ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 4 ΑΑΔ 575

17 Ιουλίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 2329/2006)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΣΕΜΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Aρ. 181/2007)

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΙΘΑΡΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 2329/2006, 181/2007)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύνθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, κατά την επανεξέταση απόφασης προαγωγών, που ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση ― Δεν έπασχε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις ― Υιοθέτηση του σκεπτικού της Πιλλάς κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 Α.Α.Δ. 520.

Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική απόφαση ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική απόφαση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

(Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.)

Η προσφυγή αρ. 2329/06 απορρίπτεται με έξοδα. Η προσφυγή αρ. 181/07 επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μytides ν. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,

Paschalis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897,

Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037,

Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 956,

Κόρτας κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 67,

Στυλιανού κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 308,

Πιλλάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 4 Α.Α.Δ. 520,

Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275.

Προσφυγή.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Aιτητή στην Υπόθεση Αρ. 2329/2006.

Α. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, για τον Aιτητή στην Υπόθεση Αρ. 181/2007.

Δ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αρχική απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ημερομηνίας 23.9.04, για προαγωγή της Ανδρούλας Γεττίμη-Χριστοδούλου (η ενδιαφερόμενη) στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Αεροπορικών Μεταφορών και Αερολιμένων, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, προσβλήθηκε με τις προσφυγές των Παναγιώτη Χατζηγιασεμή και Γρηγόρη Πιθαρά και ακυρώθηκε (βλ. Προσφυγές Αρ. 1144/2004 και 1170/2004, ημερομηνίας 20.6.06). Κατά την επανεξέταση προάχθηκε η ίδια και επίσης οι ίδιοι συνυποψήφιοί της, με ξεχωριστές προσφυγές που συνεκδικάστηκαν, προσβάλλουν το κύρος της απόφασης που λήφθηκε, ημερομηνίας 17.10.06.

Είναι ο κοινός ισχυρισμός των αιτητών στις δυο προσφυγές, ο οποίος ως εκ της φύσης του πρέπει να εξεταστεί πρώτος, πως πάσχει η σύνθεση της Ε.Δ.Υ..  Το μέλος της Ε.Δ.Υ. Α. Κενεβέζος λόγω ασθενείας απουσίαζε κατά την αρχική συνεδρία όταν διεξάχθηκε προφορική εξέταση και λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση και, κατά την επανεξέταση, ακριβώς δεν έλαβε μέρος «λόγω απουσίας του κατά την εξέταση του θέματος στην προηγούμενη συνεδρία». Κατά την εισήγηση, αυτή η σκόπιμη μη συμμετοχή του Α. Κενεβέζου, προς περίσωση της προφορικής εξέτασης που έγινε, ήταν παράνομη κατά τις αρχές που τέθηκαν στις Μytides ν. Republic (1988) 3 C.L.R. 737, Paschalis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897, Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, Μάριος Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 956, Κώστας Κόρτας κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 67 και Μιχάλης Στυλιανού κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 308. Όπως υποστηρίζουν, το νόμιμο θα ήταν να είχε συμμετάσχει ο Α. Κενεβέζος και, βεβαίως, να αγνοηθούν οι προφορικές εξετάσεις και να διεξαχθούν νέες.

Εξέτασα παρόμοιο θέμα στην Κυριάκος Πιλλάς κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 Α.Α.Δ. 520.  Εκεί δεν επρόκειτο για επανεξέταση όπως εν προκειμένω, και σημειώνω κατ' αρχάς την πρόνοια του Άρθρου 21(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) στην οποία δεν αναφέρθηκαν τα μέρη:

«Αν μεταξύ του χρόνου που εκδόθηκε ακυρωθείσα πράξη και του χρόνου της επανεξέτασης δεν επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στη σύνθεση* του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, στην επανεξέταση και στη λήψη νέας απόφασης καλούνται τα μέλη του που μετείχαν στη συνεδρία κατά την οποία λήφθηκε η πράξη που ακυρώθηκε».

Επαναλαμβάνω, όμως και τις σκέψεις μου στην πιο πάνω προσφυγή αναφορικά με τη γενικότερη τοποθέτηση του θέματος. Η επισήμανση των καθ' ων η αίτηση πως δεν έχουμε εδώ αλλαγή στη συγκρότηση είναι από κάθε άποψη κρίσιμη και καταλήγω πως δεν έπασχε η σύνθεση της Ε.Δ.Υ..  Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

«Δεν έχουμε εδώ αλλαγή στη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν τα ίδια από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν προέκυπτε συναφώς ανάγκη συμμετοχής από τέτοια άποψη και αυτό είναι το πρώτο δεδομένο. Το δεύτερο είναι πως η συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την οποία έγιναν οι αρχικές προφορικές εξετάσεις, ήταν νόμιμη. Οπότε εκείνες οι προφορικές εξετάσεις απέβησαν νόμιμο στοιχείο κρίσης. Ορθά είδαν οι αιτητές πως εάν επρόκειτο να συμμετάσχει ο Π. Πούρος στη νέα συνεδρία, μετά την εκ νέου παραπομπή του θέματος από την Ε.Δ.Υ. στη Συμβουλευτική Επιτροπή, εκείνες οι προφορικές εξετάσεις θα έπρεπε να αγνοηθούν. Δεν θα μπορούσε να ήταν στοιχείο κρίσης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής με σύνθεση που θα περιλάμβανε και μέλος που δεν είχε τότε συμμετάσχει. Ούτε και θα ήταν δυνατή η διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης της Σολωμή από σύνθεση διαφορετική από εκείνη που έκαμε τις πρώτες. Οπότε, κατ' ανάγκη, αν ήταν ορθή η εισήγηση των αιτητών, θα έπρεπε, όπως άλλωστε και ρητά υποστήριξαν, να είχαν γίνει νέες προφορικές εξετάσεις για όλους. Θα ήταν ορατά, νομίζω, τα αδιέξοδα αλλά και η απομάκρυνση από τη λογική του πράγματος αν αυτή θα έπρεπε να ήταν η πορεία. Ουσιαστικά δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιήσει προφορική εξέταση η Συμβουλευτική Επιτροπή παρά το ότι, βρισκόμενη σε απαρτία, μπορεί να συνεδριάσει νόμιμα, όταν ένα μέλος της δεν μπορεί εκείνη την ημέρα, είτε επειδή βρίσκεται σε άδεια είτε επειδή ασθενεί είτε για άλλο λόγο, να συμμετάσχει. Αυτό αφού, εφόσον θα προέκυπτε, για κάποιο λόγο, ανάγκη νέας συνεδρίας, στην οποία θα έπρεπε να κληθεί και το μέλος που τότε απουσίαζε, θα έπρεπε οι προφορικές εξετάσεις να αγνοηθούν για να γίνουν νέες και ούτω καθ' εξής. Και επισημαίνω  την όχι σπάνια περίπτωση οι προφορικές εξετάσεις να μην είναι δυνατό να διεξαχθούν όλες την ίδια μέρα, ενόψει του μεγάλου αριθμού των υποψηφίων.

Κρίνω πως πράγματι το ζήτημα τέμνεται από το Άρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/99 το οποίο βεβαίως αντανακλά τη νομολογία μας πάνω στο θέμα. [Βλ. συναφώς τη Vivardi v. Τhe Vine Products Council (1969) 3 C.L.R. 486 και Μytides (ανωτέρω)]. Η διαδικασία για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Η περαιτέρω αναφορά του Άρθρου 22 στην ανάγκη επανάληψης της διαδικασίας και της συζήτησης που προηγήθηκε, εκτός αν η προηγούμενη συνεδρία ασχολήθηκε με πρoκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη που λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα, δεν αφορά σε περίπτωση όπως η παρούσα.  Δεν έχουμε εδώ διαδικασία ή συζήτηση που μπορεί να επαναληφθεί. Και, πάντως, δεν έχουμε στοιχεία για τα οποία είναι δυνατό να γίνει ενημέρωση. Η αδυναμία συμμετοχής σε προφορική εξέταση που είναι το θέμα μας σημαίνει αδυναμία συμμετοχής οριστικής ως προς εκείνο το θέμα που είναι ενιαίο, ανεξάρτητα από το αν συμπληρώνεται την ίδια μέρα ή σε περισσότερες μέρες, όπως και στην παρούσα υπόθεση ουσιαστικά έγινε. Προσθέτω πως το Άρθρο 22 αναφέρεται σε διαδικασία που παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες, σε σχέση, όμως με συζήτηση και ενόψει απόφασης για ορισμένο θέμα. Η απόφαση του Κραμβή, Δ., στην Κρινούλα Ευσταθίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1111/06, ημερομηνίας 8.11.07 αφορούσε σε παρόμοιο θέμα και συμφωνώ με την κατάληξή της πως δεν έπασχε η σύνθεση εξ αιτίας της συνέχισης της μη συμμετοχής του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. αφού δεν του ήταν δυνατό να είχε συμμετάσχει στην πρώτη. Εκεί που δεν μπορώ να συμφωνήσω είναι η παρατήρηση πως η νομολογία μας, εν πολλοίς αυτή που προανέφερα, κατέληξε διαφορετικά «επί παρόμοιων γεγονότων, χωρίς να είχε δει τις επιπτώσεις από τη θεμελιακή πρόνοια του Άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99. Όπως προσπάθησα να εξηγήσω, η παρούσα διαφέρει ουσιωδώς από τις πιο πάνω υποθέσεις. Επίσης καταγράφω την επιφύλαξή μου αναφορικά με το χαρακτηρισμό της μη συμμετοχής του μέλους που απουσίαζε στη νέα συνεδρία, στην οποία θα συνεχίζονταν οι προφορικές εξετάσεις, ως «επιτρεπτής». Αν υπονοείται πως θα μπορούσε και να επιλέξει συμμετοχή, με συνακόλουθο τη δημιουργία ανάγκης επανάληψης όλων των συνεντεύξεων, δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω. Θα μετατρεπόταν έτσι το ζήτημα της διατήρησης ή μη των προφορικών εξετάσεων ως στοιχείου κρίσης σε ζήτημα επιλογής, αναλόγως. Η εισήγηση πως δεν ήταν νόμιμη η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν ευσταθεί».

Ως προς τον Π.  Χατζηγιασεμή η αρχική απόφαση ακυρώθηκε επειδή η Ε.Δ.Υ. είχε παραλείψει να ασχοληθεί και δεν αξιολόγησε το μεταπτυχιακό του προσόν. Ως ακολούθως:

«Ένας από τους λόγους που εγείρει ο Χατζηγιασεμής είναι και ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή παρέλειψε να ασχοληθεί και αξιολογήσει το μεταπτυχιακό του προσόν. Είναι αλήθεια ότι σ' αυτό αναφορά γίνεται μόνο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ενώ η Ε.Δ.Υ. δεν φαίνεται να απασχολήθηκε με το θέμα.

Από το ενώπιόν μου υλικό, αλλά και από την αιτιολογία που δόθηκε, φαίνεται ότι οι διαφορές, αν υπάρχουν, μεταξύ του Χατζηγιασεμή και του ενδιαφερόμενου μέρους, είναι οριακές. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει συμβολικά του αιτητή ως προς την αρχαιότητα, αφού η διαφορά περιορίζεται στην ηλικία, ενώ στη συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής αξιολογήθηκε ελαφρά ψηλότερα. Σημειώνεται ακόμα πως στις αξιολογήσεις, τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκαν ισάξιοι. Στην αξία εν όψει της συμβολικής, θα έλεγα, διαφοράς μεταξύ των δύο υποψηφίων, παρατηρείται ισότητα. Έτσι, η αξιολόγηση του μεταπτυχιακού του Χατζηγιασεμή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού δεν γνωρίζουμε με ποιο τρόπο θα επηρέαζε την απόφαση της Επιτροπής αν λαμβανόταν υπ' όψιν. Το μεταπτυχιακό δεν προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά από την άλλη θα έπρεπε η Επιτροπή να το αξιολογήσει και να αποφασίσει κατά πόσο αυτό ήταν σχετικό ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης».

Κατά την επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με το μεταπτυχιακό προσόν του Π. Χατζηγιασεμή αλλά έκρινε πως, ενώ είναι σχετικό με τα καθήκοντα της νέας θέσης, δεν μπορούσε να ανατρέψει την απόφασή της για επιλογή της ενδιαφερόμενης.  Ως ακολούθως:

«Τέλος, η Επιτροπή καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφασή της δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο υποψήφιος Χατζηγιασεμής Παναγιώτης, που δεν επιλέγηκε, είναι κάτοχος Postgraduate Diploma in Business Administration, από το Stirling University, το οποίο, παρόλο που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και ως εκ τούτου, του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα και συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε ότι το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να  ανατρέψει την απόφασή της για επιλογή της Χριστοδούλου-Γεττίμη. Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση της, καθοδηγούμενη και από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η προφορική εξέταση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα. Ενδεικτικά, παρατίθεται η απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Σαββίδη κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 69, στη σελ. 73, όπως αναφέρεται ότι:

'Η θέση είναι διευθυντική, ψηλά στην ιεραρχία και εφόσον είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής η προφορική εξέταση ήταν σημαντική στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου'.».

Ο αιτητής Π. Χατζηγιασεμής υποστηρίζει πως δεν μπορούσε η Ε.Δ.Υ. να καταλήξει σε τέτοια απόφαση αφού είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο πως η διαφορά στην αρχαιότητα ήταν μόνο συμβολική και στην προφορική εξέταση ελαφρά ώστε, στη βάση των δεδομένων, στην αξία να «παρατηρείται ισότητα». Δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτές τις σκέψεις. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενείς διαπιστώσεις αλλά αναθεωρεί εκείνες της διοίκησης με γνώμονα το κατά περίπτωση εύλογο. Πολύ λιγότερο όταν η βαρύτητα του καθενός από τα νόμιμα στοιχεία κρίσης δεν προκαθορίζεται ως ορισμένη και σταθερή,  ανεξάρτητα δηλαδή από τους συσχετισμούς  που στην κάθε περίπτωση υπεισέρχονται. Ώστε εκείνο που στη μια, ανάλογα με τα δεδομένα, να έχει μόνο μικρή ή και αμελητέα σημασία σε άλλη να αποκτά διαφορετική, ακόμα και αποφασιστική (βλ. συναφώς την Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275). Είναι, νομίζω, πρόδηλο πως, ακριβώς, στην ακυρωτική απόφαση κάθε άλλο παρά στοχεύθηκε η πρωτογενής αποτίμηση των στοιχείων κρίσης, προς εκ των προτέρων δέσμευση της διοίκησης. Στόχος ήταν να υποδειχθεί, όπως προκύπτει από το σύνολο του σχετικού αποσπάσματος, η σημασία της παράλειψης της Ε.Δ.Υ. να ασχοληθεί και να αξιολογήσει το μεταπτυχιακό του Π. Χατζηγιασεμή. Γι' αυτό και η φράση «Έτσι, η αξιολόγηση του μεταπτυχιακού του Χατζηγιασεμή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού δεν γνωρίζουμε με ποιο τρόπο θα επηρέαζε την απόφαση της Επιτροπής αν λαμβανόταν υπ' όψιν».  Εννοείται προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα προς τις εκτιμήσεις της ίδιας της Ε.Δ.Υ. οι οποίες, βεβαίως, υπόκεινται σε αναθεώρηση με αναφορά στο εύλογα επιτρεπτό τους. Και, ακριβώς, ήταν συναφής  η εναλλακτική θέση του Π. Χατζηγιασεμή πως, ούτως ή άλλως, δόθηκε υπέρτερη βαρύτητα στην αρχαιότητα με αναφορά στην ηλικία και στη διαφορά στις εκτιμήσεις αναφορικά με την απόδοση στην προφορική εξέταση.  Είχαν την ίδια βαθμολογία στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις κατά τα τελευταία χρόνια, την ίδια αξιολόγηση στην προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (πάρα πολύ καλοί), την ίδια γενική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή  (σχεδόν εξαίρετοι), είχαν και οι δυο το πλεονέκτημα, συστήθηκαν και οι δυο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και είχαν την ίδια αξιολόγηση από τον Αν. Διευθυντή για την απόδοσή τους στην προφορική εξέταση με την Ε.Δ.Υ.. Ενώ και αφ' εαυτής η διαφορά στην αποτίμηση της Ε.Δ.Υ. (εξαίρετη για την ενδιαφερόμενη και πάρα πολύ καλός για τον ίδιο) χαρακτηρίστηκε σε διάφορες υποθέσεις ως ελαφρά.

Όλα αυτά, όμως, στο πλαίσιο ποιας τελικής εισήγησης; Να προσδοθεί μεγαλύτερη συγκριτική βαρύτητα σε μεταπτυχιακό προσόν που ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης αλλά δεν απαιτείτο από τα σχέδια υπηρεσίας. Δεν μπορώ να δεχτώ πως δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτό για την Ε.Δ.Υ. να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αρχαιότητα σε συνδυασμό προς τη συγκριτικά καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση.

Ως προς το Γρ. Πιθαρά η αρχική απόφαση ακυρώθηκε επειδή, ελλείψει οποιασδήποτε εξήγησης  στο πρακτικό της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με το πώς έκρινε ότι ο ενδιαφερόμενος κατείχε το πλεονέκτημα της «γνώσης θεμάτων που αφορούν στη λειτουργία αερολιμένων», «εγείρεται βάσιμο ζήτημα ως προς την εγκυρότητα της έρευνας που διεξήχθη και επισημαίνεται το ενδεχόμενο πλάνης».  Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

«Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά ως προς τον Πιθαρά, ο οποίος κρίθηκε ότι δεν κατέχει το πλεονέκτημα. Το θέμα έχει αντιμετωπιστεί στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921, 925-927, όπου αποφασίστηκε ότι εφόσον απαιτείται έρευνα για διαπίστωση της κατοχής προσόντος, το είδος της συναρτάται προς το κατά περίπτωση θέμα. Η επιλογή της διοίκησης ελέγχεται με γνώμονα το κατά πόσο εύλογα αυτή προσφέρεται ως μέθοδος διαπίστωσης του ζητουμένου. Στην ίδια υπόθεση κρίθηκε ως αιτία ακυρότητας, αφού, εν όψει της εντελώς γενικής διατύπωσης του πρακτικού, με δεδομένο το γεγονός ότι ο τομέας της πολιτικής αεροπορίας είναι εξόχως εξειδικευμένος, έλειπε οποιαδήποτε εξήγηση αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο η Επιτροπή, διά μέσου της προφορικής εξέτασης, κατέληξε σε συμπεράσματα αναφορικά με την απαιτούμενη γνώση.

Και στην παρούσα υπόθεση ελλείπει οποιαδήποτε εξήγηση από την Επιτροπή ως προς τον τρόπο με τον οποίο αποφάσισε, με μια προφορική εξέταση, ένα τόσο εξειδικευμένο θέμα. Κάτω από τις περιστάσεις εγείρεται βάσιμο ζήτημα ως προς την εγκυρότητα της έρευνας που διεξήχθη και επισημαίνεται το ενδεχόμενο πλάνης».

Ο τρόπος με τον οποίο η Ε.Δ.Υ. χειρίστηκε το θέμα και το σκεπτικό της όμοιας προς την προηγούμενη κρίση της, καταγράφονται στο πρακτικό της που ακολουθεί:

«Η Επιτροπή, στη συνέχεια, ασχολήθηκε με το πλεονέκτημα που προνοείται στην παράγραφο 3Α(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, αφού πρώτα σημείωσε την παρατήρηση που περιέχεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Προσφ. Αρ. 1144/04, σύμφωνα με την οποία «.ελλείπει οποιαδήποτε εξήγηση από την Επιτροπή ως προς τον τρόπο με τον οποίο αποφάσισε, με μια προφορική εξέταση, ένα τόσο εξειδικευμένο θέμα. Κάτω από τις περιστάσεις εγείρεται βάσιμο ζήτημα ως προς την εγκυρότητα της έρευνας που διεξήχθη και επισημαίνεται το ενδεχόμενο πλάνης». Για το σκοπό αυτό μελέτησε τόσο τους Προσωπικούς Φακέλους όσο και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, από τους οποίους  προκύπτουν τόσο τα καθήκοντα όσο και οι ευθύνες των υπαλλήλων. Επίσης, η Επιτροπή είχε ενώπιόν της τις προσωπικές σημειώσεις του Προέδρου και των Μελών που έλαβαν μέρος στην αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης και διαπίστωσε ότι οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στους υποψηφίους ήταν εξειδικευμένες και αφορούσαν θέματα διοίκησης, οργάνωσης, ανάπτυξης και λειτουργίας γενικά των αερολιμένων καθώς επίσης ερωτήσεις που αφορούσαν θέματα που σχετίζονται με τις δραστηριότητες των αεροπορικών εταιρειών, αντιπροσωπειών και άλλων υπηρεσιών σε σχέση με τους αερολιμένες σύμφωνα με τους Κανονισμούς του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας. Υποβλήθηκαν, επίσης, ερωτήσεις σχετικές με τη Νομοθεσία και την καθορισμένη πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως και ερωτήσεις σχετικές με την εφαρμογή των Κανονισμών Ασφάλειας. Ύστερα από μια εκτεταμένη έρευνα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι έχουν γνώση θεμάτων που αφορούν τη λειτουργία αερολιμένων».

Η εισήγηση του Γρ. Πιθαρά πως στην πραγματικότητα δεν έχει προστεθεί οτιδήποτε το νέο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ε.Δ.Υ., κατά συμμόρφωση προς το δεδικασμένο, εξήγησε ή ερεύνησε κατά τρόπο συγκεκριμένο, είναι βάσιμη. Η γενική παραπομπή στους φακέλους, οι οποίοι εξ αρχής βρίσκονταν ενώπιόν της και, βεβαίως, ενώπιον και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, χωρίς επισήμανση των στοιχείων από αυτούς που είχε υπόψη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί την επισημανθείσα ανάγκη για έρευνα και αιτιολογία που σε κάθε περίπτωση πρέπει να καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο. Το ίδιο και η αναφορά σε σημειώσεις ως προς τη φύση των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν αφού και στην αρχική διαδικασία η Ε.Δ.Υ. σημείωσε πως «υπέβαλε στους υποψηφίους σχετικές ερωτήσεις προκειμένου να διαπιστώσει και η ίδια κατά πόσο κατέχουν ή όχι το πλεονέκτημα». Αυτά είναι ποιοτικώς όμοια προς τα προηγούμενα, η έλλειψη δεν αίρεται με τη χρήση περισσοτέρων λέξεων, ουσιαστικά όμοιας σημασίας και εδώ δεν τίθεται θέμα αναθεώρησης της ακυρωτικής απόφασης αλλά συμμόρφωσης προς το ακυρωτικό της αποτέλεσμα και τη διαπιστωθείσα αιτία γι' αυτό.

Στοιχειοθετείται κατά τα ανωτέρω λόγος ακυρότητας.  Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του Γρ. Πιθαρά αναφορικά με τη σύγκρισή του προς τον ενδιαφερόμενο, δεν εξετάζονται. Η προσφυγή 2329/06 απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η προσφυγή 181/07 επιτυγχάνει με €1.400 έξοδα περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η προσφυγή αρ. 2329/06 απορρίπτεται με έξοδα. Η προσφυγή αρ. 181/07 επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο