ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 243
18 Απριλίου, 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΟΣ ΟΞΥΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1812/2006)
Κτηματομεσίτες ― Προαπαιτούμενα εγγραφής στο Μητρώο ― Άρθρο 6 του περί Κτηματομεσιτών Νόμου αρ. 66/87 ― Ερμηνεία ― Ειδικά η απαίτηση της υποπαραγράφου (ε) του Άρθρου 6(1) ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε νόμιμη η διαδικασία διερεύνησης της συνδρομής της στην εξετασθείσα υπόθεση.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόρριψης της ιεραρχικής του προσφυγής, κατά της απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, με την οποία κλήθηκε να παρακαθίσει σε γραπτές εξετάσεις, προς απόκτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος του κτηματομεσίτη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Εξέταση των θέσεων του αιτητή, αποκαλύπτει ότι αυτός δεν έχει έρεισμα στα όσα καταλογίζει στον καθ' ου. Η απόφαση του Υπουργού είναι πλήρως αιτιολογημένη. Το ζητούμενο ήταν κατά πόσο ορθά ή όχι το Συμβούλιο Εγγραφής είχε ζητήσει από τον αιτητή να παρακαθήσει σε γραπτές εξετάσεις. Προς ικανοποίηση του στοιχείου της επάρκειας των γνώσεων, το Συμβούλιο με βάση το εδάφιο (3) του Άρθρου 6 του Ν.66/87 «... δύναται να υποβάλει το αιτούμενον την εγγραφήν πρόσωπο εις εξετάσεις.». Εφόσον επιτρέπεται στο Συμβούλιο να υποβάλει τον υποψήφιο σε γραπτή εξέταση, δεν παραβιάζονται σε οποιοδήποτε βαθμό οι αρχές της χρηστής διοίκησης. Δεν διαπιστώνεται λάθος από το γεγονός ότι κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, ο Υπουργός ζήτησε την υποβολή στοιχείων ως προς την δεκαετή πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία, όπως προνοείται από το Άρθρο 6(1)(στ).
Τα στοιχεία (ε) και (στ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 6, αφορούν δύο διαφορετικές κατηγορίες, ώστε η δεκαετής πείρα να μην εμπεριέχει κατ' ανάγκην και την επάρκεια γνώσεων περί τη σχετική νομοθεσία.
Δεν μπορεί επίσης ο αιτητής να παραπονείται εκ νέου για καθυστέρηση στην έκδοση της επίδικης απόφασης, εφόσον ήγειρε συγκεκριμένα αυτό το θέμα το οποίο και απετέλεσε το αντικείμενο εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο, σε προηγηθείσα προσφυγή. Το ότι το Συμβούλιο φαίνεται να καθιέρωσε τις γραπτές εξετάσεις ως πάγια πρακτική, δεν αλλοιώνει το ζητούμενο στην παρούσα περίπτωση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Α. Π. Μηλιώτης Ακίνητα Λτδ ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 12.
Προσφυγή.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 3.7.06, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή που είχε υποβάλει εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών ημερ. 29.1.01, με την οποία κλήθηκε να παρακαθήσει σε γραπτές εξετάσεις προς απόκτηση της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη.
Συνοπτικά, το Συμβούλιο Εγγραφής αφού εξέτασε τη σχετική αίτηση του αιτητή ημερ. 11.12.00, στη συνεδρία του 23.1.01, έκρινε ότι αυτός πληρούσε όλα τα απαραίτητα προσόντα που καθορίζει το Άρθρο 6(1) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου αρ. 66/87, όπως τροποποιήθηκε, πλην εκείνο της υποπαρ. (ε), η οποία προνοεί ότι ο προς εγγραφή κτηματομεσίτης, πρέπει να «έχει επαρκείς γνώσεις περί την κτηματικήν και πολεοδομικήν νομοθεσίαν αναγκαίας διά την ορθήν και υπεύθυνον άσκησιν του επαγγέλματος του.». Συνεπώς, ο αιτητής κλήθηκε από το Συμβούλιο Εγγραφής με σχετική επιστολή ημερ. 29.1.01 όπως παρακαθήσει σε γραπτές εξετάσεις την Πέμπτη, 22.3.01 και ώρες 9.00-12.00 π.μ. Ο αιτητής δεν δέχθηκε τη θέση αυτή και υπέβαλε στις 23.2.01 δυνάμει του Άρθρου 16Α του Νόμου, ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό. Ο τελευταίος ζήτησε, μετά που κάλεσε τον αιτητή σε προσωπική συνάντηση στις 15.7.02, την εκ μέρους του προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων τα οποία να αποδείκνυαν την πείρα που απέκτησε περί τα κτηματομεσιτικά. Πράγματι, τα στοιχεία αποστάληκαν με επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερ. 7.8.02, λόγω όμως καθυστέρησης του Υπουργού να λάβει οποιαδήποτε απόφαση, ο αιτητής υπέβαλε την υπ' αρ. 398/04 προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο και τον δικαίωσε στις 27.1.06. Διαπιστώθηκε παράλειψη εντός της έννοιας του Άρθρου 29 του Συντάγματος, η οποία και έπρεπε να αρθεί. Στη συνέχεια ο Υπουργός προχώρησε να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή, εκδίδοντας την πιο πάνω απορριπτική απόφαση.
Ο αιτητής παραπονείται για σειρά λόγων, επιδιώκοντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ισχυρίζεται ότι αυτή είναι αναιτιολόγητη, διότι απλώς επαναλαμβάνει, χωρίς να δίνει ουσιαστική δικαιολογία, τις πρόνοιες της νομοθεσίας, ενώ διαπιστώνεται από αυτή την έλλειψη αιτιολογίας και ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς διεξαγωγή έρευνας και με πλάνη ως προς το νόμο και τα πράγματα και αντίθετη ως προς τον περί Κτηματομεσιτών Νόμο αρ. 66/87. Ιδιαίτερα, γίνεται λόγος ότι ο Υπουργός αντιφατικά είχε ζητήσει από τον αιτητή την παρουσίαση στοιχείων ως προς την δεκαετή προηγούμενη του πείρα, ενώ η τελική του απόφαση σχετιζόταν με τις γνώσεις του ως προς την κτηματική και πολεοδομική νομοθεσία. Τέλος, παραπονείται για την εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, αλλά και του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, ως προς το δικαίωμα του αιτητή να έχει διάγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Η αντίθετη θέση είναι ότι καμία πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα δεν έχει επιδειχθεί από τον καθ' ου, ο δε αιτητής δεν κατόρθωσε να πείσει για την επάρκεια της γνώσης του περί της κτηματικής και πολεοδομικής νομοθεσίας, η δε παραπομπή του αιτητή σε γραπτή εξέταση ήταν εύλογη, εξαγόμενη και από τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας. Πρόσθετα, καμία παράλειψη ως προς το χρόνο δεν υφίσταται, δεδομένου ότι το ζήτημα της παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος αποτελεί δεδικασμένο, εφόσον η σχετική προσφυγή που υπέβαλε ο αιτητής για την παράλειψη του Υπουργού να εξετάσει έγκαιρα την ιεραρχική του προσφυγή, αφενός μεν τον δικαίωσε, αλλά και αφετέρου δε, συμπαρέσυρε και τη χρονική καθυστέρηση που είχε μέχρι τότε εκδηλωθεί από τον καθ' ου.
Οι σχετικοί διοικητικοί φάκελοι κατατέθηκαν κατά τις διευκρινίσεις ως Τεκμ. «Α» και «Β».
Εξέταση των θέσεων του αιτητή αποκαλύπτει ότι αυτός δεν έχει έρεισμα στα όσα καταλογίζει στον καθ' ου. Η απόφαση του Υπουργού είναι πλήρως αιτιολογημένη εφόσον από το κείμενο της, όπως παρατίθεται στο Παράρτημα 6 της ένστασης, εξάγεται αβίαστα τόσο το ερώτημα που έπρεπε αυτός να απαντήσει κατά την ιεραρχική προσφυγή, όσο και η απάντηση του σ' αυτό. Το ζητούμενο ήταν κατά πόσο ορθά ή όχι το Συμβούλιο Εγγραφής είχε ζητήσει από τον αιτητή να παρακαθήσει σε γραπτές εξετάσεις. Η παραπομπή σε γραπτή εξέταση απορρέει από το Άρθρο 6(3) του σχετικού Νόμου και συναρτάται με τη διαπίστωση της επάρκειας των γνώσεων ενός αιτητή ως προς την κτηματική και πολεοδομική νομοθεσία, δυνάμει του Άρθρου 6(1)(ε) ώστε να ασκείται, όπως ρητά εκεί αναφέρεται, ορθά και υπεύθυνα το επάγγελμα του κτηματομεσίτη. Το κριτήριο της επάρκειας των γνώσεων αυτών είναι ένα από τα έξι στοιχεία που κατηγοριοποιούνται στο εδάφιο (1) του Άρθρου 6, η ικανοποίηση των οποίων, δίνει το έρεισμα στο Συμβούλιο να εγγράψει ως κτηματομεσίτη το πρόσωπο αυτό, για το οποίο επίσης πείθεται ότι είναι καλού χαρακτήρα. Προς ικανοποίηση του στοιχείου της επάρκειας των γνώσεων, το Συμβούλιο με βάση το εδάφιο (3) του Άρθρου 6, «... δύναται να υποβάλει το αιτούμενον την εγγραφήν πρόσωπο εις εξετάσεις.». Αυτό ακριβώς σημείωσε ο Υπουργός στη δεύτερη παράγραφο της απόφασης του θεωρώντας, ορθά κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ότι εφόσον επιτρέπεται στο Συμβούλιο να υποβάλει τον υποψήφιο σε γραπτή εξέταση, δεν παραβιάζονται σε οποιοδήποτε βαθμό οι αρχές της χρηστής διοίκησης.
Υπάρχει επομένως μια πλήρης αιτιολόγηση η οποία λήφθηκε, ως αναφέρει ο Υπουργός στην ενακτήρια παράγραφο της απόφασης του, μετά από ενδελεχή μελέτη όλων των δεδομένων της υποβληθείσας προσφυγής του αιτητή. Όπως έχει προαναφερθεί το θέμα ήταν απλό, το μοναδικό ερώτημα για τον Υπουργό ήταν κατά πόσο το Συμβούλιο Εγγραφής παρέβηκε οποιαδήποτε διοικητική αρχή, ζητώντας από τον αιτητή να παρακαθήσει σε εξετάσεις, ο δε Υπουργός απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή σημειώνοντας το δικαίωμα του Συμβουλίου Εγγραφής να παραπέμψει προς εξέταση τον αιτητή. Ορθά η κα Χατζηχάννα σημειώνει στη γραπτή της αγόρευση ότι η απόφαση του Υπουργού ήταν προϊόν μελέτης όλων των δεδομένων, ενώ διαφαίνεται με επάρκεια και σαφήνεια τόσο το πραγματικό υπόβαθρο της ιεαρχικής προσφυγής, όσο και ο λόγος απόρριψης της. Με σαφήνεια καταγράφηκε η θέση του Υπουργού ώστε να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Δεν διαπιστώνεται άλλωστε λάθος από το γεγονός ότι κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, ο Υπουργός ζήτησε την υποβολή στοιχείων ως προς την δεκαετή πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία όπως προνοείται από το Άρθρο 6(1)(στ). Τα στοιχεία αυτά προφανώς ζητήθηκαν διότι η θέση του αιτητή, όπως τη διατύπωσε ο δικηγόρος του με τη σχετική επιστολή ημερ. 23.2.01 (Παράρτημα ΙΙΙ στην ένσταση), περιείχε και τη θέση ότι από τη στιγμή που το Συμβούλιο είχε ικανοποιηθεί ως προς το κριτήριο της δεκαετούς πείρας σύμφωνα με το Άρθρο 6(1)(στ), δημιουργείτο και τεκμήριο επάρκειας γνώσεως ως προς την κτηματική και πολεοδομική νομοθεσία, την οποία εν πάση περιπτώσει ο αιτητής ισχυρίστηκε στην αίτηση του ότι κατείχε. Αυτή η αναζήτηση στοιχείων, τα οποία και δόθηκαν με την επιστολή του δικηγόρου του αιτητή, ως φαίνεται στο Παράρτημα V της ένστασης, δεν σήμαινε και τον αποκλεισμό της διαπίστωσης της επάρκειας των γνώσεων περί τη σχετική νομοθεσία που ήταν και το ζητούμενο. Ούτε βέβαια αποκλειόταν ο Υπουργός από το να θεωρήσει την απόφαση του Συμβουλίου Εγγραφής ημερ. 29.1.01 για παραπομπή του αιτητή σε γραπτές εξετάσεις, ως ορθή.
Ορθά διαπιστώνει η κα Χατζηχάννα ότι τα στοιχεία (ε) και (στ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 6, αφορούν δύο διαφορετικές κατηγορίες, ώστε η δεκαετής πείρα να μην εμπεριέχει κατ' ανάγκην και την επάρκεια γνώσεων περί τη σχετική νομοθεσία. Οι εξετάσεις στις οποίες κλήθηκε ο αιτητής να παρακαθήσει καλύπτουν, άλλωστε, ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων, όπως αποκαλύπτει το Παράρτημα ΙΙΙ (Εξεταστέα Ύλη), στο οποίο παραπέμπει ο Καν. 17 των περί Κτηματομεσιτών Κανονισμών του 1988, οι οποίοι και εκδόθηκαν δυνάμει του Άρθρου 17 του Νόμου. Παρενθετικά σημειώνεται ότι η άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη χωρίς την προηγούμενη εγγραφή του από το Συμβούλιο, λόγω μη συμπλήρωσης δεκαετούς πείρας, κρίθηκε ότι αποτελούσε ποινικό αδίκημα το οποίο εν πάση περιπτώσει είχε διαπραχθεί χωρίς να ήταν ανάγκη να εξεταζόταν η συνταγματικότητα της νομοθετικής αυτής πρόνοιας (Α.Π. Μηλιώτης Ακίνητα Λτδ ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 12).
Όσον αφορά την διέλευση όντως μεγάλου χρόνου από την υποβολή της ιεραρχικής προσφυγής μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, παρά τη νομοθετική επιταγή που περιέχεται στο Άρθρο 16Α(2) για την εκ μέρους του Υπουργού εξέταση της προσφυγής «άνευ υπαιτίου βραδύτητας», δικαίως η κα Χατζηχάννα αναφέρει ότι με την έκδοση της απόφασης στις 27.1.06 στην προσφυγή αρ. 398/04, ο χρόνος που μέχρι τότε παρήλθε αναξιοποίητος από τον Υπουργό απορροφήθηκε, τρόπον τινά, από τη δικαίωση του αιτητή από την εν λόγω απόφαση. Μετά τη δικαίωση αυτή στις 27.1.06, ο Υπουργός εξέτασε, ως όφειλε, την ιεραρχική προσφυγή και την απέρριψε στις 6.7.06, σε σχετικά σύντομο χρόνο. Ακολούθησε στις 20.9.06 η καταχώρηση της επίδικης προσφυγής. Δεν μπορεί επομένως ο αιτητής να παραπονείται εκ νέου για καθυστέρηση στην έκδοση της επίδικης απόφασης, εφόσον ήγειρε συγκεκριμένα αυτό το θέμα το οποίο και απετέλεσε το αντικείμενο εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προαναφερθείσα προσφυγή. Κρίθηκε εκεί ότι υπήρχε παράλειψη οφειλόμενης απάντησης από τον Υπουργό ο οποίος και κλήθηκε να άρει την παράλειψη αυτή. Η παράλειψη αυτή σχετιζόταν βέβαια με το χρονικό διάστημα που είχε μέχρι τότε διαρρεύσει χωρίς να δοθεί απάντηση. Όπως διαπιστώνεται από την εξέταση του διοικητικού φακέλου, είχε διατυπωθεί η άποψη ότι το Συμβούλιο δεν είχε λάβει τελική απόφαση ως προς την αίτηση που υποβλήθηκε από τον αιτητή (ερυθρό 10 του Τεκμ. «Β»). Απλώς το Συμβούλιο είχε ζητήσει τη γραπτή εξέταση προς υποστήριξη του απλού ισχυρισμού του αιτητή ότι κατείχε όντως τις απαραίτητες γνώσεις, πριν ληφθεί τελική απόφαση. Το ότι το Συμβούλιο φαίνεται να καθιέρωσε τις γραπτές εξετάσεις ως πάγια πρακτική, δεν αλλοιώνει το ζητούμενο στην παρούσα περίπτωση που είναι ότι μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, το Συμβούλιο ορθά άσκησε την ευχέρεια αυτή στην περίπτωση του αιτητή, ώστε να διαπιστωθεί γνωσιολογικά και εμπράκτως, η γενικευμένη του θέση ότι κατέχει τις γνώσεις αυτές. Ιδιαίτερα, τη στιγμή που όπως εξηγήθηκε και πριν, το κριτήριο της επάρκειας της γνώσης της κτηματικής και πολεοδομικής νομοθεσίας, διαχωρίζεται και νομοθετικά, αλλά και λογικά από το κριτήριο της δεκαετούς πείρας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα υπέρ του καθ' ου και εναντίον του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.