ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 479/2007)

 

31 Δεκεμβρίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΔΡ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Μετά από τρεις ακυρωτικές αποφάσεις στις προσφυγές αρ. 61/02 ημερ. 30.5.03, αρ. 693/03 ημερ. 24.9.04 και αρ. 257/05 ημερ. 30.11.06, οι καθ΄ ων, μετά από επανεξέταση, προήγαγαν εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά από 1.12.01 με απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 2.3.07. Το αποτέλεσμα ήταν να καταχωρηθεί η παρούσα προσφυγή με την οποία ζητείται και πάλι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης για σειρά λόγων που αφορούν την παραγνώριση του δεδικασμένου, το αναιτιολόγητο της κρίσης, την παραγνώριση της αρχαιότητας, την έλλειψη δέουσας έρευνας και τη λανθασμένη και καταχρηστική σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας των Ιατρικών Υπηρεσιών. 

 

Ο αιτητής είναι κάτοχος της θέσης Ειδικού Ιατρού Επιμελητή Πνευμονολογίας/Φυματιολογίας από τις 15.9.91. Αφού αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1975, ενεγράφη ως ιατρός στην Κύπρο το 1977.  Στη συνέχεια απόκτησε το δίπλωμα Φυματιολογίας και Πνευμονολογίας από το Πανεπιστήμιο της Ουαλλίας το 1982, λαμβάνοντας και πιστοποιητικό ειδικότητας στα πιο πάνω από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου το 1986.  Είναι Fellow του International Academy of Chest Physicians and Surgeons από το 1991, παρακολούθησε δε και πρόγραμμα στην πνευμονολογία στο Liandough Hospital and Community.  Από την άλλη, το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει τη θέση Ειδικού Ιατρού/Επιμελητή στην ίδια ειδικότητα από τις 15.9.96.  Μετά την απόκτηση του ιατρικού διπλώματος του από Πανεπιστήμιο της Ρώμης το 1984, ενεγράφη στην Κύπρο ως ιατρός το 1989.  Απόκτησε πιστοποιητικό ειδικότητας στο συγκεκριμένο κλάδο από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου το 1989 και έχει την ειδικότητα στην Πνευμονολογία/Φυματιολογία στην Ελλάδα από το ίδιο έτος.  Έχει πρόσθετα βεβαίωση κατοχής πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας από την Ε.Δ.Υ. το 1999, παρακολούθησε δε πρόγραμμα για μεταμόσχευση πνευμόνων στη Βιέννη το 1997.  Ο αιτητής γεννήθηκε στις 5.7.1951 και το ενδιαφερόμενο μέρος στις 30.3.1957. 

 

Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, η θέση του Ειδικού Ιατρού είναι θέση προαγωγής σε υψηλή κλίμακα, δηλαδή, Α15, απαιτεί δε τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Επιμελητή στα καθήκοντα της ειδικότητας που καθορίζονται κατά την πλήρωση της θέσης και στην οποία διορίστηκε ή προάχθηκε, πέραν βεβαίως της ακεραιότητας χαρακτήρα, της οργανωτικής και διοικητικής ικανότητας, της πρωτοβουλίας, της υπευθυνότητας και της ευθυκρισίας.  Χρειάζεται επίσης πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και μιας άλλης από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

        Ο αιτητής θεωρεί ότι οι καθ΄ ων κατά την επανεξέταση στη συνεδρία τους ημερ. 18.1.07, ενώ ήταν υποχρεωμένοι στα πλαίσια της ακύρωσης να μην λάβουν υπόψη τα αποτελέσματα της προηγούμενης προφορικής εξέτασης αφού υπήρχε δεδικασμένο εκ της τρίτης ακυρωτικής απόφασης, έλαβαν υπόψη τη σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας, όπως αυτή αναμορφώθηκε και η οποία ήταν και πάλι υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, αγνοώντας παντελώς τις δύο πρώτες ακυρωτικές αποφάσεις και τα όσα εκεί λέχθηκαν.  Σε παραγνώριση του δεδικασμένου και των στοιχείων που προέκυψαν από αυτές, η Αναπληρώτρια Διευθύντρια, ενώ αναγνώρισε ότι σε αξία τα δύο πρόσωπα ήταν ίσα, όπως η αξία αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, και ενώ και οι δύο κατείχαν τα προσόντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει πρόσθετα προσόντα τα οποία είναι άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, καθιστώντας το ικανότερο προς διεκπεραίωση τους. Ειδικότερα, θεώρησε ότι η παρακολούθηση σειράς μαθημάτων και η απόκτηση πιστοποιητικών σε θεραπείες με Laser και βραχυθεραπείες πνευμόνων, θεραπευτικής βρογχοσκόπησης και η εκπαίδευση στην πρώιμη διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα, με τη μέθοδο του αυτοφθορισμού με το βρογχοσκόπιο, αλλά και η παρακολούθηση ασθενών που υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση πνευμόνων, το κατέστησαν ικανότατο να αναπτύξει το εργαστήριο βρογχοσκοπήσεων, να διεξαγάγει τις δύσκολες διασωληνώσεις και να θεραπεύει ασθενείς που υποβάλλονται στην τεχνική εγχειρητική μείωση των πνευμονικών όγκων και τη μεταμόσχευση πνευμόνων. Αυτή η σύσταση που έγινε δεκτή από τους καθ΄ ων, παραγνώρισε το δεδικασμένο έντεχνα, με αποτέλεσμα η απόφαση να είναι αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας, περιθωριοποιώντας πλήρως την ουσιαστική αρχαιότητα του αιτητή, ενώ η δήθεν υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έρχεται σ΄ αντίθεση και με τα στοιχεία των φακέλων.  Προς τούτο υποβαθμίστηκαν τα προσόντα του αιτητή, που είναι επίσης απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, και, τα οποία, εάν λογίζονταν ορθά, θα έπρεπε να οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι αυτός υπερέχει του ενδιαφερομένου μέρους.

 

        Σε αντίθεση, οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι η σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας ουδόλως πάσχει, διότι οι ιδιότητες τις οποίες απέδωσε στο ενδιαφερόμενο μέρος, άπτονται της αξίας του συστηθέντος και άρα η σύσταση είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο των εκθέσεων.  Αυτά αναφέρθηκαν από την Αν. Διευθύντρια αφού μελέτησε, ως είπε, την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην τελευταία προσφυγή και έλαβε υπόψη τα τρία καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους.  Αποτελεί τη θέση των καθ΄ ων, ότι η σύσταση κινήθηκε στη βάση της εικόνας που παρουσιαζόταν από τους προσωπικούς φακέλους, όφειλε δε να εκφέρει άποψη σχετικά με ποιο υποψήφιο η ίδια θεωρούσε καταλληλότερο, άποψη που τεκμηριώθηκε από την αιτιολογία που έδωσε.  Παραπομπή στους φακέλους, κατά τη συνήγορο των καθ΄ ων, αποκαλύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρτερη πείρα έχοντας κάμει περισσότερες  εργασίες  και   έχοντας   υπηρετήσει   σε   όλα     τα νοσοκομεία της Κύπρου, όπου και διενεργούσε βρογχοσκοπήσεις, σε αντίθεση με τον αιτητή που δεν έκαμε οποιεσδήποτε ανακοινώσεις σε συνέδρια, είτε εντός είτε εκτός Κύπρου, πλην  της  συμμετοχής  του  σ΄ αυτά.  Εν  τέλει,  ορθά   οι καθ΄ ων στη δική τους απόφαση, έλαβαν υπόψη και έδωσαν την ανάλογη βαρύτητα στην αιτιολογημένη υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους σύσταση της Αν. Διευθύντριας, κρίνοντας ότι η αρχαιότητα του αιτητή από μόνη της, δεν ήταν καθοριστικής σημασίας έχοντας υπόψη όλα τα κριτήρια, τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης που είναι ψηλά στην

ιεραρχία.

 

        Από τη συνολική εξέταση των εκατέρωθεν θέσεων, κρίνεται ότι η προσφυγή πρέπει να επιτύχει και η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους να ακυρωθεί εκ νέου. Ως υπέδειξε και ο Κρονίδης Δ., στην τελευταία ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 257/05, ημερ. 30.11.06, η διεξαχθείσα τότε προφορική εξέταση με γνώμονα να μορφώσουν οι καθ΄ ων ιδία γνώση ήταν λανθασμένη, ενόψει του ότι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, δεν τύγχανε εφαρμογής σε θέσεις προαγωγής, ούτε το άρθρο 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 μπορούσε να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να αλλοίωνε τον χρυσό κανόνα ότι κατά την επανεξέταση λαμβάνονται υπόψη ανυπερθέτως τα γεγονότα  ως είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή το χρόνο της πρώτης εξέτασης, σύμφωνα και με τις πρόνοιες του άρθρου 58 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99.

 

        Οι καθ΄ ων έχοντας επομένως την υποχρέωση να λειτουργήσουν με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο της πρώτης εξέτασης, δηλαδή, στις 14.11.2001, έλαβαν υπόψη και εν τέλει δέχθηκαν τη νέα σύσταση της Αν. Διευθύντριας, η οποία όμως σαφώς ξέφυγε από το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε σωρευτικά και από τις τρεις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις.  Αυτό είναι εμφανές και από το γεγονός ότι σημειώθηκε τόσο στη σύσταση, όσο και στην απόφαση των καθ΄ων, μόνο η ακυρωτική απόφαση στην τελευταία προσφυγή, που όμως αφορούσε μόνο το ζήτημα της προφορικής εξέτασης και όχι τα υπόλοιπα δεδομένα.  Από τις δύο πρώτες ακυρωτικές αποφάσεις απορρέει αβίαστα ότι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν ίσα σε αξία και προσόντα.  Αμφότεροι κατείχαν τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προνοούμενα προσόντα, ήσαν δε και οι δύο ισοβάθμιοι στις τελευταίες υπηρεσιακές εκθέσεις έχοντας το βαθμό ή επίπεδο του «εξαίρετα» σε όλα τα οκτώ στοιχεία.  Όπως σημειώθηκε και στη σελ. 9 της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης, ο αιτητής από το 1992, όταν καθιερώθηκε το νέο έντυπο αξιολόγησης βαθμολογείτο σταθερά με «εξαίρετα» (σχετικός είναι ο διοικητικός φάκελος που κατατέθηκε ως Τεκμ. Β κατά τις διευκρινίσεις).  Αυτή την απόλυτη ισοδυναμία τη δέχεται και η Αν. Διευθύντρια εφόσον έτσι προέκυπτε από τις υπηρεσιακές εκθέσεις.  Ρητά αναφέρει στη σύσταση της ότι: «Σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες  αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, ο Γεωργίου είναι ίσος με τη μη συστηνόμενο.».  Το ίδιο δέχθηκαν και οι ίδιοι οι καθ΄ ων, εφόσον στην απόφαση τους αναφέρεται ότι:  «... η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο Γεωργίου δεν υστερεί σε αξία του ανθυποψηφίου του, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος τα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη.».

 

        Παρεμβάλλεται ότι αυτού του είδους η αιτιολόγηση, τόσο από την Αν. Διευθύντρια όσο και από τους καθ΄ ων, ήταν στοχευμένη στο να υπερπηδηθεί το πρόβλημα της κατά πολύ μεγαλύτερης αρχαιότητας του αιτητή, γι΄ αυτό και αρχίζει με τη θέση ότι είναι το ενδιαφερόμενο μέρος που είναι ίσο ή δεν υστερεί σε αξία ή προσόντα, αντί απλά να συγκριθούν ισότιμα οι δύο υποψήφιοι, ή τουλάχιστον να αναφερθεί πρώτα το όνομα του αιτητή, ως αρχαιότερου.

 

        Επομένως, εφόσον το ακυρωτικό αποτέλεσμα στις πρώτες δύο αποφάσεις είχε έρεισμα, όπως εύστοχα προσδιορίζει ο            κ. Αγγελίδης στην αγόρευση του, την εξ αντικειμένου ισοδυναμία των δύο υποψηφίων απορρέουσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, η σύσταση της Αν. Διευθύντριας υπερτόνισε και πάλι, όπως έγινε, εν μέρει, και στις προηγούμενες συστάσεις του τότε προϊσταμένου, τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους στις βρογχοσκοπήσεις, δίδοντας έτσι προβάδισμα σ΄ αυτόν και εκτρέποντας την αντικειμενική ισοβαθμία που αμφότεροι είχαν.  Παράλληλα, ενώ η επίδικη θέση αφορά τη θέση Ειδικού Ιατρού στην Πνευμονολογία, δόθηκε υπέρμετρη έμφαση στον τομέα των βρογχοσκοπήσεων, που είναι ένας μόνο τομέας της ειδικότητας αυτής.

 

  Συγκεκριμένα, οι υποψήφιοι σ΄ όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με την επαγγελματική αξία όπως την επαγγελματική κατάρτιση, την απόδοση, το υπηρεσιακό ενδιαφέρον, την υπευθυνότητα και την πρωτοβουλία, χαρακτηρίζονται ως εξαίρετοι.  Επομένως, η σύσταση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει πρόσθετα προσόντα που τον καθιστούν «.. καλύτερο και ικανότερο για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων που προνοεί η επίδικη θέση», δεν ευσταθεί.  Όχι μόνο διότι η κρίση αυτή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, αλλά και διότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν εξειδικεύει τον τομέα των βρογχοσκοπήσεων ως τον κύριο ή βασικό άξονα γύρω από τον οποίο κινείται η θέση του Ειδικού Ιατρού.  Είναι φανερό, ως ρητά καθορίζεται, ότι η θέση προβλέπει την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου κλινικής ή τμήματος κυβερνητικού ιατρικού ιδρύματος, την ετοιμασία και υποβολή εκθέσεων, στοιχείων και εισηγήσεων στα θέματα της ειδικότητας του και τον προγραμματισμό ή συμμετοχή στην εκπαίδευση ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού στον τομέα της ειδικότητας του.  Έπεται, ότι λήφθηκε υπόψη υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, μόνο μια παράμετρος, ενώ και ο αιτητής, όπως παρουσιάζεται από τους προσωπικούς φακέλους, ουδέποτε υστέρησε σε όσα καθήκοντα του ανατέθηκαν κατά καιρούς.

 

        Ορθά ο κ. Αγγελίδης αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία που καθιερώνει ότι η ισοδυναμία των υποψηφίων κρίνεται επί ίσοις όροις, με αναγωγή στα όσα καθήκοντα το σχέδιο υπηρεσίας προσδιορίζει.  Είναι η απόδοση του υποψηφίου στα καθήκοντα που του ανατίθενται και όχι η εκτέλεση ή μη ορισμένων καθηκόντων που προβάλλει ως ζητούμενο.  (Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 249).  Όπως ανέφερε και η δεύτερη ακυρωτική απόφαση, με παραπομπή στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, ως προς το καθήκον ενός Διευθυντή να επισημάνει με βάση τις γνώσεις του τις αρετές ενός υποψηφίου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις, υπερέχει:

 

«Έγκυρο δείκτη της επαγγελματικής αξίας των υποψηφίων αποτελούν μόνο οι υπηρεσιακές εκθέσεις.  Αυτό γιατί στις υπηρεσιακές εκθέσεις οι υποψήφιοι βαθμολογούνται επί όλων των στοιχείων πού συνθέτουν την επαγγελματική τους αξία.».

                                                                   

 Η σύσταση εδώ της Αν. Διευθύντριας παρεγνώρισε αυτή των εκ των φακέλων προερχόμενη αντικειμενική ισοδυναμία του αιτητή με το ενδιαφερόμενο μέρος, τονίζοντας μέρος μόνο της επαγγελματικής κατάρτισης του τελευταίου σε τομέα που του δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει δεξιότητες, χωρίς όμως αυτό να ήταν ταυτόχρονα λογικό να θεωρηθεί αρνητικό στοιχείο για τον αιτητή, ο οποίος ήταν επίσης εξαίρετος στην επαγελματική του κατάρτιση.  Η Αν. Διευθύντρια και κατ΄ επέκταση οι καθ΄ ων, ενήργησαν κάθετα αντίθετα με τη νομολογία και τις αρχές της χρηστής διοίκησης που επιτάσσει τη συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων σύμφωνα με τα καθήκοντα που τους ανατίθενται, διαφορετικά υπάρχει ο εύλογος κίνδυνος να δίνεται έντεχνα προβάδισμα σε ένα υποψήφιο, αναθέτοντας σ΄ αυτόν ορισμένα καθήκοντα εκ του σχεδίου υπηρεσίας τα οποία κατά τη διαδικασία προαγωγής να θεωρούνται από τη διοίκηση ως ιδιαίτερης σημασίας ή ως εκτελεσθέντα από τον προς προαγωγή υποψήφιο με ιδιαίτερο ζήλο, αναγόμενα έτσι σε ιδιάζοντα καθήκοντα, ενώ στην πραγματικότητα εντάσσονται και αυτά στο σχέδιο υπηρεσίας.  Ακριβώς στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - λέχθηκε καταληκτικά στη σελ. 634 ότι είναι ανεπίτρεπτη η πρόσδοση από τον προϊστάμενο σημασίας στο είδος των καθηκόντων που ανατίθενται στους υποψηφίους. (δέστε και Ioannides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1089 και Στεφάνου ν. Δημοκρατίας υπόθ. αρ. 512/89, ημερ. 19.9.90).

 

        Στον αιτητή δεν ανατέθηκαν οποιαδήποτε καθήκοντα τα οποία δεν διεκπεραίωσε με την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια, εξ ου και το «εξαίρετος» σ΄ όλα τα έτη.  Ακόμη και στον τομέα των βρογχοσκοπήσεων, ο αιτητής πέραν της εκπαίδευσης που ο ίδιος έτυχε (Παράρτημα Ψ1 στην απαντητική αγόρευση), δήλωσε την ετοιμότητα του να αναπτύξει τον τομέα των βρογχοσκοπήσεων και στα Νοσοκομεία Λεμεσού και Πάφου όπου είχε υπηρεσιακά το καθήκον να βρίσκεται.  Η επιστολή του ημερ. 24.3.00, Τεκμ. 4 στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων, είναι σχετική.  Η επιστολή-απάντηση ημερ. 16.5.00, Τεκμ. 6 στην ίδια αγόρευση, του Διευθυντή Πνευμονολογικής Κλινικής προς τον Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών, ο οποίος με την επιστολή του ημερ. 11.5.00 εξέφρασε επιφυλάξεις σ΄ ότι αφορούσε την εμπειρία του αιτητή να εκτελεί μόνος του βρογχοσκοπήσεις, θέτει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση.  Εκεί ακριβώς αναφέρεται ότι ο αιτητής κατέχει το τυπικό προσόν, αλλά όχι την πείρα εφόσον ο αιτητής ήταν εξ ανάγκης, στο Νοσοκομείο Λεμεσού, ενώ στο Νοσοκομείο Λευκωσίας υπεύθυνος του μοναδικού εργαστηρίου ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος.  Οι βρογχοσκοπήσεις στο Νοσοκομείο Λεμεσού θεωρήθηκαν ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένο να άρχιζαν ακόμη δεδομένου του μικρού αριθμού περιστατικών.  Τα πιο πάνω καταγράφονται για να διαφανεί ότι υπήρξε ανεπίτρεπτη εμμονή στον τομέα των βρογχοσκοπήσεων κατά τη σύσταση, ενώ ήταν και αυτός ο τομέας μέρος της επιστημονικής κατάρτισης του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο καθηκόντως διενεργούσε βρογχοσκοπήσεις, όπως καθηκόντως εκτελούσε και τις δικές του αρμοδιότητες ο αιτητής στους τομείς που του ανατίθεντο, ενώ παράλληλα είχε όλη τη δυνατότητα να προσφέρει εξίσου στον τομέα αυτό.  Έτσι στον ίδιο αυτό τομέα των βρογχοσκοπήσεων, εντοπίζεται από το Τεκμ. Β και τις υπηρεσιακές εκθέσεις του 1994 - 1998, ότι ο αιτητής συμμετείχε σε βρογχοσκοπήσεις, το δε 1995 του παραχωρήθηκε υποτροφία 6 εβδομάδων για μετεκπαίδευση στις βρογχοσκοπήσεις με το εύκαμπτο βρογχοσκόπειο. 

 

  Περαιτέρω, η προβολή των κατ΄ ισχυρισμόν πρόσθετων προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους θεωρουμένων, όπως και στις προηγούμενες ακυρωθείσες συστάσεις ως παρέχοντα υπεροχή, έγινε όχι συγκριτικά για  όλο το φάσμα των εργασιών της επίδικης θέσης, διότι δεν τέθηκαν με τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας και τα άλλα προσόντα του αιτητή όπως αυτά εύστοχα αναφέρονται στη σελ. 12 της γραπτής αγόρευσης του      κ. Αγγελίδη, όπως του γεγονότος ότι ήταν υπεύθυνος για τον τομέα της φυματίωσης παγκύπρια, με άριστα αποτελέσματα, ότι είχε αναλάβει διοικητικά καθήκοντα (αποτελούν όπως αναφέρθηκε και πριν μέρος του σχεδίου υπηρεσίας), είχε την εποπτεία της Κλινικής Στηθικών Νοσημάτων Λεμεσού-Πάφου και γενικά εκτελούσε διοικητικά και οργανωτικά καθήκοντα.  Τα στοιχεία αυτά είναι εμφανή και από το Τεκμ. Β και τις σχετικές υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 2000-2005.  Περαιτέρω, όπως παρουσιάζεται και στον υπηρεσιακό φάκελο του αιτητή για το 1999, υπάρχει αναφορά του Προϊσταμένου λειτουργού ότι ο αιτητής, εξυπηρετούσε τους ασθενείς και είχε αναλάβει τον τομέα της φυματίωσης με άριστα αποτελέσματα.  Αυτή η αναφορά, σημειώθηκε και στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση στη σελ. 9 αγνοήθηκε όμως όλη η εργασία του αιτητή στον τομέα της φυματίωσης.

 

        Τα πιο πάνω δείχνουν επίσης ότι η σύσταση ξέφυγε του δεδικασμένου από τις δύο πρώτες ακυρωτικές αποφάσεις.  Ως γνωστό δεδικασμένο σημαίνει τη δημιουργία μιας δεσμευτικής νομικής και πραγματικής κατάστασης μέσα από προηγούμενη δικαστική απόφαση μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το αυτό ζήτημα.  Η αρχή περιέχεται πλέον στο άρθρο 59(2) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, που κωδικοποιεί τη διαχρονική νομολογία επί του θέματος.  Σχετικές υποθέσεις είναι οι Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 695, Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 385 και Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 58/06, ημερ. 27.10.08).

 

        Εδώ, οι λεπτομερειακές διαπιστώσεις του ακυρωτικού Δικαστηρίου στις δύο πρώτες αποφάσεις, όπως προκύπτει από το σκεπτικό τους (Παραρτήματα Χ1 και Χ2 στη γραπτή αγόρευση του αιτητή) και η εξαντλητική αναφορά του σε ό,τι συνέθετε τα προσόντα και την αξία των δύο υποψηφίων, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο και την έκταση του δημιουργηθέντος δεδικασμένου.  Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αμφισβητήθηκαν με έφεση και άρα παραμένουν πειστικές και δεσμευτικές.  Η γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων δεν αντιστρατεύεται τη θέση αυτή, παρά την προσπάθεια που γίνεται να πείσει ότι η σύσταση ήταν αιτιολογημένη, αναφέροντας γεγονότα που απορρέουν από τους φακέλους, καταγράφοντας πρόσθετα την κρίση της προϊσταμένης ως προς την καταλληλότητα του ενδιαφερομένου μέρους.  Όπως ορθά  όμως επιχειρηματολογεί ο κ. Αγγελίδης στην απαντητική του αγόρευση, όλα τα πρόσθετα αυτά προσόντα είχαν τεθεί ενώπιον των καθ΄ ων και προηγουμένως, αλλά θεωρήθηκαν ανίσχυρα και αντίθετα με τα στοιχεία των φακέλων σύμφωνα με την πρώτη ακυρωτική απόφαση.  Αλλά και οι επιστολές στις οποίες παραπέμπει και ταυτόχρονα επισυνάπτει η συνήγορος των καθ΄ ων έχουν τεθεί και προηγούμενα και κρίθηκαν ως μη δυνάμενες να αποτελέσουν στοιχεία υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους (σελ. 8-9 της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης).  Το επισυνημμένο 1 φέρει ημερομηνία μετά την επίδικη ημερομηνία, ενώ σίγουρα η επιστολή επισυνημμένο 2, στάληκε λίγες μέρες πριν τις 14.11.01, προφανώς εξυπηρετώντας συγκεκριμένα συμφέροντα.  Η επιστολή ημερ. 3.10.01, επισυνημμένο 3, στάληκε χωρίς να τηρηθεί η ιεραρχία και όχι μέσω του προϊσταμένου της Κλινικής Στηθικών Νοσημάτων.

 

        Πρόσθετα, απορρέει από τον υπηρεσιακό φάκελο του αιτητή και έτσι τα καταγράφει και η δεύτερη ακυρωτική απόφαση με λεπτομέρεια στις σελ. 7-9, ότι και ο αιτητής κατέχει σειρά άλλων προσόντων και έχει παρακολουθήσει πλείστα όσα σεμινάρια και προγράμματα, προέβη δε επίσης σε μελέτες και εργασίες, (σελ. 10 της πιο πάνω απόφασης).  Όλα αυτά, μαζί με την εξαίρετη βαθμολογία που είχε ο αιτητής όλα τα χρόνια, δεν μπορούσαν να αγνοηθούν δίνοντας υπεροχή στο ενδιαφερόμενο μέρος μέσα από εμμονή και επιμονή στις βρογχοσκοπήσεις, έξω από τα ορθά κριτήρια.  Όπως επισημάνθηκε και στην Κουάλης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742, στη σελ. 746:

 

«Δεν είναι επιτρεπτό ... να αναγνωρίζονται θετικά υπέρ συγκεκριμένου υποψηφίου ιδιότητες για θέματα τα οποία είναι ήδη αξιολογημένα με κατάληξη να αναδεικνύεται υποψήφιος ως καταλληλότερος και καλύτερος άλλων που έχουν αξιολογηθεί ισάξιοι, ανατρέποντας έτσι τα δεδομένα, γιατί η σύσταση έτσι καταλήγει να είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων.»

 

        Εφόσον οι δύο υποψήφιοι ήταν ίσοι σε αξία και προσόντα, έπρεπε να λειτουργήσει υπέρ του αιτητή η καταφανής αρχαιότητα του, η οποία θα έπρεπε να ήταν καθοριστικής σημασίας σύμφωνα με τη νομολογία, η οποία σαφώς κατευθύνει προς τη θέση ότι όπου οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία, η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη, ακόμη και σε θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία.  (Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921). Η κατ΄επίφαση θέση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε προσόντα έδωσε το έναυσμα, τόσο στην Αν. Διευθύντρια, όσο και στους καθ΄ ων, να παραγνωρίσουν το στοιχείο της αρχαιότητας.  Αυτό, κατά παράβαση του δεδικασμένου (υπάρχει ρητή αναφορά σ΄ αυτό στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση και στη σελ. 18 της γραπτής αγόρευσης του αιτητή), και ενάντια στην αρχή ότι η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, δεν ατονεί όταν διαχρονικά ένας αιτητής είναι ισότιμος με το ενδιαφερόμενο μέρος.  Όσο περιορισμένο και να είναι το στοιχείο της αρχαιότητας σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία (Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105), δεν παύει να είναι ένα κριτήριο το οποίο δεν πρέπει να εξουδετερώνεται με ευκολία, ιδιαίτερα όταν η αρχαιότητα είναι τόσο μεγάλη όπως στην παρούσα περίπτωση. Όπως λέχθηκε και στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου  - πιο πάνω - σελ. 928, η αρχαιότητα δεν έχει μειωμένη αξία όταν διαχρονικά ο αιτητής κάθε άλλο παρά υστερεί σε αξία (εκεί υπήρχε αρχαιότητα 10 ετών, ενώ εδώ 5 ετών).

 

  Η σύσταση του προϊσταμένου αποτελεί μεν αυτοτελές και ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης στο οποίο πρέπει να δίνεται η ανάλογη βαρύτητα (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485 και Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422), αλλά δεν θεωρείται ότι επαυξάνει την αξία του υποψηφίου, ως θεσμοθετημένου πλέον κριτηρίου, διαφορετικά θα ήταν πολύ εύκολο να αλλοιωθεί η εικόνα και η αντικειμενική αξία των υποψηφίων, όπως προκύπτει από τους τηρηθέντες διοικητικούς φακέλους, με μόνη τη σύσταση του προϊσταμένου και αυτή πάσχουσα.  Όπως αναφέρθηκε στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, στη σελ. 719, η σύσταση δεν «.. είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δεν συναρτάται προς την αξία ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος.».  Η σύσταση είναι μόνο συμβουλευτική ως προς την καταλληλότητα υποψηφίου. Αντίθετα, η νομολογία επιτάσσει ότι η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία νομοθετικά κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει και λόγο για απόκλιση απο τη σύσταση του προϊσταμένου όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι σε αξία. (Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71).  Όπως τονίστηκε και εντελώς πρόσφατα στη Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 48/06, ημερ. 14.10.08, η αρχαιότητα, όσο και αν έχει υποβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια, παραμένει ένα από τα νομοθετημένα κριτήρια επιλογής και πρέπει να της αποδίδεται η δέουσα βαρύτητα.

 

        Για  όλους  τους  πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

        Επιδικάζονται έξοδα €1.500 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο