ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1473/2007)
23 Δεκεμβρίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΕΥΚΗ ΡΟΓΗΡΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Γ. Φαίδωνος, για την Αιτήτρια.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με βάση τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης δημοσιευμένη με αρ. 442 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 18.5.01 και το συνακόλουθο εκδοθέν Διάταγμα Απαλλοτρίωσης με αρ. 374 που επίσης δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 26.3.02, επηρεάστηκε η ακίνητη ιδιοκτησία της αιτήτριας δηλαδή το 1/8 μερίδιο που αυτή κατείχε επί του τεμαχίου 269 στο Φ/Σχ.LVIII/5 στο χωριό Πισσούρι της επαρχίας Λεμσού. Ως απαλλοτριούσα αρχή οι καθ΄ ων κατέγραψαν στη σχετική Γνωστοποίηση ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η ανέγερση νέου δημοτικού σχολείου στο Πισσούρι και η διαμόρφωση του οδικού δικτύου της περιοχής που θα εξυπηρετεί το σχολείο. Ταυτόχρονα με την πιο πάνω Γνωστοποίηση εκδόθηκε και Διάταγμα Επίταξης που δημοσιεύτηκε επίσης στις 18.5.01 με αριθμό 455, για τον ίδιο ακριβώς σκοπό.
Η αιτήτρια σύμφωνα με τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν ως Τεκμ. Α και Β κατά τις διευκρινίσεις, δεν έφερε ένσταση στην απαλλοτρίωση μετά την αποστολή σ΄ αυτή σχετικής επιστολής (δέστε ερυθρό 27 του Τεκμ. Β). Στη συνέχεια αποδέχθηκε την προσφερθείσα αποζημίωση ύψους £19.356,94 η οποία πληρώθηκε με σχετική επιταγή ημερ. 16.12.03 (Παράρτημα Δ στην αίτηση). Παραπονείται όμως με την παρούσα προσφυγή επί τω ότι οι καθ΄ ων δεν επέστρεψαν το ακίνητο της κατόπιν γραπτού αιτήματος της ημερ. 4.5.07, παρά το γεγονός ότι ο σκοπός δεν κατέστη εφικτός.
Σύμφωνα με τη θέση της αιτήτριας παρά την πάροδο 5½ χρόνων από την απαλλοτρίωση και 4½ χρόνων από την καταβληθείσα αποζημίωση, οι καθ΄ ων δεν προχώρησαν να υλοποιήσουν τον σκοπό για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, το δε ακίνητο δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε εντός των τριών ετών από του διατάγματος απαλλοτρίωσης, αλλά ούτε και εντός τριών ετών από της πληρωμής της απαλλοτρίωσης κατά παράβαση των ρητών προνοιών των Άρθρων 23 και 35 του Συντάγματος, των άρθρων 14 και 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/62, αλλά και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Προασπασίεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Σύμφωνα με την αιτήτρια, η άρνηση επιστροφής του ακινήτου, αλλά ακόμη και η παράλειψη να απαντηθεί το σχετικό αίτημα της για επιστροφή, αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αναλογικότητας και της ισότητας, βασίζεται δε σε εσφαλμένη εκτίμηση της πραγματικής κατάστασης, είναι αναιτιολόγητη και εσφαλμένη.
Αντίθετα οι καθ΄ ων διά της ενστάσεως και της σχετικής αγορεύσεως τους, αντιτείνουν ότι το οδικό δίκτυο είχε κατασκευαστεί ενάμισυ χρόμο πριν την καταχώρηση της προσφυγής, ενώ είχαν ήδη αρχίσει και τα έργα για ανέγερση του δημοτικού σχολείου. Συγκεκριμένα, τα τελικά σχέδια του έργου είχαν διεκπεραιωθεί το 2003, ενώ κατακύρωση των προσφορών έγινε την 1.3.07. Συμβόλαια ανάθεσης εργασιών υπογράφησαν στις 24.5.07 και οι εργασίες ανατέθησαν από τις 28.5.07. Πρόσθετα, οι καθ΄ ων αναμένουν ότι οι εργασίες θα ολοκληρωθούν στα τέλη του 2008, το δε τεμάχιο της αιτήτριας επηρεάζεται εξ ολοκλήρου. Ο σκοπός επομένως για τον οποίο η ακίνητη ιδιοκτησία της αιτήτριας απαλλοτριώθηκε πραγματώνεται και συνακόλουθα η προσφυγή είναι αβάσιμη.
Επί της ουσίας, το Άρθρο 23 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, προνοεί με την παράγραφο 5 αυτού ότι οποτεδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία έχει απαλλοτριωθεί αναγκαστικώς, αυτή θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς για αυτό το σκοπό. Εδώ, υπάρχει ως δεδομένο μέσα από τη σχετική γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η ανέγερση δημοτικού σχολείου μετά του αναγκαίου οδικού δικτύου. Περαιτέρω, το Άρθρο 23.5 προνοεί ότι αν δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εντός τριών ετών, η απαλλοτριώσασα αρχή υποχρεώνεται να προσφέρει την ιδιοκτησία επί τη καταβολή της τιμής κτήσεως στο πρόσωπο από το οποίο την απαλλοτρίωσε. Σε τέτοια περίπτωση το πρόσωπο εκείνο δικαιούται σε τρεις μήνες να γνωστοποιήσει την πρόθεση του κατά πόσο αποδέχεται ή όχι την επιστροφή.
Όπως ορθά υπέδειξε και η υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 824, στην οποία έγινε με επιδοκιμασία αναφορά στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, η ορθή ερμηνεία ως προς το εύρος του Άρθρου 23.5, πρέπει να συνάδει με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας γι΄ αυτό και η απαλλοτριούσα αρχή μέσα στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα περίοδο πρέπει να λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης «εφικτό», υλοποιήσιμο, δηλαδή, σε εύλογο χρονικό διάστημα. Μέσα από την ανασκόπηση της νομολογίας που έγινε στην Ευθυμιάδης, εξηγήθηκε στη σελ. 183:
«.. ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των οικονομικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες ...».
Σύμφωνα, πρόσθετα, και πάλι με την Ευθυμιάδης, το βάρος σε ένα αιτητή που βρίσκεται αντιμέτωπος με άρνηση επιστροφής του ακινήτου του από τη διοίκηση, δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που θα ήταν εύλογα αναγκαίες, στη βάση των αντικειμενικών δεδομένων της κάθε περίπτωσης, για την υλοποίηση του έργου. Η υπόθεση Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, στην οποία παρέπεμψε ο κ. Φαίδωνος πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην Ευθυμιάδης, έστω και αν δεν έγινε απευθείας αναφορά σ΄ αυτήν. Άλλωστε, στην Σπύρου, σ΄ αντίθεση με την παρούσα, (όπως θα υποδειχθεί στη συνέχεια), δεν είχε καν γίνει μελέτη που θα καθόριζε τον απαραίτητο χώρο για την απαλλοτρίωση.
Προστίθεται ότι η διασταλτική έστω ερμηνεία που δόθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια με βάση το λεκτικό του Ελληνικού κειμένου του Συντάγματος, είναι πλέον βοηθητική προς τη διοίκηση και λαμβάνει υπόψη πρακτικές δυσκολίες, γραφειοκρατικές ή άλλες, ενώ το Αγγλικό πρωτότυπο κείμενο του Άρθρου 23.5 χρησιμοποιεί τη φράση «such purpose has not been attained», που παραπέμπει βέβαια σε μια αυστηρότερη θεώρηση της υποχρέωσης της διοίκησης να επιστρέψει το ακίνητο όταν δεν έχει εκπληρωθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εντός της περιόδου που θέτει το Σύνταγμα, δηλαδή των τριών ετών.
Αποτελεί λοιπόν έργο του Δικαστηρίου, όπως έχει υποδείξει και η Ευθυμιάδης, να εξετάσει αντικειμενικά κατά πόσο η διοίκηση έχει προβεί στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα σε εκείνες τις εύλογες ενέργειες που θα ήταν αναγκαίες για υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Πρόκειται λοιπόν για μια άσκηση υπαγωγής των πραγματικών δεδομένων στο κριτήριο που έχει θέσει η νομολογία και με αυτή την αντιμετώπιση κρίνεται ότι εδώ οι καθ΄ ων ορθά αρνήθηκαν, διά της παραλείψεως τους να απαντήσουν, την επιστροφή του επιδίκου ακινήτου στην αιτήτρια.
Η παρούσα προσφυγή αποτελεί στην ουσία ανάπλαση της προσφυγής υπ΄ αρ. 1472/07, η οποία αφορά την ίδια απαλλοτρίωση, για τον ίδιο σκοπό, αλλά για άλλο τεμάχιο. Οι λόγοι που προωθήθηκαν και για τις δύο είναι πανομοιότυποι. Επομένως, τα όσα ακολουθούν απορρέουν από το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 1472/07, εφόσον τόσο τα πραγματικά, όσο και τα νομικά δεδομένα είναι ταυτόσημα.
Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου Τεκμ. Α προκύπτουν τα ακόλουθα. Πριν ακόμα τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, οι καθ΄ ων ζήτησαν από τα Δημόσια Έργα, όπως ανατεθούν το ταχύτερο δυνατό, οι διαδικασίες κλήρωσης Επιμετρητή Ποσοτήτων για το νέο Δημοτικό Σχολείο Πισσουρίου, με προϋπολογιζόμενη δαπάνη ύψους £800.000 (ερ. 77 στο Τεκμ. Β). Επίσης προκύπτει από επιστολή ημερ. 11.12.01 (ερ. 76 του Τεκμ. Β), ότι ήδη είχε αρχίσει η μελέτη της ανέγερσης του σχολείου με την αρχική κατάρτιση προσχεδίων. Μετά την πληροφόρηση από την επαρχιακή διοίκηση Λεμεσού προς τους καθ΄ ων με επιστολή τους ημερ. 14.3.02 (ερυθρό 2 του Τεκμ. Α), ότι δεν είχαν υποβληθεί οποιεσδήποτε ενστάσεις αναφορικά με την επίδικη απαλλοτρίωση, άρχισαν ενέργειες για ανάθεση υπηρεσιών σε επιμετρητές ποσοτήτων σε συγκεκριμένο ιδιωτικό γραφείο σύμφωνα με την επιστολή ημερ. 26.3.02 (ερυθρό 6 του Τεκμ. Α). Στις 7.5.02 οι καθ΄ ων πληροφορήθηκαν από τον Προϊστάμενο των Τεχνικών Υπηρεσιών της Υπηρεσίας τους (ερυθρό 9), ότι είχαν εκπονηθεί τα προσχέδια για την ανέγερση του δημοτικού σχολείου τα οποία και επισυνάφθηκαν στην εν λόγω επιστολή. Τα εν λόγω προσχέδια είναι καταχωρημένα στο διοικητικό φάκελο ως ερ. 8 και μελέτη τους αποδεικνύει ότι πρόκετιαι για μια σειρά από 6 σχέδια όψεων και κατόψεων επιπέδου και ορόφου. Στο μεταξύ, σύμφωνα με το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 10.4.02 από τους καθ΄ ων προς το Γραφείο Προγραμματισμού (ερυθρό 12), προωθήθηκε μαζί με τα προσχέδια και σχέδιο σε σχέση με τους υφιστάμενους, αλλά και τους προτείνομενους δρόμους που περιελάμβαναν και κυκλικό κόμβο επαναστροφής και κόλπο στάσης αυτοκινήτων. Ακολούθησε η έγκριση του Γραφείου Προγραμματισμού και η ανάθεση της υλοποίησης του οδικού δικτύου στο Κοινοτικό Συμβούλιο Πισσουρίου με δαπάνες των καθ΄ ων. (Σχετικά είναι τα ερυθρά 13-16 του Τεκμ. Α). Μετέπειτα με επιστολή του Κοινοτικού Συμβουλίου Πισσουρίου ημερ. 29.10.03 (ερ. 25 του Τεκμ. Α), οι καθ΄ ων πληροφορήθηκαν για την πρόοδο της ετοιμασίας των σχετικών εγγράφων προκήρυξης προσφορών για την κατασκευή του οδικού δικτύου, ενώ σύμφωνα με σημείωμα ημερ. 29.5.07 και άλλο σημείωμα ημερ. 8.6.07 (ερυθρά 37 και 38 του Τεκμ. Α), υπήρξε ενημέρωση ως προς την πρόοδο των διαφόρων σταδίων όπως καταγράφησαν πιο πάνω σε σχέση με την ένσταση και αγόρευση των καθ΄ ων. Κρίνεται ότι δεν έχει δίκαιο η αιτήτρια στις θέσεις που καταγράφει στην απαντητική της αγόρευση σελ. 4, σε σχέση με το οδικό δίκτυο, διότι η κατασκευή και διάπλαση του οδικού δικτύου ήταν άκρως αναγκαία για την πρόσβαση στο νέο σχολικό κτίριο, όπως προκύπτει και από την επιστολή ημερ. 15.3.04 των Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού προς το Γραφείο Προγραμματισμού, ερ. 26 του Τεκμ. Α. Έστω και αλληλένδετος ο σκοπός, η κατασκευή του οδικού δικτύου ήταν προαπαιτούμενο της ανέγερσης του σχολείου.
Απορρέει από τα πιο πάνω ότι εμπράκτως έγιναν εκείνες οι αναγκαίες ενέργειες από πλευράς των καθ΄ ων για υλοποίηση του έργου. Το ζητούμενο είναι το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης και γι΄ αυτό μέσα στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα περίοδο, η διοίκηση πρέπει να λαμβάνει εκείνα τα ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης υλοποιήσιμο, δηλαδή εφικτό, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Αναμφίβολα, δεν πρέπει η διοίκηση να αδρανεί σε βαθμό που να αποστερεί την ακίνητη ιδιοκτησία από τον πολίτη χωρίς ουσιαστικό λόγο, αλλά από την άλλη λαμβάνονται υπόψη και οι πρακτικές δυσκολίες που μπορεί να συναντώνται κατά την προσπάθεια υλοποίησης του έργου, δυσκολίες που είναι εγγενείς όταν εμπλέκεται αριθμός διαφορετικών τμημάτων της κυβέρνησης. Εδώ, εκτός από τις διαδικασίες που έχουν προαναφερθεί και που έχουν δείξει την ετοιμότητα των καθ΄ ων να προχωρήσουν με την υλοποίηση του έργου, είναι φανερό ότι υπήρχε και η ανάλογη συνεργασία για επίλυση προβλημάτων τεχνικής φύσεως που αφορούσαν την τελική διαμόρφωση των σχεδίων, όπως φαίνεται και από την επιστολή ημερ. 23.5.02 των καθ΄ ων προς τις Τεχνικές Υπηρεσίες (ερυθρό 86 του Τεκμ. Β). Φαίνεται επίσης ότι υπήρχε προσπάθεια συντονισμού ώστε ταυτόχρονα με τη λειτουργία του σχολείου να είχε συμπληρωθεί και το γύρω οδικό δίκτυο προς ασφάλεια των μαθητών, καθώς και περίφραξη των χώρων στάθμευσης για να μην συγκοινωνούν αυτοί με τον υπόλοιπο σχολικό χώρο όπως φαίνεται από την επιστολή ημερ. 3.6.02 (ερυθρό 87 του Τεκμ. Β). Υπήρξαν στην πορεία και εύλογα αναμενόμενες δυσκολίες, όπως ενστάσεις για το οδικό δίκτυο (σχετικά είναι το ερ. 17 ημερ. 24.6.03), που οδήγησε σε επανασχεδιασμό του οδικού δικτύου, καθώς και συναφή προβλήματα. Δυσκολία προέκυψε και από τους Επιμετρητές Ποσοτήτων λόγω απρόβλεπτου ιατρικού προβλήματος της θυγατέρας του βασικού συνέταιρου για την οποία χρειάστηκε να δοθεί εύλογη παράταση χρόνου (ερ. 128 Τεκμ. Β). Η διοίκηση όμως ήταν σε εγρήγορση για την έγκαιρη προώθηση του έργου. Προκύπτει από επιστολή ημερ. 3.10.06 (ερ. 30 Τεκμ. Α), ότι οι Τεχνικές Υπηρεσίες απείλησαν τους Επιμετρητές Ποσοτήτων με διακοπή του συμβολαίου ανάθεσης, αν δεν υπήρχε έγκαιρη εκ μέρους τους ανταπόκριση.
Το όλο έργο περαιτέρω περιελήφθηκε έγκαιρα στους κρατικούς προϋπολογισμούς του 2003 και 2004, (ερ. 26 Τεκμ. Α), εντός δηλαδή της τριετίας, ενώ όπως προκύπτει από το ίδιο ερυθρό, ημερ. 15.3.04, είχαν ετοιμαστεί τα σχέδια προς προκήρυξη προσφορών. Σύμφωνα δε περαιτέρω με το ερ. 37 ημερ. 29.5.07 του Τεκμ. Α, οι εργασίες κατασκευής είχαν ήδη αρχίσει, ενώ με το ερ. 43 ημερ. 6.8.07, αποκαλύπτεται ότι το οδικό δίκτυο είχε ήδη ολοκληρωθεί 1½ χρόνο πριν την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 11.12.07, ενώ σημειώνεται και πάλι ότι τα έργα ήδη είχαν ξεκινήσει για την ανέγερση του δημοτικού σχολείου. Εν τέλει, όπως σαφώς αναφέρεται στο ερ. 38 του Τεκμ. Α, (που υποστηρίζει τη θέση του συνηγόρου των καθ΄ ων στην ένσταση), και που είναι σημείωμα του Αναπληρωτή Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης των καθ΄ ων, προς λειτουργό εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας, τα τελικά σχέδια είχαν ετοιμαστεί το 2003, έγινε κατακύρωση προσφορών την 1.3.07, υπογραφή συμβολαίων στις 24.5.07, ενώ δόθηκε εντολή ανάθεσης εργασιών στις 28.5.07. Οι εργασίες αναμένονταν να ολοκληρωθούν τέλος του 2008.
Οι υποθέσεις Γεωργίου Στεφάνου Πελεκάνου ν. Δημοκρατίας, αρ. 323/07, ημερ. 20.6.08 και Άθως Παρισινός ν. Δημοκρατίας, αρ. 643/07, ημερ. 10.11.08, στις οποίες παρέπεμψε ο κ. Φαίδωνος δεν διαφοροποιούν την κατάσταση υπέρ της αιτήτριας. Στις υποθέσεις εκείνες τα γεγονότα ήταν εντελώς διάφορα. Στην πρώτη, παρά την πάροδο 8 ετών υπήρξε αποδοχή από την κοινοτική αρχή ότι ουδεμία εργασία είχε αρχίσει στο απαλλοτριωθέν τεμάχιο προς επέκταση του Δημοτικού Σχολείου Τερσεφάνου, και επομένως όπως ανέφερε το Δικαστήριο, δεν υπήρχε οποιαδήποτε κίνηση εκ μέρους της Δημοκρατίας που να έδειχνε εμπράκτως ότι η διοίκηση προχώρησε στην υλοποίηση του έργου. Η περίληψη στον προϋπολογισμό πρόνοιας για το έργο 6 χρόνια μετά την απαλλοτρίωση, δεν ήταν βεβαίως επαρκής. Στη δεύτερη, διαπιστώθηκε κατά παρόμοιο τρόπο, ότι παρά την περίοδο 5-6 ετών, δεν είχε γίνει καμιά ουσιαστική ενέργεια για την ανέγερση του προτεινόμενου Δημοτικού Σχολείου σε ενορία του Στροβόλου. Η πρόβλεψη στον προϋπολογισμό μόλις το 2008 σχετικού κονδυλίου και μάλιστα για μικρό ποσό, δεν κρίθηκε αρκετό.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι πράγματι σε επιστολή ημερ. 24.6.03 (ερ. 17 του Τεκμ. Α), του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς τους καθ΄ ων, γίνεται αναφορά και στην ανέγερση δημοτικού νηπιαγωγείου, εκτός από δημοτικό σχολείο. Έγινε εισήγηση από τον κ. Φαίδωνος ότι ο σκοπός της Γνωστοποίησης επεκτάθηκε ανεπίτρεπτα με την προσθήκη και δημοτικού νηπιαγωγείου, ενώ η Γνωστοποίηση καθόριζε ως εξειδικευμένο λόγο της απαλλοτρίωσης την ανέγερση δημοτικού σχολείου και τη διαμόρφωση του οδικού δικτύου της περιοχής προς εξυπηρέτηση του σχολείου. Η απάντηση σ΄ αυτό είναι, όπως υπέδειξε και ο κ. Μαππουρίδης κατά τις διευκρινίσεις, ότι στο παρόν στάδιο εξετάζεται αίτημα για επιστροφή του ακινήτου και όχι ένσταση επί της ίδιας της ανάγκης απαλλοτρίωσης. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο σε αυτή την επιστολή γίνεται αναφορά σε δημοτικό νηπιαγωγείο (εντοπίστηκε και παρόμοια αναφορά στο προηγούμενο ερυθρό του Τεκμ. Α), όλα δε τα υπόλοιπα σχετικά έγγραφα και αλληλογραφία, τα προσχέδια, τα σχέδια και η κατασκευή που ακολούθησε του σχολείου, αφορούσαν το δημοτικό σχολείο και όχι το νηπιαγωγείο. Δεν υπάρχει καμία απολύτως άλλη αναφορά στους ενώπιον του Δικαστηρίου διοικητικούς φακέλους Τεκμ. Α και Β σε δημοτικό νηπιαγωγείο. Όπως άλλωστε αναφέρει και η ίδια η επιστολή ημερ. 24.6.03, τα τεμάχια 269 και 270, «δεσμεύτηκαν» για την ανέγερση δημοτικού νηπιαγωγείου και δημοτικού σχολείου. Φαίνεται ότι στη φάση για την οποία έγινε η προσφυγή προωθήθηκε η ανέγερση του δημοτικού σχολείου ενώ, όπως αναφέρει και ο κ. Μαππουρίδης, δεν υπάρχει μαρτυρία για επέκταση κατ΄ ουσίαν του σκοπού της απαλλοτρίωσης, δεδομένου ότι ένα δημοτικό σχολείο προσφέρει ταυτόχρονα όλες τις υπηρεσίες που περιλαμβάνουν και κοινοτικό νηπιαγωγείο που είναι μέρος της δημοτικής εκπαίδευσης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί εκ μίας και μόνης αναφοράς σε μια επιστολή σε δημοτικό νηπιαγωγείο να επηρεαστούν αρνητικά όλα τα υπόλοιπα στοιχεία όπως καταγράφηκαν διεξοδικά πιο πάνω και τα οποία δείχνουν την ουσιαστική προώθηση του έργου από τους καθ΄ ων.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνεται ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης διατηρείται και είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος. Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ