ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1183/2006)
12 Νοεμβρίου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,
Αιτητών,
ν.
1. ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Αθανασιάδου (κα), για τους Αιτητές.
Ρ. Πετρίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το 2004 παραχωρήθηκε στα κόμματα κρατική χορηγία ύψους £1.516.000 η οποία περιλαμβανόταν στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2004. Η κατανομή του εν λόγω ποσού έγινε, σύμφωνα με σημείωση που περιλαμβανόταν στο σχετικό περί Προϋπολογισμού Νόμο για το 2004 (Νόμος 75(ΙΙ)/2003), στα εξής 8 κόμματα: ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, ΝΕΟ, ΑΔΗΚ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΣΤΕΣ και ΕΔΗ.
Στις 4.5.2004 ο κ. Πρόδρομος Προδόμου διεγράφη από το ΔΗΣΥ, στον οποίον ανήκε από την εκλογή του ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Ο κ. Προδρόμου στις 30.6.2004 εξήγγειλε την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας.
Η κρατική χορηγία για τα κόμματα για το 2005 η οποία περιλαμβανόταν στον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 2005 (Νόμος 41(ΙΙ)/2004) και η οποία εγκρίθηκε στις 10.12.2004 (ημερομηνία κατά την οποία ο κ. Πρόδρομος Προδρόμου είχε ήδη διαγραφεί από το ΔΗΣΥ και είχε ιδρύσει την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία), κατανεμήθηκε στα ίδια 8 κόμματα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τα ίδια ποσά όπως και κατά το 2004.
Για την κρατική χορηγία για τα κόμματα για το 2006, η οποία θα περιλαμβανόταν στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2006, συμφωνήθηκε όπως αυτή κατανεμηθεί με τον ίδιο τρόπο που είχε κατανεμηθεί και κατά τα προηγούμενα χρόνια. Η μόνη διαφορά από τον αμέσως προηγούμενο χρόνο είναι ότι, λόγω της ίδρυσης στο μεταξύ, 3.7.2005, του Ευρωπαϊκού Κόμματος στο οποίο συμμετείχε και ο βουλευτής των ΝΕΟ μαζί με τους βουλευτές που αποχώρησαν από τον ΔΗΣΥ, η χορηγία που εδίδετο μέχρι τότε στους ΝΕΟ δόθηκε στο Ευρωπαϊκό Κόμμα σύμφωνα και με την συναίνεση του κ. Πρόδρομου Προδρόμου. Η χορηγία στο Ευρωπαϊκό Κόμμα κατανεμήθηκε με κριτήριο το εκλογικό αποτέλεσμα των ΝΕΟ στις εκλογές του 2001, αφού ο μοναδικός εκπρόσωπος του κόμματος αυτού στη Βουλή των Αντιπροσώπων ήταν συνιδρυτής του Ευρωπαϊκού Κόμματος.
Όμως, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του Προϋπολογισμού του 2006 στη Βουλή, τον Δεκέμβριο του 2005, ο βουλευτής κ. Πρόδρομος Προδρόμου υπέβαλε τροπολογία για διαφοροποίηση του τρόπου κατανομής της κρατικής χορηγίας, η οποία όμως καταψηφίστηκε από την ολομέλεια του Σώματος, με αποτέλεσμα να ψηφιστεί ο περί Προϋπολογισμού Νόμος του 2007 (Ν. 66(ΙΙ)/2005).
Τον Απρίλιο του 2006 και ενόψει των Βουλευτικών εκλογών του Μαΐου 2006, με τη μορφή συμπληρωματικού προϋπολογισμού, κατατέθηκε στη Βουλή από την Εκτελεστική Εξουσία, πρόσθετη χορηγία για τα κοινοβουλευτικά κόμματα ύψους £1.000.000, για την κάλυψη των αυξημένων χρηματοδοτικών τους αναγκών.
Ο τρόπος κατανομής του εν λόγω ποσού, μεταξύ των κομμάτων, αφέθηκε από την Εκτελεστική Εξουσία να καθοριστεί από την ίδια τη Βουλή.
Η Ολομέλεια του Σώματος υιοθετώντας εισήγηση της σύσκεψης αρχηγών ή εκπροσώπων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, αποφάσισε την κατανομή της χορηγίας αυτής με βάση τα ίδια κριτήρια που ακολουθούνταν και κατά τα προηγούμενα χρόνια, για την κατανομή της κρατικής χορηγίας η οποία περιλαμβανόταν στον κρατικό προϋπολογισμό. Η υλοποίηση αυτής της θέσης έγινε με την τροπολογία επί του κυβερνητικού νομοσχεδίου η οποία υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια, με αποτέλεσμα στις 13.4.06 να ψηφιστεί ο περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμος (Αρ. 2) του 2006 (Ν. 33(ΙΙ)/2006).
Την αμέσως επόμενη μέρα ο κ. Προδρόμου απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Βουλής, σχετικά με τη μη συμπερίληψη των Αιτητών στα κόμματα που θα λάμβαναν ειδική χορηγία. Την επιστολή απάντησε στις 18.4.2006 ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής. Σ' αυτήν αναφέρεται ότι:-
«Αξιότιμο κ. Πρόδρομο Προδρόμου,
Βουλευτή Περιφέρειας Λευκωσίας.
Αναφέρομαι στην επιστολή σας, ημερομηνίας 14 Απριλίου 2006, σχετικά με την ειδική χορηγία προς τα κόμματα. Όπως σας εξήγησα και προφορικά το αίτημα της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας τέθηκε από τον Πρόεδρο της Βουλής υπόψη των κομμάτων, κατά την τελευταία σύσκεψή τους στις 13 Απριλίου 2006, αλλά δεν κατέστη δυνατό να υιοθετηθεί για τους ίδιους λόγους που ίσχυσαν κατά την υιοθέτηση της μεθοδολογίας κατανομής της ετήσιας κρατικής χορηγίας προς τα κόμματα.
Υπό το φως των πιο πάνω είμαι υποχρεωμένος να εφαρμόσω τη νομοθεσία όπως έχει ψηφιστεί από τη Βουλή.
Γενικός Διευθυντής
Βουλής Αντιπροσώπων»
Φαίνεται ότι ο κ. Προδρόμου επανήλθε στο θέμα με αποτέλεσμα την επόμενη, 19.4.2006, ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής, με νέα επιστολή του, να επαναλάβει τις θέσεις της Βουλής. Το περιεχόμενο της επιστολής έχει ως εξής:-
«Αξιότιμο κ. Πρόδρομο Προδρόμου,
Βουλευτή Περιφέρειας Λευκωσίας.
Πραγματικά λυπούμαι που επανέρχομαι το θέμα της κρατικής χορηγίας, επαναλαμβάνοντας, εν πολλοίς, τα ίδια. Για τους σκοπούς κατανομής της έκτακτης χορηγίας χρησιμοποιήθηκε, υπενθυμίζω, η ίδια διάταξη που χρησιμοποιήθηκε για την τακτική χορηγία και με τον τρόπο που έκτοτε ερμηνεύθηκε από τα κόμματα τα οποία έκριναν ότι η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία δεν αποτελεί κόμμα κατά τη νομολογημένη έννοια του όρου. Να υπενθυμίσω επίσης ότι, όπως τότε έτσι και τώρα, είχατε διατυπώσει τη διαφωνία σας, πλην όμως η Βουλή δεν άλλαξε την αρχική της θέση.
Για το Ευρωπαϊκό Κόμμα, στο οποίο ας μου επιτραπεί υπαινικτικά αναφέρεστε, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι στην ουσία εισπράττει τη χορηγία και μόνο που εδικαιούντο και δικαιούνται οι Νέοι Ορίζοντες. Σημειώνω, τέλος, ότι ο τρόπος και η μορφή της συνεργασίας του εν λόγω κόμματος με το ΑΔΗΚ δε με αφορά κι εκτιμώ ότι, ως θέμα, θα κριθεί στο στάδιο της υποβολής των υποψηφιοτήτων, διαδικασία που δεν έχει σχέση με το υπό συζήτηση θέμα.
Γενικός Διευθυντής
Βουλής Αντιπροσώπων»
Οι Αιτητές προσβάλλουν τόσο το περιεχόμενο των δύο πιο πάνω επιστολών, όσο και τις πρόνοιες του Νόμου 33(ΙΙ)/2006, ως αντισυνταγματικές. Συγκεκριμένα αιτούνται τις πιο κάτω θεραπείες:-
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με τις επιστολές ημερομηνίας 18/4/06 και 19/4/06 να μην καταβάλουν στην Ευρωπαϊκή Δημοκρατία την πρόσθετη χορηγία που αναλογεί στην Ευρωπαϊκή Δημοκρατία και την οποία η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία δικαιούται με βάση τον Ν. 33(ΙΙ)/2006, είναι άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα και διαζευκτικά.
Β. (α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση να μην καταβάλουν στην Ευρωπαϊκή Δημοκρατία την πρόσθετη χορηγία που αναλογεί στην Ευρωπαϊκή Δημοκρατία και την οποία η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία δικαιούται με βάση τον Ν. 33(ΙΙ)/2006 είναι άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα, και
(β) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση να καταβάλουν στο ΑΔΗΚ την πρόσθετη χορηγία είναι άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα και διαζευκτικά.
Γ. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι πρόνοιες του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου (Αρ. 2) του 2006, Ν. 33(ΙΙ)/2006 πάνω στον οποίο στηρίζεται η πιο πάνω πράξη και/ή απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση είναι αντίθετες με τις πρόνοιες του άρθρου 28 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό η εν λόγω πράξη και/ή απόφαση είναι άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.
Δ. Έξοδα, πλέον έξοδα επιδόσεων, πλέον Φ.Π.Α. (αρ. Μητρώου 30010020Ρ).
Ως λόγους ακύρωσης, ο δικηγόρος των Αιτητών, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα: (α) νομικής και/ή πραγματικής πλάνης ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του σχετικού Νόμου κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, (β) κατάχρησης εξουσίας, ως προς την απόφαση των καθ'ων η αίτηση ότι οι Αιτητές δεν συνιστούν πολιτικό κόμμα ώστε να δικαιούνται στην παροχή πρόσθετης χορηγίας, (γ) παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, (δ) παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης και (ε) έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας.
Η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση εγείρει δύο προδικαστικές ενστάσεις τις οποίες θα εξετάσω πρώτα, αφού η τυχόν θετική απόληξή τους, κρίνει τελικά την προσφυγή.
Με την πρώτη, η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση, αλλά πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Συγκεκριμένα, όπως είναι αποδεκτό και από τα δύο μέρη, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατ' εφαρμογή νομοθετικής πράξης, ήτοι του Προϋπολογισμού του 2006 βάσει του Ν. 33(ΙΙ)/2006. Η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται ότι, βάσει του εν λόγω Νόμου, εκδίδεται ατομική πράξη, ενώ η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται για εκτελεστή διοικητική απόφαση αλλά για καθαρά πράξη νομοθετικού περιεχομένου.
Κατά την άποψή μου, η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.
Η σχετική χορηγία παραχωρείται στα κόμματα, με βάση και κατ' εφαρμογήν απευθείας του εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμου, χωρίς την παρέμβαση της Διοίκησης για την έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης προς υλοποίησή του. Στην Γεώργιος Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 863, 868, η Ολομέλεια επεσήμανε ότι ο περί Προϋπολογισμού Νόμος συνιστά Νόμο ο οποίος έχει αυξημένη ισχύ έναντι δευτερογενούς νομοθεσίας ή αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου. (Βλ. επίσης, Panayides v. Republic (1972) 3 CLR 467 και Arsalis v. Republic (1976) 3 CLR 255).
Σύμφωνα με το Άρθρο 146, παράγραφος (1), μια προσφυγή ασκείται «κατά αποφάσεως οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία.». Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω ρητής συνταγματικής πρόνοιας, αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεχτό της προσφυγής, η πράξη ή παράλειψη να προέρχεται από διοικητικό όργανο. Δεν αμφισβητείται από την Αιτήτρια ως θέμα συνταγματικής πρόνοιας ότι δεν μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή, πράξεις οι οποίες σχετίζονται με την άσκηση νομοθετικής εξουσίας, όπως για παράδειγμα οι πρόνοιες ενός νόμου. (Βλ. Papaphilippou v. Republic 1 RSCC 62, Philippou and Others v. Republic (1970) 3 CLR 123, 129, Mavrommatis and Others v. Republic (1984) 3 CLR 1006, 1024).
Στην προκειμένη περίπτωση, εκείνο το οποίο στην ουσία προσβάλλεται, είναι ο περί Προϋπολογισμού Νόμος του 2006 (Ν. 33(ΙΙ)/2006), ο οποίος όπως εξήγησα είναι εκδήλωση άσκησης νομοθετικής εξουσίας και όχι εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας, όπως ρητά απαιτείται να είναι από το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος.
Το άρθρο 3 του Νόμου 33(ΙΙ)/2006 προβλέπει ότι το ποσό χορηγείται ως ειδικευμένη πίστωση για τις υπηρεσίες και τους σκοπούς που αναφέρονται στον Πίνακα, ο οποίος στο κεφάλαιο 0104002 (Βουλή των Αντιπροσώπων), Άρθρο 04081 (Χορηγία Πολιτικών Κομμάτων), προβλέπει τα ακόλουθα:-
«Σκοποί: Διάθεση των αναγκαίων πιστώσεων για παραχώρηση πρόσθετης χορηγίας προς τα Πολιτικά κόμματα, η οποία καταβάλλεται ως ακολούθως:
(α) Ποσό ύψους £25.000 κατανέμεται προς όλα τα κόμματα ανεξαιρέτως, δηλαδή (£25.000 Χ 8 = £200.000)
(β) το εναπομένον ποσό ύψους £800.000 κατανέμεται με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.»
Η χορηγία αποτελούσε πρόσθετη χορηγία, εξ' ου και ο Συμπληρωματικός Προϋπολογισμός.
Δεν συμφωνώ ότι οι πρόνοιες του Νόμου μπορούν να εξισωθούν με Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις. Τα όσα περιέλαβε ο Διευθυντής της Βουλής στις δύο επιστολές του, δεν συνιστούν οτιδήποτε άλλο από διεκπεραίωση και πληροφοριακού χαρακτήρα ενέργεια και όχι άσκηση διοικητικής εξουσίας από διοικητικό όργανο της Βουλής. Το περιεχόμενο των επιστολών του δεν αποτελεί παρά απλή έκφραση πρόθεσης εκ μέρους του, να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού, όπως ψηφίστηκε από τη Βουλή.
Εν πάση περιπτώσει και εκ του περισσού αναφέρω ότι το επιχείρημα της δικηγόρου των καθ'ων η αίτηση ότι η χορηγία, ως πρόσθετη, δεν μπορεί να απευθύνεται σε κόμματα άλλα από τα 8 κόμματα στα οποία δόθηκε η αρχική χορηγία, φαίνεται να ευσταθεί. Η αναφορά στον Πίνακα του σχετικού Νόμου ότι η χορηγία «κατανέμεται προς όλα τα κόμματα ανεξαιρέτως, δηλαδή £25.000 Χ 8 = £200.000» δεν αφήνει οποιαδήποτε αμφιβολία.
Είναι φανερό κατά την άποψη μου ότι η όλη διαδικασία παραχώρησης της επίδικης χορηγίας στα κοινοβουλευτικά κόμματα, έγινε απευθείας από τη Βουλή με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, η οποία δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Οι Αιτητές επίσης προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, αφού όπως ισχυρίζονται, οι καθ'ων η αίτηση με την ενέργεια τους να μην κατανείμουν την πρόσθετη χορηγία σε όλα «ανεξαιρέτως τα κόμματα», συμπεριλαμβανομένων και των Αιτητών, όπως ορίζει ο σχετικός Νόμος, ενήργησαν υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης, η οποία οδηγεί σε ανισότητα με τα άλλα κόμματα.
Κατά την άποψή μου, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνταν κατά τον ουσιώδη χρόνο να λάβουν πρόσθετη χορηγία, αφού δεν περιλαμβάνονταν στα κόμματα που έλαβαν αρχική χορηγία με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 2005 (Ν. 66(ΙΙ)/2005). Οι Αιτητές δεν θεωρούνταν κοινοβουλευτικό κόμμα, αφού η παρουσία τους στη Βουλή δεν προήλθε μετά από εκλογές, αλλά από τη φυγή του ιδρυτή τους από άλλο κοινοβουλευτικό κόμμα, με το οποίο ο ιδρυτής τους είχε εκλεγεί βουλευτής. Οι Αιτητές ισχυρίστηκαν επίσης ότι εφόσον δόθηκε χορηγία στο ΑΔΗΚ, ως μονοεδρικό κόμμα, θα έπρεπε να είχε δοθεί και σ' αυτούς. Η μη παραχώρηση της χορηγίας και στους ίδιους, δημιουργεί άνιση μεταχείριση. Κατά την άποψή μου ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί, αφού το ΑΔΗΚ δεν βρισκόταν στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση με τους Αιτητές. Το ΑΔΗΚ είχε την ιδιότητα του κοινοβουλευτικού κόμματος αφού έστω και μονοεδρικό, η βουλευτική του έδρα προήλθε άμεσα από εκλογές, ως ΑΔΗΚ.
Όπως είναι γνωστό, το Άρθρο 28 του Συντάγματος δεν προνοεί την προστασία μιας ισότητας που ισοπεδώνει τα πάντα, αλλά μιαν ισότητα μεταξύ ομοιογενών περιπτώσεων. Η ισότητα που διασφαλίζεται με το Άρθρο 28 παραβιάζεται μόνο όταν η διαφοροποίηση δεν βασίζεται πάνω σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση. (Βλ. Kyriakides v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 390). Μια τέτοια διαφοροποίηση πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί και τις πραγματικότητες που ισχύουν στο συγκεκριμένο χρόνο. Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται μόνο όταν η διάκριση δεν είναι αντικειμενική και εύλογη (Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και άλλου (1987) 1 C.L.R. 252).
Οι προεκτάσεις του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος εξετάστηκαν στην υπόθεση Γιασεμίδου κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.α. (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491. Στη σελίδα 500 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με το θέμα της ισότητας:-
«Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας 2 R.S.C.C. 125).
..........................
Στη Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου, ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας).
Από το σύνολο των πορισμάτων της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας συνάγεται, ότι αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.
Εναντίον της μαθηματικής ισότητας συνηγορεί και ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αριστόβουλος Μάνεσης. Όπως υποδεικνύει στο σύγγραμμά του «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη» σελ. 320 «εν πάση περιπτώσει, είναι βέβαιον ότι η κατά το Άρθρο 3.1 του Συντάγματος νομική ισότης, αφ' ενός δεν προδηλοί κοινωνικήν και οικονομικήν ισότητα, αφ' ετέρου δε δεν σημαίνει μαθηματικήν ισότητα.»
Με βάση τα πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και έτσι η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με €1200 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς