ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση  Αρ. 327/2007)

 

3 Φεβρουαρίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

____________________

 

Κ. Χατζηϊωάννου, για  την Αιτήτρια.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

_____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:     Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση, ημερ. 6.1.206, με αρ. 52/06, αναφορικά με τον Ορισμό Σχετικής Αγοράς, τον Καθορισμό Οργανισμού με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά Απόληξης (Τερματισμού) κλήσεων σε μεμονομένα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα που παρέχεται σε σταθερή θέση και την επιβολή Ρυθμιστικών Υποχρεώσεων στον Οργανισμό με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά (ΣΙΑ), είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα.

 

Μεταξύ των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η αίτηση είναι και τα εξής:

 

1.                   Η επίδικη απόφαση πάσχει από πολλαπλότητα με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος ή ο προσδιορισμός της αιτιολογίας μιας εκάστης απόφασης.

2.                   Η επίδικη απόφαση εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση των εξουσιών που παρέχονται από τα σχετικά άρθρα του Ν 112(Ι)/2004.

3.                   Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη γενικά και ειδικά στερείται της απαιτούμενης αιτιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 49(6) του Ν 112(Ι)/2004.

4.                   Η επίδικη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς ή ανύπαρκτης έρευνας και πλάνης περί το Νόμο και τα πράγματα.

5.                   Η επίδικη απόφαση παραβιάζει τα δικαιώματα της αιτήτριας που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 23, 25 και 28 του Συντάγματος.

 

Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση περιλαμβάνουν ότι η αιτήτρια (η Α.ΤΗ.Κ.) είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου που ιδρύθηκε με το Κεφ. 302, όπως τροποποιήθηκε και είναι επιφορτισμένη με την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στη Δημοκρατία και μεταξύ της Δημοκρατίας και του εξωτερικού.  Ο καθ΄ ου η αίτηση (ο ΕΡΗΕΤ) ιδρύθηκε με το Ν 112(Ι)/2004 και είναι επιφορτισμένος με τη ρύθμιση του τομέα των τηλεπικοινωνιών.  Ο ΕΡΗΕΤ μετά από δημόσια διαβούλευση εξέδωσε την επίδικη απόφαση καθ΄ υπέρβαση των εξουσιών του και κατά παράβαση των προνοιών του Ν 112(Ι)/2004 και του Συντάγματος.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, στη γραπτή του αγόρευση, ήγειρε πολλά και πολύπλοκα θέματα προς υποστήριξη των θέσεων του.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση αντίκρουσε ουσιαστικά όλα τα επιχειρήματα της αιτήτριας.  Ομολογουμένως, με την παρούσα προσφυγή, εγείρονται δύσκολα τεχνικά θέματα και χρειάζεται ερμηνεία δυσνόητων νομοθετικών προνοιών.   Μεταξύ των σοβαροτέρων θεμάτων που εγείρονται είναι και τα εξής, σύμφωνα με την  αιτήτρια:

 

(α)   Ο ορισμός της «αγοράς» στην προσβαλλόμενη απόφαση έγινε κατά τρόπο λανθασμένο και αυθαίρετο και είναι αποτέλεσμα πλάνης περί το Νόμο και τα πράγματα. 

 

(β)   Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από πολλαπλότητα και έλλειψη αιτιολογίας και συνιστά υπέρβαση εξουσίας. 

 

(γ)   Οι επιβληθείσες από τον καθ΄ ου η αίτηση ρυθμίσεις είναι αναιτιολόγητες και καταστρατηγούν την αρχή της αναλογικότητας. 

 

(δ)    Η επίδικη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας και αδικαιολόγητη.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της αγοράς, η αιτήτρια υποδεικνύει ότι, σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 4 του Ν 112(Ι)/2004, «αγορά λιανικής» σημαίνει την αγορά για υπηρεσίες ή προϊόντα που παρέχονται σε τελικούς χρήστες και «σχετική αγορά» σημαίνει την αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών, όπως καθορίζεται από τον ΕΡΗΕΤ σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου.   Το παράπονο της αιτήτριας είναι ότι στον ορισμό της αγοράς, ο ΕΡΗΕΤ δεν έλαβε υπόψη το προϊόν ή την υπηρεσία που εξέταζε αλλά το μέσο δια του οποίου προσφέρετο το προϊόν ή η υπηρεσία, και τον παρέχοντα το μέσο.  Αυτό προκύπτει από τις παραγράφους 1, 2.2 και 5(β) της προσβαλλόμενης απόφασης όπου η αγορά περιορίζεται σε αγορά απόληξης (τερματισμού) κλήσεων, στο μεμονωμένο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο της Α.ΤΗ.Κ..  Με αυτό τον τρόπο εξαιρούνται τα άλλα δημόσια τηλεφωνικά δίκτυα που σύμφωνα με το νόμο είναι τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, εφόσον είναι προσιτά στο κοινό.  Επομένως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η σχετική αγορά ορίζεται ανά δίκτυο και όχι ανά προϊόν ή υπηρεσία και ως εκ τούτου εκφεύγει των εξουσιών του καθ΄  ου η αίτηση, τόσο όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς όσο και όσον αφορά το πνεύμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση με τη ρύθμιση του τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. 

 

Με την προσβαλλόμενη απόφαση καθορίστηκε η αγορά ως η αγορά απόληξης (τερματισμού) κλήσεων, στο μεμονωμένο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο της Α.ΤΗ.Κ., που παρέχεται σε σταθερή θέση. Καθορίστηκε η Α.ΤΗ.Κ. ως οργανισμός με σημαντική ισχύ στην αγορά απόληξης κλήσεων, στο μεμονωμένο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο της Α.ΤΗ.Κ., που παρέχεται σε σταθερή θέση. Και έγιναν διορθωτικές ρυθμίσεις, με την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον οργανισμό με τη σημαντική ισχύ στην αγορά. 

 

Μου φαίνεται πράγματι ότι ο προαναφερόμενος ορισμός της αγοράς είναι μεμπτός και αυθαίρετος.  Δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί ορίστηκε η αγορά ως αγορά απόληξης κλήσεων «στο μεμονωμένο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο της Α.ΤΗ.Κ. που παρέχεται σε σταθερή θέση» και δεν περιλήφθηκε στον ορισμό της αγοράς και η αγορά απόληξης κλήσεων, σε άλλα δημόσια τηλεφωνικά δίκτυα που παρέχονται σε σταθερή θέση.  Εφόσον η αγορά ορίστηκε κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, δηλαδή όχι ανά προϊόν ή υπηρεσία, αλλά ανά δίκτυο, αναπόφευκτα η Α.ΤΗ.Κ. κρίθηκε ως οργανισμός με σημαντική ισχύ στην αγορά, εφόσον η «αγορά» περιορίστηκε μόνο στο δικό της δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο και σε κανένα άλλο.   Συμφωνώντας με τη θέση της αιτήτριας, κρίνω ότι ο προαναφερόμενος ορισμός της αγοράς έγινε με πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.

 

Όσον αφορά το ζήτημα της πολλαπλότητας και της έλλειψης αιτιολογίας ή ειδικής αιτιολογίας, συμφωνώ και πάλι με τη θέση της αιτήτριας.   Η επίδικη απόφαση έχει τίτλο, απόφαση αναφορικά με τον ορισμό σχετικής αγοράς, τον καθορισμό οργανισμού με σημαντική ισχύ στην αγορά απόληξης (τερματισμού) σε μεμονωμένα δημόσια τηλεφωνικά δίκτυα που παρέχεται σε σταθερή βάση, και την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον οργανισμό με σημαντική ισχύ στην αγορά.  Συμφωνώ πως οι προαναφερόμενες τρεις αποφάσεις είναι διακριτές και έπρεπε να ληφθούν σε τρεις διακριτές διαδικασίες.  Σε τέτοια τεχνικά θέματα που εμπλέκουν και την ερμηνεία δύσκολων νομοθετικών προνοιών, η πολλαπλότητα προσθέτει στη δυσκολία του όλου εγχειρήματος, καθιστά δυσχερέστερη τη διάγνωση της αιτιολογίας για την κάθε μια απόφαση αλλά και το δικαστικό έλεγχο γενικότερα.  Ως εκ τούτου κρίνω ότι οι τρεις προαναφερόμενες αποφάσεις, δηλαδή (α) του ορισμού της σχετικής αγοράς, (β) του καθορισμού οργανισμού  με σημαντική ισχύ στην προαναφερόμενη αγορά και (γ) της επιβολής ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον οργανισμό με σημαντική ισχύ στην αγορά, θα έπρεπε να είχαν ληφθεί ξεχωριστά, και διαδοχικά.  Αυτό, κατά την κρίση μου, εξυπακούεται και από τα άρθρα 46(2), 47, 48(1) και 49(1) του προαναφερόμενου νόμου, αλλά και υπαγορεύεται από την κοινή λογική.

 

Το παράπονο της αιτήτριας επεκτείνεται και στο ζήτημα του ότι όχι μόνον εξετάστηκαν τα τρία προαναφερόμενα ζητήματα σε μια διαδικασία, με την έκδοση μιας απόφασης, αλλά και στο ότι, επιπρόσθετα, εξετάστηκαν τρεις αγορές σε μια διαδικασία, όπως προκύπτει από το Παράρτημα 19 στην ένσταση του καθ΄ ου η αίτηση.   Δηλαδή ο καθ΄ ου η αίτηση εξέτασε πέραν από την αγορά τερματισμού κλήσεων, την αγορά εκκίνησης κλήσεων ανά δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο και την αγορά διαβιβαστικών υπηρεσιών στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο.  Συμφωνώ ότι από το Παράρτημα 19 στην ένσταση του καθ΄ ου η αίτηση προκύπτουν τα προαναφερόμενα περί εξέτασης τριών αγορών σε μια διαδικασία.  Και αυτό είναι, κατά την κρίση μου, μεμπτό, επειδή η εξέταση τριών αγορών σε μια διαδικασία, αναπόφευκτα, προκαλεί σύγχιση αλλά και ανεπίτρεπτο αλληλοεπηρεασμό της απόφασης για τη μια αγορά, από τις αποφάσεις για τις άλλες δύο αγορές.  Επίσης και αυτή η ενέργεια δυσκολεύει την εξεύρεση της αιτιολογίας της απόφασης για την κάθε μια αγορά αλλά και γενικά τον ευρύτερο δικαστικό έλεγχο. 

 

Θεωρώ ότι τα προαναφερόμενα είναι αρκετά για να οδηγήσουν στην έγκριση της αίτησης και στην επιτυχία της προσφυγής, και ως εκ τούτου δεν θα προχωρήσω περαιτέρω στην εξέταση και των άλλων παραπόνων της αιτήτριας, σε σχέση με το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένης ερμηνείας  του καθ΄ ου η αίτηση ως προς τον ορισμό του όρου «σημαντική ισχύς στην αγορά» και ως προς το θέμα της μη αιτιολόγησης, ειδικά αναφορικά με την αναλογικότητα, των επιλεχθεισών ρυθμίσεων, όπως προνοείται στο άρθρο 49(5) και (6) του προαναφερόμενου νόμου. 

 

Η επιχειρηματολογία του καθ΄ ου η αίτηση δεν με έπεισε ότι τα προαναφερόμενα παράπονα και θέσεις της αιτήτριας δεν ευσταθούν.  Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μεμπτή, ως απόφαση ληφθείσα με πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα, και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή πετυχαίνει και εκδίδεται δηλωτική απόφαση του δικαστηρίου ως η παράγραφος Α του αιτητικού.  Έξοδα €1.200.-, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της αιτήτριας.

 

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                     Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο