ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 4 ΑΑΔ 742

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 19/2007)

 

5 Σεπτεμβρίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΘΕΡΟΥΛΑ ΛΟΥΚΑ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Μ. Καλλιγέρου, για την Αιτήτρια.

Α. Ευαγγέλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Βοηθού Διευθυντού από 1.12.06 κοινοποιηθείσα διά «Εγκυκλίου του Διοικητή» των καθ΄ ων στις 24.11.06, επέφερε την αντίδραση της αιτήτριας, η οποία επικαλούμενη την έκδηλη υπεροχή της, επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

        Η αιτήτρια, κάτοχος του τίτλου B.Sc. Computers και Masters  in  Business  Administration,  υπηρετεί στους καθ΄ ων από τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού από το έτος 2003.  Προηγουμένως  είχε  υπηρετήσει   στις   θέσεις   Λειτουργού    Α΄ Τάξης από 4.5.95-15.3.03 και Λειτουργού Β΄ Τάξης από 4.5.92, όταν και έλαβε τον αρχικό διορισμό της.  Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος προσελήφθηκε την 1.2.77 στη μόνιμη θέση του Λειτουργού Β΄ Τάξης (είχε προϋπηρεσία δύο μηνών ως έκτακτη λειτουργός), προήχθηκε δε διαδοχικά την 1.3.83 σε Λειτουργό Α΄ Τάξης και από 1.2.96 σε Ανώτερο Λειτουργό.  Είναι πτυχιούχος με τίτλο B.Sc. Economics.

 

        Η διαδικασία πλήρωσης θέσεων στους καθ΄ ων διέρχεται από την εξέταση των υποψηφίων από υπεπιτροπή στην οποία εκχωρήθηκε η εξουσία αυτή μετά από εισήγηση του Διοικητή από την Επιτροπή Προσωπικού, συσταθείσα με βάση το       άρθρο 22(1) του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου αρ. 138(Ι)/02, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»).  Η υπεπιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 1.11.06, αποφασίζοντας ότι η θέση του Βοηθού Διευθυντή δέον να πληρωθεί διά προαγωγής, έκρινε με βάση την παρ. 11 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών, (εφεξής «οι Οδηγίες»), που προνοεί ότι οι προαγωγές γίνονται με γνώμονα την αξία, την πείρα και τα προσόντα, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε από τους υπόλοιπους υποψήφιους, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας και τη συνέστησε για προαγωγή προς τον Διοικητή, ο οποίος ασκώντας τις σχετικές εξουσίες του, αφού μελέτησε τα στοιχεία και την έκθεση για κάθε υποψήφιο, αποφάσισε την προαγωγή αυτού.

 

        Προσβάλλεται η απόφαση για σειρά λόγων.  Λογικά, παρόλο που δεν ταξινομείται έτσι στην αγόρευση της αιτήτριας, προέχει η εξέταση της αρμοδιότητας της υπεπιτροπής.  Κατά την εισήγηση, καμιά διάταξη του Νόμου δεν επιτρέπει την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Προσωπικού σε υπεπιτροπή που έχει ως μέλος και πρόσωπο άλλο από μέλη της ίδιας της Επιτροπής.  Συγκεκριμένα, στην υπεπιτροπή συμμετείχε και η Αυγή Μυλωνά, Διευθύντρια στο Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού Οργάνωσης και Μεθόδων, εκτός από τους Χ.Τ. Αχνιώτη, Πρόεδρο και Φ. Ζαχαριάδη και Ε. Χατζηζαχαρία, μέλη.  Ως φαίνεται από το Παράρτημα Α στην ένσταση, που είναι τα πρακτικά της Συνεδρίας της Επιτροπής Προσωπικού, ημερ. 20.10.06, αποτελούμενη από το Διοικητή ως Πρόεδρο και τους Φ. Ζαχαριάδη, Ε. Χατζηζαχαρία και  Χ.Τ. Αχνιώτη, ως μέλη, αυτή εκχώρησε τις αρμοδιότητες της στην υπεπιτροπή που περιλαμβάνει και μέλος που δεν ανήκει στην κανονική σύνθεση της Επιτροπής, ως καθορίζεται από το                άρθρο 22(1)(α) του Νόμου, δηλαδή από το Διοικητή, τον Υποδιοικητή και τέσσερα άλλα μέλη διοριζόμενα από το Διοικητικό Συμβούλιο για περίοδο τριών ετών.  Η σχετική πρόνοια έχει ως εξής:

 

«22(3)  Η Επιτροπή Προσωπικού δύναται με εισήγηση του Διοικητή να εκχωρεί οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητες της που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου, όπως αυτή ήθελε ορίσει, σε υπεπιτροπή αποτελούμενη από τουλάχιστο τρία άτομα.»

 

          Η εισήγηση περί λανθασμένης συγκρότησης δεν κρίνεται ορθή.  Το λεκτικό δεν αφήνει περιθώρια ερμηνείας κατά τον εισηγούμενο από την αιτήτρια τρόπο.  Η έννοια της «υπεπιτροπής», δεν παραπέμπει κατ΄ ανάγκην σε εξαρτώμενη από την Επιτροπή σύνθεση αποτελούμενη, δηλαδή, εξ ολοκλήρου από άτομα που συνθέτουν την ίδια την Επιτροπή.  Δεν δημιουργείται νέα Επιτροπή επειδή συμμετέχουν στην υπεπιτροπή άτομα εξωγενή της ίδιας.  Το λεκτικό παρέχει ελευθερία στη σύνθεση της υπεπιτροπής και από άλλα άτομα, διαφορετικά θα καθοριζόταν ρητά στο πιο πάνω εδάφιο ότι τα τρία τουλάχιστον άτομα θα προέρχονταν από την ίδια την Επιτροπή.  Η Επιτροπή έχει βέβαια τις αρμοδιότητες που καθορίζει το              άρθρο 20(1)(δ του Νόμου και συμβουλεύει το Διοικητή σε θέματα διορισμού, κτλ., αλλά δεν εκφεύγει της δυνατότητας της να εκχωρήσει αρμοδιότητες, που η ίδια θα ήθελε, σε υπεπιτροπή που, λόγω εξειδίκευσης ή καθηκόντων, δύναται να περιλάβει και μη μέλη της Επιτροπής.  Άλλωστε, η Επιτροπή Προσωπικού δεν είναι πολυμελές σώμα που θα ήταν δύσκολο να συνεδριάζει και να αποφασίζει, αλλά αποτελείται μόνο από έξι συνολικά μέλη.  Θα αναμενόταν, λοιπόν, αν ο Νόμος ήθελε η υπεπιτροπή να απαρτιζόταν μόνο από «μέλη» της ίδιας της Επιτροπής, να χρησιμοποιούσε ακριβώς αυτά τα μέλη και όχι τη λέξη «άτομα», που παραπέμπει σε ευρύτερη έννοια. 

 

          Ως επόμενο θέμα, κρίνεται ότι η αξιολόγηση της αιτήτριας από τον ιεραρχικά προϊστάμενο της επιτροπής αξιολόγησης Σπ. Σταύρου, (πέραν του Διοικητή), ήταν εντός των δυνατότητών του με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς.  Βεβαίως, πρέπει εξαρχής να τονισθεί ότι το σημείο αυτό που εγείρεται υπό στοιχείο Γ4 στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, δεν εγείρεται στους νομικούς λόγους που υποστηρίζουν την αίτηση με άμεσο και σαφή τρόπο, όπως ρητά αναφέρεται στον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου  του 1962 και δεν μπορεί ως εκ τούτου νομίμως να εγείρεται και να εξετάζεται.  (δέστε Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27). Ορθώς εγείρει το ζήτημα ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου μέρους στη δική του γραπτή αγόρευση και η επί τούτου απάντηση της κας Καλλιγέρου στην παρ. Β4 σελ. 5 της απαντητικής αγόρευσης, δεν διαφοροποιεί το θέμα.  Ο Καν. 7 είναι επιτακτικός και προσδιοριστικός του τι απαιτείται να καταγράφεται ως νομικός λόγος ακύρωσης.  Η παρ. 2 της αίτησης είναι γενική και αόριστη και ουδόλως παραπέμπει στον υπό συζήτηση λόγο.

 

          Εν πάση περιπτώσει, όπως ήδη λέχθηκε, η πτυχή αυτή δεν προωθεί τη θέση της αιτήτριας.  Είναι φανερό ότι η τριμελής επιτροπή αποτελείτο από το Διοικητή, τον Σταύρου ως Ανώτερο Διεθυντή και την Φρανκ, ως την άμεση Διευθύντρια, σύμφωνα με τον Καν. 12(1) των Οδηγιών.  Η υπηρεσιακή έκθεση συζητήθηκε μεταξύ των μελών και αυτό είναι εμφανές από την παρουσιασθείσα κατά τις διευκρινίσεις επιστολή ημερ. 22.7.05 ως έγγραφο «Α».  Υπερίσχυσε η απόφαση του ιεραρχικά ανώτερου με ρητή αποδοχή του Διοικητή (Καν. 12(4)), χωρίς να ληφθεί εξωγενές στοιχείο υπόψη, με δεδομένο ότι με τον Καν. 12(9) το σύστημα αξιολόγησης, περιλαμβανομένης και της σύνταξης των υπηρεσιακών εκθέσεων, ρυθμίζεται με τις από καιρού εις καιρό εγκύκλιες οδηγίες του Διοικητή.  Η αξιολόγηση των υπαλλήλων είναι συγκριτική, όπως ρητά αναφέρεται στην παρ. 4.3 των Αρχών Αξιολόγησης (μέρος του Παραρτήματος Γ στην ένσταση), αλλά και στα ίδια τα σημειώματα του Διοικητή ημερ. 14.1.05, 2.10.03, 26.4.96 και 21.1.91.  Επομένως, συγκρίσεις μεταξύ υπαλλήλων της ίδιας ομάδας σε σχέση με την απόδοση και τις δυνατότητες τους είναι εφικτές και έτσι ο Σπ. Σταύρου, στη δική του αξιολόγηση δεν έλαβε υπόψη του μη επιτρεπόμενα στοιχεία.  Δεν στοιχειοθετείται πλάνη περί τα πράγματα, ως εισηγήθηκε η συνήγορος της αιτήτριας στη        σελ. 17 της αγόρευσης της, διότι η θέση του Σταύρου δεν καταγράφηκε για σκοπούς «μελλοντικής σύγκρισης των υποψηφίων».  Τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος όσο και η αιτήτρια, καθώς και οι άλλοι συνυποψήφιοι για τη θέση του Βοηθού Διευθυντή, ανήκαν στην ίδια ομάδα, δηλαδή την ομάδα των ανώτερων λειτουργών.

 

          Όσον αφορά την καθ΄ αυτή αξιολόγηση, η υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε πείρα, (κατά 15 χρόνια), εύλογα συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα στοιχεία της αξίας και των προσόντων προς επιλογή του έναντι της αιτήτριας.  Τα κριτήρια προς προαγωγή καθορίζονται από τον Καν. 11(1) να είναι η αξία, η πείρα και τα προσόντα των υπαλλήλων.  Είναι εμφανές ότι παρά την κατάταξη τους (που ας σημειωθεί γίνεται με αλφαβητική σειρά), δεν προσδίδεται ιδιαίτερη ή βαρύνουσα σημασία σ΄ ένα μόνο εξ αυτών προς υποβάθμιση των ετέρων κριτηρίων.  Όπως υποδεικνύει η σχετική νομολογία, είναι η συνολική εικόνα που μεταδίδει ο υποψήφιος που λογίζεται στην κρίση της αρμόδιας αρχής. (δέστε Βασιλειάδης ν. Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403 και Πούρος ν. Χ"Στεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 στη σελ. 389).  Αν η πείρα ενός υποψηφίου είναι τόσο μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας από την πείρα άλλων υποψηφίων, η χρονική αυτή διαφορά μπορεί να προσμετρήσει υπέρ του αρχαιότερου, χωρίς συγκριτικά, βεβαίως, να εξουδετερώνονται τα υπόλοιπα κριτήρια.  Αυτό ακριβώς έπραξαν εδώ οι καθ΄ ων, εφόσον καθίσταται φανερό από το σχετικό πρακτικό ημερ. 1.11.06 (Παράρτημα Ε στην ένσταση), ότι αξιολογήθηκε τόσο η αξία στην παρ. 2.3, όσο και η πείρα στην παρ. 2.4, καθώς επίσης και τα προσόντα στην παρ. 2.5.  Πρόσθετα, σύγκρινε τους υποψήφιους κατά αξία στην παρ. 2.6Α, θεωρώντας ότι και η αιτήτρια υπερείχε σε αξία από τους υπόλοιπους υποψηφίους.  Στα πλαίσια αυτά, ορθά κατέγραψε ότι για την αιτήτρια σημειώθηκε διαφωνία ως προς την αξιολόγηση της για τα έτη 2004 και 2005, μεταξύ της άμεσα προϊστάμενης της και του Ανώτερου Διευθυντή Διοικητικών Υπηρεσιών.  Ορθά επίσης ανέφερε ότι η άποψη εν τέλει του ιεραρχικά ανώτερου υπερίσχυσε με βάση τον Καν. 12(4).

 

          Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι δεν συρρικνώθηκε ανεπίτρεπτα το κριτήριο της αξίας με την σταδιακή σμίκρυνση των ετών αξιολόγησης και δη από τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού και μόνο.  Εκείνο το οποίο έγινε είναι ότι η αξιολόγηση έλαβε υπόψη της όλη την υπηρεσία όλων των υποψηφίων ως προς την αξία αυτών, καταγράφοντας τις επιδόσεις τους τα έτη 1999-2005, αλλά έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην αξία κατά τα έτη υπηρεσίας στην αμέσως προηγούμενη θέση του Ανώτερου Λειτουργού.  Η κρίση αυτή είναι επιτρεπτή εφόσον αφορά ευθέως την αμέσως προηγούμενη θέση η οποία ήταν και το εφαλτήριο για την επίδικη προαγωγή.  Οι πρόσφατες αξιολογήσεις, ιδιαιτέρως όταν αφορούν την αμέσως προηγούμενη θέση, ενέχουν τη δική τους σημασία.  (δέστε Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74 και Πούρος ν. Χ"Στεφάνου - πιο πάνω).  Οι καθ΄ ων έλαβαν υπόψη τις επιμέρους αξιολογήσεις τις οποίες και κατέγραψαν στον Πίνακα 2.3 των σχετικών πρακτικών.  Επομένως, συνεκτιμήθηκε χωρίς απόκλιση από τις νομολογημένες αρχές, τόσο η συνολική εικόνα, όσο και με αναφορά στις πλέον χρονικά συνδεδεμένες με την επίμαχη θέση περιόδους.  Πρόσθετα, η απόδοση στο κριτήριο της πείρας, της ανάλογης βαρύτητας ενόψει της 15ετούς υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους στο ζήτημα, δεν αφίσταται των ορθών παραμέτρων, εφόσον έχει νομολογηθεί ότι η πείρα αποτελεί παράγοντα που επαυξάνει την αξία (Piperi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306 στη σελ. 1310, Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 380, σελ. 392 και Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, σελ. 422).  Η πείρα θεωρείται ότι επαυξάνει τις γνώσεις και την εν γένει απόδοση των υποψηφίων στο τομέα τους εφόσον είναι βεβαίως  σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.  (Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, σελ. 343).  Και εδώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποκτήσει τη σχετική πείρα τόσο σε σύνολο υπηρεσίας, όσο και στην προηγούμενη θέση σε συμφωνία και με τα σχετικά πρακτικά, ως προς τον τρόπο αξιολόγησης της πείρας ημερ. 18.5.06 με αριθμό 231/06 (μέρος του Παραρτήματος Δ).  Η πείρα, όπως υπέδειξε και η Μιχαήλ ν. Κεντρικής Τράπεζας (2003) 3 Α.Α.Δ. 326, παραπέμπει σε ευρύ φάσμα υπηρεσιών σε κατάλληλους τομείς εργασιών της Τράπεζας. 

 

          Η έκδηλη υπεροχή που προβάλλει η αιτήτρια έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους δεν είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων.  Όπως έχει λεχθεί στη Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου - πιο πάνω - στη σελ. 337:

 

          «Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων  που συναγωνίζονται για προαγωγή.  Με άλλες λέξεις, πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά.»

 

          Πρόδηλα, επομένως, ο παράγων της κατά πολύ μεγαλύτερης πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους συνεκτιμήθηκε ορθά στην ολότητα των δεδομένων για να εξευρεθεί ο καταλληλότερος, που είναι και το ζητούμενο, για τη θέση του Βοηθού Διευθυντή.  Η αιτήτρια παραβλέπει αυτή την πείρα δίδοντας μοναδική έμφαση στην εξαίρετη ομολογουμένως απόδοση της στα χρόνια 2000-2005, όπως καταγράφεται στις υπηρεσιακές της εκθέσεις.  Είναι όμως η συνισταμένη των τριών κριτηρίων που καθορίζει εν τέλει την ορθή επιλογή.

 

          Σε σχέση με το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας στο Master of Business Administration που δόθηκε από το New Haven University μέσω προγράμματος του  Cyprus College το 1998 και πάλι παρατηρείται ότι  ο λόγος της μη αναγνώρισης δεν αναφέρθηκε ρητά στους λόγούς της αίτησης κατά παρέκκλιση του Καν. 7 των Κανονισμών του 1962.  Αλλά, ακόμη και αν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, η αναζήτηση από την αιτήτρια προσκόμισης αναγνώρισης του τίτλου της από το ΚΥΣΑΤΣ, δεν ισοδυναμούσε με κατάχρηση και δεν  επιφέρει ακυρότητα, ούτε έχει εισάξει εξωγενές κριτήριο.  Η παρ. 1.4 του Παραρτήματος των Οδηγιών αναφέρει ότι «κατάλληλα επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα σχετικά με την κάθε θέση, θα θεωρούνται ως πλεονέκτημα».  Αυτό όμως πρέπει να συνδυαστεί και με την παρ. 3.3 που αφορά εξειδικευμένα τη θέση του Βοηθού Διευθυντή.  Τα απαιτούμενα για τη θέση αυτή προσόντα είναι «πανεπιστημιακό πτυχίο ή τίτλος σε κατάλληλο θέμα».  Έπεται ότι δεν αρκεί η ύπαρξη επιπρόσθετου ή ανώτερου προσόντος ανεξαρτήτως επιπέδου, όπως εισηγείται η κα Καλλιγέρου στη      σελ. 10 της αγόρευσης της, αλλά αυτό πρέπει να είναι όντως πρόσθετο του βασικού πανεπιστημιακού πτυχίου ή τίτλου ή ανώτερο αυτού.  Η ευθύνη ότι τέτοιο πρόσθετο ή ανώτερο προσόν πράγματι κατέχεται βαρύνει την υποψήφια και είναι εντός των δικαιωμάτων των καθ΄ ων να ζητούν με κάθε εύλογο και νόμιμο τρόπο τέτοια πιστοποίηση. 

 

          Αναμφιβόλως δεν γίνεται αναφορά σε πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ, στην οδηγία 1.4, αλλά κρίνεται ότι εμπεριέχεται ως λογική αναγκαιότητα το πρόσθετο προσόν να δύναται να πιστοποιηθεί αντικειμενικά ως τέτοιο και αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να βαρύνει τους ίδιους τους καθ΄ ων.  Στη Δημοκρατία ν. Χ"Γεωργίου, Α.Ε. 120/05, ημερ. 14.2.08, ακριβώς λέχθηκε ότι το ΚΥΣΑΤΣ παρουσιάζεται να είναι το αρμόδιο όργανο που επιλύει τέτοια ζητήματα. Εναπόκειτο λοιπόν στην ίδια την αιτήτρια να παρουσιάσει τέτοια αναγνωρισιμότητα του πρόσθετου προσόντος της, στην εύλογη υπόδειξη των καθ΄ ων για τέτοια πιστοποίηση.  Η παράλειψη εκεί του εφεσίβλητου να το πράξει δεν δημιουργούσε αντίστοιχη υποχρέωση στους εφεσείοντες να αποταθούν οι ίδιοι στο ΚΥΣΑΤΣ.

 

          Εδώ, οι καθ΄ ων δεν ενήργησαν κατά παράβαση των νομολογηθέντων στην Άντρη Αδάμου Νικολάου ν. Κεντρικής Τράπεζας (2002) 3 Α.Α.Δ. 733, ότι η Επιτροπή των καθ΄ ων δεν μπορούσε να εξειδικεύσει συγκεκριμένο προσόν ως πλεονέκτημα.  Δεν καθορίστηκε ή εξειδικεύτηκε από τους καθ΄ ων στην προκείμενη περίπτωση συγκεκριμένο προσόν ως πλεονέκτημα, αλλά λογικά ζητήθηκε η πιστοποίηση ότι το κατεχόμενο πρόσθετο προσόν (όποιο και αν ήταν και από οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, κολλέγιο ή σχολή και αν προερχόταν), ήταν πράγματι ένα τέτοιο προσόν.  Η αιτήτρια δεν το έπραξε παρά την αντίθετη αρχική θέση της, όπως καθίσταται φανερό από την επιστολή της ημερ. 11.3.03 (Παράρτημα Ι στην αγόρευση των καθ΄ ων) και δεν μπορούσαν οι καθ΄ ων να το πράξουν οι ίδιοι.  Σημειώνεται ότι η αναζήτηση πιστοποίησης του πρόσθετου αυτού προσόντος έγινε πολύ πριν την προκήρυξη της επίμαχης θέσης και άρα η μη αποδοχή του προσόντος της δεν έγινε επί τη ευκαιρία ή επί σκοπώ της πλήρωσης της υπό κρίση θέσης.

 

          Ο πρόσθετος ισχυρισμός ότι λίγους μήνες πριν είχαν γίνει και πάλι προαγωγές στη θέση του Βοηθού Διευθυντή με έμφαση στην αξία αντί την πείρα, δεν προωθεί τη θέση της αιτήτριας ούτε μπορεί να αντληθεί από αυτό οποιοδήποτε βάσιμο επιχείρημα.  Οι δύο διαδικασίες είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες και το ζητούμενο εδώ είναι η εξέταση της ορθότητας της πλήρωσης της επίδικης θέσης και όχι οποιωνδήποτε προηγουμένως.  Άλλωστε, οι προηγούμενες προαγωγές απετέλεσαν το αντικείμενο σε προσφυγή που ήγειρε και πάλι η ίδια η αιτήτρια, ήτοι την προσφυγή υπ΄ αρ. 1244/06, όπως ανέφερε η κα Καλλιγέρου στην παρ. Β.5 της απαντητικής αγόρευσης της, ακυρωτική δε απόφαση σ΄ αυτήν εκδόθηκε στις 31.7.08 με το σκεπτικό ότι οι καθ΄ ων δεν είχαν χρησιμοποιήσει ενιαίο μέτρο κρίσης.  Στην υπό κρίση περίπτωση δεν διαπιστώνεται τέτοιο πρόβλημα, ούτε έχει προκύψει οποιαδήποτε αντιφατική αιτιολογία.

 

          Ενόψει όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι οι καθ΄ ων ενήργησαν εντός της ορθής  και επιτρεπόμενης διακριτικής τους ευχέρειας έχοντας δώσει πλήρη αιτιολογία ως προς την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους ως  της καταλληλότερης για προαγωγή υποψήφιας.  Το διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν υποκαθιστά την κρίση του για αυτή της διοίκησης, αν αυτή λήφθηκε εντός των ορθών παραμέτρων (δέστε, μεταξύ άλλων, Μιλτιάδους ν. ΕΔΥ (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 1318 και Impalex Agencies Ltd v. Republic (1970) 3 C.L.R. 361).

 

          Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.  Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται.  Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

                                                Στ. Ναθαναήλ,

                                                           Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο