ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 107/2006)
22 Σεπτεμβρίου, 2008
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ
28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΪΖΟΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
΄Αντης Μ. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Λαμπρινή Λάμπρου Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, στην παρούσα προσφυγή, είχε, με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), ημερομηνίας 1/11/2000, επιλεγεί ως ο καταλληλότερος για προαγωγή στη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών. Η προαγωγή του ανακλήθηκε από την Ε.Δ.Υ., μετά από συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα, επειδή, κατά τη συνεδρία της, παρευρέθη και έκαμε συστάσεις ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας, (ο «Γενικός Διευθυντής»), ο οποίος δεν ήταν ο αρμόδιος. Στο μεταξύ, είχε δημοσιευθεί ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2000, (Ν. 156(Ι)/2000) και τα ΄Αρθρα 34(9) και 35(4) του βασικού Νόμου, (Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε, (ο «Νόμος»)), τροποποιήθηκαν με την προσθήκη σ' αυτά ότι «... όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου:».
Η Ε.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση του θέματος, προήγαγε τον αιτητή. Στη συνεδρία της κλήθηκε και παρέστη ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος σύστησε για προαγωγή τον αιτητή. Η νέα αυτή σύσταση, η οποία αποτέλεσε στοιχείο κρίσης, αμφισβητήθηκε από το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα, με την Προσφυγή Αρ. 583/01, όπως αμφισβητήθηκε και η νομιμότητα των προφορικών εξετάσεων, τα αποτελέσματα των οποίων, επειδή δεν είχε διαφοροποιηθεί η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. από την ημερομηνία της προηγούμενης διαδικασίας, λήφθηκαν υπόψη.
Η απόφαση για την προαγωγή του αιτητή ακυρώθηκε κατ' έφεση - (βλ. Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 293). Σ' αυτήν, συζητήθηκαν θέματα αναδρομικής ισχύος του Ν. 156(Ι)/2000, ως εκ της φύσεώς του, και, κατά συνέπεια, κατά πόσο η Ε.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση του θέματος πλήρωσης της θέσης, ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τη νομοθεσία που ίσχυε κατά το χρόνο της επανεξέτασης και όχι τη νομοθεσία που ίσχυε όταν λήφθηκε η ανακληθείσα απόφαση. Μετά από αναφορά σε διϊστάμενες πρωτόδικες αποφάσεις αναφορικά με το ΄Αρθρο 58[1] του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), κρίθηκε ότι:-
«Το άρθρο 58 κωδικοποιεί αυτούσια ήδη καθιερωμένη νομολογιακή αρχή και δεν εισάγει όρους με έννοια διαφορετική. Αναφέρεται σε Νόμο αναδρομικής ισχύος και, όπως έχουμε σημειώσει, οι διαδικαστικής φύσης νομοθετικές ρυθμίσεις, ως θέμα ορθής απόδοσης της βούλησης του νομοθέτη, φέρουν μέσα τους την αναδρομική δύναμη. Εκτός αν, βεβαίως, ο ίδιος ο νομοθέτης θελήσει άλλως και η έλλειψη τέτοιας ειδικής αναφοράς επιβεβαιώνει παρά ανατρέπει το τεκμήριο πως θέσπισε τη νομοθετική διάταξη για να έχει αναδρομική ισχύ.»
Με την πιο πάνω κατάληξη, η λήψη, κατά την επανεξέταση, νέας σύστασης από το Γενικό Διευθυντή κρίθηκε ορθή. Εσφαλμένα, όμως, κρίθηκε, λήφθηκαν υπόψη οι προφορικές εξετάσεις, που διεξάχθηκαν κατά την πρώτη διαδικασία και στις οποίες συμμετείχε ο Γενικός Διευθυντής, τότε αναρμόδιος. Η παρουσία σ' αυτές αναρμόδιου τότε προσώπου τις μόλυνε και δεν ήταν νόμιμο για την Ε.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση, να τις συνυπολογίσει ως στοιχείο κρίσης.
Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, η Ε.Δ.Υ., στις 13/10/2005, εξέτασε τον τρόπο επανεξέτασης της πλήρωσης της θέσης. Αφού έλαβε υπόψη τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), και το ΄Αρθρο 34(8) και (9) του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμο του 2005, (Ν. 105(Ι)/2005), αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους που προσήλθαν ενώπιόν της κατά την αρχική εξέταση της πλήρωσης της θέσης. Στις 6/12/2005, σε συνεδρία της, δέχθηκε σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους, μεταξύ των οποίων ήταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα. Ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος κλήθηκε και παρέστη, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση - Παναγή Λοΐζος «Πάρα πολύ καλός», Πετρώνδα Ευπραξία «Πολύ καλή» - σύστησε για προαγωγή τον αιτητή και αποχώρησε. Η Ε.Δ.Υ., στη συνέχεια, υπό το φως και των κρίσεων του Γενικού Διευθυντή, αξιολόγησε και η ίδια τους υποψήφιους. Για τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος ανέφερε τα εξής:-
«1. ΠΑΝΑΓΗ Λοΐζος: Πολύ καλός. ΄Εχει εμπειρίες σχετικές με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Προσεγγίζει τα θέματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Διατυπώνει τις σκέψεις του με σαφήνεια, τις ολοκληρώνει, ενίοτε, όμως, η επιχειρηματολογία του παρουσιάζει κενά. Σε κάποιες απαντήσεις υπήρξε αντίφαση μεταξύ των λεχθέντων. ΄Εχει υπερβολική αυτοπεποίθηση.
2. ΠΕΤΡΩΝΔΑ Ευπραξία: Εξαίρετη. Διαθέτει πλούσιες εμπειρίες σε θέματα σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Προσεγγίζει τα θέματα πολυδιάστατα και με κριτική διάθεση, εκθέτει τις απόψεις της με πειστικότητα και τις αιτιολογεί με ισχυρά επιχειρήματα. ΄Εχει ευέλικτη σκέψη και αυτοπεποίθηση.»
Στη συνέχεια, και για τους λόγους με τους οποίους θα ασχοληθώ σε μεταγενέστερο στάδιο, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος.
Για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής προβάλλει διάφορους λόγους, τους οποίους αναπτύσσει στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του σε πέντε ενότητες. Θα τους εξετάσω με τη σειρά που αναπτύσσονται.
Ενότητες 1 και 2:
Προβάλλεται ότι η διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης από την Ε.Δ.Υ. είναι άκυρη για δύο, ουσιαστικά, λόγους: Πρώτο, γιατί αυτή μολύνθηκε από την παρουσία του νέου Γενικού Διευθυντή, ο οποίος εσφαλμένα και παράνομα κλήθηκε και παρέστη σ' αυτή, και, δεύτερο, ότι πεπλανημένα η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε τη διενέργειά της, κατά την επανεξέταση. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή Σ. Μάτση, ισχυρίζεται ο αιτητής, κατά την πρώτη επανεξέταση, κρίθηκε από το Δικαστήριο καθ' όλα νόμιμη και έγκυρη - (βλ. Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας). Συνεπώς, το νόμιμο της σύστασης αποτελούσε για την Ε.Δ.Υ. δεδικασμένο και δεν μπορούσε να παραβλεφθεί.
Σ' ό,τι αφορά το ΄Αρθρο 34(8) του Νόμου, (όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 105(Ι)/2005), είναι η θέση του αιτητή ότι αυτό δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσης προϊσταμένου τμήματος, όπως η παρούσα, για τις οποίες δεν προβλέπεται σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής. Η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης, υπέβαλε, δεν ήταν υποχρεωτική για την Ε.Δ.Υ, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής τα αποφασισθέντα στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037.
Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ο αιτητής ότι το ΄Αρθρο 34(9) του Ν. 1/90, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν έχει αναδρομική ισχύ, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής. Η παρούσα περίπτωση αφορά σε διορισμό του 2000.
Προτού ασχοληθώ με τους πιο πάνω ισχυρισμούς του αιτητή, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω το κείμενο του Τροποποιητικού Νόμου 105(Ι)/2005:-
«2. Το άρθρο 34 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως:
(α) Με την αντικατάσταση του εδαφίου (8) αυτού από το ακόλουθο νέο εδάφιο:
'(8) Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους οι οποίοι συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και οποιοδήποτε άλλο υποψήφιο που, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, έπρεπε να ήταν στον κατάλογο αυτών που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή:
Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες πλήρωσης θέσεων που κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου (Αρ. 3) του 2005 βρίσκονται σε εξέλιξη, καθώς και για τις διαδικασίες επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.'· και
(β) με τη διαγραφή από το εδάφιο (9) αυτού των λέξεων 'αν έγινε,' (έβδομη γραμμή).»
Το ΄Αρθρο 34(9) του Νόμου, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 105(Ι)/2005, προέβλεπε:-
«(9) Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊστάμενου του οικείου Τμήματος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε[2], προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου:
Νοείται ότι, όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου:
Νοείται περαιτέρω ότι η Επιτροπή μπορεί να μην επιλέξει κανένα από τους υποψηφίους, αν κατά την κρίση της κανένας από αυτούς δεν είναι κατάλληλος για διορισμό ή προαγωγή.»
΄Εχω εξετάσει τους πιο πάνω ισχυρισμούς του αιτητή και όσα προς υποστήριξή τους αναπτύχθηκαν. Δε βρίσκω αυτοί να ευσταθούν. Τα αποφασισθέντα στην Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας, σε σχέση με την αναδρομική δύναμη των διαδικαστικής φύσεως νομοθετικών ρυθμίσεων, είναι εδώ σχετικά και εφαρμόζονται αναλόγως. Βέβαια, στην παρούσα περίπτωση, ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ο νομοθέτης, με το Ν. 105(Ι)/2005, ρητά προέβλεψε για την αναδρομική εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων. Οι όποιες αμφιβολίες εκφράστηκαν από το συνήγορο του αιτητή σε σχέση με την αναδρομικότητα του ΄Αρθρου 34(9) του Νόμου, δεν είναι βάσιμες. Η διαγραφή των λέξεων «αν έγινε» φανερώνει την ανάγκη διεξαγωγής προφορικής εξέτασης. Νόμιμα, λοιπόν, ενήργησε η Ε.Δ.Υ., όταν αποφάσισε και διενήργησε κατά την επανεξέταση προφορικές εξετάσεις - (βλ. Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη, (πιο πάνω)). Τα όσα αφορούν την κλήση και παρουσία σ' αυτές του Γενικού Διευθυντή, τα οποία, ουσιαστικά, απολήγουν στη σύσταση, και εάν ακόμη ήταν ορθά, κάτι που δε θεωρώ αναγκαίο να αποφασίσω, δεν οδηγούν πουθενά, αφού η Ε.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση, δεν ακολούθησε τη σύστασή του, η οποία και πάλι ήταν υπέρ του αιτητή. Ακύρωση της προαγωγής για το λόγο αυτό θα οδηγούσε σε επανεξέταση, στο πλαίσιο της οποίας θα αποκλειόταν η σύσταση, με την οποία η Ε.Δ.Υ., για τους λόγους που παρατίθενται στο πρακτικό της, διαφώνησε. Συνεπώς, ακύρωση της προαγωγής για τον πιο πάνω λόγο θα ήταν αλυσιτελής. Καταλήγω ότι ο αιτητής δε νομιμοποιείται να προβάλλει για ακύρωση λόγο σε σχέση με τη σύσταση - (βλ. Δημοκρατία ν. Θεοφίλου (Αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63).
Ενότητες 3, 4 και 5:
Στις πιο πάνω ενότητες, αναπτύσσονται λόγοι που αφορούν στα επί μέρους κριτήρια που σταθμίζονται από την Ε.Δ.Υ., προτού αυτή καταλήξει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου. Είναι η θέση του αιτητή ότι, στην παρούσα περίπτωση, δικαιολογείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, στη βάση των παράνομων, πεπλανημένων και αναιτιολόγητων εκτιμήσεών της και όχι στη βάση απόδειξης έκδηλης υπεροχής του, καίτοι τα όσα προβλήθηκαν από αυτόν, ουσιαστικά, απολήγουν στην έκδηλη υπεροχή του.
Προβάλλεται από τον αιτητή ότι η διαφορά στην απόδοση κατά την προφορική εξέταση του ιδίου και του ενδιαφερομένου μέρους, όπως και η αρχαιότητα του τελευταίου, αντιμετωπίστηκαν πεπλανημένα. Δεδομένης, υποστηρίζει, της οριακής διαφοράς της αξιολόγησής τους στις προφορικές εξετάσεις, δεν εδικαιολογείτο να δοθεί σ' αυτές η βαρύτητα που δόθηκε. Ούτε το γεγονός ότι η θέση βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία καθιστά τις εντυπώσεις από τις προφορικές εξετάσεις αυτοτελές κριτήριο επιλογής, ανεξάρτητο από την αξία ή τα προσόντα, στα οποία ο ίδιος υπερέχει. Επίσης, στην αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα, παρά το ότι η νομολογία σταθερά θεωρεί το νομοθετημένο αυτό κριτήριο μη αποφασιστικής σημασίας, ιδιαίτερα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία. Η βαθμολογημένη αξία του, προσθέτει, λαμβανομένης υπόψη ολόκληρης της σταδιοδρομίας του, τον καθιστά καταλληλότερο από το ενδιαφερόμενο μέρος. Από άποψης προσόντων, και πάλιν υπερτερεί, αφού, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, αυτός διαθέτει το πλεονέκτημα. Διαθέτει, επίσης, πρόσθετα μη απαιτούμενα αλλά σχετικά προσόντα, όπως η ίδια η Ε.Δ.Υ. αναγνώρισε. Η υπέρ του αιτητή σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία δικαιολογείται από τις διαχρονικά καλύτερες εκθέσεις του, καταδεικνύουν την πεπλανημένη αντίληψη, υπό την οποία ενήργησε η Ε.Δ.Υ. Το πλεονέκτημα, το οποίο διέθετε και για το οποίο υπάρχει δεδικασμένο, του έδιδε προβάδισμα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους και δεν παρείχε δυνατότητα στην Ε.Δ.Υ. να δώσει στην αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους υπέρμετρη βαρύτητα.
Προτού ασχοληθώ με τα επί μέρους που ο αιτητής συζήτησε, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της Ε.Δ.Υ., στο οποίο αποτυπώνονται οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους:-
«Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν όλοι δημόσιοι υπάλληλοι κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους, όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του Παναγή Λοΐζου και έκρινε ότι η ΠΕΤΡΩΝΔΑ Ευπραξία υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτή προαγωγή στη μόνιμη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, αναδρομικά από 1.12.00.
Επιλέγοντας την Πετρώνδα Ευπραξία, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης, και σε αρκετά υψηλότερο από τους μη επιλεγέντες επίπεδο, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Από πλευράς αρχαιότητας, η επιλεγείσα υπερτερεί ουσιαστικά έναντι όλων των υποψηφίων, από τους Χατζηγεωργίου και Σιάτη κατά 11 περίπου χρόνια και από τον Παναγή κατά 15 περίπου χρόνια, στοιχείο το οποίο, λόγω της ουσιαστικής διαφοράς, δεν μπορεί να παραβλέψει η Επιτροπή. Σ' ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, η επιλεγείσα υπερτερεί έναντι του Χατζηγεωργίου και δεν υστερεί έναντι των άλλων δύο υποψηφίων, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη. Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη ότι οι Παναγή και Σιάτης κατέχουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, ωστόσο έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν μπορεί να υπερακοντίσει την υπεροχή της επιλεγείσας κατά την προφορική εξέταση και την καταφανή υπεροχή της σε αρχαιότητα, για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.
Σημειώνεται σχετικά ότι η νομολογία θεωρεί ότι η απόδοση στις συνεντεύξεις έχει μεγαλύτερη σημασία σε θέσεις, όπως εδώ, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Ιδίως μάλιστα όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. (Χριστάκης Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1601/00 ημερ. 3.4.02, Κοφτερού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2553, ημερ. 1.3.01). Επίσης σύμφωνα με τη νομολογία 'Η εντύπωση από την προφορική εξέταση είναι παράγοντας σχετικός προς την αξία των υποψηφίων και η βαρύτητα που θα της αποδοθεί εξαρτάται από τη συνεκτίμηση και των υπόλοιπων νομοθετημένων κριτηρίων. Ωστόσο, σε θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και μάλιστα ψηλά στην ιεραρχία όπου η προσωπικότητα των υποψηφίων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, δίδεται μεγάλη βαρύτητα στη βαθμολογία των συνεντεύξεων σε συνάρτηση με το κριτήριο της αξίας (Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1841, ημερ. 16.9.98 και Γ. Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2701, ημερ. 27.2.01).
Τέλος, καταλήγοντας στην απόφασή της, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Παναγή Λοΐζος, που δεν επιλέγηκε, κατέχει MBA, το οποίο δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε και αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι όμως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή το συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αποδίδοντας σ' αυτό την ανάλογη βαρύτητα.»
Προκύπτει, από τα ενώπιόν μου τεθέντα, ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος τα τελευταία τέσσερα προ του ουσιώδους χρόνου έτη και το 1991 στη βαθμολογημένη αξία ισοβαθμούσαν. Τα έτη 1990, 1992 - 1994 ο αιτητής υπερείχε σε «Εξαίρετα». Συγκεκριμένα το 1994 με ένα «Εξαίρετα» περισσότερο έναντι του «Πολύ Ικανοποιητικά» του ενδιαφερομένου μέρους, ενώ τα έτη 1990, 1992 και 1993 με 10 «Εξαίρετα» περισσότερα. Το πιο πάνω γεγονός - ότι, δηλαδή, για κάποια έτη, ο αιτητής είχε περισσότερα «Εξαίρετα» από το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο βαθμολογείτο αντί «Εξαίρετα» «Πολύ Ικανοποιητικά» - δεν αλλοιώνει την εικόνα της αξίας του ενδιαφερομένου μέρους. Θα ήταν ανεπίτρεπτο για την Ε.Δ.Υ. να αφήσει οι οριακές διαφορές των επί μέρους αξιολογήσεων στις Εμπιστευτικές Εκθέσεις προηγούμενων χρόνων, καίτοι ολόκληρη η σταδιοδρομία των υποψηφίων λαμβάνεται υπόψη, να επιδράσουν, σε βαθμό που να εξουδετερώσουν τη βαθμολογημένη αξία των πρόσφατων Εκθέσεων, στις οποίες, όπως είναι νομολογημένο, δίδεται περισσότερη έμφαση. Η αξία, άλλωστε, κρίνεται με βάση τη γενική αξιολόγηση και όχι τα επί μέρους στοιχεία - (βλ. Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217). Οι διαφορές θα αποκτούσαν ενδεχομένως σημασία, εάν αφορούσαν την περίοδο προ του ουσιώδους χρόνου.
Ως προς την κατοχή από τον αιτητή του πλεονεκτήματος και ότι αυτό του δίδει προβάδισμα, παρατηρώ τα εξής: Το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε μόνο:-
«3. Α π α ι τ ο ύ μ ε ν α π ρ ο σ ό ν τ α :
(α) Εγγεγραμμένος Φαρμακοποιός εν Κύπρω κατέχων πανεπιστημιακόν δίπλωμα ή τίτλον και έχων μακράν πείραν εις την φαρμακευτικήν με πενταετή τουλάχιστον τοιαύτην εις την Δημοσίαν Υπηρεσίαν.
Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.
(β) Επαρκής γνώσις της κειμένης νομοθεσίας και των διεθνών συμβάσεων των αφορωσών εις την εμπορίαν και τον έλεγχον των φαρμάκων και εις τον έλεγχον της ασκήσεως της φαρμακευτικής.
(γ) Πολύ καλή γνώσις της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσης.
..................................................................................................
(δ) Μεταπτυχιακόν προσόν ή μεταπτυχιακαί σπουδαί εις την φαρμακευτικήν ή κλάδον αυτής θα θεωρηθεί πλεονέκτημα.»
Η Ολομέλεια, στη Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1989) 3 Α.Δ.Δ. (Ε) 1822, στη σελ. 1830, αντίκρισε το ζήτημα του πρόσθετου προβλεπόμενου προσόντος ως εξής:-
«... απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου, όταν υποψήφιος που έχει το πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα Σχέδια Υπηρεσίας δεν επιλέγεται για διορισμό. Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα επαρκώς. Η αιτιολόγηση δε αυτή δέον να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από οποιοδήποτε ή το Διοικητικό Δικαστήριο.»
Προκύπτει από το πρακτικό ότι η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της το πλεονέκτημα, έκρινε, όμως ότι αυτό δεν μπορεί να υπερακοντίσει την υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση ούτε τη μεγάλη υπεροχή του σε αρχαιότητα. Η αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. θεωρώ ότι ικανοποιεί πλήρως τα όσα η νομολογία απαιτεί και που δεν είναι τίποτε άλλο από την ειδική αιτιολόγηση γιατί υποψήφιος, κάτοχος του πλεονεκτήματος, δεν επιλέγεται και επιλέγεται άλλος που δεν το κατέχει.
Ως προς τη σημασία και την αξία μη προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, όπως εδώ κρίθηκε ότι ήταν το MBA που κατείχε ο αιτητής, είναι νομολογημένο ότι η κατοχή του δεν παραγνωρίζεται, αλλά ούτε υπερτιμάται - (βλ. Δημοκρατία ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153). Η σημασία τέτοιου προσόντος είναι οριακή - (βλ. Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468). Μελετώντας το πρακτικό της Ε.Δ.Υ., δε βλέπω το πρόσθετο προσόν να παραγνωρίστηκε. Η Ε.Δ.Υ. το συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, όπως αποφασίστηκε στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 «... σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων» - (σελ. 378).
Ο αιτητής ο οποίος είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή, παραπονείται ότι ελλείπει από το πρακτικό της Ε.Δ.Υ. η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία για απόκλιση από αυτή. Με την εισήγησή του αυτή δε συμφωνώ. Γιατί δεν υιοθετήθηκε η σύσταση του Διευθυντή και επελέγη το ενδιαφερόμενο μέρος αιτιολογείται από την Ε.Δ.Υ. κατά τρόπο επαρκή. Αναφέρεται στο πρακτικό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση στο ψηλότερο επίπεδο και υπερείχε κατά 15 έτη σε αρχαιότητα. Η πείρα του, συνεπώς, η οποία αποκτήθηκε κατά την περίοδο των δεκαπέντε χρόνων, πρόσθετε στην αξία του, η οποία ήταν ήδη βαθμολογημένη τα τελευταία πέντε έτη «Εξαίρετα».
Ως προς την πτυχή της εισήγησης του αιτητή ότι δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση ενώπιόν της, είναι γνωστό ότι η νομολογία αναγνωρίζει πως, για θέσεις πρώτου διορισμού/προαγωγής και ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στην προφορική εξέταση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Είχε, συνεπώς, η Ε.Δ.Υ., στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής εξουσίας της, αφού πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία, τη δυνατότητα να δώσει στην απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους στην προφορική εξέταση ιδιαίτερη βαρύτητα.
΄Εχω εξετάσει όλα όσα ο αιτητής σχολίασε σε σχέση με την αξία, τα προσόντα - προβλεπόμενα, πρόσθετα μη απαιτούμενα αλλά σχετικά - και την αρχαιότητα, με σκοπό να καταδείξει ότι αυτά εκτιμήθηκαν λανθασμένα κατά τη σύγκριση των υποψηφίων που εδώ ενδιαφέρουν, δεν έχω, όμως, ικανοποιηθεί ότι θεμελιώνεται λόγος ακυρότητας. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια της Αναθεωρητικής του Δικαιοδοσίας, εκείνο που τελικά εξετάζει, αφού δε διαμορφώνει πρωτογενή κρίση, είναι εάν το αποτέλεσμα, στο οποίο το διορίζον όργανο καταλήγει, είναι εύλογο και η επιλογή στην οποία προβαίνει δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας - (βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 644).
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] «58. Κατά την επανεξέταση πράξης της που έχει ακυρωθεί, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφασή της. Κατ' εξαίρεσιν και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου είναι εφαρμοστέο το κατά το χρόνο της έκδοσης της νέας πράξης νομικό καθεστώς, όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.»
[2] Η υπογράμμιση δική μου. Είναι ό,τι διεγράφη με την τροποποίηση.