ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 611
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 384/2007)
1 Αυγούστου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Χ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
Α. Σαββίδου, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο Δημήτριος Σαββίδης (αιτητής) αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η "Ε.Δ.Υ.") της 19/12/2006, με την οποία μετατέθηκε από την Εισαγγελία Πάφου στην Εισαγγελία Λεμεσού.
(α) Τα γεγονότα και η επίδικη απόφαση.
Ο αιτητής, ο οποίος κατέχει το αξίωμα του Υπαστυνόμου και είναι κάτοχος πτυχίου Νομικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ασκούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο καθήκοντα Δημόσιου Κατήγορου στην Εισαγγελία Πάφου.
Στις 13/11/2006 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας πληροφόρησε τον αιτητή ότι είχε πρόθεση να εισηγηθεί στην Ε.Δ.Υ. τη μετάθεσή του από την Πάφο στη Λεμεσό "για ικανοποίηση αναγκών της υπηρεσίας" και τον κάλεσε να υποβάλει τις παραστάσεις του. Ο αιτητής αντέδρασε αρνητικά, επικαλούμενος τις οικογενειακές του περιστάσεις και την αρχαιότητά του, όμως ο Γενικός Εισαγγελέας απέρριψε τους λόγους της ένστασης του αιτητή και υπέβαλε, ως αρμόδια αρχή, δεόντως αιτιολογημένη πρόταση στον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ. ζητώντας να προχωρήσει στη μετάθεση του αιτητή. Το περιεχόμενο της εισήγησης του Γενικού Εισαγγελέα είναι το ακόλουθο:
"Οι ανάγκες της Εισαγγελίας Λεμεσού επιβάλλουν την άμεση μετάθεση ενός Δημοσίου Κατηγόρου από την Εισαγγελία Πάφου στην Εισαγγελία Λεμεσού.
Συγκεκριμένα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού λειτουργούν καθημερινά τέσσερα Δικαστήρια που επιλαμβάνονται ποινικών υποθέσεων και ένα Δικαστήριο το οποίο δικάζει τροχαίες παραβάσεις. Επιπλέον ένα Δικαστήριο το οποίο εκδικάζει ιδιωτικές ποινικές επιλαμβάνεται εκ περιτροπής με άλλα Δικαστήρια υποθέσεις παραπομπής στο Κακουργιοδικείο και διατάγματα προσωποκράτησης.
Μία Δημόσιος Κατήγορος, η κα Παναγιώτα Ιωαννίδου, η οποία εγκυμονεί και σύντομα θα είναι με άδεια μητρότητας, αποσπάστηκε προσωρινά στο Κακουργιοδικείο για να χειρίζεται τις υποθέσεις που είχε ξεκινήσει ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας κ. Τιμοθέου, ο οποίος έχει διοριστεί ως Επαρχιακός Δικαστής. Ένας εκ των Δημοσίων Κατηγόρων εμφανίζεται σε Δικαστήριο εκτός των προαναφερθέντων και παρουσιάζει υποθέσεις άλλων Τμημάτων (Υπουργείο Εργασίας, Επάρχου, κ.τ.λ.), ενώ οι τρεις Αστυνομικοί Εισαγγελείς καλούνται να παρουσιάσουν πειθαρχικές υποθέσεις όπου κατηγορούμενοι είναι μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, ενώ αναμένεται, όπως με πληροφόρησε ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η λειτουργία και τέταρτου ποινικού δικαστηρίου.
Τα πιο πάνω αναφερόμενα αλλά και άλλα συναφή με αυτά, στα οποία θεωρώ αχρείαστο να αναφερθώ με λεπτομέρεια, έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην παρουσίαση των υποθέσεων από Δημόσιο Κατήγορο ενώπιον των Δικαστηρίων Λεμεσού, με κίνδυνο την απόρριψη υποθέσεων.
Υπάρχει άμεση ανάγκη ενίσχυσης της Εισαγγελίας Λεμεσού με ένα Δημόσιο Κατήγορο, ο οποίος να είναι έμπειρος και να μπορεί να παρουσιάσει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε σοβαρή ποινική υπόθεση.
Επειδή θεωρώ ότι λόγω πείρας θα μπορεί να ανταποκριθεί στην αντιμετώπιση των αναγκών της Υπηρεσίας ο κ. Δημήτριος Σαββίδης, Δημόσιος Κατήγορος Αστυνομίας, τον πληροφόρησα με επιστολή μου ημερομηνίας 13 Νοεμβρίου 2006 για την πρόθεσή μου να σας υποβάλω σχετική πρόταση για μετάθεσή του από την Πάφο στη Λεμεσό και του ζήτησα να υποβάλει γραπτώς τις οποιεσδήποτε παραστάσεις του για τη σκοπούμενη μετάθεση.
Με επιστολή του ημερομηνίας 24 Νοεμβρίου 2006 (αντίγραφο της οποίας σας διαβιβάζεται) ο κ. Σαββίδης, για τους λόγους που αναφέρει στην επιστολή του, ενίσταται στη μετάθεσή του από την Πάφο στη Λεμεσό.
Θεωρώ ότι οι λόγοι που επικαλείται ο κ. Σαββίδης δεν είναι τέτοιοι που να δικαιολογούν τη μη μετάθεσή του, η ανάγκη δε ενίσχυσης της Εισαγγελίας Λεμεσού με ένα έμπειρο Δημόσιο Κατήγορο που να μπορεί να παρουσιάσει οποιαδήποτε ποινική υπόθεση στο Δικαστήριο δικαιολογεί τη μετάθεση του κ. Σαββίδη.
Παρακαλώ όπως το θέμα αντιμετωπιστεί ως επείγον."
Στη σχετική ένσταση που υπέβαλε εναντίον της μετάθεσης του, ο αιτητής ανέφερε ότι ήταν ηλικίας 60 χρόνων και διέμενε μόνιμα στην Πάφο με τη σύζυγο του, η οποία εργαζόταν ως κυβερνητική υπάλληλος και ότι η μετάθεση του στη Λεμεσό θα δημιουργούσε δυσάρεστες επιπτώσεις στην οικογένεια του, αφού θα ήταν υποχρεωμένος να πηγαινοέρχεται στη Λεμεσό. Επιπρόσθετα ανέφερε ότι υπήρχαν νεώτεροι συνάδελφοι του οι οποίοι θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες της υπηρεσίας στη Λεμεσό.
Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε την πιο πάνω πρόταση της αρμόδιας αρχής και σε συνάρτηση με την ένσταση του αιτητή και τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με την ένσταση, αποφάσισε ότι η προτεινόμενη μετάθεση ήταν απαραίτητη για την αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία του τμήματος που εξυπηρετούσε τις υπηρεσιακές ανάγκες αυτού. Επιπρόσθετα, αφού έκρινε ότι οι ανάγκες της υπηρεσίας υπερισχύουν των οποιωνδήποτε προσωπικών περιστάσεων των υπαλλήλων, αποφάσισε τη μετάθεση του αιτητή, σύμφωνα με την πρόταση της αρμόδιας αρχής.
Με την παρούσα προσφυγή ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι τόσο η απόφαση της Ε.Δ.Υ. όσο και η πρόταση της αρμόδιας αρχής είναι αναιτιολόγητες, ότι υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας και προκατάληψη εναντίον του αιτητή και ότι η επίδικη απόφαση είναι το αποτέλεσμα πλάνης.
(β) Έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 48(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως έχει τροποποιηθεί) οι μεταθέσεις των δημοσίων υπαλλήλων διενεργούνται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, μετά από δεόντως αιτιολογημένη πρόταση της αρμόδιας αρχής. Ο αιτητής εισηγείται ότι η πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα που διαβιβάστηκε στην Ε.Δ.Υ. δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και επιπρόσθετα απέκρυπτε τους πραγματικούς λόγους που επέβαλλαν τη μετάθεση του αιτητή, παραβλέποντας τις οικογενειακές και προσωπικές του περιστάσεις. Ως αποτέλεσμα πάσχει και η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ. που υιοθέτησε την πρόταση, χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών.
Σύμφωνα με τη νομολογία οι μεταθέσεις τεκμαίρεται ότι διενεργούνται για την εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας και ο αιτητής φέρει το βάρος ανατροπής αυτού του τεκμηρίου. (Βλ. Pierides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 274, Isaias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 490, 492, Zahariou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 969).
Στην παρούσα περίπτωση από το περιεχόμενο της πρότασης του Γενικού Εισαγγελέα αποκαλύπτεται ότι η μετάθεση κρίθηκε αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του τμήματος Εισαγγελίας Λεμεσού. Οι λόγοι που αναφέρθηκαν (λειτουργία τεσσάρων ποινικών Δικαστηρίων, αποχώρηση Δημόσιας Κατηγόρου λόγω άδειας μητρότητας και ανάγκη αναπλήρωσης Δικηγόρου της Δημοκρατίας που διορίστηκε ως Επαρχιακός Δικαστής, ο κίνδυνος απόρριψης υποθέσεων λόγω υπερβολικού φόρτου εργασίας των εναπομείναντων Δημόσιων Κατηγόρων, καθώς και η άμεση ανάγκη ενίσχυσης του τμήματος με έμπειρο προσωπικό), κρίθηκαν αρκούντως πειστικοί για την Ε.Δ.Υ. η οποία, αφού ικανοποιήθηκε ότι υφίστατο η ισχυριζόμενη ανάγκη, έκρινε ότι η προτεινόμενη μετάθεση έπρεπε να πραγματοποιηθεί για την ικανοποίηση των αναγκών της υπηρεσίας. Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι σε θέματα μεταθέσεων το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν η Ε.Δ.Υ. ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια με ορθό τρόπο. Στην παρούσα υπόθεση η προτεινόμενη μετάθεση υποστηρίζεται από ικανοποιητική αιτιολογία, η οποία στηρίζεται πάνω στις ανάγκες της υπηρεσίας. Οι οικογενειακοί λόγοι που επικαλέστηκε ο αιτητής εξετάστηκαν τόσο από το Γενικό Εισαγγελέα όσο και από την Ε.Δ.Υ. και το συμπέρασμα το οποίο προέκυψε είναι ότι οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή δεν μπορούσαν να υπερισχύσουν των αναγκών της υπηρεσίας.
Όπως παρατηρήθηκε στην απόφαση Σιημητρά ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 661, σελ. 667-668,
"Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 48(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (αρ. 1/90) η μετάθεση δημόσιου υπαλλήλου αποφασίζεται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας μετά από δεόντως αιτιολογημένη πρόταση που υποβάλλεται από την αρμόδια αρχή. ´Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι οι μεταθέσεις αποτελούν απλές διοικητικές πράξεις στις οποίες εφαρμόζεται το μαχητό τεκμήριο ότι διενεργούνται για την εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας (ίδε Pierides v. Republic [1969] 3 CLR 274, Isaias v. Republic [1985] 3 CLR 490, Zachariou v. Republic [1986] 3 CLR 969), και ότι τα Διοικητικά Δικαστήρια δεν επεμβαίνουν όταν η Διοίκηση ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια με ορθό τρόπο. ΄Ομως τα Δικαστήρια θα επέμβουν όταν διαπιστώνεται κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας ή πλάνη περί τα πράγματα ή παραγνώριση ουσιωδών στοιχείων (βλ. Vafeadis v. Republic [1964] CLR 454, Mouzouris v. Republic [1972] 3 CLR 43, Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 458/98 της 16/9/99). ΄Οπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Πική (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Βεληγκέκα ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 792/90 της 15/12/90, που έχει επικροτηθεί στην Αναθεωρητική ΄Εφεση Βεληγκέκα ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 567),
"... η Διοίκηση είναι ο κριτής της ανάγκης για τη μετάθεση του δημοσίου υπαλλήλου. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι διενεργήθηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος."
Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε πεισθεί ότι τα οικογενειακά περιστατικά της εφεσείουσας δικαιολογούσαν τη μη μετάθεση της στο Νοσοκομείο Παραλιμνίου και ότι η απόφαση για τη μετάθεση της συνιστά άνιση μεταχείριση σε βάρος της. Τα οικογενειακά περιστατικά συνιστούν ένα παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη σε μια μετάθεση, αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποφασιστικό παράγοντα. Αποφασιστικός παράγων είναι το συμφέρον της υπηρεσίας και η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το σχετικό βάρος ότι η απόφαση για τη μετάθεση της δεν λήφθηκε για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος."
Με βάση τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εισήγηση για την έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας δεν ευσταθεί.
(γ) Ύπαρξη προκατάληψης και πλάνης περί τα πράγματα.
Έχουν υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι οι πραγματικοί λόγοι της μετάθεσης σχετίζονται με τη διαμάχη του αιτητή με τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πάφου. Πιο συγκεκριμένα φαίνεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ζητήσει εξηγήσεις από τον αιτητή για παράπονα που είχαν υποβληθεί εναντίον του, ότι διαβίβαζε αντίγραφα των φακέλων σοβαρών ποινικών υποθέσεων στις θυγατέρες του, οι οποίες ως δικηγόροι υπεράσπιζαν συγκεκριμένους κατηγορούμενους. Αντίθετα ο αιτητής αμφισβήτησε έντονα τα όσα του καταλογίζονταν και κατονόμαζε τον Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Σ. Μάτσα ως υπεύθυνο της παραπληροφόρησης του Γενικού Εισαγγελέα, διατυπώνοντας παράλληλα σοβαρότατες κατηγορίες εναντίον του για παράτυπη αναστολή και απόσυρση ποινικών υποθέσεων για εξυπηρέτηση άνομων συμφερόντων. Προσέθετε δε ότι οι αντιρρήσεις που ο ίδιος εξέφραζε σε σχέση με τις πιο πάνω παρατυπίες είχαν προκαλέσει την έχθρα του συγκεκριμένου λειτουργού προς το πρόσωπό του, που οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης για τη μετάθεσή του.
Όμως οι πιο πάνω ισχυρισμοί (που θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Γενικό Εισαγγελέα) δεν φαίνεται ότι είχαν επηρεάσει τη λήψη της επίδικης απόφασης, αφού δεν προβλήθηκαν από τον αιτητή στην ένσταση που υπέβαλε για την πιθανή μετάθεση του και έτσι δεν υπήρχαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.700 έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.