ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1661/2006)

 

13 Φεβρουαρίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Αιτητής,

-          ΚΑΙ   -

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Β. Χριστοδουλίδου (κα), για τον Αιτητή.

Μ. Στυλιανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, πρώην μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, κατηγορήθηκε πειθαρχικά ότι ενώ του είχε στις 2.1.06 γνωστοποιηθεί μετάθεση στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας, δεν παρουσιάστηκε στο καθήκον του μέχρι και τις 26.3.06, ενώ την ίδια ημερομηνία δηλαδή στις 2.1.06, όταν ο λοχίας αρ. 4062 Κ. Αγαθαγγέλου επικοινώνησε μαζί του για να τον ρωτήσει γιατί δεν είχε παρουσιαστεί, ο αιτητής χρησιμοποίησε σ΄ απάντηση αισχρή, υβριστική και προσβλητική γλώσσα.

 

        Ακολούθησε στις 26.5.06 με πλειοψηφική απόφαση η επιβολή της ποινής της απόλυσης από την Πειθαρχική Επιτροπή προς την οποία αποστάληκε προς εκδίκαση η υπόθεση, λόγω της σοβαρότητος των κατηγοριών στη βάση απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.  Η απόφαση εφεσιβλήθηκε από τον αιτητή, το δε Συμβούλιο Εφέσεων στις 27.7.06, μετά από σχετική παράθεση των γεγονότων και εξέταση των νομικών σημείων που ηγέρθηκαν από το συνήγορο του αιτητή, απέρριψε την έφεση επικυρώνοντας και την ποινή που επιβλήθηκε.

 

        Αποτελεί τη θέση του αιτητή ότι για σειρά λόγων η κρίση των καθ΄ ων στα πλαίσια της εξέτασης της έφεσης πρέπει να ακυρωθεί ως προϊόν νομικής πλάνης, αντικανονικότητας και ακυρότητας του καταχωρηθέντος εναντίον του αιτητή κατηγορητηρίου, διαδικασίας που ήταν αντίθετη με τους σχετικούς πειθαρχικούς κανονισμούς, παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και ίσης μεταχείρισης, πλάνης περί τα πράγματα, αλλοίωσης των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας και υπερβολικής υπό τις περιστάσεις ποινής, αλλά και απόφασης που λήφθηκε από αλλότρια κίνητρα και από μεροληπτική στάση έναντι του αιτητή. 

 

        Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων, στη βάση των παραρτημάτων που επισυνάπτονται στην ένσταση, είναι ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ορθή και σύμφωνη με το νόμο και τους κανονισμούς και όλες τις αρχές του διοικητικού δικαίου. 

 

        Στη γραπτή αγόρευση του αιτητή, αλλά και στην απαντητική του αγόρευση, διατυπώνονται εν τέλει πέντε ουσιαστικά λόγοι που, κατά την κρίση της συνηγόρου του αιτητή, η απόφαση είναι τρωτή και ακυρώσιμη. 

 

Ο πρώτος σχετίζεται με την ακυρότητα της διαδικασίας ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής η οποία μεταξύ άλλων περιέπεσε στο λάθος να διατάξει την τροποποίηση των λεπτομερειών των αδικημάτων, ενώ η ποινή της απόλυσης επεβλήθη στη βάση κατηγοριών για αδικήματα για τα οποία ουδέποτε διεξήχθη έρευνα.  Η ουσία του επιχειρήματος εδώ είναι ότι ενώ η ειδοποίηση καταγγελίας που δόθηκε στον αιτητή περιοριζόταν αρχικά στο ότι αυτός απουσίαζε από το καθήκον του στις 2.1.06 και σε καμιά περίπτωση δεν περιελάμβανε και το χρονικό διάστημα μέχρι τις 26.3.06, εν τούτοις με τις τροποποιημένες κατηγορίες ο αιτητής αντιμετώπισε σοβαρότερα αδικήματα χωρίς μάλιστα να είχε προηγηθεί οποιαδήποτε έρευνα γι΄ αυτά.  Οι καθ΄ ων απαντούν ότι η τροποποίηση του συναφούς κατηγορητηρίου αφορούσε μόνο την επέκταση του χρονικού διαστήματος που ο αιτητής παρέλειψε να παρουσιαστεί για καθήκον, διά της προσθήκης των λέξεων «μέχρι και τις 26.3.06»                            

 

        Κρίνεται ότι δεν υπήρξε  οποιαδήποτε  παράβαση των περί Αστυνομίας  (Πειθαρχικών) Κανονισμών του  1989-2007, ως ίσχυαν τον επίδικο χρόνο, (Κ.Δ.Π. 53/89), εφόσον το κατηγορητήριο το οποίο συντάχθηκε με βάση τον Καν. 11(1) καταρτίστηκε στη βάση της έρευνας που νομότυπα είχε γίνει με βάση τον Καν. 9(1), ο οποίος προνοεί ότι όταν υπάρχει ή προβάλλεται ισχυρισμός από τον οποίο μέλος της αστυνομίας φαίνεται να διέπραξε πειθαρχικό αδίκημα, διενεργείται σχετική έρευνα από αξιωματικό («ο ερευνών αξιωματικός»).  Η έρευνα εδώ είχε διεξαχθεί από τον Υπαστυνόμο Σ. Ιωνά, ο οποίος υπέβαλε συνοπτική έκθεση με βάση τις διατάξεις  των εδαφίων (6), (7) και (8) του Καν. 9.  Ο ερευνών αξιωματικός διαπίστωσε και έτσι κατέγραψε στις παρατηρήσεις του (Παράρτημα Α στην ένσταση), ότι στοιχειοθετούντο τα υπό διερεύνηση αδικήματα της απείθειας, της καταπιεστικής συμπεριφοράς, της αμέλειας καθήκοντος και της απουσίας χωρίς άδεια από την υπηρεσία.  Στη συνέχεια με βάση τη μαρτυρία που ο ερευνών αξιωματικός έλαβε, καταρτίστηκε κατηγορητήριο σύμφωνα με το πειθαρχικό έντυπο του Τρίτου Πίνακα των Κανονισμών, απευθύνθηκαν δε οι κατηγορίες  στον αιτητή στις 27.3.06.  Ο αιτητής δεν απάντησε σ' οποιαδήποτε από τις κατηγορίες, η υπόθεση  ορίστηκε για δίκη στις 4.4.06 για απάντηση ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, αλλά παρά την γενόμενη επίδοση, ο αιτητής δεν παρουσιάστηκε.  Ορίστηκε και πάλι στις 14.4.06, όταν ζητήθηκε, στην παρουσία του συνηγόρου που εμφανίστηκε τότε, η τροποποίηση του κατηγορητηρίου στις κατηγορίες 1 και 3, ώστε να περιλαμβάνεται και η περίοδος μέχρι και τις 26.3.06, ενώ προστέθηκε και τέταρτη κατηγορία για παράβαση ή παράλειψη να συμμορφωθεί με πρόνοια του περί Αστυνομίας Νόμου ή οποιαδήποτε πρόνοια Κανονισμού, όπως προνοεί η παρ. 4 του Πρώτου Πίνακα των Κανονισμών. 

 

        Η προσθήκη του χρονικού διαστήματος μέχρι και τις 26.3.06, αποτελεί επέκταση της αρχικής διερεύνησης που είχε γίνει για τις 2.1.06 και ήταν μια πραγματική κατάσταση που συνέχιζε μέχρι και τις 26.3.06, εφόσον ο αιτητής εξακολουθούσε να μην παρουσιάζεται στην υπηρεσία του.  Αυτό το πραγματικό γεγονός αποτέλεσε το έναυσμα για την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, η οποία ζητήθηκε από την κατηγορούσα αρχή, επί του οποίου εν τέλει και άρχισε η ακροαματική διαδικασία. 

 

        Ως προνοείται από τον Καν. 23(1) της Κ.Δ.Π. 53/89, ο Πρόεδρος της Πειθαρχικής Επιτροπής ακολουθεί «.. κατά το δυνατόν την ίδια διαδικασία που ακολουθείται κατά τη συνοπτική εκδίκαση ποινικών υποθέσεων.».  Ήταν βεβαίως εντός της δυνατότητας της κατηγορούσας αρχής να ζητήσει την τροποποίηση και εντός της διακριτικής ευχέρειας και εξουσίας της Πειθαρχικής Επιτροπής να εγκρίνει το αίτημα, ιδιαιτέρως τη στιγμή που ο αιτητής διά του συνηγόρου του, δεν ήγειρε ένσταση.  Όλα αυτά, ως υπέδειξε και το Συμβούλιο Εφέσεων στο σκεπτικό του, κατ΄ αντιστοιχία προς τα λαμβανόμενα από το άρθρο 83(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

        Περαιτέρω, από τη στιγμή που η τροποποίηση έγινε πριν την έναρξη της πειθαρχικής δίκης, ιδιαιτέρως δε στην παρουσία του δικηγόρου του αιτητή, ο οποίος και δεν έφερε ένσταση στην τροποποίηση, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για οποιοδήποτε επηρεασμό των δικαιωμάτων του αιτητή και σαφώς δεν στερήθηκε του δικαιώματος να λάβει γνώση για την πρόσθετη κατηγορία και τη διαφοροποίηση του χρονικού διαστήματος στις δύο από τις τρεις κατηγορίες.  Ο αιτητής κατηγορήθηκε για πρώτη φορά και απάντησε μετά την τροποποίηση και είχε όλο το χρόνο να ετοιμάσει  την  υπεράσπιση   του.  Δεν είναι η περίπτωση εδώ που χρησιμοποιήθηκε η  δυνατότητα  που παρέχεται από τον Καν. 15(1)(γ) για τροποποίηση του κατηγορητηρίου όταν αποδεικνύεται αδίκημα άλλο από αυτό για το οποίο κατηγορείται στη βάση της σχετικής μαρτυρίας που προσάγεται.  Εδώ, η τροποποίηση έγινε κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας επί γεγονότων τα οποία δεν χρειάζονταν περαιτέρω διερεύνηση και επομένως δεν ήταν ανάγκη να επαναληφθεί ο μηχανισμός που προβλέπεται από τον Καν. 9.  Η ουσία εν πάση περιπτώσει είναι ότι δεν επηρεάστηκε με οποιοδήποτε τρόπο αρνητικά η θέση του αιτητή, εφόσον η τροποποίηση βασιζόταν σε πραγματικό γεγονός, το οποίο μάλιστα αποτέλεσε στη συνέχεια  ένα από τα παραδεκτά γεγονότα, σύμφωνα με τα όσα καταγράφηκαν στη σελ. 5 της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων.  Η ποινή θα ήταν ανάλογη μόνο εφόσον το κατηγορητήριο αποδεικνυόταν και δεν επηρεάστηκε ο αιτητής στην ποινή, απλώς και μόνο διότι επήλθε τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

 

        Οι καθ΄ ων κατέγραψαν όλα τα πιο πάνω, προέβηκαν σε πλήρη εξέταση των θέσεων του αιτητή κατ΄ έφεση και δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε λάθος που οδηγεί σε ακύρωση.

 

        Παραπονείται επίσης ο αιτητής επί το ότι υπήρχε μεροληψία από τους καθ΄ ων διότι ο Αρχηγός Αστυνομίας έλαβε μέρος στην προσβαλλόμενη πράξη σε συνθήκες που αντιστρατεύονταν το εχέγγυο της αμεροληψίας.  Ούτε εδώ κρίνεται ορθή η θέση αυτή, διότι η μόνη εμπλοκή του Αρχηγού στην όλη υπόθεση ήταν δικαιωματικά με βάση τις πρόνοιες του Καν. 12(2)(γ), οι οποίες δίνουν στον Αρχηγό την ευχέρεια να παραπέμψει προς εκδίκαση την υπόθεση από την  Πειθαρχική Επιτροπή αν, κατά την κρίση του, λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος ενδείκνυται τέτοια εκδίκαση.  Μάλιστα ο ίδιος ο Αρχηγός, κατά τον Καν. 13, ορίζει, με την έγκριση του Υπουργού, ο οποίος με τη σειρά του ορίζει τον πρόεδρο της, τα τρία μέλη της Πειθαρχικής Επιτροπής.  Στη συνέχεια ο Αρχηγός έλαβε μέρος στη διαδικασία της έφεσης ως ex officio  μέλος του υπό του Καν. 27, καθιδρυμένου Συμβουλίου Εφέσεων, στο οποίο επίσης λαμβάνουν μέρος ένας Ανώτερος Αξιωματικός και ένας Νομικός Λειτουργός, ο οποίος ορίζεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

        Αυτή ήταν η μόνη ενέργεια του Αρχηγού πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης στο Συμβούλιο Εφέσεων και η εμπλοκή αυτή έγινε καθηκόντως και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μεροληψία απλώς και μόνο διότι ο Αρχηγός χαρακτήρισε την υπόθεση ως σοβαρής μορφής παραπέμποντας την προς εκδίκαση από Πειθαρχική Επιτροπή.  Το σχετικό σκεπτικό του Αρχηγού παρατίθεται αυτούσιο στο κυανούν 695 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις.  Απορρέει απ΄ αυτό ότι ο Αρχηγός άσκησε διακριτική ευχέρεια θεωρώντας τα υπό διερεύνηση πειθαρχικά αδικήματα και τις συνθήκες διάπραξης τους, ως σοβαρά.  Την κρίση του επικύρωσε ο Υπουργός προς τον οποίο απεστάλη σχετική επιστολή από τον Αρχηγό παρέχοντας την αιτιολογία προς εκδίκαση της υπόθεσης από την Πειθαρχική Επιτροπή (τα κυανά 696-698 είναι σχετικά).  Ουδέν μεμπτόν διαπιστώνεται από τις πιο πάνω ενέργειες.  Άλλωστε, δεν μπορούσε  να ήταν εκ προοιμίου γνωστό, κατά το στάδιο της απόφασης του Αρχηγού, ότι η Πειθαρχική Επιτροπή θα έκρινε ένοχο τον αιτητή ή ότι θα του επέβαλλε την αυστηρότερη ποινή που δικαιούτο, αυτή της απόλυσης, ούτε βέβαια υπήρχε εκ των προτέρων βεβαιότητα ότι θα υποβαλλόταν έφεση.  Η παραπομπή που αναφέρει η συνήγορος του αιτητή στη γραπτή της αγόρευση από το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 7η έκδ. σελ. 134, δεν έχει εφαρμογή στα παρόντα γεγονότα, εφόσον αυτή συναρτάται με την αποχή συμμετοχής προσώπου σε συνεδριάσεις κατά τις οποίες κρίνονται άτομα με τα οποία έχει ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση, έχθρα ή προκατάληψη ή  ιδιαίτερο συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης.  Σε καμιά από τις πιο πάνω κατατάξεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει ο Αρχηγός, απλώς και μόνο διότι έκρινε την υπόθεση ως σοβαρή. 

Η αρχική εμπλοκή του Αρχηγού δεν ενείχε οποιαδήποτε διάσταση ουσίας επί αυτής ταύτης της πειθαρχικής δίκης και του αποτελέσματος της.

        Εισηγείται επίσης ο αιτητής ότι λανθασμένα οι καθ΄ ων δεν αποδέχθηκαν μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης της έφεσης το επανάνοιγμα της που ζητήθηκε με σχετική επιστολή ημερ. 21.7.06, όταν, κατόπιν αιτήματος του συνηγόρου του, αποστάληκαν πρακτικά της διαδικασίας τα οποία ήταν ελλιπή και τα οποία όταν αργότερα συμπληρώθηκαν δεν απέδιδαν την πραγματικότητα.  Στη γραπτή αγόρευση του αιτητή υπάρχει σχετική καταγραφή των αποσπασμάτων εκείνων που, κατά τη συνήγορο, αποτελούσαν το υπόβαθρο για το επανάνοιγμα της υπόθεσης.  Συνίσταται ουσιαστικά στο ότι υπήρξε κατά την αποστολή των πρακτικών αλλοίωση τους,  με τη συμπλήρωση φράσης διαφορετικής από την αρχική που είχε διατυπωθεί κατά την πρώτη αποστολή των πρακτικών, η ορθότητα της οποίας αμφισβητήθηκε από τον τότε συνήγορο του αιτητή.  Φαίνεται επίσης ότι απουσίαζε από τα πρακτικά και η καταγραφή  σχετικής ένστασης που είχε υποβάλει ο συνήγορος σε σχέση με παρέμβαση ενός εκ των μελών της Πειθαρχικής Επιτροπής.  Επικαλείται λοιπόν ο αιτητής παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη ενόψει του ότι δεν τηρήθηκαν ορθά πρακτικά.  Γίνεται στη γραπτή αγόρευση επίκληση νομολογίας σχετικής με την ανάγκη τήρησης ορθών πρακτικών, τα οποία και αποτελούν τη μόνη πηγή πληροφόρησης των τεκταινομένων ενώπιον  πρωτόδικου Δικαστηρίου ή πειθαρχικού σώματος.  (δέστε Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1372, Shacolas v. Universal Life (1984) 1 C.L.R. 47 και Σωτηριάδης ν. Βασιλείου (αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 801).  Παράλληλα, γίνεται αναφορά στη δυνατότητα ενός Εφετείου να επανανοίξει την υπόθεση, όταν αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης ενόψει γεγονότων που προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης (Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848 και Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 49).

 

        Οι καθ΄ ων την ημέρα έκδοσης της απόφασης τους, ασχολήθηκαν προκαταρκτικά με το ζήτημα του αιτήματος για επανάνοιγμα της υπόθεσης και αποφάσισαν την απόρριψη του (κυανούν 782 του Τεκμ. «Α»).  Το αίτημα για επανάνοιγμα δεν έγινε δεκτό αφού οι καθ΄ ων εξέτασαν τον πειθαρχικό φάκελο, το περιεχόμενο της σχετικής επιστολής του συνηγόρου και σχετικό πρακτικό που ετοίμασε η Πειθαρχική Επιτροπή.  Οι καθ΄ ων θεώρησαν ότι τα όσα είχαν αναφερθεί στην επιστολή ημερ. 21.7.06, είχαν μελετηθεί και εξαντληθεί, χωρίς επομένως να χρειάζεται επανάνοιγμα. 

 

        Κρίνεται ότι δεν υπήρξε τέτοιο πρόβλημα που να ενεργοποιείτο  βάσιμα η ευχέρεια του Συμβουλίου Εφέσεων να επανανοίξει την υπόθεση, διότι με βάση και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν είχαν προκύψει γεγονότα μετά την επιφύλαξη της απόφασης που θα επέβαλλαν επανάνοιγμα για το συμφέρον της δικαιοσύνης.  Η αμφισβήτηση της ορθότητας των πρακτικών δεν αποτελεί νέο γεγονός, η δε όλη διαδικασία ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής ήταν ανοικτή και διάφανη και ορθά οι καθ΄ ων δεν ενέκριναν το υποβληθέν διά επιστολής αίτημα του συνηγόρου για επανάνοιγμα.  Η απόρριψη του αιτήματος δεν ήταν αναιτιολόγητη, ως λανθασμένα εισηγείται η συνήγορος στην αγόρευση της.  Το όλο ζήτημα εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια των καθ΄ ων, ιδιαιτέρως, έχοντας υπόψη τη φειδώ με την οποία πρέπει να αντικρίζονται τέτοια αιτήματα.  Να σημειωθεί ότι τα στοιχεία που παρατίθενται στη γραπτή αγόρευση ως προς το ελλιπές των πρακτικών, δεν αναφέρθηκαν με αυτή τη λεπτομέρεια στη σχετική επιστολή ημερ. 21.7.06.  Ακριβώς τα πρακτικά που υπήρχαν ενώπιον των καθ΄ ων δεν μπορούσαν να συμπληρωθούν εκ των υστέρων απλώς και μόνο διότι ο αιτητής αμφισβήτησε την ορθότητα τους και αυτός είναι ο λόγος της Σωτηριάδης ν. Βασιλείου (αρ. 1) - ανωτέρω.  Μετέπειτα, η υπόθεση Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους - ανωτέρω - δεν σχετίζεται με τα παρόντα γεγονότα.  Εκεί υπήρχε αντικειμενική αδυναμία ύπαρξης αυτών τούτων των πρακτικών, μέρους της μαρτυρίας, λόγω μη αποστενογράφησης και ως εκ τούτου είχε διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης. 

 

Πρόσθετα, ορθά η δικηγόρος των καθ΄ ων εγείρει ζήτημα αιτιώδους συνάφειας της τυχόν πλημμέλειας των πρακτικών με οποιαδήποτε ζημιά ή δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του αιτητή.  Παρά την επίκληση της παραβίασης της δίκαιης δίκης και του επηρεασμού του αιτητή, οι θέσεις αυτές δεν συγκεκριμενοποιούνται.  Ούτε συσχετίζονται με τον τρόπο που η δικαιοσύνη δεν απονεμήθηκε.   Αυτό, μάλιστα, στη βάση του γεγονότος ότι εν τέλει ο αιτητής καταδικάστηκε από το ίδιο το παραδεκτό γεγονός της απουσίας από το καθήκον του.

 

        Ζήτημα έλλειψης αιτιολογίας, είτε της καταδικαστικής απόφασης, είτε της επιβληθείσας ποινής, που είναι ο άλλος λόγος που εγείρεται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, δεν μπορεί βάσιμα να τίθεται εφόσον από τη μελέτη της πολυσέλιδης καταδικαστικής απόφασης,  αλλά και της απόφασης με την οποία επιβλήθη η ποινή, διαπιστώνεται ότι υπάρχει πλήρης αιτιολογία προερχόμενη από την ανάλυση της μαρτυρίας που τέθηκε κατά την πειθαρχική δίωξη, αλλά και την ανάλυση των νομικών σημείων που έθεσε ο συνήγορος.  Όσον αφορά την αιτιολογία της ποινής, παρόλον που η κα Στυλιανού θεώρησε ότι αυτή θα μπορούσε να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο, κρίνεται ότι λήφθηκε υπόψη ό,τι ήταν δυνατό να θεωρηθεί υπέρ του αιτητή μέσα από την αγόρευση για μετριασμό της ποινής, η δε Πειθαρχική Επιτροπή επέβαλε, κατά πλειοψηφία, την ποινή της απόλυσης αφού θεώρησε ότι οι πράξεις του αιτητή αποτελούσαν «... πολύ σοβαρά πειθαρχικά αδικήματα που καθάπτονται της πειθαρχίας του κύρους και του καλού ονόματος της αστυνομίας.».  Στη σελ. 5 του σκεπτικού της ποινής τονίστηκε η ευθύνη των πειθαρχικών Δικαστηρίων να ενισχύουν το αίσθημα της πειθαρχίας ενόψει του ότι κρούσματα απειθαρχίας «.. πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο που να μην αφήνουν κανένα περιθώριο σε οποιονδήποτε που να πιστεύει ότι τέτοιες συμπεριφορές τείνουν να υποσκάψουν την πειθαρχία του Σώματος, μπορούν να γίνονται ανεκτές.  Η πειθαρχία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ορθής λειτουργίας της Αστυνομίας Κύπρου που είναι ένα πειθαρχημένο και οργανωμένο Σώμα.».  (διατηρήθηκε η σύνταξη).

 

        Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η ποινή αιτιολογήθηκε πλήρως με αναφορά στον αποτρεπτικό σκοπό της, χωρίς βέβαια να παραγνωριστούν οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή, όπως τις ανέπτυξε ο συνήγορος του, με αναφορά και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα την υπόθεση Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ.  342.

 

        Αλλά και οι καθ΄ ων, ενεργώντας ως Συμβούλιο Εφέσεων, εξέτασαν την ποινή που επιβλήθηκε και διέκριναν την ορθότητα της με αναφορά στην αδικαιολόγητη και καταφρονητική συμπεριφορά του αιτητή, έχοντας ο ίδιος θέσει τον εαυτό του εκτός υπηρεσίας με την μακρόχρονη απουσία του.  Δεν διαπίστωσαν σφάλμα στην απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής.  Αιτιολογημένη λοιπόν είναι και η απόφαση των καθ΄ ων στην όψη της, άσχετα αν μπορεί να συμπληρωθει ή μάλλον να υποστηριχθεί, και από ό,τι  περιέχεται στον ίδιο το διοικητικό φάκελο.

 

        Παραμένει ο τελευταίος λόγος ακύρωσης, αυτός της έκδηλα υπερβολικής ποινής.  Η ίδια η συνήγορος του αιτητή αναγνωρίζει στην αγόρευση της την ορθότητα της νομολογίας βάσει της οποίας το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ελέγχει την αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής, εκτός όπου διαπιστώνεται κατάχρηση ή κακή χρήση διακριτικής εξουσίας.  Πράγματι, όπως αναφέρεται και στη Θεοτή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1144, είναι καλά καθιερωμένη η αρχή ότι το Δικαστήριο δεν ελέγχει αυτή καθ΄ αυτήν την αυστηρότητα της ποινής, ούτε επεμβαίνει να επανεκτιμήσει ή να ελέγξει την υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το πειθαρχικό όργανο, στην ευχέρεια του οποίου είναι η επιλογή της ποινής.  Εφόσον η ποινή που έχει επιβληθεί είναι εντός της αρμοδιότητας του συγκεκριμένου πειθαρχικού οργάνου,  το οποίο δεν ενήργησε  εκτός των ακραίων ορίων της ευχέρειας του, ενώ διατηρήθηκε και η αρχή της αναλογικότητας, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης (Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508).

 

        Εδώ, η ποινή που επιβλήθηκε, αν και αυστηρή, ήταν εντός της δυνατότητας της Πειθαρχικής Επιτροπής με βάση τον        Καν. 16(1) της Κ.Δ.Π. 53/89.  Όπως έχει αναφερθεί στον προηγούμενο λόγο ακύρωσης, υπήρξε πλήρης αιτιολογία για το είδος της ποινής που επελέγη που, επαναλαμβάνεται, ήταν κατά πλειοψηφία, γεγονός που δείχνει ότι απασχόλησε την Πειθαρχική Επιτροπή το ζήτημα με ιδιαίτερη σοβαρότητα.  Το αναθεωρητικό Δικαστήριο ελέγχει σε συγκεκριμένο δικαιοδοτικό πλαίσιο την ποινή που επιλέγεται από το πειθαρχικό όργανο (Πισσούριου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 837).  Δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην ποινή η οποία, ως αναφέρθηκε, έχει προκύψει μετά από την καταδίκη του αιτητή σε αδικήματα που θεωρήθηκαν αρκούντως σοβαρά για να επιφέρουν την ποινή της απόλυσης.  Δεν έχει έρεισμα η θέση που πρόβαλε ο αιτητής μέσω της συνηγόρου του ότι ευθύνη για τη διάπραξη των αδικημάτων έφερε και η ίδια η αστυνομία  λόγω  της στάσης που τήρησε, δηλαδή, να μην θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα αμέσως, να ανεχθεί την παρουσία του και ακόμη να πληρώνεται για τους μήνες που απουσίαζε.   Παρόλον που δεν εγείρονται άμεσα τέτοια ζητήματα προς εξέταση, αναδρομή στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Α», αποκαλύπτει ότι οι ενέργειες της αστυνομίας έγιναν καλόπιστα και μετά από συμβουλή και της Νομικής Υπηρεσίας του κράτους.  Ο αιτητής δεν μπορεί να μέμφεται την τυχόν ανοχή που επέδειξε η υπηρεσία του, για να δικαιολογήσει τις δικές του παραβάσεις.  Περαιτέρω, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου για παραβίαση της αρχής της ισότητας, επειδή οι καθ΄ ων  σε άλλες υποθέσεις επέβαλαν διαφορετικές ποινές, διότι στα νομικά σημεία της προσφυγής δεν εμπεριέχεται τέτοιος λόγος.  Αλλά και περαιτέρω, η κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της γεγονότα και δεν χωρεί εδώ συζήτηση για αναλογικότητα μεταξύ ποινών.

 

        Εν τέλει διαπιστώνεται ότι στην πειθαρχική δίωξη και επιβολή της ποινής στον αιτητή αναγνωρίστηκαν και ακολουθήθηκαν όλα τα δικαιώματα τόσο των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, όσο και εκείνων που εξασφαλίζονται στον κατηγορούμενο σε ποινική δίκη.  Όπως έχει αποφασιστεί στη Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690, όλες οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, αλλά και των δικαιωμάτων κατηγορουμένου σε ποινική δίκη, έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε πειθαρχική δίωξη.

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με  βάση το        Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο