ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χατζηπαύλου ν. Α.Η.Κ. (1991) 3 ΑΑΔ 11
Kυπριακή Δημοκρατία, μέσω Eπιτροπής Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aλμπέρτο Kασσέρα (1996) 3 ΑΑΔ 27
Kαμένος Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 25
Ιωαννίδου Θέκλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 100
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου και Άλλη ν. Σπύρου Κέττηρουκαι Άλλης (2007) 3 ΑΑΔ 555
Hawai Hotels Ltd ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4 ΑΑΔ 2835
Γιαγκοπούλου Φρειδερίκη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (1998) 4 ΑΑΔ 1225
Παναγή Αδάμος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 753
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2008) 4 ΑΑΔ 1
16 Ιανουαρίου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΡΟΔΟΥΛΑ ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΙΑΝΟΥ-ΚΑΡΑΒΕΛΛΑ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 939/2005)
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Η αρχή της καλής πίστης και της απαγόρευσης αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Κατάλογοι διοριστέων Καθηγητών ― Εγγραφή αιτητή στον οικείο κατάλογο και στη συνέχεια διαγραφή του, συνεπεία υποβληθείσας ένστασης από τρίτον ― Το Άρθρο 28(Β) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 (Ν.10/69, ως τροποποιήθηκε) εφαρμόστηκε ορθά στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Αρχές ― Δεν παραβιάστηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Η επίδικη ανάκληση κρίθηκε ως εντός του πλαισίου που οριοθετούν το Άρθρο 54 του Ν.158(Ι)/99 και η δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Επηρεασμός σταδιοδρομίας λόγω διαγραφής από κατάλογο διοριστέων ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείτο επηρεασμός στην εξετασθείσα υπόθεση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως του διοικουμένου ― Άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες διαπιστώθηκε παράβασή του στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της νομιμότητας της απόφασης διαγραφής της, από τον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η διοίκηση εν προκειμένω, ενεργώντας με καλή πίστη, ενέγραψε την αιτήτρια στον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών. Όμως στη συνέχεια υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα ενστάσεις, σύμφωνα με το Άρθρο 28(Β) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 (Ν. 10/1969), όπως τροποποιήθηκαν. Η Επιτροπή είχε υποχρέωση, και αυτό έπραξε, να επανεξετάσει το θέμα και να επιληφθεί των ενστάσεων σύμφωνα με το Άρθρο 28(Β)(12). Για να βοηθηθεί ζήτησε και έλαβε γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία του κράτους. Τελικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εγγραφή της αιτήτριας ήταν παράνομη και την ανακάλεσε. Δεν έχω πεισθεί ότι υπάρχει στοιχείο αυθαιρεσίας στον τρόπο που η διοίκηση ενήργησε. Δεν μπορεί η επίκληση της καλής πίστης να υπερφαλαγγίσει τις αρχές του κράτους δικαίου. Η αιτήτρια ενεγράφη στον Κατάλογο με βάση λανθασμένη διοικητική πρακτική και ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας. Όμως, η διοικητική πρακτική παρέχει έρεισμα για διοικητική ενέργεια μόνο εφόσον είναι διαμορφωμένη μέσα στο πλαίσιο του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, η εγγραφή της αιτήτριας στον Κατάλογο ήταν αντίθετη με τα Σχέδια Υπηρεσίας και ως εκ τούτου δεν ήταν νομικά παραδεκτή.
2. Η απόφαση της Ε.Ε.Υ. ημερ. 5.4.2005 η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 13.6.2005 περιέχει πλήρη αιτιολογία και επεξηγεί με επάρκεια και σαφήνεια τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή στην ανάκληση της αρχικής της απόφασης. Κανένα στοιχείο δεν ελλείπει που να καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο. Οι αρχές που καθορίζουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων, έχουν κωδικοποιηθεί στο Άρθρο 54 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Στην προκειμένη περίπτωση, η τοποθέτηση της αιτήτριας στον Κατάλογο ήταν παράνομη και η ανάκλησή της επιβεβλημένη για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Η τοποθέτησή της στον Κατάλογο δεν μπορεί να αποδώσει κανένα κεκτημένο δικαίωμα στην αιτήτρια. Επίσης, η ανάκληση έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο και η αιτήτρια δεν μπορεί να παραπονείται για αδράνεια της διοίκησης. Ούτε οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που οδήγησαν τη διοίκηση να ανακαλέσει την πράξη χρειάζεται να προσδιοριστούν στην ίδια την απόφαση.
Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, η διοίκηση εξακρίβωσε και εκτίμησε ορθά τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία αφού συσχέτισε με το Σχέδιο Υπηρεσίας, έλαβε την απόφαση για ανάκληση. Η έρευνα που είχε να κάνει δεν ήταν περίπλοκη. Η αιτήτρια δεν προσδιορίζει τί άλλο θα μπορούσε να διερευνηθεί και δεν διερευνήθηκε. Ούτε εξειδικεύει τα γεγονότα για τα οποία υπήρξε πλάνη. Ως αποτέλεσμα, το τεκμήριο της νομιμότητας των ευρημάτων της διοίκησης δεν εξασθενεί και ούτε δημιουργούνται οποιεσδήποτε αμφιβολίες αναφορικά με την ορθότητα των ευρημάτων της.
3. Ο ισχυρισμός περί επηρεασμού της σταδιοδρομίας της αιτήτριας εκτός του ότι διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, επί της ουσίας δεν ευσταθεί, αφού βάσει των πραγματικών περιστατικών, στην αιτήτρια γνωστοποιήθηκε η απόφαση διαγραφής της από τον Κατάλογο Διοριστέων στις 13.6.2005, ενώ το πρόγραμμα για προϋπηρεσιακή της κατάρτιση θα άρχιζε στις 20.6.2005. Επομένως δεν ήταν δυνατό να επηρεαστεί η σταδιοδρομία της αφού η κατάρτισή της ούτε καν είχε αρχίσει. Και εν πάση περιπτώσει, εφόσον δεν είχε τα προσόντα και δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για διορισμό στη συγκεκριμένη θέση, δεν μπορεί να θεωρεί ότι εμποδίστηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο η καριέρα της.
4. Το δικαίωμα ακροάσεως το οποίο ανέκαθεν αναγνωρίζεται ως μέρος των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης κωδικοποιήθηκε στο Άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Το δικαίωμα παρέχεται σε κάθε περίπτωση που μεταξύ άλλων ο διοικούμενος θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή που η πράξη είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης. Στην προκειμένη περίπτωση δεν χωρεί αμφιβολία ότι η πράξη ανάκλησης επηρέαζε δυσμενώς την αιτήτρια και ως εκ τούτου η διοίκηση όφειλε να της είχε παράσχει την ευκαιρία να υποβάλει τις απόψεις της για την πρόθεσή της να διαγράψει το όνομά της από τον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών. Η αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος να θέσει τις απόψεις της στην Επιτροπή και επομένως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από του να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25,
Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κ.ά. ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191,
Χατζηπαύλου ν. Α.Η.Κ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 11,
Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100,
Παναγή κ.ά. ν. Ε.Ε.Υ. (2007) 4 Α.Α.Δ. 753,
Ρ.Ι.Κ. κ.ά. ν. Κέττηρος κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 555,
Γιαγκοπούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 4Β Α.Α.Δ. 1225.
Προσφυγή.
Δ. Στεφανίδης, για την Αιτήτρια.
Ε. Λοϊζίδου (κα), για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια ζητά δήλωση του Δικαστηρίου, ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 13.6.2005, με την οποία η καθ' ης η αίτηση διέγραψε την αιτήτρια από τον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών «Οικιακής Οικονομίας», είναι παράνομη και ως εκ τούτου άκυρη.
Σύμφωνα με το ισχύον Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Καθηγητή «Οικιακής Οικονομίας», για να εγγραφεί κάποιος στον εν λόγω κατάλογο πρέπει να κατέχει, μεταξύ άλλων, Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει. Φαίνεται ότι για τη συγκεκριμένη θέση υπήρξαν προβλήματα ως προς τα προσόντα που έπρεπε κάποιος να κατέχει για να εγγραφεί στον Κατάλογο Διοριστέων.
Τον Ιούλιο του 2003 υποβλήθηκαν στην Επίτροπο Διοικήσεως παράπονα από υποψήφιους αιτητές Οικιακής Οικονομίας, καθώς και από τον Σύνδεσμο Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας, ότι στον Αναθεωρημένο Κατάλογο Φεβρουαρίου 2003 στην ειδικότητα της Οικιακής Οικονομίας, παρανόμως περιλήφθηκαν πρόσωπα τα οποία δεν είναι κάτοχοι πτυχίου στον κλάδο Οικιακής Οικονομίας, όπως προνοούν τα Σχέδια Υπηρεσίας, αλλά τίτλων Τ.Ε.Ι. στη Διατροφολογία, το οποίο δεν είναι προσόν αναγνωρισμένο από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Η Επίτροπος Διοικήσεως, μετά από μελέτη των παραπόνων, απέστειλε επιστολή ημερ. 31.10.2003 στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, πληροφορώντας την ότι η εγγραφή των συγκεκριμένων αιτητών στον Αναθεωρημένο Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας, είναι παράνομη, αφού αυτοί, ως μη κάτοχοι Πανεπιστημιακού τίτλου στην ειδικότητα της Οικιακής Οικονομίας, δεν πληρούν τα απαιτούμενα από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.
Η Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερ. 12.11.2003, αφού εξέτασε το θέμα, αποφάσισε όπως, προτού προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, ζητήσει σχετική γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Η Νομική Υπηρεσία, με γνωμάτευσή της ημερ. 22.1.2004, πληροφόρησε την Επιτροπή ότι η απόφασή της για εγγραφή των αιτητών στον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας, στερείται νομικής βάσης και κατά συνέπεια είναι πρόδηλα άκυρη.
Η Επιτροπή στις 11.2.2004, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις απόψεις, τα συμπεράσματα και τις εισηγήσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως, όσο και τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, απεφάσισε να προχωρήσει στη διαγραφή των αιτητών - κατόχων τίτλων Τ.Ε.Ι. - στη Διατροφολογία, από το συγκεκριμένο Κατάλογο Διοριστέων και να επανεξετάσει την πολιτική της σε σχέση με το πιο πάνω θέμα.
Από την απόφαση αυτή, δεν επηρεαζόταν η αιτήτρια, η οποία ως κάτοχος του τίτλου «Bachelor of Science of Human Resources and Family Studies», το οποίο της απονεμήθηκε από το University of Illinois των ΗΠΑ το 1987, υπέβαλε στο μεταξύ και συγκεκριμένα στις 5.11.2003, αίτηση στο γραφείο της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, για εγγραφή στον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας. Η αίτησή της εγκρίθηκε και συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας Φεβρουαρίου 2004, αφού θεωρήθηκε ότι το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών της, πληρούσε τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας για κατοχή τίτλου στην ειδικότητα της Οικιακής Οικονομίας.
Στις 24.1.2005, η Επιτροπή, με βάση τη σειρά των υποψηφίων στον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας, με επιστολή της κάλεσε την αιτήτρια να δηλώσει κατά πόσο ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει το Πρόγραμμα Προϋπηρεσιακής Κατάρτισης Ιουνίου 2005-�Ιανουαρίου 2006. Η αιτήτρια απάντησε θετικά εντός της καθορισθείσας προθεσμίας.
Στις 28.2.2005 η Επιτροπή, μετά την ανάρτηση του Καταλόγου Διοριστέων Φεβρουαρίου 2005, προχώρησε και μελέτησε τις εμπρόθεσμες ενστάσεις που υποβλήθηκαν από υποψηφίους καθηγητές στον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας, καθώς και από τους κατόχους τίτλων Διαιτολογίας- Διατροφολογίας, των οποίων οι αιτήσεις για εγγραφή στον εν λόγω Κατάλογο είχαν απορριφθεί. Πολλές από τις ενστάσεις αυτές αφορούσαν τη συμπερίληψη της αιτήτριας στον Κατάλογο Διοριστέων.
Ως εκ των πιο πάνω, η Επιτροπή σε συνεδρία της στις 5.4.2005, επανεξέτασε το θέμα της συμπερίληψης της αιτήτριας στον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή μελέτησε το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του πτυχίου Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας και του πτυχίου Διαιτολογίας και Διατροφής, που απονέμονται από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Ελλάδας. Η επιλογή των δύο αυτών πτυχίων έγινε γιατί αφ' ενός στο Πανεπιστήμιο Κύπρου δεν υπάρχει Τμήμα το οποίο να απονέμει πτυχία της ειδικότητας της Οικιακής Οικονομίας και αφ' ετέρου, γιατί τα συγκεκριμένα πτυχία κρίθηκαν από την Επιτροπή ως τα πλέον κατάλληλα και σχετικά με την ειδικότητα της Οικιακής Οικονομίας, αφού το περιεχόμενο των σπουδών για απόκτηση των πτυχίων αυτών, συνάδει με το πρόγραμμα του μαθήματος της Οικιακής Οικονομίας που διδάσκεται στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης της Κύπρου.
Έτσι η Επιτροπή, μετά από τη σύγκριση των μαθημάτων που περιλαμβάνονται στο πτυχίο «Βachelor of Science of Human Resources and Family Studies» που κατείχε η αιτήτρια, με τα μαθήματα που περιλαμβάνονται στα δύο προαναφερόμενα πτυχία του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών της αιτήτριας, αφορά την ειδικότητα της Διαιτολογίας και Διατροφής, και όχι την ειδικότητα της Οικιακής Οικονομίας.
Με αυτά τα δεδομένα, και έχοντας υπόψη τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, ημερ. 22.1.2004, η Επιτροπή, στη συνεδρία της ημερ. 5.4.2005, απεφάσισε να διαγράψει την αιτήτρια από τον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας. Ως αποτέλεσμα της απόφασης αυτής, η Επιτροπή απεφάσισε επίσης να ακυρώσει την πρόσκληση προς αυτή, να παρακολουθήσει το Πρόγραμμα Προϋπηρεσιακής Κατάρτισης.
Η Επιτροπή με επιστολή της ημερομηνίας 13.6.2005, ενημέρωσε σχετικά την αιτήτρια, η οποία προσέβαλε την απόφαση.
Οι συνήγοροι της αιτήτριας, κατ' αρχάς προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, η οποία απαγορεύει την αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης. Στην προκειμένη περίπτωση, η συμπεριφορά της διοίκησης ήταν τέτοια αφού, όπως ισχυρίζονται, ενώ αρχικά ενέγραψε την αιτήτρια στο σχετικό Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών Οικιακής Οικονομίας, αργότερα τη διέγραψε από αυτόν. Προβάλλουν επίσης, τη θέση ότι η διοίκηση δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τις δικές της αβλεψίες ή παραλείψεις για να αρνηθεί στον διοικούμενο ωφελήματα που είχε. Με αναφορά στην υπόθεση Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, εισηγήθηκαν ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης αποτελεί στοιχείο της αμεροληψίας της διοίκησης.
Σύμφωνα με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου και την πάγια νομολογία, καλή πίστη σημαίνει ότι η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας θα πρέπει να ενεργεί καλόπιστα και να εφαρμόζει τις αρχές της αναλογικότητας, της αμεροληψίας και της ισότητας. Σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζεται όμως η αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης. (Βλ. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κ.ά. ν. Φώτη Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191).
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν ευσταθεί ο νομικός λόγος ακύρωσης που επικαλείται η αιτήτρια. Η διοίκηση, ενεργώντας με καλή πίστη, ενέγραψε την αιτήτρια στον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών. Όμως στη συνέχεια υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα ενστάσεις, σύμφωνα με το Άρθρο 28(Β) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 (Ν. 10/1969), όπως τροποποιήθηκαν. Η Επιτροπή είχε υποχρέωση, και αυτό έπραξε, να επανεξετάσει το θέμα και να επιληφθεί των ενστάσεων σύμφωνα με το Άρθρο 28(Β)(12). Για να βοηθηθεί ζήτησε και έλαβε γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία του κράτους. Τελικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εγγραφή της αιτήτριας ήταν παράνομη και την ανακάλεσε. Δεν έχω πεισθεί ότι υπάρχει στοιχείο αυθαιρεσίας στον τρόπο που η διοίκηση ενήργησε. Δεν μπορεί η επίκληση της καλής πίστης να υπερφαλαγγίσει τις αρχές του κράτους δικαίου. Η αιτήτρια ενεγράφη στον Κατάλογο με βάση λανθασμένη διοικητική πρακτική και ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας. Όμως, η διοικητική πρακτική παρέχει έρεισμα για διοικητική ενέργεια μόνο εφόσον είναι διαμορφωμένη μέσα στο πλαίσιο του νόμου. (Βλ. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Φώτη Παπαφώτη, ανωτέρω). Στην προκειμένη περίπτωση, η εγγραφή της αιτήτριας στον Κατάλογο ήταν αντίθετη με τα Σχέδια Υπηρεσίας και ως εκ τούτου δεν ήταν νομικά παραδεκτή. Όπως αναφέρθηκε στη Χατζηπαύλου ν. Α.Η.Κ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 11:-
«Τα σχέδια υπηρεσίας περιέχουν ρυθμίσεις που άπτονται των δικαιωμάτων τρίτων και σκοπούν στον προσδιορισμό του δικαιϊκού βάθρου για τη σύννομη στελέχωση Αρχής ή Οργάνου. Δημιουργούν δεσμεύσεις για την Αρχή από τις οποίες δεν μπορεί να αποστεί, ούτε έναντι των μελών του προσωπικού, ούτε τρίτων που επιδιώκουν διορισμό σε δημόσιο οργανισμό.»
Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης που προώθησαν οι δικηγόροι της αιτήτριας, είναι ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση συνιστά σιωπηρή ανάκληση χωρίς αυτή να είναι αιτιολογημένη.
Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος. Η απόφαση της Ε.Ε.Υ. ημερ. 5.4.2005 η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 13.6.2005 περιέχει πλήρη αιτιολογία και επεξηγεί με επάρκεια και σαφήνεια τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή στην ανάκληση της αρχικής της απόφασης. Κανένα στοιχείο δεν ελλείπει που να καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο.
Οι αρχές που καθορίζουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων, έχουν κωδικοποιηθεί στο Άρθρο 54 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) το οποίο προβλέπει ότι:-
«54.-(1) Τηρουμένων των πιο κάτω εδαφίων, θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η ανάκληση από τη διοίκηση μετά πάροδο εύλογου χρόνου πράξης της έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για το διοικούμενο καταστάσεις. Η ύπαρξη του εύλογου χρόνου κρίνεται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.
(2) Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
(3) Η ανάκληση και νόμιμης διοικητικής πράξης, ακόμη και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
(4) Επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η έκδοσή της ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοσή της.
(5) Η, με βάση τα εδάφια (3) και (4), ανάκληση ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ.
(6) Οι πιο πάνω γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν, όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο.»
Σχετικό με την ανάκληση παράνομων πράξεων, είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ιωαννίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100:-
«Η ανάκληση των μη νόμιμων πράξεων είναι γενικά επιτρεπτή. Παράνομες είναι όχι μόνο οι πράξεις που εκδόθηκαν κατά παράβαση νόμου, αλλά και οι εκδοθείσες κατά πλάνη περί τα πράγματα. Παράνομη χαρακτηρίζεται επίσης η πράξη που εκδόθηκε χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της έκδοσής της (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 201).
Παράνομες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν μέσα σε εύλογο χρόνο και οποτεδήποτε, εφ' όσον το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον ή όπου η ανακαλούμενη πράξη στηρίχθηκε σε δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερόμενου (Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27. Βλέπε επίσης Hawai Hotels Ltd. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2835).»
Στην προκειμένη περίπτωση, η τοποθέτηση της αιτήτριας στον Κατάλογο ήταν παράνομη και η ανάκλησή της επιβεβλημένη για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Η τοποθέτησή της στον Κατάλογο, κάτω από τις συνθήκες που περιέγραψα, δεν μπορεί να αποδώσει κανένα κεκτημένο δικαίωμα στην αιτήτρια. Επίσης, η ανάκληση έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο και η αιτήτρια δεν μπορεί να παραπονείται για αδράνεια της διοίκησης. Ούτε οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που οδήγησαν τη διοίκηση να ανακαλέσει την πράξη χρειάζεται να προσδιοριστούν στην ίδια την απόφαση. (Βλ. Παναγή κ.ά. ν. Ε.Ε.Υ. (2007) 4 Α.Α.Δ. 753). Κατά την άποψή μου, η απόφαση ανάκλησης ήταν δεόντως αιτιολογημένη.
Σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, οι δικηγόροι της αιτήτριας προβάλλουν περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και ως εκ τούτου άκυρη. Πρόκειται για γενικό ισχυρισμό ο οποίος δεν τεκμηριώνεται. Κατά την άποψή μου, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, η διοίκηση εξακρίβωσε και εκτίμησε ορθά τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία αφού συσχέτισε με το Σχέδιο Υπηρεσίας, έλαβε την απόφαση για ανάκληση. Η έρευνα που είχε να κάνει δεν ήταν περίπλοκη. Η αιτήτρια δεν προσδιορίζει τί άλλο θα μπορούσε να διερευνηθεί και δεν διερευνήθηκε. Ούτε εξειδικεύει τα γεγονότα για τα οποία υπήρξε πλάνη. Ως αποτέλεσμα, το τεκμήριο της νομιμότητας των ευρημάτων της διοίκησης δεν εξασθενεί και ούτε δημιουργούνται οποιεσδήποτε αμφιβολίες αναφορικά με την ορθότητα των ευρημάτων της.
Περαιτέρω, οι δικηγόροι της αιτήτριας προβάλλουν ως λόγο ακύρωσης ότι η καθ' ης η αίτηση με την αντιφατική συμπεριφορά της να την διαγράψει από τον επίδικο Κατάλογο, κατόπιν αποδοχής των ενστάσεων τρίτων, ενήργησε παράνομα με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η σταδιοδρομία της, αφού διακόπηκε η προϋπηρεσιακή της κατάρτιση. Ο ισχυρισμός εκτός του ότι διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, επί της ουσίας δεν ευσταθεί, αφού βάσει των πραγματικών περιστατικών, στην αιτήτρια γνωστοποιήθηκε η απόφαση διαγραφής της από τον Κατάλογο Διοριστέων στις 13.6.2005, ενώ το πρόγραμμα για προϋπηρεσιακή της κατάρτιση θα άρχιζε στις 20.6.2005. Επομένως δεν ήταν δυνατό να επηρεαστεί η σταδιοδρομία της αφού η κατάρτιση της ούτε καν είχε αρχίσει. Και εν πάση περιπτώσει, εφόσον δεν είχε τα προσόντα και δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για διορισμό στη συγκεκριμένη θέση, δεν μπορεί να θεωρεί ότι εμποδίστηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο η καριέρα της.
Τέλος, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς να δοθεί στην αιτήτρια δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης.
Το συγκεκριμένο δικαίωμα το οποίο ανέκαθεν αναγνωρίζεται ως μέρος των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης κωδικοποιήθηκε στο Άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο ορίζει ότι:-
«43.-(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.
(2) Διοικητικό όργανο που προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του σε ισχυρισμούς εναντίον ενός προσώπου οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς.»
Ήταν η θέση της δικηγόρου για την καθ' ης η αίτηση, ότι το δικαίωμα για ακρόαση αφορά σε περιπτώσεις όπου ο πολίτης κρίνεται για υπαίτια πράξη, σε όλες τις πειθαρχικές διαδικασίες ή όπου θα του επιβληθεί κύρωση. Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση. Η τοποθέτησή της, καλύπτει αποσπασματικά τα όσα κατά καιρούς έχουν νομολογηθεί σχετικά με το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης. Η αρχή, όπως έχω υποδείξει, έχει κωδικοποιηθεί, και στο σχετικό άρθρο αναφέρεται ρητά ότι το δικαίωμα παρέχεται σε κάθε περίπτωση που μεταξύ άλλων ο διοικούμενος θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή που η πράξη είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν χωρεί αμφιβολία ότι η πράξη ανάκλησης επηρέαζε δυσμενώς την αιτήτρια και ως εκ τούτου η διοίκηση όφειλε να της είχε παράσχει την ευκαιρία να υποβάλει τις απόψεις της για την πρόθεση της να διαγράψει το όνομά της από τον Κατάλογο Διοριστέων Καθηγητών. Όπως τονίστηκε πρόσφατα από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Ρ.Ι.Κ. κ.ά. ν. Κέττηρος κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 555, η ακρόαση έχει σκοπό να βοηθήσει τη διοίκηση στο να αποφασίσει κατά πόσο θα πρέπει να πάρει ή όχι τη συγκεκριμένη απόφαση. Δεν ευσταθεί η εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου για τη Δημοκρατία ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση δεν αποτελεί ανάκληση, επειδή η εξέταση των ενστάσεων και η λήψη απόφασης, ήταν το αποτέλεσμα θεσμοθετημένης διαδικασίας, δυνάμει του Άρθρου 28Β του σχετικού Νόμου. Ούτε η υπόθεση Παναγή κ.ά. ν. Ε.Ε.Υ., ανωτέρω, υποστηρίζει μια τέτοια θέση. Το Δικαστήριο εκεί στηρίχθηκε στην υπόθεση Γιαγκοπούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 4(Β) Α.Α.Δ. 1225 στην οποία όμως δεν αμφισβητήθηκε το δικαίωμα ακρόασης, αλλά το κατά πόσο η αιτήτρια δεν ειδοποιήθηκε για την ακρόαση, από υπαιτιότητα της ίδιας. Τελικά το Δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα ακρόασης και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Όμως και διαφορετικά να ήταν τα πράγματα, το δικαίωμα της αιτήτριας για προηγούμενη ακρόαση, παραμένει αναλλοίωτο, αφού όπως και να χαρακτηριστεί, η πράξη της διοίκησης ήταν δυσμενής.
Η αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος να θέσει τις απόψεις της στην Επιτροπή και επομένως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από του να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1.200 έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.