αυτές τις αποφάσεις και σ΄ άλλες παρόμοιες, συμπλέκεται και το σκεπτικό της υπόθεσης Motilla - πιο πάνω - όπου βεβαίως η αιτιολογία της άρνησης βασιζόταν στον επίσημο χρονικό περιορισμό της παραμονής του αλλοδαπού, όπως για παράδειγμα, στις υποθέσεις Teresita Tablac Seguritan ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1176/2006, ημερ. 8.8.08, (όπου η αιτιολογία ήταν όταν η άδεια της αλλοδαπής ήταν χρονικά και επίσημα περιορισμένη), και Teng Chunli ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1999/2006, ημερ. 14.11.08, (όπου η αιτιολογία ήταν ο επίσημος χρονικός περιορισμός της παραμονής).
Η περίπτωση εδώ προσομοιάζει προς την απόφαση στην Karapetyan (ανωτέρω), στην οποία η απόφαση στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η άδεια προσωρινής παραμονής της εκεί αιτήτριας είχε λήξει πριν την προθεσμία ενσωμάτωσης της Οδηγίας, ενώ βέβαια η απόφαση στη Motilla (ανωτέρω), παραπέμπει σε σκεπτικό που σχετίζεται με το γεγονός ότι η εκεί οικιακή βοηθός δεν καλυπτόταν από την Οδηγία, εφόσον η άδεια διαμονής της στην Κύπρο ήταν επίσημα περιορισμένη. Σε συμφωνία με το σκεπτικό της Karapetyan (ανωτέρω) και το παρόν Δικαστήριο θεωρεί ότι όταν υποβλήθηκε το αίτημα του αιτητή δεν μπορούσε να τεθεί θέμα αναγνώρισης του ως επί μακρόν διαμένοντος εφόσον δεν είχε εισαχθεί τότε ο θεσμός στην Κύπρο. Η απόφαση στην Karapetyan συνεχίζει ως εξής:
«Αυτή η μη εισαγωγή δεν παραβίαζε την Κοινοτική Οδηγία αφού δεν είχε ακόμα παρέλθει η προθεσμία για ενσωμάτωση και το γεγονός ότι εν τέλει το αίτημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας δεν διαφοροποιεί την κατάσταση.»
Έπεται ότι υπάρχει και εδώ όπως και στις προαναφερθείσες υποθέσεις ορθή και συγκεκριμένη αιτιολόγηση στηριγμένη πάνω σε πραγματικά δεδομένα, που κάθε άλλο δείχνει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε υπό συνθήκες κατάχρησης εξουσίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με €500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ