ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 867/2007)
31 Οκτωβρίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
JEEVANTHA WICKRAMARACHCHI,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α. Ξυψιτή (κα), για τον Αιτητή.
Λ. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής με καταγωγή από τη Σρι Λάνκα εισήλθε στην Κύπρο νόμιμα στις 11.10.02, υπέβαλε δε αίτηση για πολιτικό άσυλο στις 7.7.04, την οποία η Υπηρεσία Ασύλου, μετά από συνέντευξη που διεξήχθη στις 14.7.05, απέρριψε στις 23.1.07. Η διοικητική προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 9.2.07 από τον ίδιο τον αιτητή απορρίφθηκε στις 4.6.07, η δε απόφαση απεστάλη στον αιτητή δεόντως στις 11.6.07.
Ο αιτητής παραπονείται ότι οι καθ΄ ων λανθασμένα αξιολόγησαν τη μαρτυρία την οποία έδωσε ενώπιον τους, καθώς επίσης και τα αποδεικτικά στοιχεία και έγγραφα που παρουσίασε, τα οποία θα έπρεπε να γίνονταν δεκτά εφόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία, με περαιτέρω δεδομένο ότι οι καθ΄ ων δεν προέβηκαν σε οποιαδήποτε έρευνα. Ως εκ τούτου η απόφαση πάσχει ως ληφθείσα καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, αναιτιολογήτως και υπό πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο. Προωθήθηκε επίσης το ζήτημα ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο τόσο στο προκαταρκτικό στάδιο όσο και στο στάδιο εξέτασης της διοικητικής προσφυγής, και έξω από τα χρονικά πλαίσια που επιβάλλει η νομοθεσία.
Η απορριπτική εισήγηση της αρμοδίας Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας βασίστηκε σε αντιφάσεις και ανακρίβειες που παρουσίασε ο αιτητής κατά την προφορική του συνέντευξη και στη γενικότερη θέση ότι αυτός ήταν αναξιόπιστος ως προς τους πραγματικούς λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα του, ενόψει του ότι δεν γνώριζε βασικά ζητήματα τα οποία ο ίδιος επικαλέστηκε ως υποστηρικτικά της θέσης του ότι καταδιωκόταν στη χώρα του και κινδύνευε η ζωή του. Ως αντιφάσεις και ανακρίβειες θεωρήθηκαν ότι ενώ ο αιτητής ζητούσε πολιτικό άσυλο λόγω πολιτικών προβλημάτων στη χώρα του, είχε αναφέρει ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα με σκοπό να εργαστεί στην Κύπρο. Ενώ δήλωσε ότι ήταν μέλος του πολιτικού κόμματος Sihala Urumaya δεν ήταν σε θέση να απαντήσει ερωτήσεις ως προς την ιδεολογία του κόμματος του, ούτε γνώριζε ποιος ήταν ο αρχηγός και γενικός γραμματέας αυτού δίνοντας λανθασμένο όνομα. Λανθασμένα επίσης ανέφερε ότι υπήρχε παράρτημα του κόμματος του στην Αγγλία, ενώ δεν γνώριζε και τα κόμματα που είχαν διαφορετική ιδεολογία και από τα οποία κατ΄ ισχυρισμόν κινδύνευε.
Περαιτέρω, ο αιτητής στη συνέντευξη του ανέφερε ότι σε συλλαλητήριο που έλαβε μέρος στις 6.8.00, κάποιος τοποθέτησε βόμβα από την οποία ο ίδιος και οι φίλοι του τραυματίστηκαν με αποτέλεσμα να παραμείνει στο νοσοκομείο για δέκα ημέρες, αλλά η αστυνομία τον συνέλαβε κατηγορώντας τον ότι ήταν υπεύθυνος ή είχε σχέση ο ίδιος με την τοποθέτηση της βόμβας έχοντας κατηγορηθεί από δύο βουδιστές ότι είχε σχέση με τη βομβιστική επίθεση. Αφού παρέμεινε στη φυλακή για 4 μήνες το Δικαστήριο τον άφησε ελεύθερο εφόσον δεν μπορούσε να αποδειχθεί οτιδήποτε εναντίον του. Μετά την απελευθέρωση του άρχισε να δέχεται απειλές από άγνωστα άτομα και αναγκάστηκε να διευθετήσει την έξοδο του από τη χώρα.
Κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής ο αιτητής δεν κλήθηκε να δώσει οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχεία και η Αναθεωρητική Αρχή εξετάζοντας επισταμένα την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επί τη βάσει των στοιχείων που είχε ενώπιον της, έκρινε ότι η απόφαση ήταν ορθή, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι υπήρχε πράγματι αντίφαση στις θέσεις του αιτητή ότι ο λόγος που ήλθε στην Κύπρο ήταν για να εργαστεί, με την ταυτόχρονη θέση του ότι υπέβαλε αίτηση ασύλου διότι αντιμετώπιζε πολιτικό πρόβλημα. Περαιτέρω, ενώ δήλωσε ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ενόψει της συμμετοχής του στο κόμμα τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη Σρι Λάνκα, το αίτημα για πολιτικό άσυλο υποβλήθηκε δύο χρόνια μετά, δημιουργώντας έτσι αμφιβολίες για τα περί δίωξης του λόγω της συμμετοχής του στο κόμμα αυτό. Επίσης η απάντηση του αιτητή ότι δεν υπέβαλε την αίτηση του αμέσως με την άφιξη του στη Δημοκρατία λόγω του ότι η Κύπρος ήταν τότε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είχε καμία σχέση με το φόβο που κατ΄ ισχυρισμόν αντιμετώπιζε λόγω πολιτικής δίωξης με αποτέλεσμα να κλονιστεί περαιτέρω η αξιοπιστία του. Επίσης υπέδειξε ότι αυτός απάντησε ότι δεν γνώριζε την ιδεολογία του κόμματος του ή ότι την είχε ξεχάσει, δεν γνώριζε τα κόμματα από τα οποία διωκόταν και έδωσε λανθασμένο όνομα όσον αφορούσε τον ηγέτη και γενικό γραμματέα του κόμματος. Ο εξεταστής της ιεραρχικής προσφυγής διαπίστωσε ως πρόσθετο σημείο που επηρέαζε την αξιοπιστία του και το γεγονός ότι στην αίτηση του για άσυλο ανέφερε ότι ο ηγέτης της συντεχνίας των νοσοκόμων ήταν βουδιστής μοναχός και γι΄ αυτό ο αιτητής δεν έτυχε της δέουσας περιποίησης στο νοσοκομείο, ενώ ο ίδιος είχε δηλώσει κατά τη συνέντευξη του ότι ήταν βουδιστής.
Η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε και αξιολόγησε εκ νέου όλα τα έγγραφα τα οποία παρουσίασε ο αιτητής κατά τη συνέντευξη του στην Υπηρεσία Ασύλου, ενώ έλαβε υπόψη και τα όσα πρόσθετα υπέβαλε σε σχέση με την αίτηση για πολιτικό άσυλο με αναφορά στον τραυματισμό του και τις απειλές κατά της ζωής του. Θεωρώντας ότι η Υπηρεσία Ασύλου θα μπορούσε να απόφευγε ορισμένες αναφορές όπως ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο αιτητής ήταν αποτέλεσμα της γενικότερης κατάστασης που επικρατούσε στη Σρι Λάνκα, καθώς και την αναφορά ότι η δυσμενής μεταχείριση δεν εξυπακούει κατ΄ ανάγκην και δίωξη, προέβηκε σε απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής ενόψει του ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν μπορούσαν να ευσταθήσουν, δεν μπορούσε δε αυτός να θεωρηθεί ότι διώκετο για λόγους που καλύπτονται από την έννοια του πολιτικού πρόσφυγα, ούτε θα μπορούσε να δοθεί σ΄ αυτόν το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ή για ανθρωπιστικούς λόγους.
Έχοντας καταγράψει τα πιο πάνω, κρίνεται ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται δεν ευσταθούν. Ορθά και στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Υπηρεσίας Ασύλου και των καθ΄ ων, κρίθηκαν ως ασάφειες και αντιφάσεις όσα εντοπίστηκαν ανωτέρω, με αποτέλεσμα το αίτημα του για πολιτικό άσυλο να απορριφθεί. (Μ.Κ. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2226/06, ημερ. 19.3.08). Με βάση τα άρθρα 3 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/00, αλλά και το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών, πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο εκείνο που έχει βάσιμους φόβους καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, λόγους ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε πρόβλημα στην απόφαση των καθ΄ ων, οι οποίοι με ενδελέχεια εξέτασαν ολόκληρο το φάκελο και τα στοιχεία που είχε παραθέσει ο αιτητής και κατά την αίτηση και κατά τη συνέντευξη και έκριναν ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου είχε θεωρήσει τον αιτητή αναξιόπιστο. Όντως παρουσιάσθηκαν ασάφειες και ανακολουθίες στις προβληθείσες θέσεις του αιτητή, όπως αυτές καταγράφηκαν προηγουμένως, με αποτέλεσμα να τίθεται σε αμφιβολία η αξιοπιστία του.
Πρόσθετα, οι καθ΄ ων στη δική τους απόφαση επανεξέτασαν ως έπρεπε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και ορθά αποφάσισαν ότι αυτή θα μπορούσε να είχε αποφύγει τις αναφορές που εξειδικεύθηκαν ανωτέρω, χωρίς όμως να επηρεάζεται η αποτελεσματικότητα της έρευνας και η ορθότητα της κατάληξης. Πρόσθετα, το γεγονός ότι ο αιτητής ήταν σε θέση να φύγει χωρίς πρόβλημα από τη Σρι Λάνκα ήταν στοιχείο το οποίο, αντιπαραβαλλόμενο με τους φόβους για καταδίωξη του, έπληττε όντως την αξιοπιστία του. Οι αποφάσεις Obaidul Haque ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 και Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.08, είναι σχετικές με τη δυνατότητα έκδοσης ταξιδιωτικού εγγράφου και αναχώρησης από τη χώρα, χωρίς πρόβλημα.
Ο ισχυρισμός της κας Ξυψιτή σε σχέση με την επάρκεια της έρευνας δεν ευσταθεί, διότι όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Yuriy Polishchuk v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005, δεν υπάρχει αρχή στο διοικητικό δίκαιο που να επιβάλλει την εκ νέου έρευνα από τους καθ΄ ων και εκείνο που έχει σημασία είναι όχι αν η έρευνα διεξήχθηκε από την ίδια την Αναθεωρητική Αρχή, αλλά εάν από την έρευνα που προηγήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία. Η συνήγορος παραπονέθηκε ότι δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία και λανθασμένα επομένως αξιολογήθηκαν τα έγγραφα που ο ίδιος ο αιτητής επισύναψε, ενώ ήταν ευλόγως αναμενόμενο για τον αιτητή να απαντήσει λανθασμένα σε κάποιες ερωτήσεις ή να είχε ξεχάσει κάποια δεδομένα. Όμως παρατηρείται από το διοικητικό φάκελο και την απόφαση των καθ΄ ων ότι η Αναθεωρητική Αρχή αναζήτησε πρόσθετα στοιχεία για το κόμμα Urumaya, έστω από το διαδίκτυο για να διασταυρώσει τις πληροφορίες του αιτητή.
Περαιτέρω, το κατά πόσο ο αιτητής ήταν ή όχι αξιόπιστος στις θέσεις του κρίθηκε στη βάση του συνόλου της συνέντευξης του αλλά και των στοιχείων που παρέδωσε και όχι επί τη βάσει απομονωμένων και λανθασμένων απαντήσεων του. Βεβαίως και κάποιες απαντήσεις του αιτητή ως προς, για παράδειγμα, το όνομα του ηγέτη και γενικού γραμματέα, πιθανόν να ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης μνήμης, και ούτε μπορούν να έχουν από μόνες τους ουσιώδη αντίκτυπο στην αξιοπιστία του, ιδιαίτερα όταν από το διοικητικό φάκελο, Τεκμ. «Α», ερ. 35, παρουσιάζεται το όνομα που έδωσε ο αιτητής κατά τη συνέντευξη του ως αυτό του γενικού γραμματέα, σε αντίθεση με αυτό που αναγράφεται στο ερ.37. Όμως το σύνολο των απαντήσεων του έδειχνε έλλειψη επαρκούς και ενημερωμένης γνώσης για το κόμμα και την ιδεολογία του. Ούτε υπάρχει κανόνας που καθορίζει ότι στην απουσία αντίθετων εγγράφων ή στοιχείων θα πρέπει τα έγγραφα που παραδίδει ένας αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου να γίνουν χωρίς άλλο δεκτά. Όπως ορθά υποδεικνύει η Αναθεωρητική Αρχή στην απόφαση της, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από τον αιτητή είχαν μόνο υποστηρικτική σημασία και δεν μπορούν στη βάση των προσωπικών αυτών εγγράφων, να ενέχουν απόλυτη αξία.
Περαιτέρω, η προσωπική συνέντευξη κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία, δηλαδή κατά τη διοικητική προσφυγή, έχει μόνο δυνητικό χαρακτήρα και ήταν εντός της ευχέρειας της Αναθεωρητικής Αρχής να μην καλέσει τον αιτητή σε νέα συνέντευξη, εφόσον δεν είχαν τεθεί ενώπιον της με τη διοικητική προσφυγή, νέα ουσιώδη στοιχεία. Υπάρχει σειρά νομολογίας που επιβεβαιώνει τα πιο πάνω, απόρροια των προνοιών του άρθρου 28Ζ (1), (3) και (4) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/00, ως τροποποιήθηκε με προεξάρχουσες τις αποφάσεις Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ,. 383 και Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας (δέστε επίσης Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Sayed Md Abu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2053/06, ημερ. 17.3.08, Mobarak Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 172/07, ημερ. 4.3.08, Bablu Bablu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 175/06, ημερ. 22.11.06, κ.α.).
Εύλογα, εδώ, δεν παρεχόταν έρεισμα στους καθ΄ ων να θεωρήσουν ως αξιόπιστη την όλη εκδοχή του αιτητή. Από τους καθ΄ ων διερευνήθηκε κάθε δυνατή πτυχή που προώθησε ο ίδιος και δεν θα ήταν δυνατό να γίνει περαιτέρω έρευνα. Όταν ο αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (δέστε και Obaidul Haque v. Δημοκρατίας - ανωτέρω). Σύμφωνα με σταθερή νομολογία, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά τη δική του κρίση για αυτήν της διοίκησης, αλλά περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. (δέστε Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).
Από τα ανωτέρω απορρέει και ότι η αιτιολογία των καθ΄ ων ήταν πλήρης, όπως άλλωστε φανερώνεται από το εκτενές κείμενο της απορριπτικής απόφασης, από την οποία και φανερώνεται ότι οι καθ΄ ων έλαβαν υπόψη κάθε δυνατό στοιχείο που έθεσε ενώπιον τους ο αιτητής, το εξέτασαν, το αξιολόγησαν και κατέληξαν στην επίδικη, εύλογη κρίνεται υπό τις περιστάσεις, κρίση.
Τέθηκε ζήτημα επίσης ότι η εξέταση και στους δύο βαθμούς δεν έγινε μέσα στα ορθά χρονικά πλαίσια που καθορίζει ο Νόμος, χωρίς όμως ο ισχυρισμός αυτός να εξειδικευθεί με οποιοδήποτε τρόπο και επομένως δεν μπορεί να τύχει περαιτέρω εξέτασης.
Η προσφυγή επομένως απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ