ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1557/2008)
17 Οκτωβρίου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΗ ΖΑΧΑΡΙΟΥ,
Αιτητή,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 13.10.08
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής, ο οποίος είναι Ανώτερος Διοικητικός Λειτουργός, επιδιώκει την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η απόφαση της διοίκησης ημερ. 25.9.08 να τον μεταθέσει προσωρινά από τη Λεμεσό στη Λευκωσία.
Τα γεγονότα είναι απλά. Αρχικά ο Διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με επιστολή του 17.10.2007, ενημέρωσε τον Αιτητή ότι προτίθεται να υποβάλει πρόταση για μετάθεσή του από το Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού στο Επαρχιακό Γραφείο Λευκωσίας.
Ο Αιτητής, υπέβαλε ένσταση. Μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε ότι, ενώ ο ίδιος από τα 22 χρόνια υπηρεσίας του, υπηρέτησε τα 14 περίπου χρόνια εκτός του τόπου διαμονής του, άλλοι ομοιόβαθμοι συνάδελφοί του, στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού, από το διορισμό τους δεν έχουν υπηρετήσει εκτός Λεμεσού. Αναφορικά με τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, ο Αιτητής τόνισε κυρίως το χρόνιο πρόβλημα δισκοπάθειας και επισύναψε βεβαίωση κυβερνητικού ορθοπεδικού ιατρού, με την οποία του συστήνετο να μην ταξιδεύει μεγάλες αποστάσεις πάνω σε συστηματική βάση. Η αρμόδια αρχή αποδέχθηκε την ένστασή του και δεν προχώρησε στην υποβολή πρότασης προς την ΕΔΥ.
Όμως, εντελώς απροειδοποίητα, οι καθ'ων η αίτηση με νέα επιστολή τους ημερομηνίας 25.9.08 πληροφόρησαν τον Αιτητή ότι από 15.10.2008, τον μεταθέτουν προσωρινά, με βάση το άρθρο 48(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) από το Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού, στο Υπουργείο Εσωτερικών, Διοίκηση, με έδρα τη Λευκωσία για περίοδο τριών μηνών. Παράλληλα του γνωστοποιούσαν την πρόθεσή τους να ζητήσουν εκ νέου μέσω της ΕΔΥ, με βάση το άρθρο 48(2) του πιο πάνω Νόμου, την κανονική μετάθεσή του.
Αναφορικά με την πρόθεση της αρμοδίας Αρχής, να τον μεταθέσει μόνιμα στη Λευκωσία, ο Αιτητής υπέβαλε στις 3.10.08 ένσταση στην ΕΔΥ η οποία, στις 6.10.2008, την έκαμε δεχτή, αναφέροντας ότι η πρόταση για μετάθεση του Αιτητή είναι αδικαιολόγητη και ότι «ουδείς ισχυρισμός της αρμόδιας αρχής ευσταθεί.»
Για την προσωρινή μετάθεσή του, ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή και ταυτόχρονα την αίτηση για προσωρινή θεραπεία. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του, ισχυρίζεται ότι οι καθ'ων η αίτηση στην επιστολή τους δεν εξειδικεύουν ποιες είναι οι επείγουσες υπηρεσιακές ανάγκες που επέβαλαν τη μετάθεσή του και ότι στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί, προτού οι καθ'ων η αίτηση εκδώσουν τη δυσμενή για τον ίδιο απόφαση. Επικαλέστηκε, επίσης, τους δύο λόγους που περιέλαβε στην αρχική του ένσταση στην αρμόδια αρχή και αργότερα στην ΕΔΥ, αναφορικά με τους ομοιόβαθμους του και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι τυχόν μη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη και μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής του, το αίτημα του θα καταστεί άνευ αντικειμένου.
Όπως είναι πάγια νομολογημένο, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, αναλαμβάνεται μόνο όταν διαπιστωθεί πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή όταν εξαιτίας της επαπειλείται ανεπανόρθωτη βλάβη. Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στη Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233 και υιοθετήθηκε στη συνέχεια από την Πλήρη Ολομέλεια στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd., A.E. 11/07, ημερ. 7.2.07, «έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.».
Έχοντας εξετάσει με προσοχή το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, κρίνω ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν διαπιστώνω να υπάρχει έκδηλη παρανομία η οποία να είναι οφθαλμοφανής, ή αντικειμενικά αναντίλεκτη ή ότι θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Aιτητή ισχυρίστηκε ότι ενώ η προσωρινή μετάθεση έγινε δυνάμει του άρθρου 48(4) του Ν. 1/90 «προκειμένου να ικανοποιηθούν επείγουσες υπηρεσιακές ανάγκες», δεν εξειδικεύονται οι συγκεκριμένες ανάγκες. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός αφορά στην αιτιολογία. Όπως υποδεικνύεται στη Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών, ανωτέρω, δεν καταδεικνύεται έκδηλη παρανομία λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, εφόσον η αιτιολογία θα μπορούσε να προκύψει από το υλικό του υπηρεσιακού ή προσωπικού φακέλου του Αιτητή.
Η κα Ευγενίου ισχυρίστηκε επίσης ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του Αιτητή να ακουστεί προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση. Ανεξάρτητα αν η μετάθεση στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να χαρακτηριστεί ως δυσμενούς φύσης, στην υπόθεση ΡΙΚ ν. Κέττηρος τονίστηκε ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται τηρουμένων των ορίων ως προς το χρόνο που η κάθε περίπτωση επιβάλλει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν έπρεπε ή όχι να δοθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, δεν μπορεί να ενταχθεί στην αναντίλεκτη παρανομία, εφόσον υπεισέρχεται η υποκειμενική κρίση και η στάθμιση διαφόρων παραγόντων από τη διοίκηση, τόσο σε σχέση με τις προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες του Αιτητή, οι οποίες όμως δεν πρέπει να αποτελούν και καθοριστικό στοιχείο, όσο και σε σχέση με την ανάγκη για διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας, που είναι το δεσπόζον κριτήριο. Εν πάση όμως περιπτώσει, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετά προσωπικά στοιχεία που αφορούσαν τον Αιτητή ήταν ενώπιον της διοίκησης, από την προηγούμενη προσπάθεια μετάθεσης του, το 2007.
Ούτε το πρόβλημα υγείας του Αιτητή και η μη μετάθεση ομοιόβαθμων συναδέλφων του, συνιστά έκδηλη παρανομία ή εξαιρετικές περιστάσεις οποίες θα μπορούσαν να επιδράσουν στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι το Δικαστήριο κατά την εξέταση αιτήματος για προσωρινό διάταγμα, δεν αποσκοπεί στο να ελέγξει τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας διοικητικού οργάνου. (Βλ. Frangos v. Republic (1982) 3 CLR 53). Τα δύο πιο πάνω στοιχεία που επικαλέστηκε ο Αιτητής, είναι στοιχεία που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τη λήψη απόφασης από τη διοίκηση. Όμως, στην απουσία έκδηλης παρανομίας, το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο, δεν μπορεί να υπεισέλθει στον τρόπο άσκησης της κρίσης της διοίκησης σχετικά με την προσωρινή μετάθεση του. Αυτό θα τεθεί στο μικροσκόπιο του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της ουσίας της προσφυγής.
Ούτε ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά ευσταθεί. Η μετάθεσή του δεν είναι μόνιμη αλλά μόνο για τρεις μήνες και πιθανολογώντας, δεν αναμένω στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα ότι θα επέλθει τέτοια επιδείνωση της υγείας του που να καλύπτεται από την έννοια της ανεπανόρθωτης ζημιάς. (Βλ. Sophocleous v. Republic (1971) 3 CLR 345).
Ένας άλλος παράγοντας που λήφθηκε υπόψη, είναι ότι χωρίς να διαπιστώνεται έκδηλη παρανομία, τυχόν έκδοση του διατάγματος, θα διαγίγνωσκε, κατά παράβαση του Κανονισμού 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, την ουσία της προσφυγής, με αποτέλεσμα να καταστεί αχρείαστη και μάταιη η τελική κρίση του Δικαστηρίου. Μόνο όπου διαπιστώνεται έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη ζημιά, ακολουθείται διαφορετική πορεία, αφού μια τέτοια διαπίστωση σφραγίζει και τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. (Βλ. Πολύβιος Νικολάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) ΑΑΔ 3959, Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών, ανωτέρω και Hellenic Petroleum Cyprus Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 104/2007, ημερ. 20.12.07).
Επειδή διαισθάνομαι τον κίνδυνο η προσφυγή του Αιτητή με την πάροδο του χρόνου να καταστεί άνευ αντικειμένου, θα ορίσω την προσφυγή για επίδοση, ώστε να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια, αφού ολοκληρωθεί η δικογραφία, να εκδικαστεί η ουσία της το συντομότερο δυνατό.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η προσφυγή ορίζεται για επίδοση στις 24.10.2008.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ