ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γεωργιάδης Tάκης K. ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1996) 3 ΑΑΔ 249
Moδίτης Ιωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695
Σιαμπουρτής Nικόλας ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (Αρ. 1) (1993) 4 ΑΑΔ 626
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2057/2006)
5 Σεπτεμβρίου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΤΕΛΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Κ. Στιβαρού, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή του ο Αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Καθ' ης η αίτηση με την οποία προήγαγε τον Γιαννάκη Λαζαρή, Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ).
Για ευκολότερη κατανόηση των υπηρεσιακών στοιχείων του Αιτητή και του ΕΜ, τα παραθέτω στον πιο κάτω πίνακα:-
Υπηρεσιακά Στοιχεία |
Αιτητής |
Ενδιαφερόμενο Μέρος |
Ημερομηνία Πρόσληψης |
1.4.1971 |
5.8.1973 |
Αρχική Θέση |
Κλητήρας |
Εκπαιδευόμενος Χειριστής Μηχανών |
Θέση μετά την προαγωγή 1.4.1973 |
Καταγραφέας Μετρητών/Εισπράκτορας |
--------------------- |
Ανακατάταξη θέσης
|
Εκπαιδευόμενος Χειριστής Μηχανών ΙΙΙ (1.1.1979) |
Χειριστής Μηχανών ΙΙΙ (1.8.1975) |
Θέση μετά από Προαγωγή |
--------------------- |
Χειριστής Μηχανών ΠΙ/Π (1.1.1979) |
Θέση μετά την αναδιοργάνωση 1984 |
Χειριστής Μηχανών 2ης Τάξης - Κλ. Α2-Α5 |
Χειριστής Μηχανών 2ης Τάξης - Κλ. Α2-Α5 |
Θέση μετά από Προαγωγή |
Χειριστής Μηχανών 1ης Τάξης - Κλ. Α7 (1986) |
Χειριστής Μηχανών 1ης Τάξης - Κλ. Α7 (1987) |
Θέση μετά την αναταξινόμηση κλιμάκων το 1996 |
Νέα Κλ. Α2-Α5-Α7 |
Νέα Κλ. Α2-Α5-Α7 |
Θέση μετά την αξιολόγηση Σπαρσή το 1997 |
Κλ. Α2-Α5-Α7-Α8 |
Κλ. Α2-Α5-Α7-Α8 |
Προσωπική ρύθμιση κλίμακας 1.8.01 |
Κλ. Α9 |
Κλ. Α9 |
Θέση μετά από προαγωγή την 1.12.02 |
Ανώτερος Τεχνικός Βάρδιας Σταθμού, Κλ. Α9 + 1 |
Ανώτερος Τεχνικός Βάρδιας Σταθμού, Κλ.Α9 + 1 |
Στις 22.11.2005 η Καθ' ης η αίτηση κυκλοφόρησε γνωστοποίηση κενών θέσεων που περιλάμβανε και μια θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Σταθμού Βάρδιας Β΄, Κλ. Α10, Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής στο Σταθμό Δεκέλειας. Για την επίδικη θέση αποτάθηκε για προαγωγή ο Αιτητής και το ΕΜ.
Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για προαγωγές γραφειακού και τεχνικού προσωπικού, κατά τη συνεδρία της στις 15.2.2006 επιλήφθηκε των αιτήσεων υπαλλήλων για προαγωγή και επέλεξε ομόφωνα τρεις από τους υποψηφίους για την επίδικη θέση, μεταξύ αυτών τον Αιτητή και το ΕΜ, τους οποίους και εισηγήθηκε στην Καθ' ης η αίτηση.
Η εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, παραπέμφθηκε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για Θέματα Προσωπικού της Καθ' ης η αίτηση, η οποία αποφάσισε να εισηγηθεί στην Καθ' ης η αίτηση την προαγωγή του ΕΜ στην επίδικη θέση.
Η Καθ' ης η αίτηση κατά τη συνεδρία της στις 8.8.2006, αφού μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αποφάσισε κατά πλειοψηφία τεσσάρων έναντι τριών ψήφων, την προαγωγή του ΕΜ στην επίδικη θέση, διατυπώνοντας το πιο κάτω σκεπτικό:-
«Αφού έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όπως επίσης τη σύσταση του Διευθυντή και έχοντας ως γνώμονα την υποχρέωση τους να επιλέξουν τον καταλληλότερο υποψήφιο, τα Μέλη αποφάσισαν κατά πλειοψηφία με τέσσερις ψήφους υπέρ, τρεις ψήφους εναντίον (διαφωνούντων του Αντιπροέδρου κ. Γιάννου Βαλανίδη και των Μελών κ. Χρίστου Ρότσα και κ. Παναγιώτη Χατζηχαραλάμπους και μία ψήφο αποχή (εκείνης του Προέδρου κ. Χαρίλαου Σταυράκη), να προσφέρουν προαγωγή στον Γιαννάκη Λαζαρή, ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, στη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Σταθμού Βάρδιας Β΄, Κλίμακα Α10, στην Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής, στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας, από την 1η Σεπτεμβρίου 2006.»
Ο Αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση ως παράνομη και ζητά την ακύρωση της.
Ο συνήγορος του Αιτητή κατ' αρχάς προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Προϊσταμένου των υποψηφίων, είναι αναιτιολόγητη. Η σύστασή του έχει ως εξής:-
«Μελέτησα τους υπηρεσιακούς φακέλους όλων των υποψηφίων και τα φύλλα αξιολόγησης τους. Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία παρατηρώ ότι όλοι οι υποψήφιοι που ενδιαφέρθηκαν για την κρινόμενη θέση, κατέχουν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας της υπό πλήρωση θέσης.
Συστήνω για προαγωγή στην κρινόμενη θέση τον Γιαννάκη Λαζαρή.»
Όπως εισηγήθηκε στην αγόρευσή του, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον Αιτητή, η συγκεκριμένη σύσταση είναι μια αναιτιολόγητη καταγραφή συγκεκριμένης προτίμησης η οποία συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων. Δεν συγκεκριμενοποιούσε την προτίμηση αντικειμενικά με οποιαδήποτε εξήγηση, αλλά την άφησε να βρίσκεται ατεκμηρίωτη. Ως αποτέλεσμα, είπε, πάσχει τόσο η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για Θέματα Προσωπικού, όσο και η ίδια η απόφαση της Καθ' ης η αίτηση στις οποίες παρεισέφρησε χωρίς έρευνα, η αναιτιολόγητη και πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Η σύσταση του Προϊσταμένου, όπως αποφασίστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στην Μοδίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695, «δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων». Όμως παραμένει η υποχρέωση του Προϊσταμένου να επισημάνει από τα δεδομένα των φακέλων τις ιδιότητες και ικανότητες του κάθε υποψηφίου οι οποίες ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες της θέσης ώστε να αναδεικνύεται εκείνος ο υποψήφιος ο οποίος είναι καλύτερος για τη θέση. Αν τελικά το διορίζον διοικητικό όργανο διαφωνεί, τότε οφείλει να αιτιολογήσει την απόκλισή του.
Στην περίπτωση της Δημόσιας Υπηρεσίας οι συστάσεις επιβάλλεται να είναι αιτιολογημένες [Βλ. άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90)]. Όμως δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση της ΑΗΚ. Σύμφωνα με τον Καν. 23(4) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (ΚΔΠ 291/86), στους οποίους στη συνέχεια θα αναφέρομαι ως «οι Κανονισμοί», η Αρχή είναι υπόχρεη να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή, χωρίς όμως να απαιτείται αυτή να είναι αιτιολογημένη. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Παπασάββα ν. ΑΗΚ, Υπ. Αρ. 635/98, ημερ. 16.6.2000, Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ, Υπ. Αρ. 19/2004, ημερ. 7.9.2004 και Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ, Υπ. Αρ. 20/2004, ημερ. 27.7.2005.
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι γεγονός ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν εξειδικεύει και ούτε επισημαίνει οποιαδήποτε από τις ιδιότητες του ΕΜ που κατά την άποψη του τον αναδεικνύουν ως τον καταλληλότερο υποψήφιο. Όμως, όπως έχω υποδείξει, δεν απαιτείται από τις Κανονιστικές Διατάξεις όπως η σύσταση για τη συγκεκριμένη θέση να είναι αιτιολογημένη. Στο βαθμό που η σύσταση φαίνεται να μην συγκρούεται με οποιαδήποτε στοιχεία των φακέλων, δεν συμφωνώ ότι είναι παράτυπη.
Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής Επιλογής, είναι αναιτιολόγητη και το αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Κατ' αρχάς ο Αιτητής δεν μπορεί να αμφισβητεί την εγκυρότητα της επίδικης σύστασης, όταν με αυτά ο ίδιος κρίνεται ως «εξαίρετος» και συστήνεται ως κατάλληλος για προαγωγή. Πέραν τούτου, ούτε η ουσία του λόγου ακύρωσης ευσταθεί, αφού η σύσταση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, είναι κατά την άποψή μου δεόντως αιτιολογημένη. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των πρακτικών της συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση, η Επιτροπή έχει δεόντως αιτιολογήσει την υπέρ του ΕΜ επιλογή της, η οποία φαίνεται να έγινε μετά από έρευνα των στοιχείων των φακέλων και είναι σε συμφωνία με τα θεσμοθετημένα κριτήρια, όπως αυτά καταγράφονται στους φακέλους.
Τόσο ο Αιτητής όσο και το ΕΜ κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.
Στο κριτήριο αξία, για τα 5 τελευταία χρόνια πριν από την έναρξη της διαδικασίας πλήρωσης της επίδικης θέσης, το ΕΜ βαθμολογήθηκε με 22 Α, ενώ ο Αιτητής με 21 Α.
Στο κριτήριο αρχαιότητα ο Αιτητής και το ΕΜ έχουν ημερομηνία τελευταίας προαγωγής την 1.12.2002, ενώ σε σχέση με την ημερομηνία πρόσληψης μπορεί αφενός ο Αιτητής να διορίστηκε στην 1.4.1971 και το ΕΜ 5.8.1973, αλλά ασκούσε καθήκοντα κλητήρα και αργότερα προάχθηκε στη θέση Καταγραφέα Μετρητών/Εισπράκτορας, ενώ μόλις την 1.1.1979 ανακατάχθηκε στην τεχνική θέση του εκπαιδευόμενου Χειριστή Μηχανών ΙΙΙ, πράγμα το οποίο για το ΕΜ έγινε από την 1.8.1975 ήτοι τέσσερα σχεδόν χρόνια πριν από τον Αιτητή. Αλλά ακόμη και αν λαμβανόταν υπόψη η ημερομηνία πρόσληψης, θα ήταν ένα στοιχείο υπέρ του Αιτητή, εφόσον και εάν ήταν ισοδύναμοι στα υπόλοιπα αξιολογικά κριτήρια, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εδώ. Το ΕΜ έχει επιπλέον υπέρ του και την αιτιολογημένη σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής, μια ελαφρά υπεροχή σε αξία, αλλά θα μπορούσε να λεχθεί και μεγαλύτερη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα, αφού ανακατατάχθηκε στην τεχνική θέση του Εκπαιδευόμενου Χειριστή Μηχανών ΙΙΙ από την 1.8.1975, ενώ ο Αιτητής μόλις την 1.1.1979. Με βάση τα πιο πάνω, δεν έχει αποδειχθεί ότι ο Αιτητής υπερέχει έκδηλα, ώστε να χρήζει η παρέμβαση του Δικαστηρίου.
Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, προσβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω του ότι η διαδικασία λήψης της απόφασης από μέρους της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής Επιλογής ήταν κατά παράβαση των σχετικών Κανονισμών. Συγκεκριμένα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι αφού με απαρτία 8 μελών απαιτούντο 5 θετικές ψήφοι για να επιλεγεί το Ενδιαφερόμενο Μέρος, άρα εφόσον απουσίαζε ένα μέλος επί των 8 παρευρισκομένων μελών, οι 4 θετικοί ψήφοι δεν αποτελούν απόφαση και ότι θα έπρεπε το ΕΜ τουλάχιστον να συγκεντρώσει 5 θετικές ψήφους.
Κατά την άποψή μου ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ανυπόστατος αφού βάσει των σχετικών Κανονισμών, έστω και εάν απουσίαζε ένα μέλος της, αυτή συνεδρίαζε σε απαρτία. Στο εδάφιο (5) του άρθρου 8 του περί Ανάπτυξης Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, το οποίο αναφέρεται στις Συνεδριάσεις της Αρχής, προβλέπονται τα ακόλουθα:-
«8(5) Οι αποφάσεις επί όλων των εις τας συνεδρίας προκυπτόντων ζητημάτων, ή αναφυομένων θεμάτων, λαμβάνονται διά πλειοψηφίας. Εν περιπτώσει ισοψηφίας ο προεδρεύον της συνεδρίας κέκτηται δευτέραν ή νικώσαν ψήφον πλέον της ιδίας αυτού ψήφου.»
Περαιτέρω, στον Καν. 3 των Κανόνων που Ρυθμίζουν τη Διαδικασία των Συνεδριάσεων της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και άλλα Συναφή Θέματα, οι οποίοι θεσπίστηκαν από την ΑΗΚ βάσει των εξουσιών που της παρέχονται από το Άρθρο 9 του Κεφ. 171, προνοείται ότι:-
«Κανόνας 3: Ψηφοφορία
3.1. Η ψηφοφορία στις συνεδριάσεις της Αρχής θα γίνεται με ανάταση των χεριών. Εκτός όπου χρειάζεται ειδική πλειοψηφία οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των Μελών που παρίστανται και ψηφίζουν. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Πρόεδρος θα έχει δεύτερη ή νικώσαν ψήφο.
3.2. Αφού θα έχει προηγηθεί σχετική συζήτηση πάνω σε οποιαδήποτε πρόταση ή προτεινόμενη τροποποίηση ο Πρόεδρος θα καλεί πρώτα να ψηφίσουν εκείνους που τάσσονται υπέρ της πρότασης ή της προτεινόμενης τροποποίησης και μετά εκείνους που τάσσονται εναντίον, και θα σημειώνει τις αποχές. Θα δηλώνει στο τέλος της ψηφοφορίας ότι το ψήφισμα εγκρίθηκε ή απορρίφθηκε, ανάλογα με την περίπτωση.
3.3. Αποφάσεις που χρειάζονται ειδική πλειοψηφία είναι οι ακόλουθες:-
.....................
3.5. Η δήλωση του Προέδρου ως προς το αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας θα είναι τελική και δεσμευτική.»
Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω Κανονισμό, απαιτείται μόνο απλή πλειοψηφία των Μελών που παρίστανται και ψηφίζουν. Παρόντα ήσαν 8 μέλη από τα οποία 4 ψήφισαν υπέρ της προαγωγής του ΕΜ, 3 εναντίον και υπήρξε και 1 αποχή. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν απλή πλειοψηφία και ως εκ τούτου ορθά, λήφθηκε η επίδικη απόφαση.
Ο δικηγόρος του Αιτητή ήγειρε παρόμοιο λόγο ακύρωσης στην υπόθεση Γεωργιάδη ν. ΑΗΚ (1996) 3 ΑΑΔ 249, τον οποίο η Ολομέλεια απέρριψε με το εξής σκεπτικό (σελ. 252-253):-
«Ο πρώτος λόγος επικεντρώνεται στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Κ.3 των Υφιστάμενων Κανονιστικών Διατάξεων (Standing Orders), που διέπουν τη διαδικασία και ρυθμίζουν τη λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο.
Οι Κανόνες εκδόθηκαν βάσει της εξουσιοδότησης, η οποία παρέχεται από το Άρθρο 9 του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171. Ο Κ. 3(1) προβλέπει:-
«Εκτός όπου χρειάζεται ειδική πλειοψηφία οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των Μελών που παρίστανται και ψηφίζουν. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Πρόεδρος θα έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.»
Η εγκυρότητα των Κανονιστικών Διατάξεων δεν αμφισβητείται.
Πώς λήφθηκε η απόφαση του Συμβουλίου; Σ' αυτή μετείχαν (παρίσταντο) οκτώ μέλη του Συμβουλίου, περιλαμβανομένου του Προέδρου. Αφού τέθηκαν υπόψη του Συμβουλίου οι φάκελοι και τα στοιχεία που έτειναν να διαφωτίσουν ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων, η βούληση του Σώματος εκδηλώθηκε με ψηφοφορία μεταξύ των μελών του. Στην ψηφοφορία μετείχαν έξι από τα οκτώ παριστάμενα μέλη. Τα άλλα δύο απείχαν της ψηφοφορίας. Τέσσερις από τους ψηφίσαντες τάχθηκαν υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου και δύο εναντίον. Ποία υπήρξε η τοποθέτηση του Προέδρου δεν καταγράφεται στα πρακτικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση για την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου απηχούσε τη βούληση της πλειοψηφίας, όπως προσδιορίζεται στον Κ.3(1).
Επιχειρηματολογώντας υπέρ της έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντα έκαμε εκτεταμένη αναφορά στις αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν τη λήψη αποφάσεων συλλογικών οργάνων, με ιδιαίτερη μνεία σ' εκείνες που αφορούν την πλειοψηφία. Υπέβαλε ότι η διοικητική απόφαση για το διορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου δεν αντανακλά τη βούληση της πλειοψηφίας, αλλά εκείνη του ημίσεως των μελών του Συμβουλίου που μετείχαν στη συνεδρία.
Ως προς την ερμηνεία του όρου «παρίστανται και ψηφίζουν», που απαντάται στον Κ.3, ο κ. Αγγελίδης μας παρέπεμψε στην απόφαση Σιαμπουρτή ν. Α.Η.Κ. (Υπόθ. Αρ. 556/91 - 19/3/1993).
Είναι κοινά παραδεκτό ότι ο τρόπος λήψης αποφάσεων συλλογικού οργάνου, μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο της Αρχής διέπεται από τον Κ. 3(1), ο οποίος συναρτά την πλειοψηφία, όχι μόνο με τα μέλη του Συμβουλίου τα οποία παρίστανται στη συνεδρία, αλλά και με εκείνα τα οποία μετέχουν στην ψηφοφορία. Η ερμηνεία αυτή (του Κ.3(1)) αμφισβητείται από τον εφεσείοντα. Αντίθετα, υποστηρίζεται από τους εφεσίβλητους.
Ο όρος «παρίστανται» στον Κ.3(1) συνδέει τη βούληση συλλογικού οργάνου, με τα μέλη του Συμβουλίου τα οποία μετέχουν στη συνεδρία κατά την οποία λαμβάνεται η απόφαση και όχι με τον συνολικό αριθμό των μελών του Συμβουλίου.
Ο όρος «ψηφοφορία» υποδηλώνει συμμετοχή στην εκλογή. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τις πρόνοιες του Κ.3(2), οι οποίες προβλέπουν την καταγραφή των μελών τα οποία απέχουν της ψηφοφορίας.
Η πλειοψηφία των παρισταμένων και μετεχόντων στην ψηφοφορία μελών του Συμβουλίου επέλεξε, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.»
Τέλος, ο δικηγόρος του Αιτητή, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προβαλλόμενη απόφαση της Καθ' ης η αίτηση είναι αναιτιολόγητη, ισχυρισμός που και πάλι κατά την άποψή μου δεν ευσταθεί, αφού όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των πρακτικών της συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, λήφθηκαν υπόψη τόσο τα στοιχεία των φακέλων στα οποία περιέχονται οι ετήσιες εκθέσεις των υποψηφίων, τα προσόντα και η αρχαιότητα τους, όσο και η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθώς και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Κατά την άποψη μου, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει εκείνο το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο μιας νόμιμης αιτιολογίας και ως εκ τούτου είναι καθ' όλα νόμιμη.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και επικυρώνεται. Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1200 έξοδα υπέρ της Καθ' ης η αίτηση.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ