ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 618
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 2094/2006 + 16/2007)
1 Αυγούστου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 2094/2006)
ΔΑΦΝΗ ΦΙΝΟΠΟΥΛΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 16/2007)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΤΣΑΛΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια στην Υπόθ. Αρ. 2094/2006.
Ελ. Νικολαϊδου, για τον Αιτητή στην Υπόθ. Αρ. 16/2007.
Δ. Στεφανίδης, για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες, για την
Καθ' ης η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με τις πιο πάνω προσφυγές, για τις οποίες έχει εκδοθεί διάταγμα συνεκδίκασής τους, η Δάφνη Φινοπούλου (αιτήτρια στην προσφυγή 2094/2006) και ο Δημήτρης Πάτσαλος (αιτητής στην προσφυγή 16/2007) προσβάλλουν την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Λιμένων Κύπρου (καθ'ης η αίτηση) της 12/10/2006, με την οποία ο Δημήτρης Φελλάς (ενδιαφερόμενο μέρος) διορίστηκε κατόπιν επανεξέτασης στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή αναδρομικά από 15/6/2005.
(α) Τα γεγονότα και η επίδικη απόφαση.
Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες προσφυγές των αιτητών (Δάφνη Φινοπούλου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, προσφυγή 756/2005 και 860/2005 της 21/9/2006) ακυρώθηκε ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους Δημήτρη Φελλά στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή της καθ'ης η αίτηση. Οι λόγοι ακύρωσης αφορούσαν έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνη και αντιφατική συμπεριφορά του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ'ης η αίτηση σε σχέση με την πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους, την υπεροχή της αιτήτριας Δ. Φινοπούλου στις υπηρεσιακές εκθέσεις, τα αρνητικά σχόλια που υπήρχαν στο φάκελο του ενδιαφερόμενου μέρους, καθώς και το ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές εξετάσεις.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ'ης η αίτηση προέβη ακολούθως σε επανεξέταση της επίδικης θέσης κάτω από το φως των επισημάνσεων της ακυρωτικής απόφασης.
Πριν από την αξιολόγηση των υποψηφίων το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να ερμηνεύσει την απαίτηση της παρ. 3(β) του σχεδίου υπηρεσίας σε σχέση με την πείρα, καθορίζοντας ότι η ζητούμενη ευρεία πείρα στη Λογιστική ή/και τα Οικονομικά και η ευρεία διοικητική πείρα, θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον οκταετής. Αποφάσισε επίσης ότι η πρόνοια 3(στ) του σχεδίου υπηρεσίας που καθορίζει ως επιπρόσθετα προσόντα τη γνώση ή/και πείρα πάνω σε θέματα διοίκησης και λειτουργίας λιμένων ή τη γνώση άλλων ξένων γλωσσών, αναφέρεται σε διαζευκτική κατοχή των προσόντων. Ακολούθως το Διοικητικό Συμβούλιο προχώρησε στη διαπίστωση των 20 υποψηφίων που πληρούσαν τις ελάχιστες απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας και αφού αποφάσισε να αγνοήσει τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που διεξήχθη μέσα στα πλαίσια της προηγούμενης διαδικασίας, λόγω αλλαγής στη σύνθεσή του, προχώρησε στην εξέταση του περιεχομένου των φακέλων.
Σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος ο οποίος ήταν υπάλληλος της καθ'ης η αίτηση από το 1980 μέχρι το 2000 και αφυπηρέτησε πρόωρα το 2001, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να μην λάβει υπόψη τις δυσμενείς βαθμολογίες στις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1980, 1981 και 1982, καθώς και τις τροποποιημένες αξιολογήσεις των ετών 1980, 1981, 1984, 1985, 1987, 1988 και 1989 λόγω κάποιων παρατυπιών που εντοπίστηκαν.
Ακολούθως το Συμβούλιο εξέτασε τις εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων υπαλλήλων της καθ'ης η αίτηση στο σύνολό τους, με έμφαση στα τρία τελευταία χρόνια - 2002, 2003 και 2004 - και του ενδιαφερόμενου μέρους για τα έτη 1997, 1998 και 1999, εφόσον για το 2000 δεν είχε συμπληρωθεί τέτοια έκθεση.
Μετά τη διαπίστωση ότι τόσο οι αιτητές όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν το επιπρόσθετο προσόν, το Συμβούλιο προχώρησε σε σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιον του και αποφάσισε ομόφωνα την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Όπως σημειώθηκε στο αιτιολογικό, το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρήθηκε ως καταλληλότερος λόγω της υπεροχής του σε πείρα συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης (πείρα στη Λογιστική και τα οικονομικά και ευρεία διοικητική πείρα), η οποία αποκτήθηκε από την κατοχή της θέσης του Προϊσταμένου Λογιστηρίου και της απασχόλησης του στον ιδιωτικό τομέα (Financial Controller). Το γεγονός αυτό επισημάνθηκε από το Συμβούλιο ως σημείο υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι των αιτητών, το οποίο σε συνάρτηση με την ουσιαστική ισοδυναμία τους σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα και την εξαίρετη εικόνα των υπηρεσιακών εκθέσεων των τριών τελευταίων χρόνων της σταδιοδρομίας του ενδιαφερόμενου μέρους που λήφθηκαν υπόψη, ανεδείκνυαν το ενδιαφερόμενο μέρος ως τον καταλληλότερο.
Σχετικά με τα αρνητικά σχόλια που υπήρχαν στους προσωπικούς φακέλους του ενδιαφερόμενου μέρους, το Συμβούλιο αποφάσισε να τα αγνοήσει γιατί αυτά αποτελούσαν προϊόν επαγγελματικής ανεπάρκειας και έλλειψης συνεργασίας και επικοινωνίας του τότε Γενικού Διευθυντή της καθ'ης η αίτηση με αρκετά διευθυντικά στελέχη, γεγονός που είχε δημιουργήσει ευρύτερο πρόβλημα λειτουργίας της καθ'ης η αίτηση.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές αμφισβητούν το κύρος της επίδικης απόφασης ισχυριζόμενοι ότι είναι αναιτιολόγητη, ότι είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και γιατί παραβιάζει τις αρχές του δεδικασμένου.
(β) Η δυνατότητα του αιτητή Δ. Πάτσαλου να αμφισβητήσει με προσφυγή το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους μετά την απόρριψη της προσφυγής του.
Οι προσφυγές των αιτητών στις προσφυγές 756/2005 και 860/2005, που οδήγησαν στην ακυρωτική απόφαση της 21/9/2006 είχαν συνεκδικαστεί. Η ακύρωση ήταν το αποτέλεσμα της επιτυχίας της προσφυγής 756/2005 της αιτήτριας Φινοπούλου, ενώ η προσφυγή 860/2005 του αιτητή Πάτσαλου απορρίφθηκε γιατί οι λόγοι ακυρότητας που επικαλέστηκε (κακή σύνθεση και λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ'ης η αίτηση, έλλειψη δέουσας έρευνας της κατοχής προβλεπόμενου στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντος από το ενδιαφερόμενο μέρος, υποτίμηση πρόσθετου προσόντος του αιτητή, έλλειψη αιτιολογίας των εντυπώσεων από τις προφορικές εξετάσεις) δεν στοιχειοθετήθηκαν. Ο αιτητής δεν εφεσίβαλε την απόρριψη της προσφυγής του, αλλά το γεγονός αυτό δεν τον εμποδίζει να προχωρήσει με νέα προσφυγή εναντίον της νέας διοικητικής πράξης που προέκυψε μετά την επανεξέταση, μέσα στα πλαίσια της οποίας είχε θεωρηθεί και αξιολογηθεί και ο ίδιος ως υποψήφιος.
Το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την απόρριψη της προσφυγής 860/2005 μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους αφορά τα θέματα που είχαν εξεταστεί στην πιο πάνω προσφυγή ή θέματα που μπορούσε να προβάλει σε εκείνη την προσφυγή και δεν το έπραξε (βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608). Το ερώτημα που απασχόλησε την Ολομέλεια στην υπόθεση Ρένος Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (Προσφυγή 810/2004 της 12/2/2007), την οποία επικαλέστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση, η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση, διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες, οι οποίες προηγούνται των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση. Αποφασίστηκε ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ή η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Επομένως ο αιτητής δεν εμποδίζεται να προσφύγει εναντίον της απόφασης που προέκυψε από την επανεξέταση, θέτοντας ζητήματα που δεν ήταν δυνατό να εξεταστούν ή να εγερθούν στην προσφυγή 860/2005.
(γ) Παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου.
Το θέμα της εφαρμογής του δεδικασμένου εγείρεται μεταξύ των διαδίκων με την επιτυχία της προσφυγής 756/2005 της Δάφνης Φινοπούλου, από την απόφαση της οποίας κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στο πιο κάτω απόσπασμα που σχετίζεται άμεσα με την υποβληθείσα εισήγηση:
"Η αναφορά λοιπόν στην πείρα του ΕΜ από την υπηρεσία του στο Λογιστήριο της ΑΛ, που χρησιμοποιήθηκε και για διαπίστωση του πλεονεκτήματος, ως καθιστώσα αυτόν υπέρτερο όλων των υπαλλήλων της ΑΛ, ήταν πεπλανημένη όπως πεπλανημένη ήταν και η παράλειψη αναφοράς του Διοικητικού Συμβουλίου στην υπεροχή της κας Φινοπούλου σε βαθμολογημένη αξία, αφού αυτή είχε διαχρονικά από το 1982 καθ' όλα εξαίρετες αξιολογήσεις ενώ το ΕΜ είχε, ιδιαίτερα τα έτη 1982 μέχρι και 1995, όχι μόνο πολύ υποδεέστερες αξιολογήσεις αλλά και έντονα αρνητικά σχόλια.
Πέραν τούτου όμως, επανέρχομαι στην παράλειψη αναφοράς στην αρνητική πτυχή της προηγούμενης σταδιοδρομίας του ΕΜ στην ΑΛ για να παρατηρήσω ότι τούτο συνιστούσε τουλάχιστον έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου, παρά την αναφορά του στα πρακτικά για ενδελεχή μελέτη όλων των ενώπιον του ουσιωδών στοιχείων, όπως εισηγείται ο κ. Κωνσταντίνου παραθέτοντας σε έκταση τα επανειλημμένα αρνητικά σχόλια στο φάκελο του ΕΜ. Η αρνητική αυτή πτυχή διαπιστώθηκε πρόσφατα και δικαστικά στην προσφυγή 629/2002 που είχε καταχωρίσει το ΕΜ κατά του διορισμού του κ. Πάτσαλου το 2002 στη θέση Προϊσταμένου Λογιστηρίου, και μάλιστα ως δικαιολογούσα το εύλογο εκείνης της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου για τη μη επιλογή του ΕΜ ακριβώς λόγω των εν λόγω στοιχείων στο φάκελο του. Προκύπτει λοιπόν όχι μόνο έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης αλλά και αντιφατική συμπεριφορά του Διοικητικού Συμβουλίου, όπως εισηγείται ο κ. Κωνσταντίνου, που μόλις τρία χρόνια πριν είχε δει τελείως διαφορετικά τη σταδιοδρομία του ΕΜ.
Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις υπ' όψη, προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία και η περαιτέρω εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου, με την οποία συμφωνώ, ότι εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση που να μη δικαιολογείτο έτσι υπό τις περιστάσεις."
Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ'ης η αίτηση αποφάσισε κατά την επανεξέταση τα πιο κάτω:
(1) Να παραγνωρίσει τις δυσμενείς βαθμολογίες του ενδιαφερόμενου μέρους που περιλήφθηκαν παράτυπα στις σχετικές εμπιστευτικές εκθέσεις.
(2) Να παραγνωρίσει τις αλλαγές βαθμολογίας του ενδιαφερόμενου μέρους για τα χρόνια 1980, 1981, 1984, 1985, 1987, 1988 και 1989.
(3) Να λάβει υπόψη τις εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων υπαλλήλων της Αρχής, στο σύνολό τους με έμφαση στα 3 τελευταία χρόνια - 2002, 2003 και 2004 - καθώς επίσης του ενδιαφερόμενου μέρους για τα έτη 1997, 1998 και 1999, εφόσον για το 2000 δεν είχε συμπληρωθεί τέτοια έκθεση.
Αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ'ης η αίτηση σημείωσε τα ακόλουθα:
"(α) Είναι μέλος του Institute of Chartered Accountants in England and Wales.
(β) Το Συμβούλιο έκρινε ότι ο κος Φελλάς διαθέτει ευρεία πείρα στη Λογιστική και τα οικονομικά και ευρεία διοικητική πείρα που καταλήγει σε εξαίρετη αξιολόγηση στην υψηλόβαθμη θέση του Προϊστάμενου Λογιστηρίου, δηλαδή στην αμέσως κατώτερη ιεραρχικά θέση της υπό πλήρωση θέσης του Οικονομικού Διευθυντή. Διευκρινίζεται ότι η πείρα αυτή που είναι απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, είναι πέραν και επιπλέον της πείρας που απαιτείται ως ελάχιστο απαιτούμενο προσόν με βάση την παρ. 3(β) του Σχεδίου υπηρεσίας. Ειδικότερα, η ευρεία πείρα του κ. Φελλά στη Λογιστική προκύπτει από το γεγονός ότι κατείχε την αμέσως κατώτερη ιεραρχικά θέση της υπό πλήρωση θέσης του Οικονομικού Διευθυντή από το 1980 μέχρι και την οικειοθελή αφυπηρέτησή του από την Αρχή το 2000. Με βάση το οικείο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε ήταν υπεύθυνος για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων και την ετοιμασία των λογαριασμών και ισολογισμών της Αρχής. Σημειώνεται ότι ο κος Φελλάς διετέλεσε μετά την οικειοθελή αφυπηρέτησή του από την Αρχή, ως Financial Controller στον ιδιωτικό τομέα."
Αναφορικά με τα προσόντα της Δάφνης Φινοπούλου το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ'ων η αίτηση κατέγραψε τα πιο κάτω:
"4.10.5 Η κα Φινοπούλου κατέχει Β.Α. στα Οικονομικά προσόν που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Η κα Φινοπούλου έχει ευρεία πείρα στα οικονομικά ως εκ της θέσης της επί σειρά ετών ως Λειτουργός Μελετών και Ερευνών στην Αρχή. Ωστόσο, από την αξιολόγηση των προσόντων της καθώς επίσης από το περιεχόμενο του προσωπικού της φακέλου προκύπτει ότι οι γνώσεις και η πείρα της στα λογιστικά θέματα της Αρχής σε σύγκριση τόσον με τον κ. Φελλά όσο και με τον κ. Πάτσαλο είναι περιορισμένες ."
Προσέγγισε δε το θέμα της αξίας ως ακολούθως:
"4.12 Αναφορικά με την αξία, το Συμβούλιο έχοντας υπόψη του την απόφασή του στην παράγραφο 4.9.2 πιο πάνω διαπίστωσε ότι η εικόνα που παρουσιάζει ο κος Φελλάς κατά τα τελευταία τρία χρόνια της σταδιοδρομίας του στην Αρχή και για τα οποία υπάρχουν σχετικές υπηρεσιακές εκθέσεις (1997, 1998, 1999, για το έτος 2000 δεν είχε συμπληρωθεί τέτοια έκθεση) είναι αυτή του εξαίρετου υπαλλήλου. Σε σχέση με την υποψήφια κα Φινοπούλου το Συμβούλιο σημείωσε ότι αυτή είχε διαχρονικά από το 1982 εξαίρετες ετήσιες αξιολογήσεις, γεγονός που αναφέρεται και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την προσφυγή της κας Φινοπούλου (αρ. 756/2005) που είχε γίνει δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο. Σε σχέση με τον κ. Πάτσαλο το Συμβούλιο σημείωσε ότι η εικόνα που παρουσιάζει είναι αυτή του σχεδόν εξαίρετου υπαλλήλου."
Σχετικά με το ενδιαφερόμενο μέρος το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ'ης η αίτηση έλαβε υπόψη και τα πιο κάτω:
"4.13 Σ' ότι αφορά τον κ. Φελλά το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι είχε μέχρι το 1995 υποδεέστερες αξιολογήσεις από την κα Φινοπούλου αλλά και έντονα αρνητικά σχόλια. Μετά από ενδελεχή διερεύνηση του προσωπικού και εμπιστευτικού φακέλου του κ. Φελλά διαφάνηκε ότι τα συγκεκριμένα χρόνια, για τα οποία είχε βαθμολογηθεί δυσμενώς και για τα οποία είχε αρνητικά σχόλια, ήταν τα χρόνια κατά τα οποία υπηρετούσε στη θέση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής ο κ. Ιωσήφ Παγιάτας. Από περαιτέρω διερεύνηση που έκανε το Διοικητικό Συμβούλιο διαπιστώθηκε ότι παρόμοια αρνητική εικόνα υπήρχε και στους φακέλους άλλων διευθυντικών στελεχών της Αρχής και ότι ήταν αποτέλεσμα της στάσης του τότε Γενικού Διευθυντή.
..................
4.14 Το Διοικητικό Συμβούλιο σταθμίζοντας όλα τα ενώπιόν του στοιχεία αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη του τα αρνητικά σχόλια που υπήρχαν στον προσωπικό φάκελο και στο φάκελο με τις ετήσιες εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις του κ. Φελλά εφόσον αυτά αποτελούσαν προϊόν της ως πιο πάνω αναφερόμενης συμπεριφοράς ή και πρόκλησης από μέρους του τότε Γενικού Διευθυντή της Αρχής. Το Συμβούλιο επίσης αποφάσισε όπως λάβει υπόψη του τις βαθμολογίες του κ. Φελλά κατά τα έτη μετά την αφυπηρέτηση του τότε Γενικού Διευθυντή. Τέλος το Συμβούλιο έχοντας υπόψη του τη σχετική γνωμοδότηση που δόθηκε από τον κ. Ν. Παπαευσταθίου κατά τη σημερινή συνεδρία ότι δηλαδή τα τρία τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, διαπίστωσε ότι η εικόνα που παρουσιάζει ο κ. Φελλάς για τα τρία τελευταία έτη πριν από την οικειοθελή αφυπηρέτησή του είναι αυτή του εξαίρετου υπαλλήλου."
Με βάση τα πιο πάνω το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ'ης η αίτηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος.
Σύμφωνα με τις αρχές που έχουν νομολογηθεί η εφαρμογή του δεδικασμένου προϋποθέτει ότι,
(1) Η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη,
(2) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση διαδίκων,
(3) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.
Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, στη σελ. 614-615,
"Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επιδίκου θέματος ...... Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση, υπέχει όμως υποχρέωση και σ' εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση."
Το δεδικασμένο που προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου με βάση την απόφαση της 21/9/2006 στην προσφυγή 756/2005, ήταν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερτερούσε σε πείρα στη Λογιστική, ότι υστερούσε στις ετήσιες αξιολογήσεις ιδιαίτερα των ετών 1982-1995 και ότι η σταδιοδρομία του χαρακτηριζόταν από μια αρνητική πτυχή λόγω της ύπαρξης επανειλημμένων έντονων αρνητικών σχολίων στο φάκελό του.
Οι αναφορές του Διοικητικού Συμβουλίου σε ευρεία πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους στη Λογιστική που καταλήγει σε εξαίρετη αξιολόγηση και σε περιορισμένη αντίστοιχη πείρα της αιτήτριας Φινοπούλου, καθώς και η απόφαση να αγνοηθούν οι δυσμενείς αξιολογήσεις και τα αρνητικά σχόλια των φακέλων του ενδιαφερόμενου μέρους, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετος υπάλληλος, στην ουσία ανατρέπει τα όσα έχουν αποφασιστεί και παραβιάζει το δεδικασμένο. Όπως έχει τονιστεί στην απόφαση Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας (1999) 3 Α.Α.Δ. 230, σελ. 238,
"Συνάγεται καθαρά από τα πιο πάνω ότι οι σχετικές οδηγίες αφορούσαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις όλων των υπαλλήλων της Τράπεζας και είχαν εφαρμοσθεί για την αξιολόγηση όλων των υπαλλήλων της Τράπεζας περιλαμβανομένου και του Ε.Μ. Υπάρχει επομένως σαφές δεδικασμένο σχετικά με τη νομιμότητα της έκθεσης του Ε.Μ. για το έτος 1988. Η διαπίστωση του ακυρωτικού δικαστηρίου αναφορικά με τη νομιμότητα της έκθεσης του Ε.Μ. για το έτος 1988 αποτελούσε διαπίστωση ως προς ένα ουσιώδες γεγονός πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η απόφαση του ήταν ένα λειτουργικό εύρημα. Σαν τέτοιο δεσμεύει το διορίζον όργανο να το λάβει ως δεδομένο κατά την επανεξέταση. Ωστόσο το διορίζον όργανο με το να λάβει υπόψη την έκθεση του Ε.Μ. για το έτος 1988 έχει ενεργήσει με τρόπο αντίθετο προς την κρίση του ακυρωτικού δικαστή. Αυτό συνιστά παράβαση του δεδικασμένου η οποία από μόνη της οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 269). Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να πετύχει."
Η παραβίαση του δεδικασμένου οδηγεί αναπόφευκτα στην επιτυχία των προσφυγών και στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Η πιο πάνω κατάληξη καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης. Η καθ'ης η αίτηση διατάσσεται όπως καταβάλει τα έξοδα, πλέον τον αναλογούντα Φ.Π.Α.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ