ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Hawai Hotels Ltd ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4 ΑΑΔ 2835
Λευκαρίτη Δέσπω Tάκη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 309
Yiannakis Bros Hotels Ltd ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 4 ΑΑΔ 476
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2268/2006)
26 Ιανουαρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Κ. Χατζηπιέρας, για τον Αιτητή.
Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Προς αναθεώρηση τίθεται η απόφαση των καθ΄ ων (και συγκεκριμένα του Τμήματος Οδικών Μεταφορών), όπως κοινοποιήθηκε στον αιτητή διά επιστολής ημερ. 11.9.06, η οποία περιείχε απόφαση για μη έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής καθώς και απαγόρευση της μεταβίβασης του οχήματος υπ΄ αρ. KHK 166, λόγω του ότι δεν είχαν καταβληθεί οι τελεωνειακοί δασμοί από τον αιτητή.
Τα συνοπτικά γεγονότα που οδήγησαν στην πιο πάνω απόφαση έχουν ως εξής. Το όχημα εισήχθηκε μεταχειρισμένο από εταιρεία στη Λεμεσό, πωλήθηκε δε σε κάποιο Michael Philip Kelly, στρατιωτικό των Αγγλικών Βάσεων Ακρωτηρίου, υπό το καθεστώς συνιδιοκτησίας με τη Λαϊκή Τράπεζα Λτδ και χωρίς την καταβολή τελωνειακών δασμών, δεδομένου ότι ως στρατιωτικός αυτός δικαιούτο πλήρης απαλλαγής από τους δασμούς. Το σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής ημερ. 17.3.04 που εξέδωσε εκ μέρους των καθ΄ ων η Δέσπω Τοφαλλή (Παράρτημα Ι στην ένσταση), αναγράφει την ένδειξη «πλήρης απαλλαγή» έναντι του στοιχείου «Τελωνειακός Δασμός». Στη συνέχεια εκδόθηκαν νέα πιστοποιητικά εγγραφής στις 28.5.04, 1.6.04 και άλλα δύο πιστοποιητικά εγγραφής στις 3.6.04, από τη λειτουργό των καθ΄ ων Κατερίνα Μιλτιάδους (Παράρτημα ΙΙ), στα οποία έναντι της σχετικής ένδειξης για τους τελωνειακούς δασμούς αναγραφόταν η λέξη «καταβλήθηκε». Στις 5.3.05, ο Kelly υπέγραψε με τον αιτητή τη σχετική δήλωση μεταβίβασης του οχήματος προχωρώντας στη μεταβίβαση αυτού στις 21.3.05 με την πληρωμή των σχετικών μεταβιβαστικών τελών (Παράρτημα ΙΙΙ). Την ίδια εκείνη ημέρα, δηλαδή, στις 21.3.05 ο Kelly είχε μεταβιβάσει ατελώς στην απόλυτη κυριότητα του το όχημα με προσυπογραφή της Λαϊκής Τράπεζας Λτδ. Στις 29.5.06, όταν ο αιτητής αποτάθηκε με σχετική υπεύθυνη δήλωση του ότι είχε απωλέσει το πιστοποιητικό εγγραφής, ζητώντας την έκδοση αντιγράφου (Παράρτημα V), οι καθ΄ ων διαπίστωσαν από το μηχανογραφικό τους σύστημα ότι υπήρχαν περιορισμοί για κάθε πράξη που οφείλονταν στη μη καταβολή των αναλογούντων τελωνειακών δασμών για το όχημα. Ακολούθησαν επιστολές του δικηγόρου του αιτητή που καλούσαν τους καθ΄ ων να αποσύρουν τον περιορισμό, καθιστώντας αυτούς υπεύθυνους για τυχόν ζημία του αιτητή διότι προτίθετο να μεταβιβάσει το όχημα διά πωλήσεως, οπότε και οι καθ΄ ων απάντησαν με την επίδικη επιστολή.
Αποτελεί τη θέση του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση υποδηλώνει αντιφατική ενέργεια εκ μέρους της διοίκησης, είναι αντίθετη με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικούμενου προς αυτή, στερείται αιτιολογίας, στηρίχθηκε σε πλάνη, λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης διότι δεν δόθηκε το δικαίωμα στον αιτητή να ακουστεί προηγουμένως, ενώ είναι και αντίθετη με το κατοχυρωμένο συνταγματικό δικαίωμα του αιτητή να απολαμβάνει και να διαθέτει οποιαδήποτε κινητή περιουσία. Ο αιτητής προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι όταν αγόρασε το όχημα από τον Kelly αυτός ενεργούσε με καλή πίστη θεωρώντας ότι οι τελωνειακοί δασμοί είχαν πληρωθεί όπως άλλωστε παρουσιαζόταν και στο πιστοποιητικό εγγραφής ημερ. 21.3.05, αντίγραφο του οποίου κατέθεσε ως Παράρτημα 2 στην αίτηση. Επομένως εξαναγκάζεται ο αιτητής προκειμένου να μεταβιβάσει το όχημα να καταβάλει εκ νέου τους τελωνειακούς δασμούς «πληρώνοντας» έτσι ο ίδιος το λάθος της διοίκησης, η οποία και είχε εκδώσει σε ανύποπτο χρόνο τίτλο ιδιοκτησίας στον οποίο φαινόταν η καταβολή και η πληρωμή των δασμών.
Στη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής προβάλλει σωρεία ερωτημάτων σε σχέση με την όλη λανθασμένη ενέργεια της διοίκησης και ότι οι καθ΄ ων δεν προέβηκαν σε δέουσα έρευνα πριν λάβουν την επίδικη απόφαση. Περαιτέρω, προβάλλει ερωτήματα σε σχέση με διάφορους αριθμούς που φαίνονται στα πιστοποιητικά διερωτούμενος κατά πόσο αυτοί οι αριθμοί αποτελούν απόδειξη της πληρωμής των δασμών, ενώ διερωτήθηκε ως προς τη σκοπιμότητα της χειρόγραφης σημείωσης που φαίνεται στην απορριπτική απάντηση του διευθυντή των καθ΄ ων προς την επιστολή του δικηγόρου του αιτητή, που, με βάση τα γεγονότα της ένστασης των καθ΄ ων, ανήκει στον Επιθεωρητή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, Χρυσόστομο Μανώλη, ότι μίλησε τηλεφωνικά με κάποιο Μαυρουδή του Τμήματος Τελωνείων. Σειρά ερωτημάτων επίσης καταγράφηκαν και σε σχέση με τη χρονική στιγμή της ένθεσης των περιορισμών, πώς και γιατί ούτε ο Kelly, ούτε ο αιτητής ειδοποιήθηκαν σε οποιοδήποτε στάδιο γι΄ αυτούς τους περιορισμούς και αν όντως υπήρχε πρόβλημα, γιατί στις 21.3.05 κατά τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας επ΄ ονόματι του αιτητή, το σχετικό πιστοποιητικό ανέγραφε ότι οι δασμοί είχαν καταβληθεί. Εν πάση περιπτώσει σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ο αιτητής ενεργούσε με καλή πίστη έχοντας στα χέρια του το μοναδικό επίσημο στοιχείο, δηλαδή, τον τίτλο ιδιοκτησίας στον οποίο φαινόταν ότι ο Kelly ήταν ο ιδιοκτήτης του οχήματος και οι δασμοί είχαν καταβληθεί. Η δράση της διοίκησης προκαλεί απορίες, η απόφαση της είναι αναιτιολόγητη και υπάρχει στην ουσία ανάκληση διοικητικής πράξης αντίθετα προς τη δική της αρχική ενέργεια, με αποτέλεσμα να υπάρχει και πλάνη περί τα πράγματα.
Οι καθ΄ ων αντίθετα εισηγούνται επί τη βάσει των πιο πάνω γεγονότων ότι οι καθ΄ ων ανακάλεσαν στην ουσία την αρχική τους πράξη καλόπιστα όμως, αποκαθιστώντας έτσι την πραγματική κατάσταση πραγμάτων εφόσον η επιβάρυνση του οχήματος με την υποχρέωση καταβολής των δασμών είναι νόμιμη, ιδιαίτερα εφόσον εδώ δεν έχει διαρρεύσει χρόνος που δεν ήταν εύλογος υπό τις περιστάσεις, έστω και αν πρόκειται για ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης, που είχε όμως ευμενή αποτελέσματα για το διοικούμενο. Υπό το φως αυτών των δεδομένων δεν τίθεται ζήτημα ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας της διοίκησης, ούτε και παραβιάζεται η αρχή της καλής πίστης εφόσον η διοίκηση δεν είναι δυνατό να αποδέχεται την μη καταβολή των νομίμων τελών για τη μεταβίβαση οχήματος. Με αποδοχή του γεγονότος ότι η έκδοση των πιστοποιητικών εκείνων στα οποία εμφαίνετο ότι οι δασμοί είχαν καταβληθεί ήταν συνεπεία λάθους, παραμένει αναντίλεκτο ότι δεν είχαν πληρωθεί οι δασμοί. Το λάθος διαπιστώθηκε όταν ο αιτητής αιτήθηκε να λάβει αντίγραφο του πιστοποιητικού εγγραφής οπότε και ενημερώθηκε αμέσως. Στο τέλος της ημέρας, κατά τη θέση των καθ΄ ων, η διαφορά του αιτητή είναι χρηματική και θα πρέπει να τη διευθετήσει με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του οχήματος δηλαδή, τον Kelly καταβάλλοντας όμως προς τη διοίκηση τους σχετικούς τελωνειακούς δασμούς.
Υπό το φως της ολότητας των δεδομένων στην υπό κρίση περίπτωση, κρίνεται ότι η επίμαχος απόφαση δεν πάσχει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Πρόκειται για απόφαση στη βάση της εκ των υστέρων διαπίστωσης λανθασμένης αντίληψης ως προς το πραγματικό γεγονός της καταβολής των οφειλομένων τελωνειακών δασμών. Η απόφαση μπορεί να αποτιμηθεί ως ανεξάρτητη απόφαση και αυτοτελής στη θεμελίωση της, εφόσον δεν αναφέρεται ευθέως και δεν ανακαλεί το ισχύον πιστοποιητικό εγγραφής προς όφελος του αιτητή. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» α΄ Έκδ., σελ. 179, πράξη αυτοτελής που περατώνει μια κατάσταση πραγμάτων δεν είναι ανάκληση, αλλά εντελώς νέα πράξη. Από την άλλη όμως (και έτσι θεωρήθηκε από τους διαδίκους και επ΄ αυτού επικεντρώθηκε η σχετική επιχειρηματολογία), η μη έκδοση του αντιγράφου του πιστοποιητικού εγγραφής, έμμεσα ανακαλεί τη νομική κατάσταση του αιτητή, εφόσον υπήρξε έμμεση ανάκληση της «αναγνώρισης» από τη διοίκηση, μέσω των εκδοθέντων πιστοποιητικών εγγραφής μετά τις 17.3.04, ότι είχαν πληρωθεί οι αναγκαίοι δασμοί. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτοπούλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος 1, 12η Έκδ. σελ. 191, παρ. 174, υποσημείωση 16:
«Το ανακλητικό αποτέλεσμα δεν είναι ανάγκη να διατυπώνεται ρητά στην ανακλητική πράξη, αλλά μπορεί να προκύπτει έμμεσα από αυτήν.»
Είτε στη βάση αυτοτελούς πράξης, είτε στη βάση ανάκλησης, η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει. Δεν υπάρχει διαφορετική εκτίμηση των πραγμάτων επειδή απλώς η διοίκηση μετέβαλε αντίληψη των δεδομένων που υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξης, οπότε και θα αποκλειόταν η ανάκληση της επωφελούς προς τον αιτητή διοικητικής πράξης. Αντίθετα, ουδέποτε υπήρξε νόμιμη ατομική διοικητική πράξη από την οποία ο αιτητής απέκτησε δικαιώματα. Δεν υπήρξε με άλλα λόγια αναγνώριση της ατέλειας του οχήματος κατά τη μεταβίβαση του στον αιτητή, ως αποτέλεσμα διερεύνησης και απόφασης της αρμόδιας αρχής, οπότε και θα υπήρχε πράγματι προκύψαν όφελος προς τον αιτητή. (Σπηλιωτόπουλου - ανωτέρω - σελ. 192 παρ. 175). Τα όσα ερωτήματα προβάλλει ο συνήγορος του αιτητή προς επισήμανση των πράξεων ή παραλείψεων των καθ΄ ων δεν έχουν θέση στη διαδικασία του αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ούτε και υποβλήθηκε αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας ή διευκρίνισης στοιχείων, ώστε να εξεταστεί κατά πόσον μια τέτοια οδός θα ήταν επιτρεπτή προς τυχόν διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων. Όπως είναι γνωστό το Δικαστήριο στην αναθεωρητική του διαδικασία ελέγχει τη νομιμότητα της πράξης και δεν διαπιστώνει το ίδιο τα γεγονότα, ούτε και προβαίνει σε κρίση επί τυχόν αντικρουόμενων θέσεων. Κριτήριο πάντοτε είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. (Yiannakis Bros Hotels ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 4 Α.Α.Δ. 476 και Δέσπω Λευκαρίτη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 309). Δεν εφαρμόζονται εδώ τα όσα λαμβάνονται στο αντιπαραθετικό σύστημα, στο ευρύτερο αστικό και ποινικό δίκαιο. (Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835).
Στην όψη όμως των πραγμάτων όπως προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους (Τεκμ. «Α» και «Β» κατά τις διευκρινίσεις), κατά την έκδοση του πιστοποιητικού εγγραφής ημερ. 28.5.04, που είναι το πρώτο στο οποίο αναφέρεται ότι οι δασμοί είχαν καταβληθεί, οι καθ΄ ων διαπίστωσαν λάθος από λειτουργό τους κατά το στάδιο που το όχημα πέρασε στην κυριότητα του Kelly αμέσως μετά την εισαγωγή του μέσω εταιρείας στη Λεμεσό, και προτού το όχημα στη συνέχεια ενεχυριαστεί στη Λαϊκή Τράπεζα Λτδ όπως δείχνουν τα πιστοποιητικά εγγραφής που ακολουθούν κατά χρονολογική σειρά, ήτοι, τα με ημερ. 1.6.04 και 3.6.04. Το προφανές λάθος εύλογα προκύπτει από τα όσα παρουσιάζονται ως στοιχεία στο διοικητικό φάκελο του οχήματος όπου από το ιστορικό αβίαστα αποκαλύπτεται ότι ο Kelly υπέβαλε την 1.3.04 αίτηση στο σχετικό έντυπο για «importation/acquisition of Duty and VAT free vehicle», ως Άγγλος στρατιωτικός δυνάμει του Annex C, Section 11(6) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης. Υπό το φως της έγκρισης που δόθηκε την ίδια ημέρα, εισήχθηκε το όχημα και κατά ακολουθία το σχετικό εκδοθέν πιστοποιητικό εγγραφής ημερ. 17.3.04, ορθά έφερε την ένδειξη «Πλήρη Απαλλαγή». Το όχημα είχε εγγραφεί επ΄ ονόματι του Kelly και της Λαϊκής Τράπεζας Λτδ, στη βάση αίτησης για εγγραφή ημερ. 16.3.04, αφού πιστοποιήθηκε στις 15.3.04, η καταλληλότητα του, στο δε σχετικό έντυπο, αναγραφόταν επίσης ότι υπήρχε πλήρης τελωνειακή απαλλαγή στη βάση του Κωδικού 07.03.
Παρουσιάζεται επομένως και έτσι απορρέει και από τη σχετική έκθεση γεγονότων που περιέχεται στο Τεκμ. «Α», ότι σε χρόνο λίγο περισσότερο από δύο μήνες και χωρίς να είναι σαφές πώς και γιατί προέκυψε ζήτημα ανάγκης έκδοσης νέων πιστοποιητικών, εκδόθηκαν στη συνέχεια πιστοποιητικά που πάλι έδειχναν την ιδιοκτησία να ανήκει στον Kelly και στη Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (τα τρία από τα τέσσερα πιστοποιητικά), χωρίς όμως να έχει μεσολαβήσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να αλλοίωνε το καθεστώς της ατέλειας. Το λάθος επομένως εντοπίζεται από αυτή την έκδοση των νέων πιστοποιητικών και όταν στη συνέχεια στις 21.3.05, ο Kelly το μεταβίβασε εξ ολοκλήρου πάνω του και την ίδια ημέρα το μεταβίβασε στον αιτητή, το λάθος αποτυπώθηκε και στο πιστοποιητικό που εκδόθηκε πλέον προς όφελος του αιτητή.
Τα πιο πάνω αναφέρονται όχι διότι το καθεστώς της δασμολογικής ατέλειας αμφισβητείται από τον ίδιο τον αιτητή, ο οποίος και δέχεται ότι δεν πλήρωσε ο ίδιος τον τελεωνειακό δασμό (σελ. 14 παρ. 8 της γραπτής αγόρευσης), αλλά για να διαφανεί ότι διαπιστώθηκε όντως λάθος από τη διοίκηση. Για τον ισχυρισμό του κ. Χατζηπιέρα, ότι οι δασμοί πιθανόν να είχαν πληρωθεί στο μεταξύ από τον ίδιο τον Kelly, έπρεπε να ζητηθεί και προσαχθεί σχετική μαρτυρία, εφόσον οι καθ΄ ων έλαβαν τη θέση ότι οι δασμοί δεν είχαν καταβληθεί, γεγονός αποδεκτό και από τον αιτητή ότι τουλάχιστον ο ίδιος δεν κατέβαλε δασμούς, προς διερεύνηση των συνθηκών αλλαγής του καθεστώτος της ατέλειας.
Εφόσον το μόνο που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου είναι οι διοικητικοί φάκελοι, οι οποίοι αποτελούν και τη μόνη πηγή πληροφόρησης, έπεται ότι όπως αναφέρεται και πάλι στον Σπηλιωτόπουλο - ανωτέρω - σελ. 193-4 παρ. 177:
«... επιτρέπεται ελεύθερα η ανάκληση των παρανόμων ή πλημμελών ατομικών ή ατομικών γενικού περιεχομένου ... διοικητικών πράξεων ..».
Και ότι:
«Παράνομες ή πλημμελείς στην προκείμενη περίπτωση είναι οι διοικητικές πράξεις που πάσχουν από ακυρότητα και οι οποίες αν προσβάλλονταν με αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή θα ακυρώνονταν. Η ανάκληση χωρεί μόνο για λόγους νομιμότητας και όχι για διαφορετική εκτίμηση των ιδίων πραγματικών περιστατικών ... εκτός αν συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος ... Περιλαμβάνονται δε στις πράξεις αυτές και εκείνες που έχουν εκδοθεί κατά πλάνη περί τα πράγματα ... Δηλαδή, βάσει προφανώς εσφαλμένης αντίληψης (που προκύπτει από αδιαμφισβήτητα στοιχεία του φακέλου) για την συνδρομή των πραγματικών δεδομένων τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση της εκδόσεως τους.»
Πλάνη, σύμφωνα και με το Δαγτόγλου - πιο πάνω - σελ. 179-180, θεωρείται ότι υπάρχει όποτε υπάρχει εσφαλμένη αντίληψη ως προς «... την ύπαρξη ή μη ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων της διοικητικής πράξεως ..», όπως, για παράδειγμα την έγκριση δανείου σε πρόσωπο το οποίο εσφαλμένα θεωρεί ως πολύτεκνο ή θύμα πολέμου ή σεισμόπληκτο.
Επομένως, αντίθετα προς τα όσα ο συνήγορος του αιτητή υποστηρίζει στην αγόρευση του, ότι δηλαδή, οι καθ΄ ων ενήργησαν κατ΄ αντίθεση με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και κατ΄ αντιφατικό τρόπο ερχόμενο σε αντίθεση με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη στη διοίκηση, οι καθ΄ ων ενήργησαν ακριβώς στα πλαίσια της αποκατάστασης της νομιμότητας που επιβάλλει στη διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης πράξης, (Δαγτόγλου - πιο πάνω - σελ. 180, στοιχείο αρ. 2), καθώς και στα πλαίσια της επαναφοράς της δημόσιας τάξης, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για φορολογικές, δασμολογικές και άλλες τελωνειακές υποχρεώσεις του διοικούμενου προς το κράτος. Ήταν, με άλλα λόγια, υποχρέωση των καθ΄ ων να επαναφέρουν τα πράγματα στην ορθή νομική και πραγματική τους κατάσταση.
Τα λαμβανόμενα στην περίπτωση γεγονότα είναι από πλευράς διοίκησης απλά και στο τέλος της ημέρας και αποδεκτά από τον ίδιο τον αιτητή. Οι τελωνειακοί δασμοί δεν καταβλήθηκαν σε σχέση με το συγκεκριμένο όχημα. Παρέλκουν λοιπόν τα όσα εξαντλητικά αναφέρονται στην αγόρευση περί των αρχών της δέουσας έρευνας για να διαπιστωθεί αν πράγματι πληρώθηκαν ή όχι οι δασμοί και πώς και γιατί τα επόμενα της 17.3.04, πιστοποιητικά έφεραν διαφορετική ένδειξη ως προς την καταβολή των δασμών. Η έρευνα, όπως εξάγεται από τους διοικητικούς φακέλους, ήταν επαρκής και οι καθ΄ ων, όπως προκύπτει ιδιαίτερα από το Τεκμ. «Α», διερεύνησαν και από το Τελωνείο τη σχετική πτυχή του ζητήματος. Παρεμβάλλεται εδώ, βεβαίως, ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της συγκεκριμένης απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 11.9.05 και δεν ενσωματώνει οποιαδήποτε άλλη που δεν αναφέρεται καν στο αιτητικό. Λανθασμένη είναι λοιπόν η ένθεση στον τίτλο και του Τμήματος Τελωνείων το οποίο βεβαίως δεν έκδωσε κάποια διοικητική πράξη η οποία να προσβάλλεται. Και δεν πρόκειται για σύνθετη διοικητική ενέργεια εφόσον, όπως και ο τίτλος της αίτησης αναφέρει, το Τμήμα Οδικών Μεταφορών και το Τμήμα Τελωνείων ανήκουν σε δύο διαφορετικά ανεξάρτητα Υπουργεία.
Τέλος, είναι θεμελιωμένο ότι η παράνομη διοικητική πράξη που έχει επιφέρει ευμενείς επιπτώσεις στο διοικούμενο, (αν έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί η μη νόμιμη καταβολή οφειλής των δασμών), μπορεί να τύχει ανάκλησης εντός ευλόγου χρόνου. (Hawaii Hotels Ltd ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835). Όπως αναφέρεται και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 201-202, η ανάκληση παρανόμων πράξεων είναι γενικώς επιτρεπτή, εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος κρίνεται αναλόγως της περιστάσεως, λαμβανομένων υπόψη των όλων συνθηκών, καθώς και τη σημασία και το μέγεθος των επελθούσων συνεπειών, την αξίωση τρίτων καλόπιστων ατόμων, αλλά βέβαια και την καθαυτή χρονική απόσταση μεταξύ της πράξης και της ανάκλησης της. Η πάροδος του ενάμισυ περίπου έτους εδώ, δεν είναι παράλογη και εν πάση περιπτώσει το θέμα ανέκυψε όταν ο αιτητής ζήτησε την έκδοση αντιγράφου του πιστοποιητικού εγγραφής. Άλλωστε, εδώ, στην ουσία πρόκειται για επαναφορά της δημόσιας τάξης και η άρνηση της διοίκησης να εκδώσει το αντίγραφο οφειλόταν στο δημόσιο συμφέρον, αυτό δηλαδή της καταβολής των νενομισμένων τελωνειακών δασμών. Στην Αλεξάνδρος Σολέας και Υιος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803 λέχθηκε ότι:
«... η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάκληση όπου η παράνομη διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον.»
Έπειτα, το άρθρο 51(2) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, που δεν επιτρέπει στη διοίκηση να επικαλείται τις δικές της παραλείψεις αγνοώντας μια ευνοϊκή για τον διοικούμενο κατάσταση πραγμάτων, συναρτά το ζήτημα με την πάροδο αρκετού χρόνου αφενός (που δεν είναι εδώ η περίπτωση), και, αφετέρου, με τη «συναγωγή των ωφελημάτων και νόμιμων συνεπειών» που απορρέουν προς τον διοικούμενο. Δεν έχουν επέλθει βέβαια νόμιμες συνέπειες προς τον αιτητή, διότι δεν είναι δυνατό να θεωρείται «νόμιμη» η συνέπεια της αποφυγής καταβολής των δασμών. Στα γεγονότα της υπόθεσης, οι καθ΄ ων δεν εξαπάτησαν ή ταλαιπώρησαν τον αιτητή χωρίς λόγο, ως αναφέρει το εδάφιο (1) του άρθρου 51 του ίδιου Νόμου. Ο αιτητής θα πρέπει ενδεχομένως να αναζητήσει ευθύνες από τον Kelly, ο οποίος κατά τη μεταβίβαση του οχήματος στον αιτητή φαίνεται δεν ανέφερε οτιδήποτε, παρά το ότι ο ίδιος γνώριζε ότι εισήχθηκε το όχημα και ενεγράφη επ΄ ονόματι του ατελώς.
Όσον αφορά τη θέση ότι έπρεπε ο αιτητής να είχε ειδοποιηθεί εκ των προτέρων για να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί πριν οι καθ΄ ων αρνηθούν την έκδοση του αντιγράφου, όπως ορθά παρατηρεί η συνήγορος των καθ΄ ων στη δική της αγόρευση, το θέμα είναι πραγματικό και από τη στιγμή που διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν καταβληθεί οι δασμοί, καμιά ενημέρωση δεν θα επηρέαζε τα δεδομένα. Τα δικαιώματα του αιτητή δεν έχουν ποσώς επηρεαστεί, εφόσον δεν είχαν πράγματι πληρωθεί οι δασμοί. Στην ουσία δεν απέκτησε δικαιώματα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ