ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                   

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                      &nb sp;                          Υπóθεση  αρ. 1380/2007

 

 

24 Noεμβρίου, 2008

 

 [Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΠΑΝΟΣ

Αιτητής

 

-         και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθών η αίτηση

........

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον αιτητή

Ελ. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα ενδιαφερόμενα μέρη, Ε. Χριστοδούλου, Σ. Κυριακίδη και Α. Πελάου

 

............

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακόλουθη θεραπεία:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των καθ' ων η αίτηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αρ. 4216 στις 21 Σεπτεμβρίου, 2007, (αρ. Γνωστοποίησης 5768), με την οποία διόρισαν τους 1. Ανδρέα Κυριακίδη, 2. Ελένη Π. Χριστοδούλου, 3. Σταύρο Κυριακίδη και 4. Αντώνη Πελάου, στη μόνιμη θέση Βοηθού Λειτουργού Καταγραφής Διαχείρισης, Υπουργείο Εσωτερικών, από 3.9.2007, αντί του αιτητή, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Εσωτερικών, με επιστολή του με αριθμό φακ. 15.21.9 και ημερομηνία 21.11.03, ζήτησε την πλήρωση 13 κενών μόνιμων θέσεων Βοηθού Λειτουργού Καταγραφής και Διαχείρισης, Υπουργείο Εσωτερικών, οι οποίες δημιουργήθηκαν με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ. 2) του 2001, Ν 22(ΙΙ)/2001.  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, στη συνεδρία της με ημερομηνία 11.12.03 (θέμα Β.(6)(1) των πρακτικών), αποφάσισε να δημοσιευτούν οι πιο πάνω κενές θέσεις στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων.  Οι θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 19.12.03 και αριθμό γνωστοποίησης 7995.

 

Σε ανταπόκριση της πιο πάνω γνωστοποίησης υποβλήθηκαν 1525 αιτήσεις. Ο Γραμματέας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 33(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, με την επιστολή του με αρ. φακ. 15.21.001.16.01.19 και ημερομηνία 1.7.04, έστειλε στον Αν. Γενικό Διευθυντή, Υπουργείο Εσωτερικών, ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, τις 1525 αιτήσεις των υποψηφίων, καθώς και αντίγραφα της σχετικής δημοσίευσης και του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Βοηθού Λειτουργού Καταγραφής και Διαχείρισης, Υπουργείο Εσωτερικών .  Ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Εσωτερικών, ως Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής, με επιστολή του με αρ. φακ. 15.21.9.1.Ε και ημερομηνία 16.3.07, υπέβαλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία και τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, στη συνεδρία της με ημερομηνία 30.4.07 (Θέμα Β.(7)(2) των πρακτικών).

 

 Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλεγξε τον προκαταρκτικό κατάλογο με βάση τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που έγιναν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το προβλεπόμενο από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και αποφάσισε να περιλάβει στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, εκτός από τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο, και άλλους 13 υποψήφιους που έπονται κατά σειρά επιτυχίας των 52 που περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο και οι οποίοι έχουν αξιολογηθεί κατά την τελική αξιολόγηση ως «πολύ καλοί», στο   ίδιο   επίπεδο   με άλλους 6 υποψηφίους του προκαταρκτικού καταλόγου, για σκοπούς ίσης μεταχείρισης.  Σημειώνεται ότι μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο ήταν τόσο ο Αιτητής όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, στις συνεδρίες της με ημερομηνία 16.7.07 (θέμα Β(1)(1) των πρακτικών), και 17.7.07 (θέμα Β(1)(1) των πρακτικών), δέχτηκε σε ομαδική προφορική εξέταση τους υποψήφιους.  Στη συνεδρία παρευρίσκετο και ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Εσωτερικών, ο οποίος αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και ακολούθως αποχώρησε από τη συνεδρία. Στη συνέχεια, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Διευθυντή.

 

Ακολούθως, η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Για το σκοπό αυτό αφού έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των αιτήσεων των υποψηφίων, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση τους κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, έκρινε ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και άλλοι εννέα υποψήφιοι (των οποίων ο διορισμός δεν προσβάλλεται με την παρούσα), υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς διορισμό στη μόνιμη θέση Βοηθού Λειτουργού Καταγραφής και Διαχείρισης, Υπουργείο Εσωτερικών, από 3.9.07.  Οι εν λόγω διορισμοί δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 21.9.07 και αριθμό γνωστοποίησης 5769 και στις 28/9/07 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο συνήγορος του αιτητή με τη γραπτή του αγόρευση προωθεί τους εξής λόγους ακυρώσεως:  (α) ότι οι καθ' ων η αίτηση απέτυχαν να επιλέξουν, με βάση όλα τα κριτήρια, τον καταλληλότερο υποψήφιο και ότι ο αιτητής υπερείχε σε όλα τα κριτήρια, εκτός της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Ε.Δ.Υ., (β) ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ως προς το ότι το ε.μ.2 Ελένη Π. Χριστοδούλου, με βάση την βαθμολογία που συγκέντρωσε κατά την γραπτή εξέταση, δεν μπορούσε να συνεχίσει να συμμετέχει στη διαδικασία για διεκδίκηση της επίδικης θέσης, (γ) ότι υπήρξε πλάνη των καθ' ων η αίτηση ως προς την βαθμολογική διαφορά των διαδίκων κατά την προφορική εξέταση, (δ) ότι υπήρξε πραγματική πλάνη των καθ' ων η αίτηση ως προς την πείρα και κατ' επέκταση την αξία του αιτητή, και (ε) ότι  δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, ενώ αγνοήθηκε η υπεροχή του αιτητή στην γραπτή εξέταση καθώς και στα άλλα αξιολογικά κριτήρια.

 

Στο στάδιο αυτό αναφέρω ότι ο αιτητής απέσυρε την προσφυγή όσον αφορά το ε.μ. 1 Ανδρέα Κυριακίδη.  Έτσι αυτή συνέχισε εναντίον των τριών άλλων ενδιαφερομένων μερών.

 

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι καθ' ων η αίτηση απέτυχαν να επιλέξουν, με βάση όλα τα κριτήρια, τον καταλληλότερο υποψήφιο. Προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού επικαλείται ότι ο αιτητής πήρε ψηλή βαθμολογία κατά την γραπτή εξέταση, επισημαίνοντας ότι η Ελένη Π. Χριστοδούλου (πιο κάτω ε.μ. 1) πήρε χαμηλή βαθμολογία στην γραπτή εξέταση.  Συγκεκριμένα ο αιτητής βαθμολογήθηκε ως «εξαίρετος» από την Συμβουλευτική Επιτροπή έναντι του ε.μ. 1 που βαθμολογήθηκε ως «πάρα πολύ καλή».  Ο ίδιος κατετάγη δεύτερος με βαθμό 90,05 ενώ το ε.μ. 1 Χριστοδούλου 178η με βαθμό 41,53, κάτι που συνιστά αποτυχία, αφού η βάση ήταν 50 βαθμοί.  Το ε.μ. Σταύρος Κυριακίδης κατετάγη 39ος με 68,58 βαθμούς, το δε ε.μ. Αντώνης Πελάου 31ος με 71,65 βαθμούς.  Επίσης προβάλλει το γεγονός ότι το ε.μ.1 δεν συστήθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή σε αντίθεση με τον αιτητή και τα δύο ε.μ. Σταύρο Κυριακίδη και  Αντώνη Πελάου που συστήθηκαν.  Διευκρινίζεται εδώ ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε όπως η βαρύτητα της εξέτασης θα ήταν 60% στην γραπτή και 40% στην προφορική.

 

Από πλευράς των καθών η αίτηση και ενδιαφερομένων μερών, υποστηρίζεται ότι η  εν λόγω θέση είναι πρώτου διορισμού και ως εκ τούτου αφενός μεν η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ είναι ευρεία, αφετέρου δε η σημασία της προφορικής εξέτασης είναι μεγαλύτερη αφού από αυτή το αποφασίζον όργανο θα διαπιστώσει το ίδιο τις γνώσεις, αλλά περισσότερο την προσωπικότητα των υποψηφίων.

 

  Αρχίζοντας από τον ισχυρισμό ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ως προς το ότι το ε.μ.1 Ελένη Π. Χριστοδούλου, με βάση την βαθμολογία που συγκέντρωσε κατά την γραπτή εξέταση, δεν μπορούσε να συμμετέχει στην διαδικασία για διεκδίκηση της επίδικης θέσης, η άποψη μου είναι ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.  Δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόνοια ότι αν κάποιος δεν εξασφαλίσει τους 50 βαθμούς στη γραπτή εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής θα αποκλειόταν από τη διαδικασία, όπως ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή.   Τούτο προκύπτει και από το πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 30.4.07 όπου, μεταξύ άλλων διαλαμβάνονται τα εξής:  «Επειδή η γραπτή εξέταση θεωρήθηκε ότι έχει συναγωνιστικό χαρακτήρα, αποφασίστηκε όπως κληθούν στην προφορική εξέταση όλοι οι υποψήφιοι που θα παρακαθήσουν στη γραπτή εξέταση».  Γι' αυτό άλλωστε και η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική αξιολόγηση και αφού συνεκτίμησε τόσο την απόδοση στη γραπτή εξέταση όσο και στην προφορική, έκρινε τον αιτητή ως «Εξαίρετος», τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Α. Πελάου και Σ. Κυριακίδη ως «Σχεδόν εξαίρετος» και το ε.μ. Ελ. Χριστοδούλου ως «Πάρα πολύ Καλή».  Απλώς δεν συμπεριέλαβε το ε.μ. Ελ. Χριστοδούλου στον προκαταρκτικό κατάλογο των 52 υποψηφίων που επέλεξε ως τους καταλληλότερους προς επιλογή για διορισμό στην επίδικη θέση.  Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Κωνσταντίνου κα ν. Νικολάου κα (2007) 3 Α.Α.Δ. 18, 25) η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι ένα από τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη η Ε.Δ.Υ. αλλά δεν περιορίζει τη διακριτική της ευχέρεια.  Αν παρέχεται έδαφος, μπορεί η πλάστιγγα να κλίνει υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, παρά τη ψηλότερη συνολική βαθμολογία ενός αιτητή από τη Συμβουλευτική.    Το ερώτημα είναι αν στην παρούσα περίπτωση, με τα γεγονότα όπως ήταν ενώπιον της ΕΔΥ και τα οποία εξηγεί με λεπτομέρεια στην απόφασή της ημερ. 17/7/07, μπορούσε να επιλέξει το ε.μ. Ελ. Χριστοδούλου έστω και αν αυτή δεν ήταν μεταξύ των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όπως ήταν ο αιτητής και τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη ή έστω και τα υπόλοιπα ε.μ. που ήσαν μετά τον αιτητή στη βαθμολογία.  Μεταξύ άλλων η Χριστοδούλου είχε αξιολογηθεί από το Γενικό Διευθυντή ως «Εξαίρετη» ενώ ο αιτητής ως «Πάρα πολύ καλός».  Το ε.μ. Σταύρος Κυριακίδης ως «Σχεδόν Εξαίρετος» και το ε.μ. Αντώνης Πελάου ως «Πολύ καλός».

 

Από την ΕΔΥ το ε.μ. Ελένη Χριστοδούλου αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετη» ενώ ο αιτητής ως «Πάρα πολύ Καλός».  Τα άλλα δυο ε.μ. δηλαδή ο Στ. Κυριακίδης και Α. Πελάου επίσης ως «Εξαίρετος».

 

Η ΕΔΥ, ιδιαίτερα όσον αφορά το ε.μ. Ελένη Χριστοδούλου ανάφερε τα ακόλουθα:

 

«Επιλέγοντας τη Χριστοδούλου Ελένη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική της αξιολόγηση, και ως Εξαίρετη από την ίδια την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησής της, και, επιπλέον, διαθέτει το πλεονέκτημα.

 

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη ότι η Χριστοδούλου Ελένη αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως Πάρα πολύ καλή, ενώ ορισμένοι μη επιλεγέντες αξιολογήθηκαν είτε ως Εξαίρετοι είτε ως Σχεδόν εξαίρετοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, σημείωσε, όμως, ότι κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση οι εν λόγω υποψήφιοι αξιολογήθηκαν σε χαμηλότερο επίπεδο αξιολόγησης από την επιλεγείσα.»

 

Επιπλέον λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ ότι η Ελ. Χριστοδούλου διέθετε επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα επιπέδου πτυχίου πανεπιστημίου και συγκεκριμένα στη Νομική που είναι προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης στο οποίο και απέδωσε, όπως ανάφερε, «την ανάλογη βαρύτητα».  Τέτοια ενέργεια είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με τη νομολογία.  (βλ. μεταξύ άλλων Πούρος κα ν. Χατζηστεφάνου κα (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και πιο πρόσφατα Γεώργιος Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε 48/06 ημερ. 14/10/08 σελ. 3, 5).

 

Στρέφομαι στον ισχυρισμό του αιτητή ότι η ΕΔΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και αγνόησε την γραπτή εξέταση στην οποία ο αιτητής ήταν 2ος ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούσαν ως 31ος ο Πελάου, 39ος ο Στ. Κυριακίδης και 178η η Ελ. Χριστοδούλου. 

 

Μελέτησα τις υποθέσεις στις οποίες βασίστηκε η πλευρά του αιτητή, στις οποίες αποφασίστηκε ότι η γραπτή εξέταση αποτελεί το πιο αντικειμενικό δείκτη της αξίας ενός υποψηφίου και ότι δεν πρέπει η προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ να αποτελεί το μόνο κριτήριο.  (βλ. Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 263, Αρτεμίδης Δ. (όπως ήταν τότε) Γ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας, υποθ. Αρ. 201/02 ημερ. 17/7/03 Α. Κραμβής Δ, Ιωάννα Αναστασιάδου- Vantieghem ν. Δημοκρατίας (1994) 4 (Β) Α.Α.Δ. 959, Πικής Δ. (όπως ήταν τότε) και Γιώργος Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας υποθ. Αρ. 697/04 ημερ. 2/10/06, Α. Κραμβής, Δ.).

 

Σημειώνω εδώ ότι η υπόθεση Γ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας, έχει εφεσιβληθεί και παραμερισθεί η απόφαση από την Ολομέλεια. (Βλ. Κωνσταντίνου κα ν. Νικολάου κα (2007) 3 Α.Α.Δ. 18).  Όμως ο λόγος για τον οποίο ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση ήταν διότι το δικαστήριο έδωσε σημασία στις αναφορές «επιτυχία» ή «αποτυχία» στις γραπτές εξετάσεις.  Επομένως η αρχή ότι η γραπτή εξέταση αποτελεί ένα αντικειμενικό και ασφαλές δείκτη της αξίας των υποψηφίων δεν έχει διαταραχθεί. 

 

Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρθηκαν σε μια από τις προαναφερθείσες αποφάσεις την Αναστασιάδου ν. Δημοκρατίας σελ. 962, όπου ο Πικής Δ. , όπως ήταν τότε, ακυρώνοντας το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών, ανάφερε τα εξής:

 

«Η φύση του γραπτού διαγωνισμού και η σημασία του για την διαπίστωση των ικανοτήτων να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης καθιστούσε τα αποτελέσματα του καίριας σημασίας για τον προσδιορισμό της καταλληλότητας των υποψηφίων για διορισμό.  Εντούτοις δε φαίνεται τα αποτελέσματα του (διαγωνισμού) να επέδρασαν στις επιλογές της ΕΔΥ.  Εύλογα συνάγεται από τις επιλογές που έγιναν ότι μόνο η προφορική εξέταση επέδρασε στην απόφαση της ΕΔΥ.  Διαφορετικά πώς μπορεί να εξηγηθεί η επιλογή του 65ου ή του 43ου σε σειρά επιτυχίας στο διαγωνισμό υποψηφίου ή οποιουδήποτε άλλου από τα  ενδιαφερόμενα μέρη κατά προτίμηση της 1ης επιτυχούσας στο διαγωνισμό, της αιτήτριας;»

 

Την πιο πάνω απόφαση εφεσίβαλαν τόσο η Δημοκρατία όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά η έφεση απορρίφθηκε.  (βλ. Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου (1995) 3 Α.Α.Δ. 119).

 

Εφαρμόζοντας τα πιο πάνω στη δική μας περίπτωση τίθεται εύλογα και εδώ το ερώτημα πώς ο αιτητής που ήταν ο 2ος επιτυχών να παρακαμφθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη Πελάου που ήταν 31ος, Κυριακίδη που ήταν 39ος και ιδιαίτερα από τη Χριστοδούλου που ήταν 178η.  Ήδη αναφερα ότι το ε.μ. Χριστοδούλου αξιολογήθηκε από την ΕΔΥ ως «Εξαίρετη».  Όμως και η απόδοση του αιτητή ενώπιον την ΕΔΥ δεν ήταν σημαντικά μειωμένη εφόσον χαρακτηρίστηκε και αυτός ως «πάρα πολύ καλός».  Είναι φανερό από την αιτιολόγηση της ΕΔΥ, που κάνει και ρητή αναφορά στον αιτητή, ότι ουσιαστικά αγνοήθηκε η απόδοσή του ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και έμεινε ως κριτήριο το ότι «κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση οι εν λόγω υποψήφιοι αξιολογήθηκαν σε χαμηλότερο επίπεδο αξιολόγησης.  «Πολύ καλός» ο Αλεξάνδρου και οι υπόλοιποι τρεις «παρα πολύ καλοί».  Στους υπόλοιπους τρεις είναι και ο αιτητής.

 

Με βάση τα πιο πάνω δέχομαι τον ισχυρισμό του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση σε βαθμό που εξουδέτερωσε την αξία του αιτητή όπως προέκυπτε από την εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Βέβαια αναφέρει η ΕΔΥ στο πρακτικό ότι «έλαβε δεόντως τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθησαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.» αλλά τούτο φαίνεται να είναι μόνο φραστικό.  Αφού λήφθηκαν «δεόντως» υπόψη, ποιά η εξήγηση παράκαμψης του αιτητή.  Δεν αγνοώ ότι σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Ιωαννίδου ν. ΕΔΥ (2007) 3 Α.Α.Δ. 377, 383) σε περιπτώσεις πρώτου διορισμού η ΕΔΥ έχει ευρύτερη διακριτική ευχέρεια.  Όμως πρέπει να αιτιολογεί την απόφασή της, και εδώ η αιτιολογία που δόθηκε δεν κρίνεται ικανοποιητική, έστω και αν γίνεται αναφορά ότι δόθηκε και έμφαση στο πρόσθετο προσόν του ε.μ. Χριστοδούλου.    Η βαρύτητα για τέτοια προσόντα που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης έχει διατυπωθεί με περισσότερη σαφήνεια στην προαναφερθείσα υπόθεση Πούρος κα ν. Χατζηστεφάνου κα σελ 395 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«....Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης.  Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους αποφεύγοντας δύο άκρα:  αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.  Μέσα σε αυτά τα όρια, το δικαστήριο δεν επεμβαίνει σ' ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»

 

Τα ίδια επαναλήφθηκαν στην προαναφερθείσα υπόθεση Γεώργιος Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας. 

 

Εδώ η βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ έστω και αν ληφθούν υπόψη το πλεονέκτημα και το εν λόγω προσόν που είχε το ε.μ. Ε. Χριστοδούλου που δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά ήταν συναφές με τα καθήκοντα της θέσης φαίνεται να ήταν υπέρμετρη αν λάβουμε υπόψη ότι ο αιτητής ήταν 2ος στη γραπτή εξέταση και το ε.μ. Χριστοδούλου 178η.

 

Με προβλημάτισε το κατά πόσο μπορούσε να γίνει διαχωρισμός μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών ενόψει του ότι η περίπτωση της Χριστοδούλου που ήταν 178η ήταν πιο κτυπητή.  Όμως και η απόσταση των άλλων δυο ενδιαφερομένων μερών στη βαθμολογία από τον αιτητή δεν ήταν αμελητέα.  Περαιτέρω αυτοί δεν είχαν το πλεονέκτημα της τριετούς συνεχούς πείρας που είχε η Χριστοδούλου ούτε και οποιονδήποτε πρόσθετο προσόν.  Προτιμήθηκαν διότι είχαν αξιολογηθεί ως «σχεδόν εξαίρετοι» από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ως «Εξαίρετοι» από την ίδια την ΕΔΥ.  Έτσι με όσα εξήγησα πιο πάνω, κρίνω ότι και στην περίπτωσή τους δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς την ανάγκη να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθών η αίτηση.  Μεταξύ αιτητή και ενδιαφερομένων μερών καμιά διαταγή για έξοδα.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τον διορισμό των ενδιαφερομένων μερών Σταύρου Κυριακίδη, Αντώνη Πελάου και Ελένης Π. Χριστοδούλου, ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

         

                                                                   Μ. Φωτίου, Δ.

 

 

 

/ΚΑς

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο