ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 2387/2006)

 

10 Νοεμβρίου, 2008

 

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ΚΑΙ

 

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΩΝ,

 

Καθ΄ου η Αίτηση.

 

- - - - - - -

 

Μ. Πικής, για τον Αιτητή.

 

Μ. Κυριακίδης, για το Καθ΄ου η Αίτηση.

 

- - - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι οδοντίατρος, στοματολόγος με ειδικότητα τη γναθοπροσωποχειρουργική. Ασκούσε το επάγγελμά του σε χώρο, με οδοντιατρικό εξοπλισμό, που ανήκε σε άλλο ιατρό, έναντι μηνιαίου ενοικίου.

 

Μετά από καταγγελίες που υποβλήθηκαν από κάποια κα Γιαννούλα Αγαθοκλέους εναντίον του αιτητή, διορίστηκε ερευνών λειτουργός και, στη συνέχεια, ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη εναντίον του ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Οδοντιάτρων (το Πειθαρχικό Συμβούλιο). Οι κατηγορίες αφορούσαν τη συγκάλυψη και προστασία προσώπου ασκήσαντος παρανόμως την οδοντιατρική, άρνηση οδοντιατρικών υπηρεσιών προς ασθενή, παρά την ανάληψη υποχρέωσης, διακοπή υπηρεσιών χωρίς την εξασφάλιση την υπό άλλου συναδέλφου αναπλήρωσή του, επίδειξη συμπεριφοράς ασυμβίβαστης προς το οδοντιατρικό επάγγελμα. Κατηγορήθηκε, συγκεκριμένα, ότι:

 

 Α. Συγκάλυψε και προστάτευσε Πολωνό οδοντίατρο να ασκήσει παρανόμως την οδοντιατρική στις 15.12.2002, με την τοποθέτηση εμφυτευμάτων επί ασθενούς στη Λευκωσία, κατά παράβαση του Κ.9 των περί Δεοντολογίας του Οδοντιατρικού Επαγγέλματος Κανονισμών.

 

Β. Ενώ είχε συμφωνήσει με την καταγγέλλουσα να προχωρήσει, κατά το Μάιο του 2003, στο δεύτερο στάδιο θεραπείας, που περιλάμβανε προσθετική αποκατάσταση και χειρουργική φάση τοποθέτησης εμφυτευμάτων, αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, κατά παράβαση του Κ.19(δ) των περί Δεοντολογίας του Οδοντιατρικού Επαγγέλματος Κανονισμών.

 

Γ. Διέκοψε, κατά το Μάιο του 2003, την παροχή οδοντιατρικών υπηρεσιών τοποθέτησης εμφυτευμάτων στην καταγγέλλουσα, χωρίς να εξασφαλίσει υπό άλλο συνάδελφό του αναπλήρωσή του, κατά παράβαση του Κ.19(δ) των περί Δεοντολογίας του Οδοντιατρικού Επαγγέλματος Κανονισμών.

 

Δ. Επέτρεψε σε Πολωνό οδοντίατρο και Πολωνή βοηθό του να προσφέρουν οδοντιατρικές υπηρεσίες ή βοήθεια κατά την προσφορά του στην καταγγέλλουσα στις 15.12.2003, ενώ αυτό αποτελούσε δική του νομική, επαγγελματική και ηθική υποχρέωση, κατά παράβαση του άρθρου 4(1)(β) του περί Οδοντιάτρων (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμου του 1968 (Ν.29/68).

 

Στις 9.12.2005 η υπόθεση αναβλήθηκε λόγω απουσίας του αιτητή στο εξωτερικό. Ορίστηκε για τις 27.1.2006, οπότε ο αιτητής απάντησε με μη παραδοχή στις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν. Η υπόθεση, ακολούθως, ορίστηκε για ακρόαση στις 10.2.2006. Η ακρόασή της διήρκεσε από το Φεβρουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2006 (σύνολο 13 συνεδρίες).

 

Στις 6.6.2006 το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση στις κατηγορίες της άρνησης οδοντιατρικών υπηρεσιών προς ασθενή παρά την ανάληψη υποχρέωσης και της διακοπής υπηρεσιών προς ασθενή χωρίς την εξασφάλιση αναπλήρωσής του από άλλο συνάδελφο. Αναφορικά με τις κατηγορίες της συγκάλυψης και προστασίας προσώπου ασκήσαντος παρανόμως την ιατρική και την επίδειξη συμπεριφοράς ασυμβίβαστης προς το οδοντιατρικό επάγγελμα έκρινε ότι στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση και κάλεσε τον αιτητή να παρουσιάσει την υπεράσπισή του.

 

Στις 18.9.2006 το Συμβούλιο κατέληξε στην απόφασή του, με την οποία έκρινε ένοχο τον αιτητή και, σε συνεδρία του στις 4.10.2006, κοινοποίησε την απόφασή του στον αιτητή. Στις δε 11.10.2006 του επέβαλε την ποινή της προφορικής επίπληξης.

 

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου με την οποία κρίθηκε ένοχος των εν λόγω κατηγοριών.

 

Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η πειθαρχική δίκη του αιτητή δεν ήταν δίκαιη λόγω των συνεχών παρεμβάσεων του Πειθαρχικού  Συμβουλίου με ερωτήσεις που δεν ήταν διευκρινιστικού περιεχομένου αλλά άπτονταν της ουσίας της υπόθεσης. Ο δικηγόρος του παρέθεσε διάφορα παραδείγματα για να καταδείξει ότι οι ερωτήσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου προωθούσαν την απόδειξη των κατηγοριών παρά ήσαν διευκρινιστικού περιεχομένου, με αποτέλεσμα το Πειθαρχικό Συμβούλιο να έχει κατέλθει στην αρένα.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία το πειθαρχικό όργανο μπορεί, όπου κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο, να υποβάλλει ερωτήσεις για να διευκρινίσει οποιοδήποτε σημείο. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποβάλλει ερωτήσεις που τείνουν να καταδείξουν ότι το ίδιο το πειθαρχικό όργανο είναι ικανοποιημένο ότι ο διωκόμενος είναι ένοχος ή να τον αντεξετάζει εις μάκρος. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Πλατρίτης ν. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 571, στις σελ. 580-582:

 

"Ο τέταρτος λόγος έφεσης έχει ως εξής:-

 

«ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 4

 Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστή ότι οι παρεμβάσεις του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. ήταν διευκρινιστικού χαρακτήρα και ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής δεν ξέφυγε από τα πλαίσια που καθορίζονται από τη νομολογία είναι λανθασμένο.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

 

Ο αριθμός των παρεμβάσεων ήταν τόσο μεγάλος που επηρέασε την ομαλή διεξαγωγή της δίκης. Πολλές από τις παρεμβάσεις - ερωτήσεις ήταν ανακριτικού τύπου και/ή μεροληπτικές και/ή υποβοηθητικές προς την πλευρά της κατηγορούσας αρχής. Αρκετές από τις ερωτήσεις ήταν ερωτήσεις ουσίας και καθόλου διευκρινιστικές.

 

Πρόσθετα η συχνότητα, ο τρόπος και το ύφος των παρεμβάσεων - ερωτήσεων εδημιούργησαν στον εφεσείοντα την πεποίθηση ότι ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. δεν ήταν αντικειμενικός και πως δεν δικάσθηκε με δίκαιο τρόπο σύμφωνα με το νόμο.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασχολούμενο με το θέμα, αφού προέβη σε μια ευρεία αναφορά στη νομολογία, και εξέτασε τις παρεμβάσεις του Προέδρου της ΕΔΥ στην ακροαματική διαδικασία κατέληξε ως εξής:-

 

«Διαπιστώνω ότι ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. δεν έχει ξεφύγει από τα πλαίσια που καθορίζονται από τη Νομολογία και δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε λόγος που να καθιστά τη δίκη μη δίκαιη. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3, Μέρος ΙΙΙ του Νόμου 1/90:-

 

«3. Η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται, όσο είναι δυνατόν, κατά τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά.»

 

Είναι δεδομένο ότι η ακροαματική διαδικασία διεξάγεται με το εξεταστικό σύστημα. Τούτο όμως δεν παρέχει στα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ως πειθαρχικό σώμα, απεριόριστο δικαίωμα επέμβασης στη διαδικασία. Δεν επιτρέπεται στα μέλη του Πειθαρχικού να θέτουν τον εαυτό τους στην αρένα όπου διεξάγεται η δίκη, γιατί, άλλως, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προωθούν τη θέση της μιας ή της άλλης πλευράς. Μια τέτοια επέμβαση πλήττει την αμεροληψία του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε στη νομολογία υποστηρίζοντας ότι οι επεμβάσεις του Προέδρου της ΕΔΥ ήσαν ανεπίτρεπτες. (Βλέπε: Jones v. National Coal Board (1957) 2 Q.B. 55, Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41). Σχετική με το θέμα είναι και η πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλας Αθανασίου ν. REANA MANUFACTURING & TRADING CO. LTD. κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 10738, ημερ. 25.10.2001.

 

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα παρέθεσε στο πρωτόδικο Δικαστήριο όσον και ενώπιον μας πληθώρα παρεμβάσεων του Προέδρου της ΕΔΥ, 70 τον αριθμό. Σημειώνουμε ότι δεν είναι ο αριθμός των παρεμβάσεων που έχει σημασία αλλά το περιεχόμενο τους. Οι πολλές αυτές παρεμβάσεις δεν ήταν όλες διευκρινιστικού περιεχομένου ούτε όλες έτειναν να επισημάνουν τα επίδικα θέματα. Αντίθετα πολλές ήταν ουσιαστικού περιεχομένου. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της ΕΔΥ για να δικαιολογήσει τις πολλές παρεμβάσεις του από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δήλωσε απερίφραστα τα εξής:-

 

«Κύριε Αγγελίδη, ο λόγος που επεμβαίνω από την αρχή που ξεκίνησε η διαδικασία είναι γιατί έχω ζήσει στην υπηρεσιακή μου ζωή, την προτέρα, και πολλές ανάλογες καταστάσεις και πολλές φορές ντράπηκα για ό,τι συνέβη και για ό,τι επακολούθησε.»

 

Η παρέμβαση-δήλωση αυτή του Προέδρου της ΕΔΥ σαφώς δεν είναι διευκρινιστικού τύπου. Η σαφής αυτή δήλωση του Προέδρου δεν μπορεί παρά να υπονοεί ότι δεν θα έχει την ίδια τύχη ο εφεσείων, όπως άλλοι στο παρελθόν που αντιμετώπιζαν παρόμοιες καταστάσεις και για τις οποίες αισθάνθηκε ντροπή γα την κατάληξη τους. Η δήλωση θίγει την αμεροληψία και αντικειμενικότητα του Δικαστή. Με τις συνεχείς παρεμβάσεις άφηνε την εντύπωση ότι επιθυμούσε την καταδίκη του εφεσείοντα, κατερχόμενος έτσι στην αρένα της δίκης και αμφισβητώντας το τεκμήριο της αθωότητας που συνταγματικά εδικαιούτο ο εφεσείων. Το γεγονός ότι ο εφεσείων αισθάνεται πως η πειθαρχική δίκη δεν ήταν δίκαιη δεν είναι αρκετό. Εκείνο που καθορίζει το αποτέλεσμα δεν είναι οι φόβοι του εφεσείοντα αλλά ότι οι φόβοι αυτοί μπορεί αντικειμενικά να κριθούν δικαιολογημένοι (Βλέπε: Hauschildt v. Denmark, May 24, 1989, Series A, No. 154; 12 E.H.R.R. para. 48).

 

Καταλήγουμε ότι και ο λόγος αυτός της έφεσης ευσταθεί."

 

Έχω εξετάσει προσεκτικά την κάθε μια από τις περιπτώσεις παρέμβασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου στις οποίες με παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή. Θεωρώ ότι οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στον αιτητή δεν ήταν μόνο διευκρινιστικού χαρακτήρα. Αρκετές είχαν την μορφή αντεξέτασης του αιτητή, καθώς και της μάρτυρος την οποία είχε καλέσει. Υπεβλήθησαν, συνολικά, 24 ερωτήσεις στον αιτητή και 27 στη μάρτυρά του. (Βλ. σχετικά τις σελίδες 4 μέχρι 7 στα Παράρτημα Ι στην Ένσταση - μαρτυρία του αιτητή - και τις σελίδες 10 μέχρι 15 στο Παράρτημα ΙΓ στην Ένσταση - μαρτυρία της μάρτυρος (συζύγου) του αιτητή). Αρκετές, όπως είπα, ξεφεύγουν του διευκρινιστικού χαρακτήρα έχοντας, ανεπίτρεπτα, τη μορφή αντεξέτασης με συγκεκριμένη γραμμή, ήτοι την ενοχοποίηση του αιτητή στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.000 έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

 

                                                                   Ρ. Γαβριηλίδης,

                                                                           Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο