ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 780
18 Σεπτεμβρίου, 2008
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΘΩΜΑΣ ΘΟΥΠΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 336/2007)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Η απαίτηση της εξειδίκευσης των λόγων ακυρώσεως στο δικόγραφο της Αιτήσεως ακυρώσεως ― Περιστάσεις της παραβίασής της, στην κριθείσα περίπτωση.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Διορισμοί ― Η απαιτούμενη αιτιολογία και η βαρύτητα των συνεντεύξεων ― Περιστάσεις της νόμιμης διεξαγωγής και συνυπολογισμού των συνεντεύξεων, στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Επανεξέταση διοικητικής πράξης, μετά τη δικαστική ακύρωσή της ― Ο περιορισμός των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται κατά της επανεξέτασης σύμφωνα με τη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι η καθυστέρηση στη συμμόρφωση, δεν επηρέασε το κύρος της επανεξέτασης στην εξετασθείσα υπόθεση.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση του αναδρομικού διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους, στη θέση εγκληματολόγου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι κάθε διάδικος πρέπει με τις γραπτές προτάσεις του να εκθέτει τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται με πλήρη αιτιολογία. Ο αιτητής εν προκειμένω, προβάλλει γενικά και αόριστα στην αίτηση ακυρώσεως, ότι η απόφαση «ελήφθη κατά κατάχρησιν και/ή καθ' υπέρβασιν εξουσίας και/ή είναι αποτέλεσμα πραγματικής πλάνης και/ή νομικής πλάνης και/ή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα» και περαιτέρω, ότι η απόφαση «. είναι αντίθετη προς τις παραδεδεγμένες αρχές του Δημόσιου Δικαίου και/ή της Νομολογίας και/ή με τις αρχές του Φυσικού Δικαίου», χωρίς να τα συσχετίζει όλα αυτά με συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης και να εξειδικεύει ζήτημα προς εξέταση.
2. Αυτό που έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, ήταν οι συνεντεύξεις. Η βαθμολόγηση από το κάθε μέλος της Επιτροπής ξεχωριστά και οι λόγοι αξιολόγησης που καταγράφηκαν στο ειδικό έντυπο αξιολόγησης, τόσο για τον αιτητή όσο και για το ενδιαφερόμενο μέρος, αποτελούν ικανοποιητική αιτιολογία.
3. H βαρύτητα του κριτηρίου των συνεντεύξεων δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο στην προηγούμενη προσφυγή και ο αιτητής δεν άσκησε έφεση προκειμένου να εξεταστεί. Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση της Ολομέλειας στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, ο αιτητής δεν μπορεί να επανέρχεται και να εγείρει το θέμα αυτό με την παρούσα προσφυγή. Πρόκειται εξάλλου για θέση πρώτου διορισμού με οργανωτικά και σημαντικά καθήκοντα, όπου η προσωπικότητα των υποψηφίων ενέχει σημασία, οπότε η αποτίμηση του κριτηρίου των συνεντεύξεων με 30 μονάδες, δεν θεωρώ ότι είναι υπερβολική.
4. Η ταχεία διαδικασία για την ολοκλήρωση της λήψης και επικύρωσης της επίδικης απόφασης, ασφαλώς δεν μπορεί να πλήξει το κύρος της προηγηθείσας ουσιαστικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, η οποία είναι πλήρης και διαφανής.
5. Η κωλυσιεργία και η δυστροπία της Διοίκησης να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, αντίκειται σε συνταγματική επιταγή και επικρίνεται από τη νομολογία.
Εδώ, παρατηρήθηκε πράγματι καθυστέρηση στην επαναφορά του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση που κατείχε πριν την ακύρωση. Ωστόσο, υπήρξε, έστω και τυπική συμμόρφωση μέχρι τη λήψη της επίδικης απόφασης και συνεπώς δεν προκύπτει λόγος ακύρωσης της επίδικης διαδικασίας κατά την επανεξέταση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Θούπου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 70/03, ημερ. 23.2.2006,
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,
Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203.
Προσφυγή.
Κ. Λοΐζου, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Σ. Χαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας, ημερ. 20/11/06, να επαναδιορίσει αναδρομικά από 2.12.02, μετά από επανεξέταση, το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακή Λαμπριανίδου στη θέση εγκληματολόγου στην Αστυνομία, στη συνδυασμένη θέση Υπαστυνόμου κλ. Α9+1, Ανώτερου Υπαστυνόμου Κλ.Α10 και Αστυνόμου Β΄ Κλ.Α12.
Ο αρχικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Θούπου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 70/2003, ημερ. 23.2.06 για παντελή έλλειψη αιτιολογίας εφόσον δεν μπορούσαν να ελεγχθούν οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο Προσλήψεων προέβη στις επιμέρους βαθμολογίες και ακολούθως στην τελική βαθμολογία. Η επανεξέταση έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής (η Επιτροπή), η οποία συστάθηκε δυνάμει νεότερου νομοθετικού πλαισίου δηλαδή του Άρθρου 17Α του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν.73(Ι)/04. Εφαρμόζοντας το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου και σύμφωνα με το περιεχόμενο της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, η Επιτροπή διεξήγαγε νέα προφορική εξέταση των υποψηφίων που κρίθηκαν από το τότε αρμόδιο Συμβούλιο Προσλήψεων ως προσοντούχοι. Για την αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, η Επιτροπή έθεσε τα πιο κάτω υποκριτήρια:
«- Ικανότητα έκφρασης μέχρι 3 μονάδες
- Αυτοπεποίθηση/Αυτοέλεγχος μέχρι 3 μονάδες
- Εμφάνιση μέχρι 3 μονάδες
- Εντύπωση ως προς την κρίση του υποψηφίου μέχρι 3 μονάδες
- 1η Ερώτηση σε θέματα συναφή με τη θέση μέχρι 6 μονάδες
- 2η Ερώτηση σε θέματα συναφή με τη θέση μέχρι 6 μονάδες
- 3η Ερώτηση Γενικών Γνώσεων μέχρι 6 μονάδες»
Για τη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων, υιοθέτησε τα κριτήρια και τις μονάδες που είχε θέσει το Συμβούλιο κατά την πρώτη εξέταση, ήτοι,
«Ακαδημαϊκά προσόντα (0 - 50)
Μεταπτυχιακά (0 - 10)
Προσόντα - Πείρα (0 - 10)
Συνέντευξη (0 - 30)»
Η βαθμολογία που έδωσε το κάθε μέλος της Επιτροπής καταχωρήθηκε σε ειδικό έντυπο αξιολόγησης και στη συνέχεια υπολογίστηκε ο μέσος όρος. Η απόδοση του αιτητή στη συνέντευξη, βαθμολογήθηκε 17,40 ενώ του ενδιαφερόμενου μέρους 26. Τα ακαδημαϊκά προσόντα και τα μεταπτυχιακά και των δυο αποτιμήθηκαν με 50 και 10 μονάδες αντίστοιχα ενώ για την πείρα δεν έλαβαν μονάδες. Στην τελική κατάταξη πρώτευσε το ενδιαφερόμενο μέρος αφού συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό μονάδων και κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής, επελέγη από τον Αρχηγό Αστυνομίας. Η επίδικη απόφαση αφού εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές ημερ. 20.11.06.
Ο αιτητής προβάλλει ως πρώτο λόγο ακύρωσης ότι η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε κατά την επανεξέταση είναι παράτυπη και αντίθετη με τη νομολογία. Λέγει συναφώς ότι οι καθ' ων δεν περιορίστηκαν στην εξέταση του λόγου ακύρωσης που ήταν η έλλειψη αιτιολογίας αλλά προχώρησαν σε μια εξαρχής νέα διαδικασία. Αυτό που ουσιαστικά ισχυρίζεται, είναι ότι η διαδικασία εξετράπη των ορίων του δεδικασμένου. Είναι η θέση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι τέτοιος λόγος δεν καλύπτεται από τα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως και δεν μπορεί να εξεταστεί, ισχυρισμός που έμεινε αναπάντητος από την πλευρά του αιτητή.
Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι κάθε διάδικος πρέπει με τις γραπτές προτάσεις του να εκθέτει τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται με πλήρη αιτιολογία.
Στο Ευρετήριο Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ετών 1971-1975, κάτω από τον τίτλο "Απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως ελλείψει λόγου ακυρώσεως" αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Αίτησις ακυρώσεως μη ....διαλαμβάνουσα συγκεκριμένον τινά και επαρκώς προσδιωρισμένον λόγον ακυρώσεως πλήττοντα το κύρος της προσβαλλόμενης πράξεως είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως. 3138/73.»
Στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 αναφέρθηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Το ακόλουθο απόσπασμα άπτεται του θέματος που εξετάζεται:
«Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης. (Βλ. Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(E) 3834, Abdolali Kadivari v. Δημοκρατίας (1992) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2924, αποφασίστηκε στις 28.8.92, και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4(Α) Α.Α.Δ. 289)».
Ο αιτητής προβάλλει γενικά και αόριστα στην αίτηση ακυρώσεως ότι η απόφαση «ελήφθη κατά κατάχρησιν και/ή καθ' υπέρβασιν εξουσίας και/ή είναι αποτέλεσμα πραγματικής πλάνης και/ή νομικής πλάνης και/ή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα» και περαιτέρω, ότι η απόφαση «. είναι αντίθετη προς τις παραδεδεγμένες αρχές του Δημόσιου Δικαίου και/ή της Νομολογίας και/ή με τις αρχές του Φυσικού Δικαίου», χωρίς να τα συσχετίζει όλα αυτά με συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης και να εξειδικεύει ζήτημα προς εξέταση. Η έκθεση όμως των νομικών σημείων αποσκοπεί όπως με τα πιο πάνω φαίνεται, στον προσδιορισμό συγκεκριμένων λόγων ακυρώσεως που εξειδικεύονται με τις αγορεύσεις. Εδώ δεν προκύπτει ο λόγος παραβίασης του δεδικασμένου από τα νομικά σημεία που αναφέρονται στην αίτηση ακυρώσεως, τα οποία χαρακτηρίζονται ως αόριστα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης. Δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένη πλημμέλεια κατά τη διαδικασία λήψης της διοικητικής απόφασης που να παραπέμπει στον προβαλλόμενο ως πρώτο λόγο ακύρωσης. Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος που δεν καλύπτεται δικογραφικά, είναι απορριπτέος.
Στη συνέχεια ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση είναι προϊόν πραγματικής και νομικής πλάνης. Υποστηρίζει ότι συμπληρώνει 156 ώρες «μεταπτυχιακών σπουδών» και ότι υπερέχει καταφανώς σε αυτό το κριτήριο. Σύμφωνα με το Παράρτημα Α, πρόκειται απλά για ώρες σεμιναρίων συναφών με τα καθήκοντα της θέσης που δεν μπορούν όμως να εξισωθούν με μεταπτυχιακό προσόν ή τίτλο, ούτε μπορούσαν να εκτιμηθούν ως πρόσθετο προσόν για να επαυξήσουν τη βαθμολογία του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Εξάλλου τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος διέθεταν M.A. in Criminal Justice και μάλιστα από το ίδιο κολλέγιο για το οποίο πιστώθηκαν με το σύνολο των μονάδων που προβλέπονταν για τα «μεταπτυχιακά».
Αναφορικά με την πείρα εύλογα κρίθηκε ότι κανένας από τους δυο δεν διέθετε πενταετή ικανοποιητική πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που να εμπίπτει στην παρ.(ε) του Σχεδίου Υπηρεσίας ως πλεονέκτημα. Σύμφωνα με το πρακτικό ημερ. 2.11.06 (Παράρτημα 15 στην ένσταση) είχε προαποφασισθεί ότι μόνο όποιος συμπλήρωνε πείρα πέντε ετών θα πιστωνόταν με 10 μονάδες. Τα στοιχεία που αναλύουν την πείρα του αιτητή, Παράρτημα Β της αγόρευσής του, εύλογα κρίθηκε πως δεν ήταν αρκετά ώστε στο σύνολό τους να ικανοποιούν την προηγούμενη διάρκεια πείρας στον τομέα της εγκληματολογίας. Οι καθ' ων η αίτηση σχολιάζουν στο έντυπο αξιολόγησης ότι ο αιτητής «διαθέτει περιορισμένη πείρα στην εγκληματολογία».
Αυτό που έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν οι συνεντεύξεις. Η βαθμολόγηση από το κάθε μέλος της Επιτροπής ξεχωριστά και οι λόγοι αξιολόγησης που καταγράφηκαν στο ειδικό έντυπο αξιολόγησης τόσο για τον αιτητή όσο και για το ενδιαφερόμενο μέρος αποτελούν ικανοποιητική αιτιολογία. Με τα καταγεγραμμένα σχόλια που αφορούν τόσο στη γενική εικόνα όσο και στο επίπεδο των απαντήσεων που δόθηκαν από τους υποψηφίους στις τρεις επιμέρους ερωτήσεις, θεωρώ ότι οι καθ' ων συμμορφώθηκαν με την ακυρωτική απόφαση. Ως προς την απόδοση 30 μονάδων στο κριτήριο των συνεντεύξεων, αυτές είχαν ήδη προκαθορισθεί από την προηγούμενη διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Τα ποσοστά κάθε κριτηρίου αποτελούσαν ένα αποκρυσταλλωμένο δεδομένο αναφορικά με το οποίο δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε πλημμέλεια με την ακυρωτική απόφαση. Συνεπώς ορθά η Επιτροπή τα υιοθέτησε.
H βαρύτητα του κριτηρίου των συνεντεύξεων δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο στην προηγούμενη προσφυγή και ο αιτητής δεν άσκησε έφεση προκειμένου να εξεταστεί. Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση της Ολομέλειας στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, ο αιτητής δεν μπορεί να επανέρχεται και να εγείρει το θέμα αυτό με την παρούσα προσφυγή. Πρόκειται εξάλλου για θέση πρώτου διορισμού με οργανωτικά και σημαντικά καθήκοντα, όπου η προσωπικότητα των υποψηφίων ενέχει σημασία, οπότε η αποτίμηση του κριτηρίου των συνεντεύξεων με 30 μονάδες δεν θεωρώ ότι είναι υπερβολική.
Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, αποτελεί προϊόν προκατάληψης εναντίον του και άνισης μεταχείρισης. Προβάλλει ως επιχείρημα ότι η απόφαση επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους ελήφθη από τον Αρχηγό Αστυνομίας, εγκρίθηκε από τον αρμόδιο Υπουργό και δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές την ίδια ημέρα. Η ταχεία διαδικασία για την ολοκλήρωση της λήψης και επικύρωσης της επίδικης απόφασης ασφαλώς δεν μπορεί να πλήξει το κύρος της προηγηθείσας ουσιαστικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής η οποία είναι πλήρης και διαφανής. Σχετικά με τον ισχυρισμό περί προκατάληψης, ο αιτητής λέγει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν άμεσα με την ακυρωτική απόφαση η οποία εκδόθηκε στις 23.02.06. Ο Αρχηγός Αστυνομίας μόλις στις 13.11.06 και αφού είχε ήδη ξεκινήσει η διαδικασία επανεξέτασης αποφάσισε όπως «από τις 15.11.06, ο διορισμός του πιο πάνω μέλους ακυρωθεί αναδρομικά από τις 2.12.02». Ο διοικητικός φάκελος περιέχει απάντηση του Αρχηγού της Αστυνομίας προς τον δικηγόρο των καθ' ων (Κυανούν 366 στο Τεκμήριο Α) που βεβαιώνει ότι η Λαμπριανίδου συνέχισε να εργάζεται και να πληρώνεται κανονικά μέχρι τον επαναδιορισμό της. Η κωλυσιεργία και η δυστροπία της Διοίκησης να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου αντίκειται σε συνταγματική επιταγή και επικρίνεται από τη νομολογία μας. Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203. Στο σύγγραμμα «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» του Α.Ι Τάχου 6η έκδοση αναφέρεται σχετικά:
«Πραγματικά, όπως έχει κριθεί οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, που δεν συμμορφώνεται προς ακυρωτική απόφαση ή που στηρίζεται στην μη συμμόρφωση της, αντίκειται στην διάταξη του Άρθρου 95 § 5 του Συντάγματος και έτσι είναι ακυρωτέα (ΣΕ 504, 1028/1993). Η άρνηση όμως της Διοίκησης να συμμορφωθεί προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (Άρθρο 45 § 4, ΠΔ 18/1989) και έτσι δεν προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης (λ.χ. ΣΕ 1806/1990).
..........................
4. Ειδικότερα, η συμμόρφωση σημαίνει ότι η Διοίκηση έχει υποχρέωση (Άρθρο 50 § 4, ΠΔ 18/1989, Άρθρο 198 § 1, ΚΔΔικ):
(1) Να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη νομικώς την ακυρωθείσα διοικητική πράξη, αναδρομικά...
..........................
(i) να προβεί σε όλες τις ενέργειες που προβλέπει ο νόμος και τις περιγράφει
(ii) μέσα στον «απαιτούμενο» χρόνο. δεν ορίζει τον χρόνο ως εύλογο αλλά ως «απαιτούμενο».
(iii) ο «απαιτούμενος» χρόνος «μπορεί να προσδιορισθεί και με πραγματογνωμοσύνη».
Σε περίπτωση κατά την οποία θα παρέλθει ο χρόνος («Μετά την άκαρπη πάροχο του χρόνου αυτού..»), οι σχετικές πράξεις θα είναι παράνομες και θα υπόκεινται «άνευ άλλου τινός σε ακύρωση».»
Εδώ, παρατηρήθηκε πράγματι καθυστέρηση στην επαναφορά του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση που κατείχε πριν την ακύρωση. Ωστόσο, υπήρξε, έστω και τυπική συμμόρφωση μέχρι τη λήψη της επίδικης απόφασης (Εβδομαδιαίες Διαταγές ημερ. 13/11/06 Βλ. Παρ. του Παρ. 3 στην ένσταση), και συνεπώς δεν προκύπτει λόγος ακύρωσης της επίδικης διαδικασίας κατά την επανεξέταση.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.