ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 751/2007)
16 Ιουλίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
IBRAHIM OZTUNG,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Κρ. Παπαλοΐζου, για τον Αιτητή.
Λ. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στις 6.8.04 για πολιτικό άσυλο, απερρίφθη στις 30.9.05 μετά την εξέταση των στοιχείων που παρέθεσε ο αιτητής κατά την αίτηση, αλλά και των όσων προφορικά ανέφερε κατά τη συνέντευξη που διευθετήθηκε με αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 13.5.05.
Καταχωρήθηκε διοικητική προσφυγή στις 25.10.05, η οποία επίσης απορρίφθηκε με απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 26.3.07 και αφού οι καθ΄ ων μελέτησαν την απορριπτική έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου και συνεξέτασαν πρόσθετα στοιχεία τα οποία ανέφερε ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του. Εναντίον της τελευταίας αυτής απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή προς ακύρωση της, ως ληφθείσα καθ΄ υπέρβαση και χωρίς δικαιοδοσία, κατά λανθασμένη εφαρμογή του νόμου και με πλάνη ως προς τα πράγματα.
Ο αιτητής είναι Τούρκος υπήκοος, Κουρδικής καταγωγής, που διέμενε, όπως ανέφερε, στο χωριό Mert Ismail κοντά στα σύνορα με τη Συρία, έφυγε δε παράνομα από τη χώρα του δωροδοκώντας, ως ο ίδιος ανέφερε, ένα ψαρά για να τον μεταφέρει στις 6.6.04 στα κατεχόμενα με την οικογένεια του, απ΄ εκεί δε πέρασε την ίδια ημέρα στις ελεύθερες περιοχές. Στην αίτηση του για πολιτικό άσυλο ανέφερε ότι είχε αποβληθεί από το σχολείο λόγω της Κουρδικής καταγωγής του, ενώ επειδή το σπίτι του συνόρευε με τη Συρία κακοποιείτο από Τούρκους στρατιώτες, το δε χωριό του κάηκε από αυτούς το 1993. Λόγω της συμμετοχής του, ως μέλος, του κόμματος Dehap, βρισκόταν υπό παρακολούθηση από το 1999, ενώ λόγω των εορταστικών εκδηλώσεων υπέρ του Abdullah Ocalan, έγιναν επεισόδια. Η ψυχολογία της συζύγου του δεν είναι καλή και όταν η σύζυγος του έβλεπε την αστυνομία υπέφερε από κρίσεις. Περαιτέρω, οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν 120 εκτάρια από τα 400 εκτάρια γης που ανήκουν στον πατέρα του για στρατιωτικούς σκοπούς, αφήνοντας μόνο το υπόλοιπο μέρος για καλλιέργεια.
Κατά τη διαδικασία της προφορικής συνέντευξης, η οποία διήρκησε δύο ώρες στην παρουσία διερμηνέα, η αρμόδια λειτουργός στη σχετική εισήγηση της έκρινε ότι ο αιτητής δεν ήταν αξιόπιστος στις θέσεις του και δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιόπιστο τρόπο το αίτημα του. Συγκεκριμένα, ενώ είχε ισχυριστεί πως το 1999 είχε γίνει μέλος του Dehap, παρουσίασε αίτηση εγγραφής στο πολιτικό αυτό κόμμα, σε φωτοτυπημένη μορφή, που έδειχνε ότι το αίτημα υποβλήθηκε μόλις το 2003. Δεν ήταν σε θέση, επίσης, να προσκομίσει ταυτότητα του πολιτικού αυτού κόμματος, αλλά παρουσίασε μόνο ταυτότητα μέλους του Κουρδικού γραφείου στην Κύπρο. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε πως συμμετείχε και στο κόμμα PKK αναλαμβάνοντας τη διανομή εφημερίδων που εκδίδονταν από ένα Κουρδικό γραφείο στην Άγκυρα και γι΄ αυτό το λόγο οι Τουρκικές αρχές έκαναν συχνά έφοδο στο σπίτι του. Η εισήγηση επίσης του αιτητή ότι το Dehap και το PKK αποτελούν στην ουσία ένα κόμμα, κρίθηκε αβάσιμη ενόψει του ότι πληροφορίες που υπήρχαν από αξιόπιστες πηγές όπως το «Kurdistan Observer», έδειχναν ότι το Dehap ήταν νόμιμο πολιτικό κόμμα, ενώ το PKK είχε κηρυχθεί παράνομο από την Τουρκική κυβέρνηση. Αυτά θεωρήθηκαν από τη λειτουργό ως στοιχεία που έπλητταν την αξιοπιστία του, δεν τεκμηρίωναν δε οι θέσεις του τέτοιο πολιτικό προφίλ, το οποίο θα προκαλούσε το δυσμενές ενδιαφέρον των Τουρκικών αρχών. Ενώ επίσης ανέφερε ότι καταδιωκόταν από το κράτος του, εντούτοις δήλωσε ότι δεν είχε ποτέ συλληφθεί, ούτε κατηγορηθεί για οποιοδήποτε λόγο. Τέλος, το γεγονός ότι ο αιτητής ήταν σε θέση να εκδώσει Τουρκική ταυτότητα στις 21.8.02, χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα, δημιούργησε αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα των ισχυρισμών του να φύγει από τη χώρα παράνομα λόγω φόβου. Η λειτουργός σημείωσε ότι εφόσον ο αιτητής είχε φύγει από τη χώρα του για να ζητήσει πολιτικό άσυλο, έπρεπε να έφερνε μαζί του όλα τα πρωτότυπα διαθέσιμα έγγραφα που θα ήταν υποστηρικτικά του αιτήματος του και όχι φωτοτυπίες που δεν ήταν ευανάγνωστες και δεν έφεραν καθαρές σφραγίδες.
Οι καθ΄ ων κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής του αιτητή, αφού παρέθεσαν το ιστορικό, προέβηκαν σε ενδελεχή εξέταση του υλικού που περιεχόταν στο φάκελο και εξέτασαν κατά πόσο ορθά η Υπηρεσία Ασύλου είχε αποφασίσει ότι δεν συνέτρεχε το καθεστώς του πρόσφυγα ή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ή ακόμη και το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Οι καθ΄ ων στη 10σέλιδη απόφαση τους, έκριναν ορθή τη θέση της Υπηρεσίας Ασύλου ως προς όλα τα σημεία και επανεξέτασαν ένα προς ένα εκείνα που θεωρήθηκαν από τη λειτουργό της Υπηρεσίας ως σημεία που κατέτειναν στην αναξιοπιστία του αιτητή. Επανατονίσθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο θα επιβεβαίωνε τη συμμετοχή του στο Dehap ή και την ανάμειξη του σε δραστηριότητες του, ενώ η αίτηση εγγραφής μέλους σε αυτό έγινε 4 χρόνια μετά την περίοδο που ο ίδιος ανέφερε ότι είχε γίνει μέλος του. Η απουσία του πρωτότυπου και αυθεντικού εγγράφου μέλους του κόμματος αυτού, το οποίο κατά τον αιτητή παρέμεινε στην Τουρκία, θεωρήθηκε ότι έπληττε την αξιοπιστία του. Ενώ, πρόσθετα, αρχικά είχε αναφέρει ότι συμμετείχε στο PKK, μετέπειτα ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν μέλος του κόμματος αυτού, αλλά μόνο διένειμε εφημερίδες. Η άγνοια επίσης του αιτητή ως προς τις ορθές παραμέτρους που διείπαν το Dehap και το PKK, ήταν πρόσθετος λόγος για να κριθεί αυτός αναξιόπιστος. Αλλά και η ταυτότητα που είχε εκδώσει νόμιμα, δημιουργούσε αμφιβολίες για τη γνησιότητα των ισχυρισμών του ότι υπήρχε φόβος δίωξης του.
Κατά τη διοικητική προσφυγή διαπιστώθηκε επίσης από την εξέταση του φακέλου ότι παρά τις αρχικές αναφορές του αιτητή στην αίτηση του για πολιτικό άσυλο, ότι είχε βασανιστεί από στρατιώτες και παρά το γεγονός ότι είχε προσκομίσει έγγραφο ότι είχε να αντιμετωπίσει κατηγορίες εναντίον του, ουδέν σχετικό ανέφερε κατά τη συνέντευξη του. Πρόσθετα, οι καθ΄ ων απέρριψαν ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από το δικηγόρο του αιτητή κατά τη διοικητική προσφυγή, ενώ διάφορα έγγραφα τα οποία προσκομίστηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου και τα οποία δεν σχολιάστηκαν από αυτή θεωρήθηκαν από τους καθ΄ ων ότι δεν ενίσχυαν με οποιοδήποτε τρόπο το αίτημα του, λόγω του ότι ήταν φωτοτυπίες, χωρίς ευανάγνωστες σφραγίδες ή και καθόλου σφραγίδες, ενώ σημειώθηκε ότι ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του 11 ολόκληρα χρόνια μετά που, κατά τον ισχυρισμό του, οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν καταστρέψει το χωριό του το 1993. Πρόσθετο έγγραφο που προσκομίστηκε κατά τη διοικητική προσφυγή, που αφορούσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, κρίθηκε και πάλι ως μη παρέχον οποιοδήποτε στήριγμα στις θέσεις του, ενόψει του ότι ήταν αντίγραφο χωρίς να φέρει ακριβή ημερομηνία έκδοσης με δυσανάγνωστη σφραγίδα, ενώ κατά τη συνέντευξη του ο αιτητής δεν είχε αναφέρει ότι υπήρχε εναντίον του τέτοιο ένταλμα σύλληψης.
Ο κ. Παπαλοΐζου θεωρεί ότι η απόφαση των καθ΄ ων είναι λανθασμένη διότι αποτελεί προϊόν πλημμελούς έρευνας εφόσον δεν προέβηκαν σε σοβαρή και ενδελεχή εξέταση της αίτησης του. Κατά την άποψη του οι καθ΄ ων δεν προέβηκαν σε αυτοτελή δική τους έρευνα και απλώς επανέλαβαν τα γεγονότα και τα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου, χωρίς οτιδήποτε άλλο. Αλλά και περαιτέρω, οι καθ΄ ων αποστέρησαν από τον αιτητή το δικαίωμα να υποστηρίξει ότι δικαιούται του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, εφόσον δεν τον κάλεσαν να παρουσιαστεί ενώπιον τους, ώστε να υποστηρίξει και να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Οι καθ΄ ων λανθασμένα δεν έλαβαν επίσης υπόψη τους τα φωτοαντίγραφα που παρουσιάστηκαν και χωρίς να έχουν οποιαδήποτε μαρτυρία περί του αντιθέτου, υπερέβηκαν τα επιτρεπτά όρια, κρίνοντας τον αιτητή αναξιόπιστο. Άλλωστε, δεν θα ήταν δυνατό για τον αιτητή να παρουσιάσει καλύτερα στοιχεία εφόσον είχε φύγει από την Τουρκία λόγω φόβου για τη ζωή του.
Προσεκτική εξέταση των λόγων ακύρωσης, αποδεικνύει ότι αυτοί δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί. Κατ΄ αρχάς, όλα όσα έχουν καταγραφεί με λεπτομέρεια, πιο πάνω, ορθά και στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Υπηρεσίας Ασύλου και των καθ΄ ων, κρίθηκαν ως ασάφειες και αντιφάσεις με αποτέλεσμα το αίτημα του για πολιτικό άσυλο να απορριφθεί. (Μ.Κ. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2226/06, ημερ. 19.3.08). Με βάση τα άρθρα 3 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/00, αλλά και το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών, πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο εκείνο που έχει βάσιμους φόβους καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, λόγους ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε πρόβλημα στην απόφαση των καθ΄ ων, οι οποίοι με ενδελέχεια εξέτασαν ολόκληρο το φάκελο και τα στοιχεία που είχε παραθέσει ο αιτητής και κατά την αίτηση και κατά τη συνέντευξη και έκριναν ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου είχε θεωρήσει τον αιτητή αναξιόπιστο. Δεν αρκέστηκαν οι καθ΄ ων σε απλή επανακαταγραφή της έκθεσης της Υπηρεσίας Ασύλου, όπως εισηγήθηκε ο κ. Παπαλοΐζου, αλλά αντίθετα προέβηκαν σε έρευνα δική τους και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι έλαβαν υπόψη τους και εξέτασαν το έγγραφο της σύλληψης του αιτητή, που εκ των υστέρων παρουσιάστηκε, αλλά και έκαμαν αναφορά και αξιολόγησαν όλα εκείνα τα έγγραφα τα οποία ήταν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά δεν είχαν αξιολογηθεί από αυτή. Πρόσθετα, οι καθ΄ ων στη δική τους απόφαση ορθά αναφέρουν ότι η Υπηρεσία Ασύλου θα μπορούσε να είχε αποφύγει την αναφορά, ότι ο προσφεύγων ήταν σε θέση να φύγει από τη χώρα του νόμιμα. Βεβαίως, το γεγονός ότι ο αιτητής ήταν σε θέση να εκδώσει νόμιμα και χωρίς πρόβλημα Τουρκική ταυτότητα ήταν στοιχείο το οποίο, αντιπαραβαλλόμενο με τους φόβους του και την καταδίωξη του, έπληττε όντως την αξιοπιστία του. Οι αποφάσεις Obaidul Haque ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 και Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.08, είναι σχετικές με τη δυνατότητα έκδοσης ταξιδιωτικού εγγράφου χωρίς πρόβλημα και αναχώρησης από τη χώρα, επίσης χωρίς πρόβλημα.
Να σημειωθεί, ότι όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Yuriy Polishchuk v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005, δεν υπάρχει αρχή στο διοικητικό δίκαιο που να επιβάλλει την εκ νέου έρευνα από τους καθ΄ ων και εκείνο που έχει σημασία είναι όχι αν η έρευνα διεξήχθηκε από την ίδια την Αναθεωρητική Αρχή, αλλά εάν από την έρευνα που προηγήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία. Περαιτέρω, η προσωπική συνέντευξη κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία, δηλαδή κατά τη διοικητική προσφυγή, έχει μόνο δυνητικό χαρακτήρα και ήταν εντός της ευχέρειας της Αναθεωρητικής Αρχής να μην καλέσει τον αιτητή σε νέα συνέντευξη, εφόσον δεν είχαν τεθεί ενώπιον της με τη διοικητική προσφυγή, νέα ουσιώδη στοιχεία. Υπάρχει σειρά νομολογίας που επιβεβαιώνει τα πιο πάνω, απόρροια των προνοιών του άρθρου 28Ζ (1), (3) και (4) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/00, ως τροποποιήθηκε με προεξάρχουσες τις αποφάσεις Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ,. 383 και Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας (δέστε επίσης Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Sayed Md Abu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2053/06, ημερ. 17.3.08, Mobarak Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 172/07, ημερ. 4.3.08, Bablu Bablu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 175/06, ημερ. 22.11.06, κ.α.).
Εύλογα, εδώ, δεν παρεχόταν έρεισμα στους καθ΄ ων για να θεωρήσουν ως αξιόπιστη την όλη εκδοχή του αιτητή. Από τους καθ΄ ων διερευνήθηκε κάθε δυνατή πτυχή που προώθησε ο ίδιος και δεν θα ήταν δυνατό να γίνει περαιτέρω έρευνα. Όταν ο αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (δέστε και Obaidul Haque v. Δημοκρατίας - ανωτέρω). Σύμφωνα με σταθερή νομολογία, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά τη δική του κρίση για αυτήν της διοίκησης, αλλά περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. (δέστε Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).
Η προσφυγή επομένως απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ