ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 429
6 Ιουνίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. GONUL ERTALU
2. ΙMGE ERTALU,
Αιτήτριες,
v.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΗΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΧΟΡΗΓΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 2409/2006)
Ειδικές Χορηγίες ― Ο περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμος αρ. 77(Ι)/96, (όπως τροποποιήθηκε ειδικά με το Ν.90(Ι)/06) ― Κατά πόσο το Άρθρο 4(1)(α) αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου ― Τα όρια του ελέγχου όπως έχουν επεξηγηθεί στην απόφαση Dias United Publishing Co. Ltd. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 ― Εφαρμογή των νομολογηθέντων στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Οι αιτήτριες επεδίωξαν την ακύρωση της απόρριψης του αιτήματός τους, για παροχή ειδικής χορηγίας στη δεύτερη αιτήτρια που ήταν φοιτήτρια.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Σύμφωνα με τον περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμο (Ν.77(1)/96), όπως τροποποιήθηκε, η ειδική χορηγία παραχωρείται σε οικογένειες που έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στην Κύπρο, στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, δηλαδή σε μέρος που δεν κατέχεται από τα στρατεύματα κατοχής, μετά την Τουρκική εισβολή του 1974.
Μετά από έρευνα που διεξάχθηκε, διαπιστώθηκε ότι οι αιτήτριες δεν έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, αλλά στα κατεχόμενα. Απόλυτα σχετική με τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα προσφυγή είναι η υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550. Τα νομολογηθέντα στην εν λόγω απόφαση επικυρώθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Birinci v. Δημοκρατίας (2006) 4 Α.Α.Δ. 117, ο υπό εξέταση Νόμος αρ. 77(Ι)/96 «θεσπίστηκε σε αντικατάσταση φορολογικών ελαφρύνσεων στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής του κράτους προς τους φορολογουμένους πολίτες του». Οι Τουρκοκύπριοι που κατοικούν στις κατεχόμενες περιοχές δεν είναι «φορολογούμενοι πολίτες».
Είναι, έτσι, καθαρό ότι, στην παρούσα περίπτωση, η σχετική πρόνοια είναι ενιαία και δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί με αφαίρεση της φράσης «στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία», ούτως ώστε να μπορεί να τύχει και εφαρμογής στην περίπτωση των αιτητριών. Αυτό θα συνεπαγόταν αλλοίωση της πρόθεσης του νομοθέτη και θα οδηγούσε στην ουσία σε μετατροπή του συνταγματικού ελέγχου που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο σε αναμόρφωση της νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,
Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267,
Birinci v. Δημοκρατίας (2006) 4 Α.Α.Δ. 117.
Προσφυγή.
Α. Μαρκίδης, για τις Αιτήτριες.
Λ. Ουστά (κα), για τους Καθ'ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η Τουρκοκύπρια Gonul Ertalu υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί φοιτητική χορηγία για τα ακαδημαϊκά χρόνια 2004/2005 και 2005/2006, σχετικά με την Imge Ertalu, κόρη της, που είναι φοιτήτρια στη Μουσική Ακαδημαϊκή Arte στη Λευκωσία, της οποίας ο κλάδος σπουδών που παρακολουθεί είναι πιστοποιημένος από το Κυπριακό Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης Πιστοποίησης (ΣΕΚΑΠ).
Σύμφωνα με τον περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμο (Ν.77(1)/96), όπως τροποποιήθηκε, η ειδική χορηγία παραχωρείται σε οικογένειες που έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στην Κύπρο, στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, δηλαδή σε μέρος που δεν κατέχεται από τα στρατεύματα κατοχής, μετά την Τουρκική εισβολή του 1974.
Μετά από έρευνα που διεξάχθηκε, διαπιστώθηκε ότι οι αιτήτριες δεν έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, αλλά στα κατεχόμενα. Ως εκ τούτου, τους αποστάληκε με επιστολή αρνητική απόφαση στο αίτημά τους.
Με την προσφυγή τους προσβάλλεται η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης.
Οι βασικοί λόγοι, στους οποίους βασίζεται η προσφυγή, είναι οι πιο κάτω, όπως καθορίζονται κατά λέξη στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητριών:
«1) Είναι αντισυνταγματική [η απόφαση] ως προσκρούσα στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και/ή είναι παράνομη καθότι στηρίχθηκε στον περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμο, Ν.77(1)/1996 ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί, ο οποίος προσκρούει στο Σύνταγμα, καθότι εισάγει αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος ορισμένης ομάδας Κυπρίων πολιτών.»
«2) Η προσβαλλόμενη πράξη είναι αντίθετη προς την αρχή της ισότητας ως αυτή κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και/ή το 12ο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συνθήκης περί προασπίσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με το Νόμο 13(ΙΙΙ)/2002 και/ή τα Άρθρα 2 και/ή 26 του Διεθνούς Συμφώνου Περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με το Νόμο 14/1969, και/ή τα Άρθρα 13 και/ή 177 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και/ή τα Άρθρα 6 και/ή 7 και/ή 11 και/ή 49 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και/ή το τροποποιηθέν Άρθρο 1Α του Συντάγματος που καθιερώνει την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου.»
Οι άλλοι λόγοι που προβάλλονται είναι γενικοί και αόριστοι και δεν τεκμηριώνονται και ως εκ τούτου απορρίπτονται.
Οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν προδικαστική ένσταση, εισηγούμενοι ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να εγείρουν την προσφυγή, αφού ως μόνιμοι κάτοικοι των κατεχομένων και ως μη καταβάλλοντες οποιοδήποτε φόρο ή εισφορά στα ταμεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν καλύπτονται από το Νόμο 77(1)/96. Κατά την άποψη μου, η προδικαστική αυτή ένσταση πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται, αφού το τι πρέπει να κριθεί με βάση την προσφυγή, είναι κατά πόσο οι πρόνοιες αυτού του Νόμου που αφορούν διαμονή, είναι αντισυνταγματικές υπό τις περιστάσεις, ή όχι.
Το Άρθρο 4(1)(α) του Ν. 77(1)/96, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 90(1)/06, ορίζει τα ακόλουθα:
«Οικογένεια που έχει την μόνιμη διαμονή της στην Κύπρο στις περιοχές που ελέγχονται από την Δημοκρατία και έχει τέκνο φοιτητή δικαιούται ειδικής χορηγίας ύψους £1.000 για κάθε ακαδημαϊκό έτος της κανονικής διάρκειας σπουδών του εν λόγω φοιτητή.»
Επίσης, στο ερμηνευτικό Άρθρο 2, αναφέρεται ότι:
««περιοχές που ελέγχονται από την Δημοκρατία» σημαίνει μέρος στη Δημοκρατία που δεν κατέχεται από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής, μετά την τουρκική εισβολή του Ιουλίου του 1974.»»
Απόλυτα σχετική με τα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή είναι η υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν τα ακόλουθα:
Ο Υπουργός Οικονομικών απέρριψε αίτημα των αιτητών, ιδιοκτητών του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ράδιο Πρώτο, για απόκτηση άδειας οργάνωσης και λειτουργίας λαχείου. Οι αιτητές ζήτησαν δήλωση του Δικαστηρίου, ότι ήταν άκυρη η απόφαση με την οποία είχε παραχωρηθεί άδεια για τη λειτουργία λαχείου στο Ρ.Ι.Κ. και επίσης ότι άκυρη ήταν και η απόφαση για απόρριψη του αιτήματός τους. Επιπρόσθετα ζήτησαν να κηρυχθεί ως αντισυνταγματικός ο Ν. 71/86, λόγω παραβίασης της αρχής της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα.
Η προσφυγή απορρίφθηκε από την Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση εκείνη διαπιστώθηκε ότι εγείρονταν σοβαρά ερωτήματα, τα οποία είναι απόλυτα σχετικά και με την υπό εκδίκαση υπόθεση. Στην σελ. 556 της πιο πάνω απόφασης αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας. Όπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο σελ. 98, παράγρ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ίδιου σελ. 1040) ο Δικαστής,
«δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ' αυτού . . . » ο δε «έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία.»
Και πιο κάτω, στη σελ. 557:
«Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη. Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δε θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.
Συνεπώς, αφού δε θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς τη πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος. Αναφέρεται στο θέμα και ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο (ανωτέρω), και νομίζουμε πως μπορούμε να καταλήξουμε με την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τη σελίδα 99:
«Ένατη θεμελιώδης πρόταση είναι ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνο, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος. Αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Ο λόγος αυτού του περιορισμού είναι ότι τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς. Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως, δε θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το δικαστήριο δε χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως.»
Οι πιο πάνω θέσεις επικυρώθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ο δικηγόρος των αιτητών επιδιώκει ουσιαστικά όπως το Ανώτατο Δικαστήριο διαγράψει τις επιφυλάξεις στον επίδικο Νόμο ώστε να παραμείνει η βασική του πρόνοια για αφυπηρέτηση όλων των δημοσίων υπαλλήλων στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Μάλιστα δε τούτο να ισχύει για όλους από τη δημοσίευση του Νόμου. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του ζητήματος είναι ευθυγραμμισμένη. Στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd που αναφέρεται πιο πάνω, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, μήτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων, που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του. Η νομοθετική εξουσία ασκείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία όπου μάλιστα χρειάζεται, ψηφίζει και τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή του, (Άρθρο 81 του Συντάγματος). Το ίδιο ζήτημα όπως υποδείξαμε, εξετάστηκε και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Μαρία Βρούντου (δες ανωτέρω).»
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Birinci v. Δημοκρατίας (2006) 4 Α.Α.Δ. 117, ο υπό εξέταση Νόμος «θεσπίστηκε σε αντικατάσταση φορολογικών ελαφρύνσεων στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής του κράτους προς τους φορολογουμένους πολίτες του». Παρατηρώ πως οι Τουρκοκύπριοι που κατοικούν στις κατεχόμενες περιοχές δεν είναι «φορολογούμενοι πολίτες».
Είναι, έτσι, καθαρό ότι, στην παρούσα περίπτωση, η σχετική πρόνοια είναι ενιαία και δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί με αφαίρεση της φράσης «στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία», ούτως ώστε να μπορεί να τύχει και εφαρμογής στην περίπτωση των αιτητριών. Αυτό θα συνεπαγόταν αλλοίωση της πρόθεσης του νομοθέτη και θα οδηγούσε στην ουσία σε μετατροπή του συνταγματικού ελέγχου που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο σε αναμόρφωση της νομοθεσίας.
Καταλήγοντας, αφού απόφασή μου επί του θέματος και κήρυξη της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας ως αντισυνταγματικής, θα ήταν αλυσιτελής για το αίτημα των αιτητριών, απορρίπτω την προσφυγή με €1.000 έξοδα εναντίον τους.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.