ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 7/2007)
9 Ιουλίου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KULWANT SINGH,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Ξυψιτή (κα), για τον Αιτητή.
Μ. Πασιαρδή (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής, o οποίος γεννήθηκε την 1.3.1965 στην Ινδία, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 22.11.2003 για να εργαστεί ως εργάτης στον κ. Σωκράτη Χαραλαμπίδη στην Πάφο.
Στις 8.1.2004 υπέβαλε αίτηση για παράταση της άδειας του και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι 21.3.2004. Κατόπιν διαδοχικών αιτήσεων εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι 28.7.2005, ενώ στις 18.1.2005 τέλεσε πολιτικό γάμο με την Φωτούλλα Γεωργίου από τη Λεμεσό.
Στις 14.4.2005 ο εργοδότης του, υπέβαλε παράπονο στο Υπουργείο Εργασίας ότι αυτός εγκατέλειψε τον τόπο εργασίας του.
Στις 20.4.2005 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για να παραμείνει με την ελληνοκύπρια σύζυγο του και να εργαστεί με τον κ. Μιχάλη Ραπτόπουλο στη Λεμεσό. Από στοιχεία του φακέλου φαίνεται ότι η Ελληνοκύπρια σύζυγος του, μέσω του δικηγόρου της, πληροφόρησε στις 5.12.06 το Τμήμα Μετανάστευσης ότι προτίθετο να καταχωρήσει αίτηση διαζυγίου. Επίσης, φαίνεται ότι το Τμήμα πληροφορήθηκε ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε το συζυγικό οίκο από τα μέσα του 2006. Ως αποτέλεσμα, με επιστολή του ημερ. 19.12.06, πληροφόρησε τον Αιτητή ότι η αίτηση του δεν εγκρίθηκε διότι δε διέμενε πλέον με τη σύζυγο του. Του ανέφερε επίσης, ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει την Κύπρο, διαφορετικά θα λαμβάνονταν μέτρα για την απομάκρυνσή του.
Με την προσφυγή του ο Αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση της διοίκησης να του απορρίψει την αίτηση για ανανέωση της άδειας εργασίας και παραμονής. Στο μεταξύ ο Αιτητής συνέχισε να παραμένει παράνομα στην Κύπρο και στις 22.3.2007 τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητουμένων προσώπων.
Η προσφυγή έχει ένα έρεισμα. Την άρνηση της διοίκησης να του παραχωρήσει άδεια εργασίας, επειδή παντρεύτηκε Ελληνοκύπρια. Η ευπαίδευτη δικηγόρος του Αιτητή προώθησε ως λόγους ακύρωσης το ότι η απόφαση της διοίκησης δεν είναι ορθά αιτιολογημένη και ότι λήφθηκε κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και των σχετικών Νόμων.
Έχω εξετάσει την αρνητική απάντηση του Τμήματος Μετανάστευσης που δόθηκε στον Αιτητή και κατά την άποψή μου αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ο λόγος απόρριψης της αίτησης είναι ότι ο Αιτητής δεν διέμενε, όπως ο ίδιος διαβεβαίωνε, με τη σύζυγο του, η οποία είχε ήδη καταχωρήσει αίτηση διαζυγίου. Επομένως, η βάση επί της οποίας ο Αιτητής είχε αιτηθεί άδεια εργασίας είχε αρθεί από τα ίδια τα γεγονότα. Όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση, η διακριτική ευχέρεια του κράτους δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, να αποκλείσει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία. Υπόκειται βέβαια στον περιορισμό ότι η άσκηση της θα πρέπει να γίνεται καλόπιστα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η διοίκηση απορρίπτοντας την αίτηση, λόγω της διακοπής της συζυγικής σχέσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ενήργησε καλόπιστα. Φαίνεται από το φάκελο ότι η απόφαση ελήφθη μετά από δέουσα έρευνα για τη συνέχιση της ισχύος του γάμου και της συμβίωσης του Αιτητή με τη σύζυγο του.
Δεν ευσταθεί ούτε η εισήγηση για εφαρμογή του περί Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμου του 2003 (Ν. 92(Ι)/2003). Ο συγκεκριμένος Νόμος και οι οδηγίες στις οποίες στηρίχθηκε, διασφαλίζει το δικαίωμα διακίνησης και διαμονής υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους και δεν καλύπτει τον Αιτητή. Εν πάση περιπτώσει, το δικαίωμα για παραμονή στην Κύπρο, προσώπου που είναι παντρεμένο με Κύπριο πολίτη και ο οποίος δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφορά στις εσωτερικές ρυθμίσεις του κράτους και δεν έχει αφ' εαυτό κοινοτικό στοιχείο, εκτός βέβαια αν παραβιάζονται άλλες αρχές (Βλ. Tekin v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 290/06, ημερ. 27.7.07).
Τέλος, τα όσα ελέχθηκαν από την κα Ξυψιτή για τοποθέτηση του ονόματος του Αιτητή στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων, δεν αφορούν την προσβαλλόμενη πράξη και επομένως δεν μπορούν να συζητηθούν. Ούτως ή άλλως, νομολογιακά μια τέτοια διοικητική πράξη δεν είναι εκτελεστή. (Βλ. Mustafa Yskek v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 979/06, ημερ. 6.6.2008).
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο Αιτητής να καταβάλει €500 έξοδα στη Δημοκρατία.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ