ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 641/2007)
8 Δεκεμβρίου, 2008
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ' ου η αίτηση που στάληκε με επιστολή ημερ. 21.2.07 την οποία έλαβε γνώση ο αιτητής στις 25.2.07 και με την οποία ο καθ' ου η αίτηση αντίθετα στο αίτημά του αναγνώρισε μόνο 8 μήνες ως συντάξιμη υπηρεσία του αιτητή αντί 3 χρόνια, 3 μήνες και 14 ημέρες από την υπηρεσία του πριν τον διορισμό του στο ΑΞΙΚ σε διάφορα σχολεία, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πως ό,τι παραλείφθηκε να διαταχθεί να γίνει.»
Σε συντομία, τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής:-
Ο αιτητής, την 1/3/1979, προσλήφθηκε στο Ανώτερο Ξενοδοχειακό Ινστιτούτο Κύπρου, («Α.Ξ.Ι.Κ.»), ως προσωρινός Καθηγητής Γερμανικών. Μονιμοποιήθηκε την 1/12/1983 και υπηρέτησε σε αυτήν τη θέση μέχρι και την αφυπηρέτησή του την 1/8/2003. Προηγουμένως είχε εργαστεί ως εκπαιδευτικός τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Μεταξύ άλλων, εργάστηκε με σύμβαση στο Υπουργείο Παιδείας από 14/11/1974 έως 31/7/1975 και, στη βάση μερικής απασχόλησης, στο Ινστιτούτο Ξενοδοχειακών και Επισιτιστικών Τεχνών, («Ι.Ξ.Ε.Τ.»), από 1/10/1977 έως 30/6/1978 και από 1/8/1978 έως 28/2/1979. Κατά την αφυπηρέτησή του έλαβε συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Επειδή η προϋπηρεσία του στο Ι.Ξ.Ε.Τ. και σε διάφορα σχολεία, ινστιτούτα και φροντιστήρια δεν του αναγνωρίστηκε ως συντάξιμη υπηρεσία, ζήτησε, με επιστολή του προς το Γενικό Λογιστήριο, ημερομηνίας 29/8/2005, όπως αυτή ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της σύνταξής του. Αναφέρθηκε, μάλιστα, σε σχετική βεβαίωση, ημερομηνίας 4/7/2003, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (η «Ε.Ε.Υ.»), αναγνώρισε ότι η συνολική εκπαιδευτική προϋπηρεσία του ανέρχεται σε τρία χρόνια, τρεις μήνες και δεκατέσσερις ημέρες.
Το Γενικό Λογιστήριο, αφού εξέτασε το αίτημα του αιτητή, τον πίστωσε με την περίοδο των οκτώ μηνών που εργάστηκε στο Ι.Ξ.Ε.Τ. και υπέβαλε εκ νέου τους υπολογισμούς του στην Ελεγκτική Υπηρεσία, για έλεγχο και έγκριση.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία διαφώνησε με τη θέση του Γενικού Λογιστηρίου και εισηγήθηκε όπως, για το θέμα, ζητηθεί γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα, η οποία και δόθηκε. Σύμφωνα με αυτή, η προϋπηρεσία του αιτητή στο Ι.Ξ.Ε.Τ., στη βάση μερικής απασχόλησης, μπορούσε να λογιστεί ως συντάξιμη υπηρεσία, όπως και έγινε. Ειδοποιήθηκε ο συνήγορός του ανάλογα, στις 21/2/2007.
Ο αιτητής αντέδρασε με την καταχώριση της παρούσας. Επικαλείται, για ακύρωσή της πιο πάνω απόφασης, διάφορους λόγους. Εν πρώτοις, παραπονείται ότι αυτή λήφθηκε, χωρίς προηγουμένως να του δοθεί η ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του, γεγονός που συνιστά παραβίαση του ΄Αρθρου 43(1) και (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99).
Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης κρίνω ότι δεν μπορεί να εξεταστεί. Δεν περιέχεται στα νομικά σημεία της προσφυγής, όπως επιβάλλει ο Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, ούτε ζητήθηκε η προσθήκη του σ' αυτά, με τροποποίηση των λόγων ακύρωσης.
΄Αλλοι λόγοι, που προβάλλει ο αιτητής, είναι ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, χωρίς τη δέουσα έρευνα και στερείται αιτιολογίας.
Τα όσα αναφέρονται στη Γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, υποστηρίζει ο συνήγορος του αιτητή, φανερώνουν ότι η απόφαση της Ε.Ε.Υ., ημερομηνίας 4/7/2003, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η συνολική εκπαιδευτική προϋπηρεσία του αιτητή ανέρχεται σε τρία χρόνια, τρεις μήνες και δεκατέσσερις ημέρες, αγνοήθηκε.
Υποστηρίζει, επίσης, ο αιτητής ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, παρά το γεγονός ότι στο σημείωμά της προς το Γενικό Λογιστήριο ημερομηνίας 23/3/2006 επισημαίνει τον ορισμό του όρου «καθηγητή», όπως αυτός δίδεται με το ΄Αρθρο 2 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, (Ν. 97(Ι)/97), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), δεν αναφέρει ο,τιδήποτε σχετικά με την έννοια που το ίδιο άρθρο αποδίδει στον όρο «υπηρεσία». Είναι η θέση του ότι αυτό και μόνο καθιστά προφανές πως και η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν έλαβε υπόψη της την εκπαιδευτική προϋπηρεσία του αιτητή, όπως αυτή αναγνωρίστηκε από την Ε.Ε.Υ.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι, με αναφορά στη βεβαίωση, όπως την αποκαλούν, της Ε.Ε.Υ., ημερομηνίας 24/8/1983, υποστηρίζουν ότι η περίοδος που αναγνωρίστηκε στον αιτητή ως εκπαιδευτική προϋπηρεσία αναγνωρίστηκε αποκλειστικά για σκοπούς μισθού και προαγωγής και όχι για σκοπούς σύνταξης. Είναι η θέση τους πως η συγκεκριμένη βεβαίωση διαχωρίζει τις περιόδους εργασίας του αιτητή, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου ενήργησε ο Γενικός Λογιστής, δηλαδή το ΄Αρθρο 14(α) του Νόμου, αναγνωρίζει ως μόνη περίοδο προϋπηρεσίας του αιτητή για σκοπούς σύνταξης, αυτήν που εργάστηκε στο Ι.Ξ.Ε.Τ., στη βάση μερικής απασχόλησης, δηλαδή, από 1/10/1977 - 30/6/1978 και από 1/8/1978 - 28/2/1979.
Το ΄Αρθρο 14(α) του Νόμου προβλέπει:-
«14. Μόνο υπηρεσία σε συντάξιμη θέση λογίζεται συντάξιμη:
Νοείται ότι -
(α) ΄Οταν περίοδος υπηρεσίας σε μη συντάξιμη θέση ή υπηρεσία πάνω σε προσωρινή βάση ή με σύμβαση ή επί δοκιμασία ή έκτακτη ή ωρομίσθια ακολουθείται είτε αμέσως είτε ύστερα από διακοπή από υπηρεσία σε συντάξιμη θέση και ο διορισμός του υπαλλήλου σε συντάξιμη θέση έχει επικυρωθεί, η περίοδος αυτή λογίζεται συντάξιμη·»
Περαιτέρω, οι καθ' ων η αίτηση επισημαίνουν ότι η περίοδος που ο αιτητής εργάστηκε σε εργοδότη άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να δημιουργεί υποχρεώσεις σ' αυτή. Αντίθετη προσέγγιση εκθεμελιώνει το εργατικό δίκαιο που ισχύει σε όλη την Ευρώπη.
Είναι πάγια νομολογημένο, αλλά προβλέπεται ρητά και από το ΄Αρθρο 46(1) του Ν. 158(Ι)/99 ότι πλάνη περί τα πράγματα υπάρχει, όταν η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις, εξ αντικειμένου, ανύπαρκτα, ή παραλείπει να λάβει υπόψη της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα. Δεν υπάρχει, όμως, πλάνη, όταν η διοίκηση αξιολογεί και εκτιμά στοιχεία και γεγονότα που παρουσιάζονται μπροστά της για κρίση, εφόσον τα συμπεράσματά της είναι εύλογα. Πλάνη δεν υπάρχει και εάν τα στοιχεία που παρουσιάζονται είναι αντιφατικά μεταξύ τους και η διοίκηση προτιμά ορισμένα από αυτά, εφόσον η επιλογή της, είναι λογικά επιτρεπτή - (΄Αρθρο 46(3) του Ν. 158(Ι)/99).
Τα όσα ο αιτητής επικαλείται, προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί πλάνης, δεν ευσταθούν. Οι καθ' ων η αίτηση, προτού καταλήξουν στην απόφασή τους, εξέτασαν με προσοχή όσα τέθηκαν ενώπιόν τους, περιλαμβανομένων και όλων όσα επισυνάπτονται στο φάκελο - Τεκμήριο 1. Στο Αναθεωρημένο ΄Εντυπο, το οποίο βρίσκεται στο Τεκμήριο 1, ρητά αναφέρεται ότι η προϋπηρεσία του αιτητή ως Καθηγητή στο Ι.Ξ.Ε.Τ. αναγνωρίστηκε.
Ούτε οι ισχυρισμοί για έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας ευσταθούν.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ε.Ε.Υ. ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, σε σχέση με την έρευνα, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 276)
«Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.»
Στην παρούσα περίπτωση, από το σύνολο των ενώπιόν μου γεγονότων και στοιχείων, προκύπτει ότι οι καθ' ων η αίτηση κατέληξαν στην επίδικη απόφαση, αφού διεξήγαγαν πλήρη και ενδελεχή έρευνα.
΄Οσον αφορά το ζήτημα της αιτιολογίας, σύμφωνα με τη νομολογία, η διοικητική πράξη θεωρείται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί πώς και στη βάση ποιων στοιχείων η διοίκηση κατέληξε στο συμπέρασμά της - (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 273). Στην παρούσα περίπτωση, η αιτιολογία της απόφασης, όχι μόνο διατυπώνεται στην επιστολή προς τον αιτητή - Παράρτημα 7, αλλά προκύπτει και από το φάκελο της υπόθεσης.
Ο επόμενος ισχυρισμός του αιτητή έχει ως έρεισμα το γεγονός ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία διαφώνησε με την ενέργεια των καθ' ων η αίτηση να προχωρήσουν σε αναθεώρηση της προϋπηρεσίας του αιτητή. Ειδικότερα, είναι η θέση του πως, από τη στιγμή που προέκυψε διαφωνία μεταξύ των καθ' ων η αίτηση και της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για ό,τι η Ε.Ε.Υ. αναγνώριζε ως εκπαιδευτική προϋπηρεσία στον αιτητή, θα έπρεπε να επιλεχθεί από τη διοίκηση η λιγότερο επαχθής, γι' αυτόν, λύση.
Αδυνατώ να αντιληφθώ πώς ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ευσταθήσει, αφού το αίτημα του αιτητή να του αναγνωριστεί η προϋπηρεσία του στο Ι.Ξ.Ε.Τ., για σκοπούς σύνταξης, έγινε δεκτό. Βέβαια, ο αιτητής, στην απαντητική του αγόρευση, επεκτείνει τον ισχυρισμό του αυτόν, αναφέροντας ότι, ενώ η Ε.Ε.Υ., με επιστολή της προς αυτόν, του αναγνώρισε ως προϋπηρεσία τρία χρόνια, τρεις μήνες και δεκατέσσερις ημέρες, οι καθ' ων η αίτηση του αναγνώρισαν μόνο οκτώ μήνες. Ο ισχυρισμός αυτός είναι εντελώς λανθασμένος. Στην επιστολή ημερομηνίας 4/7/2003, ρητά αναφέρεται ότι η προϋπηρεσία του αιτητή σε ιδιωτικά φροντιστήρια δεν αναγνωρίζεται. Από το σύνολο των τριών χρόνων, τριών μηνών και δεκατεσσάρων ημερών, η μόνη προϋπηρεσία του που δεν αναγνωρίστηκε συνάγεται ότι είναι αυτή στο Εκπαιδευτήριο Νέοι Ορίζοντες - (έξι μήνες και εννέα ημέρες) - και στο Ελληνικό Γυμνάσιο Μονάχου - (οκτώ μήνες, δεκατέσσερις ημέρες) - και όχι, όπως εσφαλμένα εισηγείται ο αιτητής, ότι του αναγνωρίστηκαν μόνο οκτώ μήνες. Η υπόλοιπη προϋπηρεσία του, που αναφέρεται στην επιστολή ημερομηνίας 4/7/2003, του αναγνωρίστηκε - η προϋπηρεσία του στο Ι.Ξ.Ε.Τ. με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση, η δε προϋπηρεσία του όταν υπηρετούσε με σύμβαση στη Μέση Εκπαίδευση σύμφωνα με το Νόμο.
Τέλος, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δε λήφθηκε από το αρμόδιο όργανο. Παράλληλα, θέτει και θέμα υπογραφής της, χωρίς, όμως, να συγκεκριμενοποιεί πώς και γιατί θεωρεί τον υπογράφοντα την επιστολή ημερομηνίας 21/2/2007 λειτουργό στο γραφείο του Γενικού Λογιστή αναρμόδιο. Η γενικότητα, με την οποία ο λόγος αυτός προβάλλεται, εμποδίζει την εξέτασή του.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ