ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 1956/2006)
15 Σεπτεμβρίου, 2008
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 3/8/06 με την οποία διορίστηκε ο Αντώνης Αντωνίου (ενδ. μέρος) στη μόνιμη θέση Μηχανολόγου Μηχανικού (θέση πρώτου διορισμού), Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων από 1.09.06.
Ο αιτητής ήταν ανάμεσα στους 97 υποψηφίους που κρίθηκε ότι κατέχουν τα προσόντα της θέσης και κλήθηκαν σε συνέντευξη/εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η απόδοση του αιτητή και του ενδ. μέρους στη συνέντευξη αποτιμήθηκε ως εξής:
«ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ν. ΑΝΔΡΕΑΣ (Πολύ Καλός) (Αιτητής)
Στις περισσότερες τεχνικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν έδωσε πολύ καλές απαντήσεις αλλά μερικές από αυτές υστερούσαν σε επιστημονική τεκμηρίωση. Φάνηκε όμως ότι με την πολυετή απασχόλησή του σε διάφορα Διυλιστήρια νερού του Τμήματος έχει αποκτήσει σημαντικές εμπειρίες και γνώσεις πάνω στον μηχανολογικό εξοπλισμό των εν λόγω έργων. Σαν προσωπικότητα κρίνεται ομιλητικός, ευχάριστος και συνεργάσιμος.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΝΤΩΝΗΣ (Εξαίρετος) (Ενδ. μέρος)
Εδωσε ολοκληρωμένες και επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις σε όλες τις τεχνικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και φάνηκε να έχει εξαίρετο ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Επίσης έχει αποκτήσει σημαντικές γνώσεις και εμπειρίες από τη διεξαγωγή διαφόρων επιστημονικών ερευνών στο εξωτερικό σε θέματα της επιστήμης του. Εχει κάνει εξαιρετική εντύπωση για την επιστημονική του κατάρτιση. Σαν προσωπικότητα κρίνεται πολύ θετικός, ώριμος και σοβαρός.»
Η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε στην Επιτροπή αρχική έκθεση και, μετά από αίτημα της ΕΔΥ για επιπρόσθετες διευκρινήσεις και διορθώσεις αναφορικά με το πλεονέκτημα, μια αναθεωρημένη έκθεση στην οποία η γενική αξιολόγηση των υποψηφίων στηρίχθηκε στη συνολική σταθμική βαθμολογία όπως υπολογίστηκε με βάση τη ποσοστιαία βαρύτητα που έχει υπολογιστεί να δοθεί στη προφορική εξέταση (92%)+ μονάδες για πλεονέκτημα (5%)+ μονάδες για πρόσθετα προσόντα (κατοχή και του δεύτερου διαζευκτικού προσόντος για το πλεονέκτημα 2%, πείρα άνω των 5 χρόνων, σχετική με τη θέση 1%). Η γενική τους αξιολόγηση είναι η ακόλουθη:
«ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ν. ΑΝΔΡΕΑΣ (Αιτητής)
· Κατέχει πτυχίο MSc in Mechanical Engineering του Technical University of Budapest (Very Good).
· Πλεονέκτημα:
(α) Μεταπτυχιακό: Δεν κατέχει επιπρόσθετο μεταπτυχιακό τίτλο.
(β) Πείρα: Με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στη βεβαίωση του Προϊστάμενου του για την απασχόληση του στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων σαν Τεχνικός Μηχανολογίας για 18 χρόνια, η Σ.Ε. έκρινε ότι τα καθήκοντα του είναι απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης (3 μονάδες).
· Η γενική εντύπωση που έκαμε κατά την προφορική εξέταση/συνέντευξη ήταν «Πολύ Καλός) (βαθμός 75.6/100).
· Συνολική σταθμική βαθμολογία: 74.82/100
· Υπηρεσιακές Εκθέσεις: 2000 8 Εξαίρετος
2001 8 Εξαίρετος
2002 8 Εξαίρετος
2003 8 Εξαίρετος.
Τελική αξιολόγηση: Σε μια συνολική αξιολόγηση όλων των πιο πάνω η Σ.Ε. έκρινε τον υποψήφιο «Πολύ Καλό».
ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΝΤΩΝΗΣ (ενδ. μέρος)
· Κατέχει πτυχίο BSc in Mechanical Engineering (Class II, Div. I) του Brighton Polytechnic.
· Πλεονέκτημα:
(α) Μεταπτυχιακό: Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο PhD in Heat Transfer του Brighton Polytechnic (2 μονάδες).
(β) Πείρα: Με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στις βεβαιώσεις των εργοδοτών διαπιστώνεται ότι ο υποψήφιος κατέχει πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πέραν των 10 χρόνων (3 μονάδες).
· Η γενική εντύπωση που έκαμε κατά την προφορική εξέταση/συνέντευξη ήταν «Εξαίρετος» (βαθμός 87.1/100).
· Συνολική σταθμική βαθμολογία: 88.03/100.
Τελική Αξιολόγηση: Σε μια συνολική αξιολόγηση όλων των πιο πάνω η Σ.Ε. έκρινε τον υποψήφιο «Εξαίρετο».»
Με βάση τη βαθμολογία που συγκέντρωσε ο αιτητής κατετάγη 31ος και δεν περιλήφθηκε στον προκαταρκτικό κατάλογο των τεσσάρων υποψηφίων που σύστηνε η Συμβουλευτική επιτροπή. Ακολούθησε συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 3.8.06 στην οποία παρευρισκόταν και ο Διευθυντής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων και έγιναν συνεντεύξεις των τεσσάρων υποψηφίων. Το ενδ. μέρος χαρακτηρίστηκε ως πάρα πολύ καλός και επελέγη ως ο καταλληλότερος υποψήφιος.
Ο αιτητής εισηγείται ότι η κατάταξη του στον κατάλογο της Συμβουλευτικής και ο συνακόλουθος αποκλεισμός του από τον κατάλογο της ΕΔΥ είναι παράνομος, διότι πάσχει η αριθμοποίηση των κριτηρίων. Εξηγεί ότι δεδομένης της τεχνοκρατικής φύσης των καθηκόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, εσφαλμένα δόθηκε ποσοστό 5% για το πλεονέκτημα και μόλις 1% για την πείρα άνω των 5 ετών, έναντι της υπερβολικής βαρύτητας στις συνεντεύξεις (92%) και ότι έτσι υποβαθμίστηκε δυσανάλογα η 20ετής του αντικειμενική πείρα ως δημοσίου υπαλλήλου. Η μη θεσμικά προβλεπόμενη αριθμοποίηση των κριτηρίων είναι επιτρεπτή, αλλά η αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται σ΄ αυτά ελέγχεται, όπως σε κάθε περίπτωση. (Ελισσαίου ν. Α.Η.Κ. (2004) 3 ΑΑΔ 412). Η εγκυρότητα των κριτηρίων εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης, δυνάμει του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, καθώς και τα απαιτούμενα προσόντα. Στην προκείμενη περίπτωση η συμπερίληψη του πλεονεκτήματος στην αριθμοποίηση των κριτηρίων και η απόδοση 5 μονάδων αιτιολογήθηκε από την Συμβουλευτική ως εξής:
«2. Το ποσοστό των 5 εκατοστιαίων μονάδων για το Πλεονέκτημα κρίθηκε πολύ ικανοποιητικό λαμβανομένου υπόψη ότι 5 εκατοστιαίες μονάδες είναι και η διαφορά μεταξύ των διαδοχικών διαβαθμίσεων στην κλίμακα κατάταξης, ήτοι «εξαίρετος», «πάρα πολύ καλός», «πολύ καλός» κλπ. Συνήθως δε η ολική διακύμανση στην τελική αξιολόγηση μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο, όταν πρόκειται για μικρό αριθμό κενών θέσεων, δεν υπερβαίνει τη μια ή το πολύ δύο διαδοχικές διαβαθμίσεις.»
Διαπιστώνω επιπλέον ότι η εν προκειμένω αριθμητική αποτίμηση του πλεονεκτήματος δεν επέδρασε σε οποιοδήποτε στάδιο, είτε δυσμενώς προς τον αιτητή που συγκέντρωσε 75,55 είτε ευμενώς προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπα που πήρε 88,41 αφού και οι δυο πιστώθηκαν με το πλεονέκτημα. Δεν επέδρασε ουσιαστικά στον αποκλεισμό του από τον κατάλογο των συστηθέντων.
Ο αιτητής επίσης διατείνεται ότι δεν ερμηνεύθηκε καθόλου η παρ. 5 του Σχεδίου Υπηρεσίας και δεν έγινε ορθή υπαγωγή των προσόντων των υποψηφίων στο πλεονέκτημα. Η παρ. 5 του Σχ. Υπηρεσίας προνοεί τα ακόλουθα:
«Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης ή/και διετής τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Στο παράρτημα 5 καταγράφεται η ερμηνεία που εδόθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στο πλεονέκτημα όπως εν γένει προνοείται πιο πάνω. Την παραθέτω αυτούσια:
«Με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης «Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης ή/και διετής τουλάχιστο πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα.
Η Σ.Ε., αφού έλαβε υπόψη ότι μεταξύ των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης είναι και η εποπτεία, καθοδήγηση και η διεύθυνση προσωπικού για τα οποία απαιτείται διοικητική και οργανωτική ικανότητα, αποφάσισε ότι μεταπτυχιακό δίπλωμα στον τομέα της Διεύθυνσης και Διοίκησης είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτό για σκοπούς του πλεονεκτήματος.»
Από τη μελέτη της έκθεσης της Συμβουλευτικής (σελ. 21 επ. της παραγράφου Δ) και ιδιαίτερα του Παραρτήματος Ι, έχω καταλήξει ότι η ερμηνεία που δόθηκε στο πλεονέκτημα ήταν εντός του πλαισίου του Σχεδίου Υπηρεσίας και ότι υπήρξε η δέουσα έρευνα.
Διαφωνώ επίσης με την εισήγηση ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα αναφορικά με την πείρα ή ότι παραγνωρίστηκε η πολυετής πείρα του αιτητή. Στο παράρτημα 5 της ένστασης αναφέρεται σχετικά:
«Οσον αφορά το πλεονέκτημα για τη διετή τουλάχιστο πείρα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, επειδή πολλοί από τους υποψηφίους δεν είχαν υποβάλει με την αίτηση τους πιστοποιημένες βεβαιώσεις από τους εργοδότες για την εργασιακή τους πείρα, η Σ.Ε. αποφάσισε όπως ζητήσει από τους υποψηφίους που πληρούν το Σχέδιο Υπηρεσίας και είχαν προσέλθει στην προφορική συνέντευξη, να υποβάλουν τέτοιες βεβαιώσεις στις οποίες να αναφέρονται ο ακριβής χρόνος εργοδότησης καθώς και λεπτομέρειες της πείρας τους ούτως ώστε να μπορεί να εξακριβωθεί κατά πόσο αυτή είναι σχετική με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Απλή αναφορά στον τίτλο της θέσης που οι υποψήφιοι κατείχαν κατά την εργοδότησή τους δεν μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητικό στοιχείο για τον πιο πάνω σκοπό.
Κατά τη συνεδρία της στις 11.4.05 η Σ.Ε. προέβηκε σε ενδελεχή μελέτη όλων των στοιχείων που είχαν υποβληθεί από τους υποψηφίους και αφορούσαν τυχόν μεταπτυχιακό τίτλο ή/και εργασιακή πείρα. Οι τελικές αποφάσεις της Σ.Ε. αναφορικά με τη βαθμολογία των υποψηφίων για τυχόν κατοχή του πλεονεκτήματος δίδονται στην παράγραφο Δ που ακολουθεί πιο κάτω.»
Στο παράρτημα Ι της έκθεσης της Συμβουλευτικής καταγράφεται επίσης λεπτομερώς η πείρα του κάθε υποψηφίου. Αναφορικά με τον αιτητή σημειώνεται εκεί «1985-σήμερα Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων - Τεχνικός Μηχανολόγος», πείρα η οποία αναλύεται στους υπηρεσιακούς φακέλους, τους οποίους η Επιτροπή είχε ενώπιον της και είχε εξετάσει. Η πείρα του ενδ. μέρους εύλογα κρίθηκε ως σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και αποτιμήθηκε στα 10 χρόνια στη βάση των πιο κάτω δεδομένων:
«1990-1995 Cranfield Univers - Research Officer/Project Eng.
9/1995-12/1995 Calsonic Technology Center U.K. - Sen. Develop. Engineer
1996-1998 Delphi Automotive systems, - Test Engineer
1999-2000 Private Tuition in Physics & Maths
9/2001- Σήμερα - Λέκτορας Μηχανλ. Α.Τ.Ι.»
Ο αιτητής παραπονείται περαιτέρω ότι με την απόδοση 2% για την κατοχή και του δεύτερου διαζευκτικού προσόντος ως πλεονεκτήματος ουσιαστικά επαναπροσμετρήθηκε ως πλεονέκτημα και ότι στην «πείρα άνω των 5 χρόνων, σχετική με τη θέση» αποδόθηκε ελάχιστη σημασία. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Στο παράρτημα 6 της ένστασης καταγράφεται το σκεπτικό της Επιτροπής σύμφωνα με το οποίο η κατοχή του πλεονεκτήματος και με τους δυο διαζευκτικούς τρόπους θα πίστωνε τον κάτοχο της με επιπρόσθετο προσόν:
«Στη συνέχεια, η Επιτροπή ασχολήθηκε με το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας και παρατήρησε ότι έχει αποδοθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ίση βαρύτητα σε κάθε διαζευκτικό προσόν του πλεονεκτήματος (2% στη διετή πείρα). Η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία, κατοχή οποιασδήποτε διάζευξης του πλεονεκτήματος συνιστά πλεονέκτημα, χωρίς να εξυπακούεται ότι κατοχή και των δύο διαζευκτικών προσόντων επαυξάνει τη σημασία του πλεονεκτήματος. Περαιτέρω, όταν υποψήφιος διαθέτει πέραν του ενός διαζευκτικά προσόντα, ως πλεονέκτημα μετρά μόνο το ένα προσόν, ο,τιδήποτε δε άλλο λαμβάνεται υπόψη σε μικρότερο βαθμό, ως πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.»
Αναφορικά με την απόδοση μιας μόλις μονάδας στην πείρα άνω των 5 χρόνων ως επιπρόσθετου προσόντος, η Επιτροπή αιτιολόγησε και πάλι την απόφαση της αυτή θεωρώντας ότι τέτοια πείρα δίνει την δυνατότητα στους υποψηφίους σε κάποιους τομείς να εκτελούν καλύτερα τα καθήκοντα της θέσης. Η εκτίμηση της διάρκειας και του είδους της πείρας που θα θεωρούσε ως επιπρόσθετο προσόν είναι ζήτημα που ανήκει στην διακριτική εξουσία της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ. Η αξιολόγηση και η στάθμιση της σημασίας των πρόσθετων προσόντων επίσης απόκειται στην Επιτροπή και το δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν έχουν αποφευχθεί τα δυο άκρα: να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική, ώστε να φτάνει αφενός στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και αφετέρου να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.
Στη συνέχεια ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόδοση στις συνεντεύξεις κατέστη υπερκριτήριο αφού δόθηκε απρόσφορη βαρύτητα σε ποσοστό 92%, ενώ η αντίστοιχη απόδοση μόλις 5% στο πλεονέκτημα είναι παράνομη και δεν αντικατοπτρίζει τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Επίσης υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να διεξαχθεί γραπτή εξέταση.
Το άρθρο 33(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου Ν.1/90 θεμελιώνει τη διακριτική ευχέρεια της Συμβουλευτικής Επιτροπής να διεξάγει εξέταση, είτε γραπτή είτε προφορικά. Ως προς την βαρύτητα στην προφορική εξέταση που με ποσοστό 92% στην επίδικη υπόθεση ήταν πράγματι καταλυτική, η νομολογία αναγνωρίζει στο διοικητικό όργανο ευρεία διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά την αντίστοιχη βαρύτητα που δίνεται στα επιμέρους στοιχεία κρίσης. Βλέπε: (Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) ΑΑΔ 374, Γιώργος Θεοδώρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. 697/2004 κ.α., ημερ. 2/10/06).
Είναι επίσης γνωστή η θέση της νομολογίας ότι σε θέσεις πρώτου διορισμού και θέσεων υψηλών στην ιεραρχία η απόδοση στις συνεντεύξεις αποκτά αυξημένη βαρύτητα, γιατί η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης προϋποθέτει υποψηφίους που διαθέτουν προσωπικότητα καθώς και διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες. (Βλέπε: Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιαλλουρίδης κ.ά. (1990) 3(ΣΤ) ΑΑΔ 4316). Στον πυρήνα της επίδικης θέσης είναι μεν τα ουσιαστικά καθήκοντα του Μηχανολόγου Μηχανικού αλλά κυρίως οργανωτικής, εποπτικής και διοικητικής φύσης στην άσκηση των οποίων, όπως ρητά εξειδικεύει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης η «διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα και πρωτοβουλία» είναι απαραίτητα προσόντα.
Εξάλλου η Συμβουλευτική αιτιολόγησε την ποσόστωση ως εξής:
«1. Η αυξημένη βαρύτητα (92%) για την προφορική εξέταση βασίζεται στο γεγονός ότι με αυτήν αξιολογούνται η κρίση, η προσωπικότητα, η οξύνοια και σε μεγάλο βαθμό η αξία και οι γνώσεις των υποψηφίων, τα οποία θεωρούνται βασικά για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων του Μηχανολόγου Μηχανικού.
............................................................................
5. Τέλος σημειώνεται ότι στον καθορισμό των πιο πάνω ποσοστών βαρύτητας η Σ.Ε. έλαβε υπόψη της και το γεγονός ότι οι υποψήφιοι που κατέχουν το πλεονέκτημα ή/και κάποιο από τα πρόσθετα προσόντα θα πρέπει να είναι σε θέση να πετύχουν καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση και ως εκ τούτου η βαθμολογία τους στα προφορικά αντανακλά σε κάποιο βαθμό και την κατοχή των εν λόγω προσόντων.»
Λαμβάνοντας τέλος υπόψη ότι η διαφορά στην απόδοση των διαδίκων στις συνεντεύξεις που υπερέβη τους 10 βαθμούς (75.6/100 για τον αιτητή έναντι 87.4/100 για το ενδ. μέρος) είναι σημαντική και ότι ο αιτητής υστερούσε σε προσόντα έναντι του ενδ. μέρους που κατείχε μεταπτυχιακό τίτλο Phd, δεν θεωρώ ότι η βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική εξέταση έχει οδηγήσει σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου.
Ο επόμενος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει ο αιτητής άπτεται του αναιτιολόγητου των συνεντεύξεων ενώπιον της Συμβουλευτικής και της έλλειψης πρακτικού. Η μη καταγραφή επαρκώς ή και καθόλου των λεπτομερειών της προφορικής εξέτασης είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλέπε: Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) ΑΑΔ 374). Η αξιολόγηση που καταγράφηκε στο πρακτικό (βλ. σελ. 2 πιο πάνω) αποδίδει τη διαβάθμιση της απόδοσης των διαδίκων στις συνεντεύξεις και συνιστά ικανοποιητική αιτιολογία.
Ενόψει των πιο πάνω οι λόγοι ακύρωσης είναι αβάσιμοι και η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.