ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 92
19 Φεβρουαρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Yπόθεση Aρ. 1269/2006)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Χρηματικές διαφορές ― Κείνται εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε χρηματική η διαφορά στην εξετασθείσα υπόθεση.
Ο αιτητής αμφισβήτησε με την προσφυγή του, το ύψος του ποσού, το οποίο θα έπρεπε να του καταβληθεί ως εφάπαξ, κατά την αφυπηρέτησή του από τη δημόσια υπηρεσία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Το απορρέον εκ του νόμου δικαίωμα καταβολής απολαβών και επιδομάτων είναι δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση και την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Πρόκειται για αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα.
Στην παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητείται το δικαίωμα του αιτητή στην καταβολή εφάπαξ ποσού. Ο Γενικός Λογιστής υπολόγισε τα ποσά, τα οποία θα έπρεπε να αφαιρεθούν από το εφάπαξ που ο αιτητής εδικαιούτο και κατέληξε στο ποσό που θα έπρεπε να του καταβληθεί. Το όλο θέμα ανάγεται σε χρηματική διαφορά μεταξύ του αιτητή και της διοίκησης. Δεν αναφέρεται στο δικαίωμα για καταβολή του εφάπαξ φιλοδωρήματος. Ο Γενικός Λογιστής είχε δικαίωμα να αφαιρέσει από το εφάπαξ ποσό, οποιοδήποτε χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία της Κύπρου, σύμφωνα με το Άρθρο 6 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν.97(Ι)/97.
Πρόκειται συνεπώς για χρηματική διαφορά, η οποία κείται εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Παπασάββας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134,
Ροτσίδης ν. Ρ.Ι.Κ. (1998) 4 Α.Α.Δ. 502,
Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 560,
Α.Η.Κ. ν. Φιλιαστίδη (2003) 3 Α.Α.Δ. 342,
Α.Η.Κ. ν. Γεωργιάδη (2004) 3 Α.Α.Δ. 600.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος υπηρετούσε στη Νομική Υπηρεσία, αφυπηρέτησε αναγκαστικά στις 14.11.2001, ύστερα από απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), η οποία βασίστηκε στο Άρθρο 53(1) (β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/1990. Η απόφαση της Επιτροπής για αναγκαστική αφυπηρέτηση του αιτητή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 31.1.2003 (βλέπε Παπασάββας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134).
Μετά την ακυρωτική απόφαση ο αιτητής επανήλθε στην υπηρεσία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις 14.11.2001 ο αιτητής είχε λάβει όλα τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα, ενώ μετά την ακύρωση της αφυπηρέτησής του έλαβε τις απολαβές που εδικαιούτο αν εργαζόταν κανονικά από τις 14.11.2001 μέχρι τις 31.1.2003. Στον αιτητή καταβλήθηκε η διαφορά μεταξύ του μισθού και των άλλων ωφελημάτων που εδικαιούτο για την πιο πάνω περίοδο και του ποσού που ελάμβανε ως σύνταξη. Στις 14.11.2001 κατά την αναγκαστική του αφυπηρέτηση ο αιτητής είχε επίσης εισπράξει ποσό £56.804,35 υπό μορφή εφάπαξ φιλοδωρήματος σύμφωνα με το νόμο. Του καταβλήθηκε επίσης περαιτέρω ποσό £16.336,17 ως σύνταξη για την περίοδο από 14.11.2001 μέχρι 31.1.2003.
Όταν την 1.7.2006 ο αιτητής αφυπηρέτησε κανονικά, το Γενικό Λογιστήριο υπολόγισε ότι το εφάπαξ ποσό το οποίο εδικαιούτο κατά την ημέρα της αφυπηρέτησής του ανερχόταν σε £86.042,27. Από το ποσό αυτό αφαιρέθηκαν £56.804,35 που του είχαν καταβληθεί ως εφάπαξ φιλοδώρημα κατά την αναγκαστική αφυπηρέτησή του, καθώς και ποσό £16.336,17 που εισέπραξε ως σύνταξη κατά την περίοδο από 14.11.2001 μέχρι 31.1.2003. Επιπροσθέτως, του αφαιρέθηκε ποσό £2.109,02 που αντιπροσώπευε το υπόλοιπο της προκαταβολής για αγορά αυτοκινήτου. Μετά την αφαίρεση των πιο πάνω ποσών παρέμεινε προς πληρωμή προς τον αιτητή ως καθαρό ποσό φιλοδωρήματος το ποσό των £10.792,73, το οποίο και παρέλαβε από το Γενικό Λογιστήριο στις 6.7.2006, με επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων του.
Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση για την καταβολή ποσού μόνο £10.792,73 ως φιλοδώρημα. Στην ίδια προσφυγή ο αιτητής αξίωνε και ακύρωση της απόφασης να αφυπηρετήσει στο 61ο έτος της ηλικίας του, θεραπεία όμως η οποία ύστερα από αίτηση του αιτητή διαχωρίστηκε για να δικαστεί χωριστά.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση υπέβαλε προδικαστικά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά χρηματική διαφορά η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση δεν ανέλυσε την πιο πάνω θέση, αρκούμενος να παραπέμψει στο ιστορικό της υπόθεσης.
Το κριτήριο αν πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου ή του ιδιωτικού δικαίου είναι ο σκοπός που επιδιώκεται με αυτή. Αν πρωταρχικά επιδιώκεται η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού τότε η πράξη είναι πράξη δημοσίου δικαίου. Αντίθετα, πράξεις που ρυθμίζουν ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών ανάγονται γενικά στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, όπου επίσης κατατάσσονται και οι πράξεις που σχετίζονται με τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του κράτους, καθώς και οι διαφορές μεταξύ του κράτους και των πολιτών, όπως οι συμβατικές και χρηματικές διαφορές όταν το κράτος δεν ενεργεί ως imperium (βλέπε Ροτσίδης ν. Ρ.Ι.Κ. (1998) 4 Α.Α.Δ. 502).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή απορρίπτοντας την πιο πάνω προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση, υποστήριξε ότι πρόκειται περί εκτελεστής διοικητικής πράξης, αφού το εφάπαξ είναι δημόσιο δικαίωμα του δημόσιου υπαλλήλου που καθορίζεται από τα Άρθρα 55 και 56 του Νόμου 1/90 και τα Άρθρα 4-9 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν.97(Ι)/97. Ως δημόσιο δε δικαίωμα, θα έπρεπε να είχε καταβληθεί στον αιτητή ολόκληρο το ποσό κατά την ημέρα αφυπηρέτησής του, χωρίς αποκοπές.
Το απορρέον εκ του νόμου δικαίωμα καταβολής απολαβών και επιδομάτων είναι δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση και την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Πρόκειται για αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα (βλέπε Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 560) του οποίου η αναγνώριση και ο προσδιορισμός ανάγονται αποκλειστικά στο δημόσιο δίκαιο (Α.Η.Κ. ν. Φιλιαστίδη (2003) 3 Α.Α.Δ. 342, 346).
Στην υπόθεση Α.Η.Κ. ν. Γεωργιάδη (2004) 3 Α.Α.Δ. 600, κρίθηκε όπου οι αποφάσεις που αφορούν συντάξεις και επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος, το κατά πόσο ο υπάλληλος όταν προβάλλει την απαίτηση, εξακολουθεί να βρίσκεται εν ενεργεία ή όχι, δεν επηρεάζει τη δικαιοδοσία, αφού η αφυπηρέτηση δεν είναι στοιχείο που αλλοιώνει τη φύση της διαφοράς, που ήδη κρίνεται πως αποτελεί θέμα δημοσίου δικαίου.
Στην παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητείται το δικαίωμα του αιτητή στην καταβολή εφάπαξ ποσού. Ο Γενικός Λογιστής υπολόγισε τα ποσά τα οποία θα έπρεπε να αφαιρεθούν από το εφάπαξ που ο αιτητής εδικαιούτο και κατέληξε στο ποσό που θα έπρεπε να του καταβληθεί. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μεταξύ των ποσών που του αποκόπηκαν είναι και το ποσό που του είχε καταβληθεί ως προκαταβολή για την αγορά αυτοκινήτου.
Καταλήγω ότι εν όψει των πιο πάνω, το όλο θέμα ανάγεται σε χρηματική διαφορά μεταξύ του αιτητή και της διοίκησης. Δεν αναφέρεται στο δικαίωμα για καταβολή του εφάπαξ φιλοδωρήματος. Ο Γενικός Λογιστής αναγνωρίζει ότι ο αιτητής δικαιούται το ποσό των £86.042,27 από το οποίο όμως αφαιρεί διάφορα ποσά, όπως για παράδειγμα, το ποσό το οποίο είχε καταβληθεί στον αιτητή κατά την αναγκαστική του αφυπηρέτηση και το οποίο δεν επέστρεψε μετά την ακύρωση της αφυπηρέτησής του και την επιστροφή του στη δημόσια υπηρεσία.
Ο αιτητής έχει εισπράξει κάθε διαφορά που του οφειλόταν μεταξύ της σύνταξης που έπαιρνε και του μισθού που θα έπρεπε να λαμβάνει από την ημέρα της αφυπηρέτησής του μέχρι την ακύρωσή της, καθώς και όλα του τα ωφελήματα. Εκείνο το οποίο ουσιαστικά αξιώνει είναι να του καταβληθεί ξανά το εφάπαξ φιλοδώρημα. Θα πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι τη λύση αυτή, δηλαδή να θεωρηθεί η καταβολή του εφάπαξ ως καταβολή έναντι του ό,τι θα εδικαιούτο κατά την ημέρα της κανονικής του αφυπηρέτησής, οπότε και θα του καταβαλλόταν μόνο η επιπλέον διαφορά, αναγνωρίστηκε και από τον ίδιο τον αιτητή με επιστολή του δικηγόρου του προς το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.1.2004.
Ο Γενικός Λογιστής είχε δικαίωμα να αφαιρέσει από το εφάπαξ ποσό οποιοδήποτε χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία της Κύπρου σύμφωνα με το Άρθρο 6 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν.97(Ι)/97.
Πρόκειται συνεπώς για χρηματική διαφορά η οποία κείται εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.000 έξοδα, εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.