ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 330
20 Μαΐου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
A. L. PROCHOICE GROUP PUBLIC LTD,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΑ Φ.Π.Α.,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1033/2006)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Η υποχρέωση προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου ― Άρθρο 43(2) του Ν.158(Ι)/99 ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Ειδικά η αιτιολόγηση των φορολογικών αποφάσεων ― Αρχές από την νομολογία ― Περιστάσεις της νομιμότητας της αιτιολογίας που δόθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση ― Όρια της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου Φ.Π.Α. ― Δεν παραβιάστηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της απόρριψης της ένστασής της, ως προς την σε βάρος της επιβολή φορολογίας προστιθέμενης αξίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η Έφορος, προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, προέβη στη δέουσα έρευνα και ασχολήθηκε με τα θέματα που τέθηκαν με την ένσταση των αιτητών. Το ποσό του φόρου εισροών το οποίο δικαιούται υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο να εκπέσει κατά το τέλος οποιασδήποτε περιόδου, είναι τόσο ποσό του φόρου εισροών του για την περίοδο, όσο αποδίδεται στις φορολογητέες παραδόσεις/παροχές και όχι στις εξαιρούμενες. Η έρευνα του διοικητικού οργάνου καθίσταται επαρκής εφ' όσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Υπό τις περιστάσεις η έρευνα στην οποία προέβηκαν οι καθ' ων η αίτηση πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι ικανοποιητική.
2. Όπως φαίνεται από το σημείωμα του προϊσταμένου του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λάρνακας, ο οποίος εξέτασε την ένσταση των αιτητών πριν την κοινοποιήσει στην Έφορο Φ.Π.Α., συνομίλησε με τους αιτητές επί διαφόρων σημείων της ένστασής τους. Περαιτέρω πριν καταλήξει στην εισήγησή του προς την Έφορο, μελέτησε προσεκτικά τα στοιχεία του φακέλου των αιτητών, σε συνδυασμό με τις εξηγήσεις που του είχαν δοθεί και τα νέα στοιχεία που είχαν προσκομίσει.
3. Η αιτιολογία εν προκειμένω προκύπτει άμεσα από τη διατύπωση της ίδιας της προσβαλλόμενης πράξης. Στην απόφαση σημειώνονται τόσο οι παρατυπίες των αιτητών, όσο και εξήγηση της διαδικασίας που θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί. Ο Έφορος έχει διακριτική ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού του φόρου με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Έφορο είναι να υπολογίσει τον οφειλόμενο φόρο, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του.
Ο φορολογούμενος έχει υποχρέωση να διατηρεί και παρουσιάζει στον Έφορο όλα τα στοιχεία για τον προσδιορισμό των φορολογικών του υποχρεώσεων. Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ο Έφορος έχει το δικαίωμα να απορρίψει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, επί τη βάσει των στοιχείων που έχει ενώπιόν του.
Όταν ο φορολογούμενος δεν τηρεί κανονικά βιβλία δεν δικαιούται επιτρεπόμενες εκπτώσεις, διότι ο παραβάτης δεν είναι δυνατόν να αναμένει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου προς όφελός του.
Στην παρούσα υπόθεση η Έφορος προέβη στις εκτιμήσεις της, με βάση τα στοιχεία που εξασφαλίστηκαν κατά την επίσκεψη ελέγχου και αργότερα κατά την εξέταση της ένστασης. Όπως είχε δικαίωμα, απέρριψε τους ισχυρισμούς των αιτητών και κατέληξε στα δικά της συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιόν της αλλά και των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήγαγε. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν είναι δικαστήριο ουσίας και συνεπώς δεν μπορεί να εξετάσει και να επέμβει στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης. Η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις, που βρίσκονται στο όριο του λογικά εφικτού.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3 Α.Α.Δ. 447,
Δημοκρατία ν. N. Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679,
Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 782,
K. Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21,
Προσφυγή.
Θ. Κορφιώτης για Κούσιο και Κορφιώτη, για τους Αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, οι οποίοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα την παροχή υπηρεσιών στο χρηματοοικονομικό τομέα, αξιώνουν ακύρωση της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων και Εφόρου Φ.Π.Α. (στο εξής «η Διευθύντρια»), ημερ. 3.4.2006, στην έκταση που απορρίπτει ή και δεν αποφασίζει επί συγκεκριμένων σημείων της ένστασής τους αναφορικά με τη βεβαίωση φόρου ημερ. 16.3.2005.
Το Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λάρνακας διενήργησε έλεγχο στα βιβλία των αιτητών, για τη χρονική περίοδο 1.1.2002 μέχρι 31.8.2004, από τον οποίο διαπιστώθηκε ότι οι αιτητές, για το έτος 2002 δεν απέδωσαν φόρο εκροών ύψους £19.500 που αναλογούσε σε φορολογητέες συναλλαγές και οι οποίες αφορούσαν την ετήσια αμοιβή τους για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου μετοχών της εταιρείας CPI Enterprise Ltd. Επίσης δεν απέδωσαν για το ίδιο έτος φόρο εκροών ύψους £135 για την πώληση πάγιου περιουσιακού στοιχείου, ενώ για το έτος 2003 δεν απέδωσαν φόρο εκροών ύψους £12.375, που αναλογούσε σε φορολογητέες συναλλαγές οι οποίες αφορούσαν την ετήσια αμοιβή τους για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου μετοχών της πιο πάνω εταιρείας, ενώ το όλο σύστημα τιμολόγησης των αιτητών θεωρήθηκε πρόχειρο και συνεπώς περιέκλειε κινδύνους ως προς τη διασφάλιση των δημοσίων εσόδων.
Αναφορικά με το φόρο εισροών οι αιτητές διεκδικούσαν ολόκληρο το Φ.Π.Α. επί των εισροών, χωρίς να προβαίνουν στον απαραίτητο διαχωρισμό του σ' αυτό που αφορούσε εξαιρούμενες φορολογικές και μικτές συναλλαγές. Το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λάρνακας προέβη σε βεβαίωση του φόρου εισροών που αφορούσε άμεσα ή έμμεσα εξαιρούμενες συναλλαγές.
Εν όψει των πιο πάνω στοιχείων βεβαιώθηκε στις 16.3.2005 ως οφειλόμενος φόρος το ποσό των £46.725 και αφού ελήφθη υπ' όψιν πιστωτικό υπόλοιπο, οι αιτητές κλήθηκαν να καταβάλουν στην Έφορο Φ.Π.Α. το ποσό των £35.625,27.
Οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση στις 13.5.2005 και η Έφορος, αφού μελέτησε την ένσταση, αποφάσισε στις 3.4.2006 να μειώσει το ποσό της βεβαίωσης φόρου από £46.725 σε £46.649. Την πιο πάνω απόφαση της Εφόρου προσβάλλουν οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή.
Μεταξύ άλλων οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η Έφορος παρέλειψε να ερευνήσει και να τοποθετηθεί επί όλων των σημείων της ένστασής τους. Παραπέμπουν στην ένσταση που υπέβαλαν στην Έφορο Φ.Π.Α. με βάση το Άρθρο 51Α του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε, κατά της βεβαίωσης φόρου που έγινε στις 16.3.2005, για την περίοδο από 1.1.2002 μέχρι 31.8.2004. Υποστηρίζουν ότι η Έφορος δεν προέβη σε οποιαδήποτε έρευνα ως προς το φόρο εισροών. Ούτε και από την έκθεση του προϊσταμένου του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λάρνακας, ημερ. 31.3.2006, προκύπτει έρευνα. Η μόνη σχετική αναφορά που γίνεται στην έκθεση αυτή για το φόρο εισροών, απλά αφορά την ελάχιστη αναπροσαρμογή του, εν όψει της επίσης ελάχιστης αναπροσαρμογής του φόρου εκροών των αιτητών.
Ολοκληρώνοντας το επιχείρημά τους οι αιτητές υποστηρίζουν ότι οι ίδιοι αμφισβήτησαν ολόκληρο τον τρόπο υπολογισμού του φόρου εισροών, όπως αυτός έγινε αρχικά από το λειτουργό του Φ.Π.Α. και συγκεκριμένα τον τρόπο διαχωρισμού των συναλλαγών των σχετιζομένων με τον φόρο εισροών, σε εξαιρούμενες, φορολογητέες και μεικτές.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Η αρχική βεβαίωση φόρου προς τους αιτητές έγινε στις 16.3.2005 και η αρχική απόφαση των καθ' ων η αίτηση βασιζόταν στη μη απόδοση από τους αιτητές του φόρου εκροών στο πρόχειρο σύστημα τιμολόγησής τους και στην παράλειψη δήλωσης όλων των δραστηριοτήτων της εταιρείας τους, δηλαδή φορολογητέες και εξαιρούμενες. Οι αιτητές στην ένστασή τους εξειδίκευσαν τους λόγους. Στη συνέχεια οι καθ' ων η αίτηση επιλήφθηκαν της ένστασης και την εξέτασαν, όπως προκύπτει από διάφορα στοιχεία του φακέλου, όπως είναι το Σημείωμα του προϊσταμένου Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λάρνακας, προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων και Έφορο Φ.Π.Α, ημερομηνίας 31.3.2006.
Ο τρόπος χειρισμού της ένστασης των αιτητών από τους καθ' ων η αίτηση φαίνεται και από το Παράρτημα Χ της ένστασης στο οποίο φαίνεται ότι η Έφορος, προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, προέβη στη δέουσα έρευνα και ασχολήθηκε με τα θέματα που τέθηκαν με την ένσταση των αιτητών.
Όπως υποστηρίχτηκε και από την ευπαίδευτο συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 21(1) και (2) του Νόμου αλλά και τον Κανονισμό 5(1) της Κ.Δ.Π. 207/91 και 62 της Κ.Δ.Π. 314/01, το ποσό του φόρου εισροών το οποίο δικαιούται υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο να εκπέσει κατά το τέλος οποιασδήποτε περιόδου, είναι τόσο ποσό του φόρου εισροών του για την περίοδο, όσο αποδίδεται στις φορολογητέες παραδόσεις/παροχές και όχι στις εξαιρούμενες.
Όπως προέκυψε από την εξέταση της ένστασης, τα ποσά που οι αιτητές χρέωσαν προς την εταιρεία CPI Enterprise Ltd με την έκδοση των δύο σχετικών τιμολογίων, δεν αφορούσαν χρηματιστηριακές προμήθειες, αλλά χρεώσεις για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου που κατείχε η εν λόγω εταιρεία. Αφού για κάθε χρηματιστηριακή πράξη που εκτελείτο για λογαριασμό της εταιρείας χρεωνόταν και ανάλογη προμήθεια, συνεπώς τα σχετικά τιμολόγια δεν μπορούσαν να αφορούν χρηματιστηριακές προμήθειες.
Όπως έχει λεχθεί η έρευνα του διοικητικού οργάνου καθίσταται επαρκής εφ' όσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλέπε Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, 450).
Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι η έρευνα στην οποία προέβηκαν οι καθ' ων η αίτηση πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι ικανοποιητική.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ανεπίτρεπτης συμμετοχής του λειτουργού ο οποίος προέβη στην αρχική βεβαίωση φόρου κατά την εξέταση της ένστασής τους. Ισχυρίζονται ότι η Έφορος, όταν υποβάλλεται ένσταση έχει το καθήκον και την αρμοδιότητα να ελέγξει τους υφιστάμενούς της λειτουργούς Φ.Π.Α., και να κρίνει κατά πόσο προέβηκαν σε ορθές ή λανθασμένες βεβαιώσεις φόρου. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος λειτουργός Φ.Π.Α. παράνομα ήταν στα γραφεία των αιτητών όταν η ένσταση εξεταζόταν από ανώτερο λειτουργό Φ.Π.Α..
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Είναι φανερό από το υλικό του φακέλου ότι η εξέταση της ένστασης έγινε από τον προϊστάμενο του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λάρνακας και με κανένα τρόπο δεν φαίνεται να έχει επέμβει, ούτε στη διαδικασία, ούτε και στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ο συγκεκριμένος λειτουργός Φ.Π.Α..
Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να τους δώσουν την ευκαιρία να υποβάλουν τις απόψεις τους για τους ισχυρισμούς εναντίον τους σύμφωνα με το Άρθρο 43(2) του Ν.158(Ι)/99. Θεωρούν ότι η ένσταση που υπέβαλαν σύμφωνα με το Άρθρο 51Α του Ν.95(Ι)/2000 έχει τη μορφή ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της αρχικής βεβαίωσης φόρου. Στην έκθεση του προϊσταμένου του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. ημερ. 31.3.2006 αναφέρεται μεν ότι αυτός συνομίλησε με τους αιτητές επί διαφόρων σημείων της ένστασης, όμως δεν προκύπτει ότι τους δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσουν λεπτομερώς τις θέσεις τους ενώπιον του προϊσταμένου Φ.Π.Α., τόσο για το φόρο εκροών, όσο και για το φόρο εισροών.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως φαίνεται από το σημείωμα του προϊσταμένου του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λάρνακας, ο οποίος εξέτασε την ένσταση των αιτητών πριν την κοινοποιήσει στην Έφορο Φ.Π.Α., συνομίλησε με τους αιτητές επί διαφόρων σημείων της ένστασής τους. Περαιτέρω πριν καταλήξει στην εισήγησή του προς την Έφορο, μελέτησε προσεκτικά τα στοιχεία του φακέλου των αιτητών, σε συνδυασμό με τις εξηγήσεις που του είχαν δοθεί και τα νέα στοιχεία που είχαν προσκομίσει.
Οι αιτητές υποστηρίζουν, τέλος, ότι ούτε η απόφαση της Εφόρου, αλλά ούτε και το εσωτερικό σημείωμα του ανώτερου λειτουργού Φ.Π.Α. επί του οποίου προφανώς βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη.
Η αιτιολογία προκύπτει άμεσα από τη διατύπωση της ίδιας της προσβαλλόμενης πράξης. Στην απόφαση σημειώνονται τόσο οι παρατυπίες των αιτητών, όσο και εξήγηση της διαδικασίας που θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί ο Έφορος έχει διακριτική ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού του φόρου με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του (βλέπε Δημοκρατία ν. N. Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679, 685-686). Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Έφορο είναι να υπολογίσει τον οφειλόμενο φόρο χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του.
Ο φορολογούμενος έχει υποχρέωση να διατηρεί και παρουσιάζει στον Έφορο όλα τα στοιχεία για τον προσδιορισμό των φορολογικών του υποχρεώσεων. Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ο Έφορος έχει το δικαίωμα να απορρίψει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, επί τη βάσει των στοιχείων που έχει ενώπιόν του (βλέπε Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 782, 791-792).
Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε στην K. Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21, 30, όταν ο φορολογούμενος δεν τηρεί κανονικά βιβλία δεν δικαιούται επιτρεπόμενες εκπτώσεις, διότι ο παραβάτης δεν είναι δυνατόν να αναμένει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου προς όφελός του.
Στην παρούσα υπόθεση η Έφορος προέβη στις εκτιμήσεις της με βάση τα στοιχεία που εξασφαλίστηκαν κατά την επίσκεψη ελέγχου και αργότερα κατά την εξέταση της ένστασης. Όπως είχε δικαίωμα, απέρριψε τους ισχυρισμούς των αιτητών και κατέληξε στα δικά της συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιόν της αλλά και των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήγαγε. Υπενθυμίζω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν είναι δικαστήριο ουσίας και συνεπώς δεν μπορεί να εξετάσει και να επέμβει στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης. Η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκονται στο όριο του λογικά εφικτού (Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106, 110, 111).
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.