ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                        (Υποθ. αρ.451/2008)

 

30 Iανουαρίου, 2009

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΤΟΥΛΟΥΠΗ

                                                                          Αιτήτρια,

-και -

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

                                                                                    Καθ΄ης η αίτηση.

------------------------

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

K.Σταυρινός - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η αίτηση

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:    Η αιτήτρια αμφισβητεί την εγκυρότητα της προαγωγής της κας Παναγιώτας Παπαλοϊζου (στο εξής το «ενδιαφερόμενο μέρος») στη θέση του Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού, στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας από 15.12.2007 που έγινε με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

Η θέση Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας είναι θέση προαγωγής και η ΕΔΥ, ανταποκρινόμενη στο αίτημα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, που υποβλήθηκε με επιστολή ημερ. 2.11.2007, με στόχο την πλήρωση δύο κενών θέσεων, αποφάσισε στις 20.11.2007 να καλέσει σε συνεδρία το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. 

 

Στις 29.11.2007 η ΕΔΥ είχε επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.  Ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή, μεταξύ των υποψηφίων, που περιλαμβανόταν και η αιτήτρια, το ενδιαφερόμενο μέρος και κάποια Ελένη Δημητρίου, εναντίον της οποίας δεν υπάρχει προσφυγή. 

 

Η ΕΔΥ αποφάσισε να διορίσει τις δυο συστηθείσες, από το Διευθυντή, υπαλλήλους από 15.12.2007. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στις 18.1.2008.  Στις 24.3.2008 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή με την οποία, όπως ανέφερα πιο πάνω, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης της ΕΔΥ.

 

Προβάλλεται από την αιτήτρια ότι υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους όπως διαφαίνεται από τις ετήσιες εκθέσεις, στα πρόσθετα προσόντα, μη απαιτούμενα, αλλά και σε αρχαιότητα. 

 

 

Όπως παραδέχεται ο συνήγορος της αιτήτριας και αυτό άλλωστε αντιπροσωπεύει την ακριβή εικόνα που ξεπροβάλλει από τους ατομικούς φακέλους που τέθηκαν ενώπιον μου ως τεκμήρια, η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος την περίοδο 2002-2006, έχουν ταυτόσημη αξιολόγηση.  Εκκινώντας παλαιότερα και συγκεκριμένα από την περίοδο 2000-2002, η αιτήτρια εμφανίζεται να έχει μια οριακή υπεροχή που εξισούται, με 3 εξαίρετα περισσότερα από το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Το πανεπιστημιακό δίπλωμα Diplome Superieur d´Etutes Francaises και Licence De Sociologoie του πανεπιστημίου του Στρασβούργου, που διαθέτει η αιτήτρια σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος άνκαι, όπως είναι αποδεκτό, είναι πρόσθετο προσόν, μη απαιτούμενο, έχει, όπως τονίστηκε, την οριακή του σημασία. 

 

Από την αιτήτρια προβλήθηκε τέλος ότι με γνώμονα την ηλικία, έχει προβάδισμα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, λόγω αρχαιότητας.  Ταυτοχρόνως, είναι εισήγηση του συνηγόρου της αιτήτριας ότι υπήρχε και ουσιαστική αρχαιότητα αφού η αιτήτρια εισήλθε ενωρίτερα από το ενδιαφερόμενο μέρος τόσο στην κλίμακα Α4/5 όσο και στην Α7.

 

Η πιο πάνω υπεροχή της αιτήτριας δεν αντικατοπτρίζεται στη σύσταση του διευθυντή και συνεπώς καθίσταται άκυρη, επειδή, όπως προβλήθηκε από πλευράς της, αυτή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και είναι αναιτιολόγητη.  Ως κύριο στήριγμα της πιο πάνω εισήγησης αποτελεί το άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90 που απαιτεί, σε περίπτωση προαγωγής, όπως στην παρούσα,  την παροχή αιτιολογημένης συστάσεως του προϊσταμένου του τμήματος.  Δεν υπάρχει καμιά αιτιολογία εισηγήθηκε η αιτήτρια γιατί προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, ιδιαιτέρως δε, γιατί δεν συστήθηκε η ιδία, παρά μόνο έγινε απλή αναφορά των στοιχείων των φακέλων.  Ούτε, προστίθεται, μπορεί να γίνει επίκληση του περιεχομένου των φακέλων για την εξαγωγή της αναγκαίας αιτιολογίας αφού απαρίθμηση των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτούς καταδεικνύει την αντίθετη πορεία από την επιλεγείσα. 

 

Καταλήγοντας η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι η ύπαρξη πλάνης, που εντοπίζεται στην αναιτιολόγητη σύσταση του προϊσταμένου, επηρεάζει άμεσα και καταλυτικά την απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, αφού η σύσταση του προϊσταμένου, αποτελεί ουσιώδες συστατικό στοιχείο της τελικής απόφασης. 

 

Στην αντίπερα πλευρά ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας υπεραμύνθηκε την ορθότητα της αποφάσεως της ΕΔΥ τονίζοντας ότι δεν καταδείχθηκε έκδηλη υπεροχή από πλευράς αιτήτριας, η οποία έχει και το βάρος στοιχειοθέτησης μιας τέτοιας εισηγήσεως.  Με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον της Επιτροπής, είπε ο συνήγορος, η απόφαση ήταν έκδηλα επιτρεπτή.  Η δε υπάρχουσα αιτιολογία κρίνεται, κατά το συνήγορο, αρκούντως ικανοποιητική.

 

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η πολλές φορές η διαπιστωθείσα σωρευτική κατάταξη της πλειοψηφίας των δημοσίων υπαλλήλων ως «εξαίρετων», αναβαθμίζει, σε μείζονος σημασίας θέμα, την όποια μικρή ή ακόμη και οριακή διαφορά μπορεί να καταδειχθεί.  Ως προς το εύρος της αξίας των αξιολογικών εκθέσεων σχετική είναι η υπόθεση Γιαννούλα Κατσελλή ν. Δημοκρατίας ΑΕ68/2005 ημερ. 18.12.2007.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη τέτοιας διαφοράς, ως προς την απόδοση, που αντικατοπτρίζεται από τις ετήσιες αξιολογικές εκθέσεις, μεταξύ αιτήτριας και ενδιαφερόμενου μέρους τα 5 τελευταία χρόνια. Το σύνολο γης σταδιοδρομίας ενός υπαλλήλου, όπως και οι αξιολογήσεις του, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, είναι όμως φυσικό να δίδεται μεγαλύτερη σημασία στις τελευταίες υποθέσεις (βλ. Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662).  Στην προκείμενη περίπτωση ο κατάλογος που τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής, κάλυπτε τα τελευταία πέντε χρόνια.  Βρίσκω ότι ήταν ικανοποιητική περίοδος για την εξαγωγή των απαραίτητων συμπερασμάτων, ως προς την αξία των υποψηφίων.

 

Όπως σημείωσα πιο πάνω, η απόδοση των δύο είναι ταυτόσημη και αυτό επισημαίνεται στη σύσταση του διευθυντή του τμήματος και επαναλαμβάνεται στην απόφαση της ΕΔΥ.

 

Ως προς τα επιπλέον προσόντα και συγκεκριμένα το πανεπιστημιακό δίπλωμα το οποίο έχει η αιτήτρια, όπως είναι αποδεκτό από όλες τις πλευρές και επισημαίνεται και από το διευθυντή του τμήματος, δεν αποτελεί επιπρόσθετο προσόν.  Είναι μη απαιτούμενο, για σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας, και συνεπώς ορθώς δεν απετέλεσε παράγοντα που λήφθηκε υπόψη κατά το στάδιο της επιλογής αφού κρίθηκε ότι δεν ήταν συναφές με τα καθήκοντα της θέσης.  (βλ. Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας Α.Ε.48/06 ημερ. 14.10.2008).

 

Ως προς το θέμα της αρχαιότητας που επικαλείται η αιτήτρια όντως υπάρχει.  ΄Εχει, όπως καθιερώθηκε νομολογιακά μικρή σημασία αλλά αποκτά αξία  προσμετρώντας υπέρ ενός υποψηφίου για προαγωγή όταν όλα τα άλλα είναι ίσα.  βλ. Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας, (2001) 3 Α.Α.Δ. 105Η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκαν την ίδια ημέρα 8.11.1985 στη θέση του Κτηματολογικού Γραφέα. Η αιτήτρια είναι μεγαλύτερης ηλικίας συνεπώς αποκτά προβάδισμα εδραζόμενο στο στοιχείο της αρχαιότητας.  Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο το οποίο δέχεται και η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ότι δηλαδή η αιτήτρια είχε τοποθετηθεί στην κλίμακα Α4/5 προγενέστερα και επιπλέον τοποθετήθηκε στην κλίμακα Α7, οκτώ περίπου μήνες  πριν από το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

«Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν στην απόφαση καθώς και την παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια.»

 

Το πιο πάνω απόσπασμα αναφέρεται στο σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο του Π.Δ. Δαγτόγλου, 4η έκδοση, παρ.636, σχετική για το θέμα είναι η υπόθεση Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 259Η αιτιολογία πρέπει να είναι επαρκής και εντελώς πειστική έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της εγκυρότητας και της νομιμότητας της.  (βλ.Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας ΑΕ48/06 ημερ. 14.10.2008

 

Η Καθ΄ης η αίτηση στην απόφαση της για επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, έλαβε υπόψη της μεταξύ άλλων, τις συστάσεις του Διευθυντή.

 

Ο Διευθυντής του αρμοδίου τμήματος κτηματολογίου και χωρομετρίας πρότεινε για διορισμό τις τελικώς επιλεγείσες αναφέροντας: 

 

«οι συστεινόμενες, σε ό,τι αφορά την αξία ..... υπερέχουν ή είναι περίπου ίσες.»

 

        «΄Οσον αφορά την αρχαιότητα οι συστεισόμενες υπερέχουν όλες, πλην των υποψηφίων 1-9 (η αιτήτρια ήταν ο αριθμός 8) συγκρινόμενες όμως με αυτούς υπερέχουν ή δεν υστερούν σε αξία.»

 

Περαιτέρω τόνισε τα πιο κάτω:

 

«Ορισμένοι υποψήφιοι (όπως η αιτήτρια) διαθέτουν επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία όμως δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης .... δεν μπορώ να τους αποδώσω ουσιώδη βαρύτητα».

 

Ανάλογο περιεχόμενο αντικρίζουμε και στην απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, κατά το στάδιο της επιλογής, για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

«Επιλέγοντας τις Παπαλοϊζου Παναγιώτα και Δημητρίου Ελένη η επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτές είναι περίπου ίσες ή και υπερέχουν σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις με έμφαση σε αυτές των τελευταίων ετών στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα».

 

Περαιτέρω αναφέρει η απόφαση

 

«Επιπλέον η Επιτροπή σημείωσε ότι οι επιλεγείσες υστερούν σε αρχαιότητα έναντι των υποψηφίων με α/α 5-9, η οποία ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης, αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις οι μη επιλεγείσες υστερούν ή δεν υπερέχουν σε αξία.  Πέραν αυτών οι επιλεγείσες έχουν τη σύσταση του διευθυντή».

 

Και τέλος αναφέρεται στη σχετική απόφαση των καθ΄ων η αίτηση:

 

«Πέραν αυτών, η επιτροπή σημείωσε ότι οι υποψήφιοι με α/α 8... Κατέχουν πρόσθετα προσόντα μη σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και ως εκ τούτου έχουν περιθωριακή σημασία».

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η καταγραφείσα αιτιολογία της καθ΄ης η αίτηση για διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους ικανοποιεί, την υπάρχουσα νομοθετική υποχρέωση, για επαρκή και δεόντως αιτιολογημένη απόφαση,  δυνάμει του άρθρου 26(1) των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(1)/99.  Ταυτοχρόνως, εξετάζεται αν η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση είχε ως στόχο την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου, με βάση τα τρία νομοθετικά κριτήρια, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, όπως καθορίζονται στο άρθρο 35(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90.

 

Η αναγκαιότητα αιτιολόγησης εδράζεται στην ίδια τη φύση του κράτους δικαίου, που επιτρέπει σε κάθε υποκείμενο δικαίου, στην προκείμενη περίπτωση την αιτήτρια, να γνωρίζει το λόγο της μη επιλογής της και στο Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον δέοντα έλεγχο της ορθότητας της απόφασης του.  Στην υπόθεση Φανίδης ν. Αρχής Λιμένων ΑΕ60/06, ημερ. 22.9.2008, τονίστηκε ότι η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να είναι σαφής, έτσι ώστε να φαίνεται ο πραγματικός λόγος που οδήγησε στη λήψη της απόφασης.  Η επάρκεια κρίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Απλή αναφορά όσων λήφθηκαν υπόψη δεν είναι ικανοποιητική.  Τονίζεται δε περαιτέρω στην ίδια υπόθεση, ότι πρέπει να καταδεικνύεται από την ίδια την απόφαση τι είναι εκείνο που έλαβε υπόψη του το διορίζον όργανο.  Γενική αναφορά ότι είναι καταλληλότερο πρόσωπο, ένας διορισθείς, δεν αποτελεί επαρκή αιτιολόγηση.  Βλ. επίσης την υπόθεση Μαραθεύτη ν. Δημοκρατίας ΑΕ2/06, ημερ. 14.1.2008

 

Στην προκείμενη περίπτωση η χρήση των λέξεων είναι «ίσες ή και υπερέχουν σε αξία» είναι γενικές και αόριστες χωρίς ιδιαίτερο προσδιορισμό τι ήταν αυτό που καθόρισε τη διαφοροποίηση ως προς την αξία των δύο υποψηφίων.  Ως προς την αρχαιότητα που παραδέχεται η Επιτροπή ότι υπάρχει προς όφελος της αιτήτριας, εδραζόμενη στην ηλικία, τονίζεται ότι «οι μη επιλεγείσες υστερούν ή και δεν υπερέχουν σε αξία.»

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω είναι έκδηλο ότι στην κρινόμενη απόφαση της Επιτροπής των Καθ΄ων η αίτηση δεν υπάρχει ούτε ειδική ούτε πλήρης αλλά ούτε και επαρκής αιτιολογία, όπως απαιτείται στην υπόθεση Ζωδιάτης που ανέφερα πιο πάνω.  Συνεπώς, τεκμηριώνεται η μη νόμιμη αιτιολογία.  Όπως τονίζεται στο σύγγραμμα Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου (ΙΙ) του Ε.Σπηλιωτόπουλου 12η έκδοση στη σελ.141 η αναγραφόμενη «αιτιολογία» εξετάζεται κατά τρόπο λογικό με βάση την κοινή πείρα και αντίληψη, συνδυαζόμενη με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, και τον επιδιωκόμενο σκοπό του δημοσίου συμφέροντος. 

 

Το πιο κάτω απόσπασμα, που αναφέρει η Παπαδοπούλου, Δ. στην υπόθεση Φανίδης (ανωτέρω), βρίσκω ότι αποδίδει με μεγάλη σαφήνεια και επάρκεια την υποχρέωση της διοίκησης, για πλήρη αιτιολόγηση μιας απόφασης, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετώ.

 

«Είναι καλά νομολογημένο ότι  η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να είναι σαφής, έτσι ώστε να φαίνεται ο πραγματικός λόγος που οδήγησε στη λήψη της απόφασης.  Η επάρκεια, βέβαια, της αιτιολογίας κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης.  Απλή αναφορά όσων η διοίκηση έλαβε υπόψη της δεν αρκεί.  Με κάθε εκτίμηση προς τον αδελφό μας Δικαστή, δε συμμεριζόμαστε την άποψή του.  Κρίνουμε ότι η αιτιολογία που δίδεται δεν είναι επαρκής, αφού ούτε από το πρακτικό του Συμβουλίου αλλά ούτε και από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει τι είναι εκείνο που έλαβε υπόψη του το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο καθιστούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη, σε σύγκριση με τον εφεσείοντα, καταλληλότερα για διορισμό.  Η γενική αναφορά ότι, με βάση τα ουσιώδη στοιχεία, τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι καταλληλότερα και η επανάληψη των προβλεπόμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούμενων προσόντων, τα οποία, άλλωστε, πληροί και ο εφεσείων, δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία.  Το Συμβούλιο είχε καθήκον να αιτιολογήσει γιατί τα ενδιαφερόμενα μέρη, συγκριτικά με τον εφεσείοντα, ήταν καταλληλότερα».

 

Συνακόλουθα με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις μου βρίσκω ότι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 18.1.2008, πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και συνεπώς ακυρώνεται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος.

 

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1700 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση

 

 

                                                                                   Κ.Παμπαλλής, Δ.

 

 

/ΜΑ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο