ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                   

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                   &nb sp;                             Υπóθεση  αρ. 661/08

 

26 Αυγούστου, 2008

 

 

 [Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

                                    Αιτητής

-         και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

                                    Καθ΄ών  η αίτηση

.............................

Αίτηση ημερ. 13/6/08

Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Κλεάνθους (κα)  για τον αιτητή

Ρ. Παπαέτη (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθών η αίτηση

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Στις 5/5/08 ο αιτητής καταχώρησε την υπό τον άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή με την οποία ζητά την εξής θεραπεία:

 

«Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθών η αίτηση η οποία αναφέρεται στην επιστολή της ημερομηνίας 11/3/08 είναι νομικά και/ή πραγματικά λανθασμένη ώστε αύτη οφείλει να ακυρωθεί ως στερούμενη παντός νομικού αποτελέσματος και/ή ερείσματος..»

 

Στις 13/6/08 καταχώρησε την παρούσα αίτηση η οποία ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 7/7/08 με την οποία ζητείται η πιο κάτω θεραπεία:

 

«Προσωρινό διάταγμα το οποίο να αναβάλει και/ή αναστέλλει μέχρι την απόφαση του δικαστηρίου εις την παρούσα προσφυγή τη διαδικασία εις τη πειθαρχική δίωξη εναντίο του αιτητού η οποία είναι ορισμένη διά ακρόαση τη 8/9/08 και 9/9/08 ενώπιο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας .»

 

Από πλευράς των καθών η αίτηση καταχωρήθηκε ένσταση στην αίτηση όπως επίσης και στην κυρίως προσφυγή.

 

Κατά την ενώπιον μου ακρόαση ήταν ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή ότι στην παρούσα υπόθεση υπάρχει έκδηλη παρανομία, η οποία σύμφωνα με τη νομολογία, είναι αρκετός λόγος για έκδοση προσωρινού διατάγματος.  Η παρανομία συνίσταται στο ότι στην επιστολή της 11/3/08 (προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση) γίνεται αναφορά στο Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα ο οποίος όμως κατά τις ημερομηνίες στις οποίες αναφέρεται η επιστολή (11/12/06 και 20/2/07), δεν κατείχε τη θέση, αλλά αυτή ήταν κενή.

 

Από πλευράς της Δημοκρατίας υποστηρίχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά προπαρασκευαστική και διαζευκτικά ότι δεν έχουμε περίπτωση οποιασδήποτε παρανομίας.    Τον ισχυρισμό ότι δεν πρόκειται περί εκτελεστής διοικητικής πράξης, αλλά προπαρασκευαστικής, τον διατυπώνει η πλευρά των καθών η αίτηση και στην ένσταση της που αφορά την κυρίως προσφυγή που καταχώρησε στις 24/7/08.

 

Αναφορικά με τη θέση της κας Παπαέτη ότι η επιστολή της 11/3/08 (που σημειώνω ότι είναι μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών και του Προέδρου της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας) δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά προπαρασκευαστική, εκ πρώτης όψεως συμφωνώ.  Με βάση νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Frnagos & Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53 και Chrysafinis ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 320) η απόφαση για τη διατύπωση πειθαρχικών κατηγοριών δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.  Είναι μέρος μιας σύνθετης διοικητικής πράξης που ολοκληρώνεται με την απόφαση του διοικητικού οργάνου.   Τα ίδια αποφασίστηκαν και από την Ολομέλεια στην υπόθεση Marketrends Financial Serviced Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 3 Α.Α.Δ. 120, σχετικά με το διορισμό ερευνώντος λειτουργού για τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας.  Εν πάση περιπτώσει αυτό είναι θέμα που θα αποφασιστεί στην κυρίως προσφυγή, αν βέβαια η πλευρά του αιτητή θα επιμείνει στη συνέχιση της.  Για σκοπούς της παρούσας αίτησης και υποθέτοντας ότι υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη, προχωρώ να εξετάσω αν η υπόθεση είναι κατάλληλη για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Αναφορικά με τη νομική πτυχή αρκούμαι να αναφερθώ σε μερικές μόνο από τις πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Ιωάννης Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 164, ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) στη σελ. 167 ανάφερε τα ακόλουθα:

 

«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις.  Αποτέλεσε δε και σ' αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης.  Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ.  Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση 141/89 Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/5/90 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233).  Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»

 

Στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, προσφ. αρ.  1140/03, ημερ. 1/12/03, ο Καλλής Δ. στη σελ. 5 διατύπωσε τη νομική πτυχή ως εξής:

 

«Έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση.  Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφασης επί της ουσίας.  Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω).  Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη.  Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας).»

 

Τι αποτελεί «έκδηλη παρανομία» έχει επίσης ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση 1354/2000 Γεώργιος Ιορδάνους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 13/11/00, σελ. 9 ο Καλλής Δ ανάφερε τα ακόλουθα:

 

«(β) Έκδηλη παρανομία (βλ. Moyo and Another v. Republic (1988) 3 A.A.D. 1203, 1208, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, Γεωργιάδης (αρ. 1) ν. Δημοκρατίας (1965) 3 Α.Α.Δ. 392).

 

Σχετικά με την έκδηλη παρανομία στην Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 141/89, 29.5.90 (απόφαση Ολομέλειας) έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής νομολογίας.  Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης «προφανής παρανομία».  Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία.  Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.  Στο σημείο αυτό η απόφαση Φράγκος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:

 

«For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts."

 

Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου,

 

«Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ....."

 

Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203:

 

For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self evident and immediately identifiable."

 

Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία.»

 

Στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248, ο Κωνσταντινίδης Δ., με αναφορά στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 συνοψίζει την έννοια της έκδηλης παρανομίας ως εξής:

 

«Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»

 

Τέλος στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Μarfin Popular Bank Public Co. Ltd., A.E. 11/07 ημερ. 7/2/07 (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας) σελ. 5, διαβάζουμε τα εξής:

 

«Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί, και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234.  Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.»

 

Με βάση τις πιο πάνω νομικές αρχές προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο στη δική μας περίπτωση υπάρχει τέτοια παρανομία που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλη.    Το θεωρώ σκόπιμο όπως παραθέσω αυτούσιο το κείμενο της εν λόγω επιστολής η οποία σημειώνω απευθύνεται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Πρόεδρο Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

«Πειθαρχική έρευνα εναντίον υπαλλήλου του Τμήματος Τελωνείων

 

Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:

 

Εναντίον του κ. Παναγιώτη Ορφανίδη, Τελωνειακού Λειτουργού, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, τον Ιούλιο του 2005, για το ενδεχόμενο διάπραξης από μέρους του ποινικών αδικημάτων σε σχέση με την υπόθεση ενός εμπορευματοκιβωτίου που είχε αφιχθεί στο λιμάνι Λεμεσού και στο οποίο είχαν ανευρεθεί ναρκωτικά.  Τελικά, η ποινική δίωξη διακόπηκε με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και ο υπάλληλος απαλλάχθηκε.

 

2.      Στη συνέχεια η αρμόδια αρχή, με επιστολή της ημερ. 13.3.2006, διόρισε τον κ. Χρ. Χατζηχριστοδούλου, Πρώτο Τελωνειακό Λειτουργό, ως ερευνώντα λειτουργό για τη διεξαγωγή, με βάση το άρθρο 81(2)(β) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2006, έρευνας για το ενδεχόμενο διάπραξης, από μέρους του υπαλλήλου, πειθαρχικών παραπτωμάτων που σχετίζονταν με την ποινική υπόθεση.  Η έρευνα, η οποία ολοκληρώθηκε στα μέσα Μαϊου του 2006, κατέληξε στο πόρισμα ότι ο υπάλληλος είχε διαπράξει πειθαρχικά αδικήματα κατά παράβαση των άρθρων 60(2)(δ) και 60(2)(ε) των πιο πάνω Νόμων.  Η έκθεση του ερευνώντα λειτουργού επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι.

 

3.       Η αρμόδια αρχή συμφώνησε με το πόρισμα της έρευνας και, με επιστολή της ημερ. 7.6.2006, παρέπεμψε το θέμα στη Νομική Υπηρεσία για γνωμοδότηση.  Η Νομική Υπηρεσία, με επιστολή της ημερ. 23.11.2006, εισηγήθηκε συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης.  Η αρμόδια αρχή διαφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση και με επιστολή της με ημερ. 11.12.2006, προς το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα ζήτησε όπως, λόγω της σοβαρότητας του παραπτώματος, επιληφθεί ο ίδιος προσωπικά του θέματος.  Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, με επιστολή του ημερ. 20.2.2007, πληρφόρησε την αρμόδια αρχή ότι δεδομένης της άποψης, ότι ο υπάλληλος είχε υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα, το Γραφείο του θα προχωρούσε στη διατύπωση κατηγορίας όπως προβλεπόταν από το Νόμο.

 

4.       Τελικά η Νομική Υπηρεσία απέστειλε το Κατηγορητήριο με επιστολή της ημερ. 21.2.2008 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ), δηλαδή, μετά την παρέλευση ακριβώς ενός χρόνου.

 

5.      Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 83(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 ως 2006, σας αποστέλλονται η έκθεση του ερευνώντα λειτουργού και το Κατηγορητήριο, κατάλληλα υπογραμμένο από την αρμόδια αρχή (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ), για τις δέουσες ενέργειες.»

 

Είναι στην παράγραφο 3 της πιο πάνω επιστολής και στο μέρος που αναφέρεται ότι «η αρμόδια αρχή με επιστολή της με ημερ. 11/12/06 προς το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα» ζήτησε να επιληφθεί ο ίδιος προσωπικά του θέματος και ότι «ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας με επιστολή του ημερ. 20/2/07» πληροφόρησε την αρμόδια αρχή «ότι ο υπάλληλος είχε υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα και το Γραφείο του θα προχωρούσε στη διατύπωση κατηγορίας», που βασίστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή για να δηλώσει ότι στην παρούσα υπόθεση υπάρχει έκδηλη παρανομία, που είναι και ο μόνος λόγος στον οποίο βασίζει την αίτηση του. 

 

Απαντώντας στον ισχυρισμό αυτό η κα Παπαέτη δήλωσε ότι η αναφορά στην επιστολή ημερ. 11/3/08 σε «Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα» πρόκειται περί γραφικού λάθους του προσώπου που απέστειλε την επιστολή συτή και δεν συνιστά οποιαδήποτε παρανομία.

 

Εξέτασα τους αντίστοιχους χειρισμούς και έχω καταλήξει, για τους λόγους που εξηγώ, να δεχθώ τα όσα εισηγείται η συνήγορος των καθών η αίτηση.  Ό,τι πρόκειται περί λάθους προκύπτει από τα παραρτήματα ΙV και V στην Ένσταση στην κυρίως προσφυγή, όπου φαίνεται ότι η επιστολή της 11/12/06, (που σημειώνω ότι υπογράφεται από το ίδιο πρόσωπο Ι. Καραγιάννη όπως και η επιστολή ημερ. 11/3/08), απευθύνεται προς το Γενικό Εισαγγελέα και όχι το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και η απάντηση με την επιστολή 20/2/07 είναι επίσης από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα και όχι το Βοηθό.  Είναι δηλαδή σαφέστατο ότι η αναφορά στην παράγραφο 3 της επιστολής της 11/3/08 (προσβαλλόμενη απόφαση) στο Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα οφείλεται σε γραφικό λάθος του προσώπου (Ι. Καραγιάννη) που υπογράφει την επιστολή.  Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου από τη πλευρά του αιτητή, για παράδειγμα άλλες από τα παραρτήματα IV και V επιστολές με ημερ. 11/12/06 και 20/12/07 που να απευθύνονται ή να απαντούνται από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα. 

 

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε παρανομία και μάλιστα έκδηλη στην όλη υπόθεση.  Επομένως η αίτηση απορρίπτεται με €500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθών η αίτηση.

 

 

                                                      Μ. Φωτιου, Δ.

 

 

/ΚΑς

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο