ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 711/2007)
27 Ιανουαρίου, 2009
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
LOURDES MADO JESUDASAN,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Ξυψιτή (κα), για την Αιτήτρια.
Ε. Νεοφύτου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Αιτήτρια είναι από την Σρι-Λάνκα και αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 7.5.01 για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός με τον κ. Φώτη Βασιλείου, στο Δάλι. Στις 8.5.01 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παράταση της άδειας της και της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 3.5.04.
Επειδή ο κ. Φώτης Βασιλείου, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, ο γιος του κ. Σάββας Βασιλείου, με επιστολή του ημερ. 6.8.01 προς την Λειτουργό Μετανάστευσης ζήτησε όπως επιτραπεί στον πατέρα του να αντικαταστήσει την Αιτήτρια με άλλη εργοδοτούμενη από τη Βουλγαρία, η οποία θα ήταν νοσοκόμα και όπως επιτραπεί στον ίδιο να εργοδοτήσει την οικιακή βοηθό του πατέρα του. Στις 10.8.01 στάληκε απάντηση προς τον κ. Σάββα Βασιλείου με την οποία τον πληροφορούσε ότι το αίτημα του εγκρίθηκε.
Στις 14.8.01 η Αιτήτρια αποτάθηκε για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός με τον κ. Σάββα Βασιλείου και της παραχωρήθηκε άδεια εργασίας μέχρι τις 31.5.05. Η άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας της Αιτήτριας στη συνέχεια παρατάθηκε μέχρι 7.5.07.
Στις 10.10.06 ο εργοδότης της Αιτήτριας κατάγγειλε γραπτώς στο Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών στη Λευκωσία, ότι η Αιτήτρια, οικιακή βοηθός του, εξαφανίστηκε από το βράδυ της 8.10.06. Την ίδια μέρα, η Αιτήτρια μέσω του δικηγόρου της υπέβαλε γραπτό παράπονο προς το Υπουργείο Εργασίας σε σχέση με τον εργοδότη της. Την 31.10.06 το Υπουργείο Εργασίας εξέτασε το παράπονο της Αιτήτριας και αποφάσισε ότι αυτό δεν αποτελούσε εργατική διαφορά, ότι ο εργοδότης δεν παραβίασε του όρους απασχόλησης της, αλλά αντίθετα η Αιτήτρια ήταν εκείνη που παραβίασε το άρθρο 5(γ) και (δ) της Σύμβασης Απασχόλησης, εγκαταλείποντας το χώρο εργασίας της. Το Υπουργείο Εργασίας, εισηγήθηκε όπως η αλλοδαπή κληθεί να αναχωρήσει για την πατρίδα της.
Στις 17.4.07 οι καθ'ων η αίτηση 2 απέστειλαν επιστολή προς την Αιτήτρια, με την οποία την πληροφορούσαν ότι μετά από εξέταση του παραπόνου της από την Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών του Υπουργείου Εργασίας, αποφασίστηκε όπως διαταχθεί να αναχωρήσει από την Κύπρο εντός 15 ημερών, διαφορετικά θα ληφθούν μέτρα για την απομάκρυνση της.
Η Αιτήτρια με την προσφυγή της ζητά τρεις θεραπείες:-
(α) να κηρυχθεί άκυρη η πιο πάνω απόφαση της διοίκησης ημερ. 17.4.04, με την οποία η διοίκηση, όπως η ίδια ισχυρίζεται, αρνήθηκε να ανανεώσει την άδεια εργασίας της,
(β) να κηρυχθεί άκυρη η απόφαση της διοίκησης ημερ. 17.4.07 με την οποία την καλούσαν να εγκαταλείψει την Κύπρο, και
(γ) να κηρυχθεί εκπρόθεσμη η πιο πάνω απόφαση λόγω του ότι η Αιτήτρια είχε υποβάλει αίτηση για να αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, αλλά δεν έτυχε απάντησης.
Ο πρώτος λόγος ακύρωσης αφορά στον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι η απόφαση είναι παράνομη, ως ληφθείσα καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, και/ή είναι αποτέλεσμα πραγματικής πλάνης και/ή νομικής πλάνης. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι η Αιτήτρια εργάζεται στην Κύπρο πέραν των πέντε ετών. Ως γνωστό πλάνη περί τα πράγματα υπάρχει όταν το αποφασίζον όργανο είτε έλαβε υπόψη του ανύπαρκτα πραγματικά περιστατικά, είτε παρέλειψε να λάβει υπόψη του υφιστάμενα, τα οποία συνιστούν τις προϋποθέσεις σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία για την έκδοση μιας διοικητικής πράξης. Επίσης σύμφωνα με την πάγια νομολογία, το βάρος της απόδειξης αυτού του λόγου ακυρώσεως το έχει το μέρος που το επικαλείται.
Στην προκειμένη περίπτωση κατά την άποψη μου δεν τίθεται τέτοιο θέμα, αφού τα όσα επικαλείται η συνήγορος της Αιτήτριας δεν στοιχειοθετούν τον εν λόγω ισχυρισμό. Η διοίκηση σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, έχει ευρεία διακριτική εξουσία, ενώ το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο σε περιπτώσεις που η διοίκηση ενήργησε εκτός της διακριτικής ευχέρειας που είχε, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εδώ. Όπως προκύπτει από το φάκελο, ο λόγος που παραχωρήθηκε στην Αιτήτρια άδεια παραμονής στην Κύπρο ήταν για να εργαστεί. Σύμφωνα με το πόρισμα της αρμόδιας Επιτροπής Εξέτασης Εργατικών Διαφορών, το οποίο δεν αμφισβητείται από την Αιτήτρια, η εγκατάλειψη της εργασίας της, η οποία ήταν και ο λόγος παραχώρησης παραμονής της στην Κύπρο, δεν οφειλόταν σε εργατική διαφορά και γι' αυτό αποφασίστηκε από τους καθ'ων η αίτηση να μην της ανανεώσουν την άδεια παραμονής της. Τα ζητήματα εισόδου, παρουσίας και εργασίας αλλοδαπών στο έδαφος ενός κράτους συνιστούν εκδήλωση της άσκησης της εδαφικής κυριαρχίας του και το μόνο που μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αν υπήρξε παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας. (Βλ. Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, 2587, Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224, 226, 228, Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1479, Υπόθ. Αρ. 251/94/21.7.95, Levantis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2483, Karaliotas v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1701 και Sarkissian και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 35). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν διαπιστώνω ούτε υπέρβαση ούτε κατάχρηση εξουσίας. Η απόφαση της διοίκησης ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Επίσης προβάλλεται ο ισχυρισμός από τη συνήγορο της Αιτήτριας, ότι δεν προηγήθηκε της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης η δέουσα έρευνα ή οποιαδήποτε έρευνα. Περαιτέρω και σε συνάρτηση με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα. Η άποψη μου είναι ότι ούτε αυτοί οι λόγοι ακύρωσης ευσταθούν, αφού η Λειτουργός Μετανάστευσης, όπως φαίνεται και από το φάκελο της υπόθεσης, είχε ενώπιον της όλα τα αναγκαία στοιχεία, τα οποία και εκτίμησε ανάλογα. Όπως έχει νομολογηθεί, το Δικαστήριο υποκειμενικά δεν υπεισέρχεται στον τρόπο που η διοίκηση εκτιμά τα ενώπιον της γεγονότα, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, εκτός και αν η άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας δεν είναι καλόπιστη ή τα συμπεράσματα της δεν είναι εύλογα ή είναι το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. (Βλ. Republic v. Georgiades (1972) 3 CLR 594 και Atamaniuc v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω). Κάτι τέτοιο δεν διαπιστώνεται στην παρούσα περίπτωση.
Περαιτέρω, η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται ότι η απόφαση είναι παράνομη, ως αντίθετη με την αρχή της χρηστής διοίκησης και την αρχή της νομιμότητας, οι οποίες πρέπει να διέπουν τη δράση της διοίκησης. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός κατά την άποψή μου ευσταθεί, αφού με βάση τα στοιχεία του φακέλου οι καθ'ων η αίτηση άσκησαν την εξουσία τους μέσα στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας, καλόπιστα και σύμφωνα με το νόμο. Στην παρούσα περίπτωση, η Αιτήτρια όντως ενήργησε κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, αφού εξακολουθούσε να παραμένει εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, παράνομα, παρόλο που ο λόγος για τον οποίο της επιτράπηκε η παραμονή είχε εκλείψει από δική της υπαιτιότητα. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Reyes v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96:-
«Το Άρθρο 32 του Συντάγματος ρητά αναγνωρίζει δικαίωμα στη Δημοκρατία να ρυθμίζει ζητήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το δικαίωμα μιας χώρας να αρνείται είσοδο των αλλοδαπών αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας μιας χώρας. Αποτελεί ένα κυριαρχικό δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί εκτός με δεσμευτική σύμβαση. Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει τη διάρκεια της παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα περιέχει ωσαύτως, και το γνώρισμα της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
..........................
Δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείσει αλλοδαπούς είναι πολύ ευρεία, αλλά όχι απόλυτη. Υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια εξασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν αμφισβητεί περαιτέρω την απόφαση. Ένας αλλοδαπός, τηρουμένων οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που παρέχονται σε μια σύμβαση ή διμερή συνθήκη, δεν έχει δικαίωμα εισόδου στη χώρα. Το μόνο του δικαίωμα είναι η καλόπιστη εξέταση της αίτησής του για είσοδο στη χώρα.
Αναγνώριση οποιασδήποτε περαιτέρω υποχρέωσης εκ μέρους του κράτους θα ήταν ασυμβίβαστη με το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς. (Βλ. Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, 2587, Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224, 226, Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479, Levantis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2483, Karaliotas v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1701 και Sarkissian και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 35).
...................
Αναφορικά με το κατά πόσο η διοίκηση ασκεί τη διακριτικής της ευχέρεια καλόπιστα υπάρχει τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησής της το οποίο παραμένει έγκυρο εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο. (Βλ. Suleiman (πιο πάνω), σελ. 227).»
Τέλος η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως ή καθόλου αιτιολογημένη. Κατά την άποψη, ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί, αφού ναι μεν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι συνοπτική, αλλά η αιτιολογία της συμπληρώνεται από το φάκελο της υπόθεσης όπου διαφαίνονται όλα τα στοιχεία και γεγονότα στα οποία στηρίχθηκε η Λειτουργός Μετανάστευσης πριν προχωρήσει στην έκδοση της απόφασης της.
Τέλος, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απόφαση είναι αντίθετη με την οδηγία 2003/109/ΕΚ της 25ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το δικαίωμα υπηκόων τρίτων χωρών να αποκτήσουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Συγκεκριμένα το ζήτημα αυτό αφορά το άρθρο 3, εδάφιο (1) της Οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι «εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια κράτους μέλους», ενώ το εδάφιο 2 ορίζει ότι δεν εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπηκόων τρίτων χωρών των οποίων, μεταξύ άλλων, η άδεια διαμονής τους έχει επίσημα περιοριστεί.
Συγκεκριμένα, η περίπτωση της Αιτήτριας εμπίπτει στο εδάφιο (ε) του άρθρου 2, εφόσον η άδεια διαμονής της είχε «επίσημα περιοριστεί». Ο όρος έχει απασχολήσει την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Motilla v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 673/06, ημερ. 26.1.08 στην οποία αποφασίστηκε ότι οικιακές βοηθοί, όπως είναι η Αιτήτρια, εξαιρούνται του γενικού οφέλους που θα μπορούσαν να πάρουν δυνάμει του άρθρου 3. Κρίθηκε ότι η άδεια της συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων είναι επίσημα περιορισμένη. Αν και σ' εκείνη την υπόθεση, εξέφρασα διαφορετική άποψη, δεσμεύομαι από την απόφαση της πλειοψηφίας.
Με βάση τα πιο πάνω, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και θα πρέπει να επικυρωθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ