ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 2304/2006)

 

13 Οκτωβρίου, 2008

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΜΟΥΗΛ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Α. Μ. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Μ. Σπανού (κα), για Μάρκο Π. Σπανό και Σια, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 13.11.2006, με την οποία διόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιο ΄Οξυνο στη μόνιμη θέση Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού, αναδρομικά από 1.10.1996.

 

Η παρούσα υπόθεση έχει παρελθόν.  Αρχίζει, ουσιαστικά, το 1996 όταν το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως Κύπρου (όπως ονομάζονταν τότε οι καθ΄ ων η αίτηση), διόρισε  το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση του Διευθυντή της Αρχής. Ύστερα από προσφυγή του αιτητή ο διορισμός αυτός ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Την ίδια τύχη είχε ο επαναδιορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους για τρεις συνολικά φορές, ύστερα, πάντα, από σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στις 13.11.2006 το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ ων η αίτηση επανεξέτασε το θέμα πλήρωσης της επίδικης θέσης, με βάση και πάλιν το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή τις 18.3.1996 και έχοντας υπ΄ όψιν τις πιο πάνω ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Ο κανονισμός 7Β (1) των περί της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1977 έως 2006(*) προβλέπει τη διαδικασία επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7Β (3), η κρίση που αποκόμισαν το Διοικητικό Συμβούλιο και η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφαση τους, θεωρείται ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπ΄ όψιν, ανεξαρτήτως του αν στο μεταξύ έχει αλλάξει η σύνθεσή τους.

 

Έτσι το Συμβούλιο αποφάσισε να λάβει υπ΄ όψιν την αξιολόγηση των υποψηφίων στη διενεργηθείσα προφορική εξέταση κατά την πρώτη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, όπως αυτή είχε καταγραφεί στα πρακτικά της 231ης και 232ης  συνεδρίασης του Συμβουλίου της 19ης και 20.9.1996, αντιστοίχως.  Κρίθηκε ότι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν καλύτερη απόδοση συγκριτικά με τους προηγούμενους.  Ακολούθησε η ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου για τους οκτώ υποψήφιους, οι οποίοι δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης.  Στη συνέχεια, αφού διαπιστώθηκε ποιοι υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, αλλά και το πλεονέκτημα, έγινε σύγκρισή τους με όλα τα στοιχεία, πάντα αναγόμενα στο χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης και στη συνέχεια, ύστερα από ανταλλαγή απόψεων, κρίθηκε ομόφωνα ότι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν οι επικρατέστεροι και έτσι αποφασίστηκε ότι η επιλογή για τη θέση θα γινόταν ανάμεσα στους δύο.

 

Το Συμβούλιο, αφού διαπίστωσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε συνολικά καλύτερη αξιολόγηση από τον αιτητή για τα έτη 1984 - 1994,  έκρινε ότι υπερείχε και αποφάσισε κατά πλειοψηφία να προχωρήσει στο διορισμό του.  Η απόφαση αυτή του Συμβουλίου αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προφορική εξέταση που ελήφθη υπ΄ όψιν από τους καθ΄ων η αίτηση είναι άκυρη γιατί σ΄ αυτήν δεν καταγράφηκε η γενική εντύπωση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, ως συλλογικού σώματος, για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.  Όπως υπογραμίστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, η προφορική εξέταση που διεξήχθη το 1996, ελήφθη υπ΄ όψιν για πρώτη φορά στην παρούσα επανεξέταση, λόγω αλλαγής της νομοθεσίας.

 

Συγκεκριμένα το Διοικητικό Συμβούλιο θεώρησε ότι βάσει του κανονισμού 7Β(3) της Κ.Δ.Π. 321/06, εδικαιούτο να λάβει υπ΄ όψιν ως στοιχείο κρίσης και την προφορική εξέταση που έγινε κατά την αρχική διαδικασία το 1996.

 

Πράγματι ο κανονισμός 7Β (3) προβλέπει ότι θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνονται υπ΄ όψιν οι κρίσεις που αποκόμισαν το Διοικητικό Συμβούλιο και η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφασή τους, ανεξάρτητα, αν στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεσή τους.

 

Κρίνω ότι η παράθεση της ακριβούς διατύπωσης που χρησιμοποιήθηκε στο σχετικό πρακτικό, στο οποίο καταγράφεται η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη, θα είναι πολύ χρήσιμη:-

«12.   Η αξιολόγηση του Συμβουλίου αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη ήταν ότι οι υποψήφιοι Δημητριάδης Φρίξος, Μορφίτη-Νικολέτη Ρία, Παπαϊωάννου-Βωνιάτη Κωνσταντία και Σιακάς Ανδρέας δεν είχαν καλή απόδοση στη συνέντευξη.  Οι υποψήφιοι Κουτούμπας Κωνσταντίνος, Δημητρίου Ανδρέας και Χαράκης Κρίστης που συγκριτικά ήταν καλύτεροι από τους προηγούμενους στη συνέντευξη, επίσης δεν ικανοποίησαν.  Ειδικότερα δεν είχαν γνώση της Νομοθεσίας της Αρχής, ως εκ τούτου δεν θεωρούνται ότι ικανοποιούν αντίστοιχη πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας.  Η αξιολόγηση του Συμβουλίου ήταν ότι από τους υπόλοιπους υποψήφιους, με αλφαβητική σειρά, οι Λουκά Ανδρέας, Μοδίτης Ιωάννης, ΄Οξινος Γεώργιος, Παναγίδης Γιώργος και Σαμουήλ Ανδρέας είχαν συγκριτικά προς τους προηγούμενους καλύτερη απόδοση και το Συμβούλιο προχώρησε στη συγκριτική τους αξιολόγηση τόσο αναφορικά με την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση, όσο και συνολικά με βάση όλα τα δεδομένα που τους αφορούν όπως παρουσιάζονται στις αιτήσεις και στα έγγραφα που τις συνοδεύουν.

 

13.              Με βάση τα πιο πάνω το Συμβούλιο αποφάσισε ότι οι υποψήφιοι, με αλφαβητική σειρά, ΄Οξινος Γεώργιος, Παναγίδης Γιώργος και Σαμουήλ Ανδρέας συνιστούν το σύντομο κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων και θα προχωρήσει στην περαιτέρω εξέταση της υποψηφιότητάς τους.  Το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του ότι ο Λουκά Ανδρέας δεν διαθέτει έναντι των άλλων πλεονέκτημα, με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, γιατί δεν διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν.  Επίσης το Συμβούλιο σημείωσε ότι ο Μοδίτης Ιωάννης είχε χαμηλότερη απόδοση στην προφορική εξέταση σε σχέση με τους άλλους.  Για τους λόγους αυτούς στο σύντομο κατάλογο των καταλληλότερων υποψήφιων παραμένουν οι τρεις υπόλοιποι υποψήφιοι Όξινος Γεώργιος, Παναγίδης Γιώργος και Σαμουήλ Ανδρέας.».

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι δεν καταγράφεται πουθενά η γενική εντύπωση για την απόδοση στη συνέντευξη των υποψηφίων και ιδιαίτερα του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους.  Δεν γίνεται αναφορά στον υποψήφιο ξεχωριστά, ούτε οποιαδήποτε βαθμολογία με μονάδες ή άλλη μορφή αξιολόγησης έχει χρησιμοποιηθεί.  Εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξε οποιαδήποτε σύγκριση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, ούτε καταγράφηκε ποιος ή ποιοι από τους πέντε απέδωσαν καλύτερα στη συνέντευξη και πόσο.

 

Η απλή αναφορά πως ελήφθη υπ΄ όψιν η απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη δεν ικανοποιεί (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, 232).  Το πρακτικό θα πρέπει να μεταδίδει την κρίση του αποφασίζοντος οργάνου αναφορικά με τη γενική εντύπωση που άφησαν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης και σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των μερών, αυτή να καταγράφεται (Φειδίας Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922).

 

Στο τηρηθέν πρακτικό το Συμβούλιο περιορίστηκε να αναφέρει ότι ορισμένοι υποψήφιοι, είτε δεν είχαν καλή απόδοση, είτε δεν ικανοποίησαν, ενώ πέντε υποψήφιοι μεταξύ των οποίων το ενδιαφερόμενο μέρος και ο αιτητής, είχαν συγκριτικά προς τους υπόλοιπους καλύτερη απόδοση.  Δεν καταγράφηκε στο πρακτικό ποιος από τους ρηθέντες πέντε υποψήφιους απέδωσε καλύτερα στη συνέντευξη.  Ιδιαίτερα, βέβαια, μας ενδιαφέρει η απόδοση των δύο διαδίκων.  Ουσιαστικά, συμφωνώντας με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, καταλήγω ότι δεν έχουμε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση από το τότε Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, ως συλλογικό σώμα.

 

Εξ άλλου, τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, καθώς και κάθε άλλου γεγονότος που επενεργεί στη λήψη απόφασης, θα πρέπει να καταγράφονται, σύμφωνα με το άρθρο 24(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αφού ο αιτητής δεν μπορεί να εγείρει ως λόγο ακύρωσης τη μη καταγραφή της γενικής εντύπωσης του Συμβουλίου, αφού δεν έχει επηρεαστεί δυσμενώς από την αξιολόγηση της απόδοσης.

 

Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί.  Το συμπέρασμα του τότε Συμβουλίου ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν αξιολογηθεί ως ίσοι στην απόδοση κατά την προφορική εξέταση, είναι αυθαίρετο, αφού κάτι τέτοιο δεν συνάγεται από το σχετικό πρακτικό.  Μπορεί ο αιτητής να είχε καλύτερη απόδοση από το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η εξίσωσή τους δυνατόν να τον επηρέασε δυσμενώς.  Εξ άλλου, έχουμε παραβίαση της αρχής, τόσο της νομολογίας, όσο και του νόμου που επιβάλλει καταγραφή των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης.  Σύμφωνα με τη νομολογία, παραβίαση νόμου αποτελεί πάντα ουσιώδη παρατυπία και πάντα οδηγεί σε ακύρωση τη διοικητική πράξη, ανεξαρτήτως του αν ο αιτητής έχει ζημιωθεί ή όχι (βλέπε Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223, 228).

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ακόμα ότι το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο λόγω του κανονισμού 7Β (3) να λάβει υπ΄όψιν την κρίση του  τότε Συμβουλίου για την προφορική εξέταση.

 

Η κατάληξη του Συμβουλίου είναι υπεργενικευμένη. Αναγράφεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, ο αιτητής και άλλοι τρεις υποψήφιοι, είχαν συγκριτικά προς τους άλλους καλύτερη απόδοση.  Η αναφορά αυτή δεν μεταδίδει την κρίση του οργάνου σε βαθμό που να επιτρέπει τον έλεγχο.  Η υποχρέωση του Συμβουλίου να λάβει υπ΄ όψιν τη συνέντευξη που έγινε προηγουμένως δεν δικαιολογεί την αναφορά σε ένα πρακτικό που ουσιαστικά τίποτε δεν προσθέτει.  Εξ άλλου, η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε κατά την τότε απόφαση του Συμβουλίου, καθόλου δεν δικαιολογεί την κατάληξή του κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν αξιολογηθεί ως ίσοι στην απόδοση.  Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το πρακτικό που τηρήθηκε το 1996.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με €1.200 έξοδα εναντίον των καθ΄ ων  η αίτηση.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ

 



(*)  Βλέπε ειδικά Κ.Δ.Π. 321/2006.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο