ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ 261/2007 και 417/2007.
3 Δεκεμβρίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση αρ. 261/2007)
ΡΕΝΑ (ΕΙΡΗΝΗ) ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Αιτήτρια
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ'ης η αίτηση
......
(Υπόθεση Αρ. 417/2007)
ΜΗΛΙΤΣΑ ΧΑΣΙΚΟΥ
Αιτήτρια
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ης η αίτηση
Μιχ. Βορκάς για την αιτήτρια στην 261/07.
Α. Χάσικος για την αιτήτρια στην 417/07.
Ρ. Πασιουρτίδη για Κακογιάννης & Δημητρίου για τους καθ' ων η αίτηση.
Ε. Θεοφάνους για Α.Κ. Χατζηιωάννου και Υιοί για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση με την οποία η Παναγιώτα Θεοφάνους (η ενδιαφερόμενη) προάχθηκε στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών, Επιτελική Μονάδα Οικονομικών. Οι δυο προσφυγές συνεκδικάστηκαν.
Η διαδικασία της προαγωγής διήλθε από τρία στάδια. Το πρώτο ήταν η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής. Αυτή η Επιτροπή άκουσε τους προϊσταμένους τού κάθε ενός από τους υποψήφιους και σημείωσε τα σχόλιά τους. Σε σχέση με τις αιτήτριες και την ενδιαφερόμενη αυτά ήταν ταυτόσημα. Ο προϊστάμενος της κάθε μιας, αξιολογώντας την ατομικώς και όχι κατά σύγκριση, αναφέρθηκε στην πείρα τους και στο γεγονός ότι κατά την εκτίμησή του είχαν εξαιρετικές οργανωτικές ικανότητες και πολύ καλές εποπτικές ικανότητες. Χαρακτήρισαν την απόδοση της κάθε μιας ως εξαιρετική και βεβαίωσαν την καταλληλότητά τους για προαγωγή. Η πιο πάνω Επιτροπή, κατά πλειοψηφία, σύστησε την αιτήτρια στην προσφυγή 261/07, την ενδιαφερόμενη και την Ελένη Κοκκίνη. Για ποιο ακριβώς λόγο προέβη σ' αυτή την επιλογή δεν εξειδίκευσε. Αναφέρθηκε συναφώς γενικά στα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής όπως και στις συστάσεις και απόψεις των οικείων προϊσταμένων.
Το δεύτερο στάδιο ήταν η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για Θέματα Προσωπικού. Κατ' αρχάς διατύπωσε ενώπιον αυτής της Υπεπιτροπής σύσταση ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής. Κατά τη γνώμη του η ενδιαφερόμενη ήταν η καταλληλότερη. Για ποιο λόγο δεν εξήγησε αλλά σημειώνω πως δεν αποτελεί νομοθετική απαίτηση η αιτιολόγηση τέτοιας σύστασης. Η Επιτροπή αυτή σύστησε ως καταλληλότερη την ενδιαφερόμενη αλλά ούτε και σ' αυτή την περίπτωση εξειδικεύθηκε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι συνιστά αιτιολόγηση αυτής της επιλογής. Και πάλιν περιορίστηκε σε συλλήβδην παραπομπή στα κριτήρια και στις απόψεις που προηγήθηκαν.
Το τελευταίο στάδιο ήταν το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής. Άκουσε και αυτό σύσταση από το Γενικό Διευθυντή, που ήταν η ίδια με την προηγούμενη. Στο τέλος, και πάλιν με παραπομπή στα ίδια, χωρίς δηλαδή οποιασδήποτε μορφής εξειδίκευση, με μια εξαίρεση στην οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια, έκρινε ως καταλληλότερη την ενδιαφερόμενη.
Προσφυγή 261/07
Προτείνεται ένας λόγος ακυρότητας, αναφερόμενος στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Η εισήγηση είναι πως συγκρούεται προς τα στοιχεία του φακέλου ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι η αιτήτρια υπερείχε κατά εννέα μήνες στην αρχαιότητα. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον τρόπο με τον οποίο η αιτήτρια απομόνωσε το ζήτημα της σύστασης. Έχω σημειώσει πως δεν ήταν απαραίτητο η σύσταση να ήταν αιτιολογημένη αλλά προσθέτω και πως η μετέπειτα γενικότητα στον τρόπο με τον οποίο κατέληξαν στις επιλογές τους η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής και η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για Θέματα Προσωπικού, ως προς την αιτήτρια, δεν διέλαθε της προσοχής του Διοικητικού Συμβουλίου. Το Διοικητικό Συμβούλιο, στο τέλος, αναφέρθηκε ειδικά στην περίπτωση της αιτήτριας και το μέρος του πρακτικού που θα παραθέσω, αποτελεί την εξαίρεση στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Σημειώθηκε, λοιπόν, συναφώς:
«Τα Μέλη καταλήγοντας στην απόφασή τους, δεν παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους το γεγονός ότι η Ειρήνη Αντωνιάδου υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι της Παναγιώτας Θεοφάνους, τόνισαν όμως ότι δεν είναι τέτοια που ν' αλλοιώσει την απόφασή τους, καθ' ότι η αρχαιότητα αυτή αντισταθμίζεται από τη γενική υπεροχή της Παναγιώτας Θεοφάνους έναντι της Ειρήνης Αντωνιάδου σε αξία, απόδοση, επίδοση και ικανότητα στην υπηρεσία, όπως συνάγεται από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, στο σύνολό τους.»
Έχουμε λοιπόν στην περίπτωση εξειδικευμένη, εν τέλει, αιτιολογία που αφαιρεί κάθε υπόβαθρο από την εισήγηση πως δεν είναι δυνατό, εξαιτίας της αιτιολογίας γενικώς ή έστω με αναφορά στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, να θεωρηθεί ότι δεν είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Κάτω δε από τις περιστάσεις, η έλλειψη της οφειλόμενης αιτιολογίας από τις συστάσεις της Επιτροπής και της Υπεπιτροπής, τις οποίες το Διοικητικό Συμβούλιο υιοθέτησε με ειδική αιτιολογία ως προς την αιτήτρια, αποβαίνει επουσιώδης. Έρευνα των στοιχείων δείχνει πως η αποτίμηση των δεδομένων από το Διοικητικό Συμβούλιο σε σχέση με την αξία, απόδοση, επίδοση και ικανότητες στην υπηρεσία, με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, ήταν ορθή. Η πρόσδοση μεγαλύτερης βαρύτητας στην πράγματι ουσιαστική υπεροχή της ενδιαφερόμενης σε σχέση με τα πιο πάνω ποιοτικά χαρακτηριστικά έναντι της μερικών μηνών αρχαιότητας της αιτήτριας, ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Δεν είναι δυνατό, κάτω από τις περιστάσεις, να υποστηριχθεί πως η αιτήτρια υπερείχε εκδήλως.
Προσφυγή Αρ. 417/07
Εν προκειμένω, η αιτήτρια είχε την ίδια αρχαιότητα με την ενδιαφερόμενη και, περαιτέρω, οριακά έστω, υπερείχε έναντι της ενδιαφερόμενης στις βαθμολογίες τους στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Εύλογα, επομένως, διατυπώνει το ερώτημα αναφορικά με το λόγο για τον οποίο ούτε καν η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή την περιέλαβε μέσα στους τρεις που σύστηνε. Για να καταλήξει και η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή στη σύσταση της ενδιαφερόμενης, όπως σημείωσα, και πάλιν χωρίς οποιασδήποτε μορφής αιτιολόγηση και σημειώνω συναφώς την απόφασή μου στην Ελένη Α. Ταντή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 1684/06, ημερομηνίας 9.11.07, αναφορικά και με την από τους Κανονισμούς απαίτηση οι εκθέσεις αυτών των δυο συλλογικών οργάνων να είναι αιτιολογημένες. Αλλά και το Διοικητικό Συμβούλιο, στο τέλος, σ' αυτή την περίπτωση, προέβη σε επιλογή, χωρίς να είναι δυνατό να εντοπιστεί ο λόγος για τον οποίο η ενδιαφερόμενη θεωρήθηκε καταλληλότερη. Οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερόμενη επικαλούνται υπεροχή της ενδιαφερόμενης σε προσόντα. Εν τούτοις, πουθενά δεν έγινε τέτοια εξειδίκευση στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής, από την αρχή μέχρι το τέλος, και είναι γνωστό πως δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αποτίμηση των στοιχείων του φακέλου προς εξαγωγή δικών του συμπερασμάτων. Το πιο κάτω απόσπασμα στην απόφαση της Ολομέλειας στην Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 ΑΑΔ 438 είναι χαρακτηριστικό:
«Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ΄αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τί θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. ΄Οπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τί ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 145, το θέσαμε ως εξής:
'Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 CLR 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή". (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 56).'»
Καταλήγω πως στην περίπτωση της Προσφυγής 417/07 στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας εξ αιτίας της μη αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η Προσφυγή 261/07 απορρίπτεται με €1.200 ευρώ έξοδα. Η Προσφυγή 417/07 επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΜΣι.