ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 1506/2006)
12 Φεβρουαρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ.Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ρ. Μαππουρίδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. Αντωνίου-Χάματσου, για το Ενδ. Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ύστερα από δύο ακυρωτικές αποφάσεις και κατόπιν επανεξέτασης, επαναδιόρισε το ενδ. μέρος Παναγιώτη Κυριάκου στη μόνιμη θέση Διευθυντή Φυλακών (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής), αναδρομικά από 2.10.2002. Ο αιτητής, ο οποίος ήταν υποψήφιος για τη θέση, προσβάλλει το διορισμό του ενδ. μέρους που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 16.6.2006, αρ. γνωστοποίησης 3801.
Κατά την τελευταία ακυρωτική απόφαση, υπόθ. αρ. 561/2004, ημερ. 8.9.2005, κρίθηκε ότι,
«α) Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη σε σχέση με τα καθήκοντα του ενδιαφερόμενου προσώπου μετά την προαγωγή του σε Λοχία, τα οποία θεωρήθηκαν από την Ε.Δ.Υ. ως διοικητικού περιεχομένου. Περαιτέρω, δεν έγιναν γνωστά τα καθήκοντα του Ενδιαφερόμενου Μέρους κατά την περίοδο που υπηρετούσε υπό τις 26.10.1996 μέχρι 2.08.1998 στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ως Αξιωματικός Σύνδεσμος.
β) Παρόλο ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε επιτύχει στις γραπτές εξετάσεις, οι οποίες ήταν επιπέδου πολύ καλής γλώσσας, δεν είχε εξεταστεί σε προφορική εξέταση. Γι΄ αυτό η ΕΔΥ υπέβαλε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε προφορική εξέταση. Εχει όμως νομολογηθεί ότι η ΕΔΥ δεν διατηρεί τη δυνατότητα εξέτασης διερεύνησης για τη γνώση της γλώσσας στο στάδιο επανεξέτασης.»
Η ΕΔΥ στα πλαίσια της επανεξέτασης, συγκέντρωσε στοιχεία αναφορικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες που είχε το ενδ. μέρος ως μέλος της αστυνομίας τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης από 26.10.1996 μέχρι 2.8.1998 ως Αξιωματικός Σύνδεσμος της Αστυνομίας. Στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας, η ΕΔΥ επανεξέτασε τα προσόντα του ενδ. μέρους.
Η ΕΔΥ, στις 18.5.2006 συνεχίζοντας την επανεξέταση και υπό το φως του άρθρου 34Α των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2006 (Τροπ. Νόμος 96(1)/2006), έκρινε ότι, τόσο η προφορική εξέταση κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης όσο και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, θεωρούνται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνονται υπόψη, παρά το γεγονός ότι είχε αλλάξει η σύνθεση της Επιτροπής.
Η ΕΔΥ, κατόπιν γενικής αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, έκρινε ότι το ενδ. μέρος υπερείχε γενικά του αιτητή και αποφάσισε το διορισμό του στη θέση.
Η αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 18.5.2006 ότι «Με βάση τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου, η Επιτροπή έκρινε ότι η κρίση της Επιτροπής κατά την προφορική εξέταση, κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης, θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη έστω και αν η σύνθεση της Επιτροπής, στο μεταξύ, έχει αλλάξει» σαφώς δεν αναφέρεται στη δεύτερη ακυρωθείσα απόφαση, όπως ο αιτητής διατείνεται. Το ίδιο ισχύει και για τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή που δόθηκε κατά την πρώτη διαδικασία.
Όπως έχει ειπωθεί, η επανεξέταση έγινε μετά το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην Ευσταθίου ν. ΕΔΥ, υπόθ. αρ. 561/2004, ημερ. 8.9.2005, με βάση το νέο νομικό καθεστώς που προέκυψε στο μεταξύ με την τροποποίηση των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων (Τροπ. Ν. 96(1)/2006). Η ΕΔΥ, με βάση το άρθρο 34Α του νόμου ορθά έκρινε ότι τόσο η προφορική εξέταση όσο και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή αποτελούν μέρος της πραγματικής κατάστασης που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η πρώτη ακυρωθείσα απόφαση, Ευσταθίου ν. ΕΔΥ, υπόθ. αρ. 1028/2002, ημερ. 4.3.2004.
Η νομιμότητα της κρίσης της ΕΔΥ αναφορικά με την αρχική προφορική εξέταση, εξήλθε αλώβητη κατά τον αναθεωρητικό έλεγχο και συνεπώς η ΕΔΥ, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 34Α(3), ορθά την έλαβε υπόψη κατά την επανεξέταση. Για τον ίδιο λόγο, θεωρώ ότι ορθά λήφθηκε υπόψη κατά την επανεξέταση και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή αφού και αυτή (η σύσταση), αποτελούσε μέρος του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης. Βλ. άρθρο 34Α(6)(7).
Το θέμα της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, εξετάστηκε από την ΕΔΥ εξ υπαρχής. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 19.4.2006:
«Στη συνέχεια, η Επιτροπή ασχολήθηκε με τον κατοχή από μέρους του Κυριάκου της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφ. αρ. 561/04, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δε διατηρεί, στο στάδιο επανεξέτασης, τη δυνατότητα διερεύνησης για τη γνώση γλώσσας στον προφορικό λόγο και, ως εκ τούτου, κακώς ο Κυριάκου κλήθηκε σε σχετική προφορική εξέταση.
Η Επιτροπή, εξετάζοντας το θέμα εξ υπαρχής, έλαβε υπόψη ότι ο Κυριάκου είχε επιτύχει το 1992 σε εξετάσεις για την Αγγλική γλώσσα, μέσα στα πλαίσια προαγωγών στην Αστυνομία, το επίπεδο δε των εξεταστικών δοκιμίων που χρησιμοποιήθηκαν, σύμφωνα και με το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ήταν επίπεδο πολύ καλής γνώσης της εν λόγω γλώσσας.
Η Επιτροπή έκρινε ότι η επιτυχία στην εν λόγω εξέταση αποτελεί τεκμηρίωση κατοχής του προσόντος τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο και η απόφασή της αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι όλες οι εξετάσεις που διεξάγονται, είτε από την Επιτροπή είτε από Συμβουλευτικές Επιτροπές, για διαπίστωση κατοχής κάποιας γλώσσας σε διάφορα επίπεδα είναι μόνο γραπτές. Εξάλλου, και άλλες εξωτερικές εξετάσεις που θεωρούνται αποδεκτά τεκμήρια κατοχής κάποιας γλώσσας, όπως π.χ. G.C.E., είναι μόνο γραπτές.»
Όταν το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης μιας ξένης γλώσσας αυτό σημαίνει ότι η γνώση τεκμηριώνεται από την ευχέρεια χρήσης της συγκεκριμένης γλώσσας στον απαιτούμενο βαθμό, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Βλ. Θεοδοσιάδου ν. ΡΙΚ (2001) 3(Α) ΑΑΔ 143 και Επαμεινώνδας ν. ΡΙΚ (1998) 3 ΑΑΔ 376.
Στην προκείμενη περίπτωση αυτό που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο τα στοιχεία που η ΕΔΥ είχε ενώπιόν της κατά την επανεξέταση ήταν επαρκώς ικανοποιητικά για να τεκμηριώσουν την κατοχή του προσόντος της αγγλικής γλώσσας από το ενδ. πρόσωπο. Τα στοιχεία αυτά είναι:
· Οι Εβδομαδιαίες Διαταγές με αύξοντα αριθμό 20 ημερ. 27/7/92, στις οποίες δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων Προαγωγής Μορφωτικού Μέρους του 1992 στο βαθμό του Υπαστυνόμου - περιλαμβανόταν και το θέμα των Αγγλικών - και στους επιτυχόντες (σελ. 212) περιλαμβάνονταν και τα στοιχεία του Ε/Μ (Τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής με επιστολή ημερ. 26/3/2004 του Αναπληρωτή Αρχηγού της Αστυνομίας Χαράλαμπου Κουλέντη στα πλαίσια της προηγηθείσας επανεξέτασης.
· Το εξεταστικό δοκίμιο που χρησιμοποιήθηκε για το έτος 1992, στις αστυνομικές εξετάσεις Προαγωγής που παρακάθισε το Ε/Μ για σκοπούς προαγωγής του σε Υπαστυνόμο (Τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής με επιστολή ημερ. 18/3/2004 του Αναπληρωτή Αρχηγού της Αστυνομίας Χαράλαμπου Κουλέντη στα πλαίσια της προηγηθείσας επανεξέτασης.
· Η αξιολόγηση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 2/4/2004 αναφορικά με το εξεταστικό δοκίμιο του 1992 που χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς προαγωγής του Ε/Μ σε Υπαστυνόμο, σύμφωνα με την οποία, αυτό ανταποκρινόταν στο επίπεδο της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας. Τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής στα πλαίσια της προηγηθείσας επεναξέτασης.
Το επίπεδο των γραπτών δοκιμίων και ο βαθμός επιτυχίας των εξεταζόμενων δεν αποτέλεσαν προκαθορισμένο μέτρο τεκμηρίωσης του επιπέδου γνώσης της γλώσσας και συνεπώς η ΕΔΥ ορθά αναζήτησε στοιχεία και πληροφορίες προς τεκμηρίωση της κατοχής του συγκεκριμένου προσόντος. Η βεβαίωση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 2.4.2004 ότι το εξεταστικό δοκίμιο που είχε χρησιμοποιηθεί στις αστυνομικές εξετάσεις προαγωγών σε Υπαστυνόμο (στις οποίες το ενδ. μέρος παρακάθισε με επιτυχία), ανταποκρίνεται στο επίπεδο της πολύ καλής γνώσης αγγλικής γλώσσας, αποτελεί στοιχείο τεκμηρίωσης του απαιτούμενου βαθμού γνώσης της αγγλικής γλώσσας.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αναζήτηση και ο προσδιορισμός της σημασίας των στοιχείων τεκμηρίωσης του επιπέδου γνώσης μιας ξένης γλώσσας για το συγκεκριμένο σκοπό. Η εκτέλεση αυτού του καθήκοντος ανήκει στην ΕΔΥ, η οποία έχει και την ευχέρεια της επιλογής των μέσων για τη διαπίστωση της κατοχής των προσόντων. Η αναζήτηση της άποψης του Υπουργείου Παιδείας με αναφορά στο επίπεδο των εξεταστικών δοκιμίων κλπ, συνιστά ενέργεια η οποία εντάσσεται στα όρια του καθήκοντος της ΕΔΥ για διεξαγωγή δέουσας έρευνας προκειμένου να αποδώσει τη δέουσα σημασία στο επίπεδο των εξεταστικών δοκιμίων. Βλ. ΕΕΥ ν. Ζαμπόγλου (1997) 3 ΑΑΔ 270 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας κα (2004) 3 ΑΑΔ 481. Τα στοιχεία που κατά την κρίση της ΕΔΥ ήταν απαραίτητα για το συγκεκριμένο σκοπό, αξιολογήθηκαν δεόντως και ακολούθως η ΕΔΥ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Βλ. Stylianou & Another v. Republic (1988) 3(B) CLR 1007 και Συμεωνίδου κα ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 145.
Ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά επειδή η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα αναφορικά με το κατά πόσο το ενδ. μέρος κατείχε το προσόν της δεκαετούς τουλάχιστον διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση, είναι αβάσιμος. Προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης ότι η ΕΔΥ συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία αναφορικά με τη σταδιοδρομία του ενδ. μέρους στην αστυνομική δύναμη από το 1992 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο. Η διαπίστωση ότι το ενδ. μέρος κατείχε τουλάχιστο δεκαετή διοικητική πείρα όπως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, συνάδει με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η ΕΔΥ και η κρίση της επί του προκειμένου είναι ευλόγως επιτρεπτή. Η επέμβαση του Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η ΕΔΥ, ως το διορίζον όργανο, έχει εκφύγει από τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας.
Ο ισχυρισμός ότι κακώς λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση η σύσταση του Γενικού Διευθυντή και οι προφορικές συνεντεύξεις είναι κατά τη γνώμη μου αβάσιμος. Καθώς έχει ήδη ειπωθεί, τόσο η σύσταση όσο και οι προφορικές συνεντεύξεις παρέμειναν αλώβητες κατά τον αναθεωρητικό έλεγχο και συνεπώς νομίμως λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση. Βλ. Μαρία Μαυράκη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 681/00, ημερ. 11.3.2002.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.