ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1198/2008)
21 Ιουλίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
E & G ELECTRICPLUS LTD,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Μονομερής Αίτηση ημερ. 14 Ιουλίου 2008
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης για την επιβολή προστίμου €80.000, πλέον €800 ημερησίως από 10.7.08, στη βάση των εξής γεγονότων:
Οι καθ΄ ων (εφεξής «η Επιτροπή»), αναζήτησαν με επιστολή τους ημερ. 13.6.08, την προσκόμιση στοιχείων από τους αιτητές σε σχέση με την απόκτηση 1.114.134 μετοχών της Universal Bank Public Co, με αντισυμβαλλόμενη την Commercial Value AAE. Συγκεκριμένα ζητήθηκε η συμφωνία μεταξύ των πιο πάνω εταιρειών, οι τελευταίες οικονομικές καταστάσεις των αιτητών και λεπτομέρειες σε σχέση με τον τρόπο εξόφλησης ή χρηματοδότησης της απόκτησης των μετοχών, με ταυτόχρονη παρουσίαση δικαιολογητικών. Δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 18.6.08. Οι αιτητές ζήτησαν παράταση μέχρι τις 20.6.08, παράταση που δεν έγινε δεκτή από την Επιτροπή, η οποία ζήτησε τα στοιχεία μέχρι τις 19.6.08 και ώρα 12.00 μ.
Στη συνέχεια οι αιτητές με επιστολή τους 19.6.08, ζήτησαν να τους διευκρινιστεί η νομική βάση των αιτουμένων πληροφοριών. Η Επιτροπή με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, καθόρισε ότι το αίτημα απευθυνόταν στη βάση του άρθρου 33 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου αρ. 64(Ι)/01, ως τροποποιήθηκε (εφεξής «ο Νόμος»), με εξειδικευμένη αναφορά σε ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 19 και 20(1)(γ) του περί Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου αρ. 116(Ι)/05, που απαγορεύουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τη χειραγώγηση της αγοράς. Η επιστολή ζήτησε την προσκόμιση των ιδίων στοιχείων μέχρι την επαύριο 20.6.08 και ώρα 1.00 μ.μ., εφιστώντας την προσοχή των αιτητών με βάση το άρθρο 33(2) του Νόμου, στις ενδεχόμενες κυρώσεις που θα μπορούσαν να επιβληθούν από την Επιτροπή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, δηλαδή, διοικητικό πρόστιμο μέχρι €170.000 και ή διοικητικό πρόστιμο μέχρι €854, για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη συμμόρφωσης. Αναφέρθηκε πρόσθετα ότι οι πληροφορίες που ζητούνταν ήταν εμπιστευτικής φύσεως και θα χρησιμοποιούνταν μόνο για τους σκοπούς της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, ενώ, αναλόγως της περιπτώσεως, οι πληροφορίες που θα συλλέγονταν πιθανόν να αποτελούσουν ικανή βάση για λήψη και περαιτέρω μέτρων κατά τα άρθρα 36-39 του Νόμου.
Οι αιτητές απάντησαν όντως στις 20.6.08, παρέχοντας την πληροφορία ότι δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των ιδίων και της Commercial Value AAE για την απόκτηση μετοχών στην Universal Bank, κατά τα άλλα όμως, αδυνατούσαν να προσκομίσουν τις οικονομικές καταστάσεις τους για καθαρά εμπορικούς σκοπούς, λόγω και της ύπαρξης ανταγωνιστικών οργανισμών, ο δε τρόπος χρηματοδότησης αγορών και επενδύσεων αφορούσε μόνο τους μετόχους τους και κανένα άλλο. Η Επιτροπή στη συνέχεια με επιστολή της ημερ. 25.6.08, τιτλοφορούμενη «ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 33(3), 33(5), 33(6) και 42 του Νόμου», κάλεσε τους αιτητές δυνάμει του άρθρου 39, να προβούν σε παραστάσεις διότι από τα στοιχεία που υπήρχαν ενδεχομένως να προέκυπτε παράβαση των πιο πάνω άρθρων. Αφού κατέγραψε το ιστορικό και παρέθεσε αυτούσια τα πιο πάνω άρθρα, καθόρισε την 30.6.08 και ώρα 3.00 μ.μ. ως προθεσμία για την υποβολή γραπτών παραστάσεων, πριν αυτή προβεί στην έκδοση απόφασης για την ύπαρξη ή μη ενδεχόμενης παράβασης.
Οι αιτητές στις 7.7.08, πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι η άρνηση τους να αποστείλουν τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις σχετιζόταν με τον σκληρό ανταγωνισμό των εταιρειών του κλάδου, αλλά θα αποστέλλονταν ο ισολογισμός και ο λογαριασμός κερδοζημιών από τους τελευταίους ελεγμένους λογαριασμούς και θα επιδεικνύονταν ολόκληροι οι λογαριασμοί κατά τη διάρκεια προφορικών παραστάσεων, κατά τις οποίες θα επεξηγείτο επίσης το θέμα της χρηματοδότησης μαζί με τα αναγκαία δικαιολογητικά. Η Επιτροπή με επιστολή της ημερ. 10.7.08, λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω θέση των αιτητών και θεωρώντας ότι αυτοί αρνήθηκαν να προσκομίσουν τις λεπτομέρειες και τα δικαιολογητικά που ζητήθηκαν, αφού αναφέρθηκε στο όλο ιστορικό, έκρινε ότι δικαιολογούνταν τα προσβαλλόμενα διοικητικά πρόστιμα. Στον καθορισμό τους λήφθηκε υπόψη ότι ενώ οι αιτητές είχαν στην κατοχή τους στοιχεία, αυτοί αρνούνταν επίμονα να τα υποβάλουν γραπτώς, σημειώνοντας ότι οι εποπτικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες της Επιτροπής διασφαλίζονται μόνο από την έγκυρη, ακριβή και πλήρη πληροφόρηση, χωρίς τα πρόσωπα από τα οποία ζητούνται οι πληροφορίες να αρνούνται να τις υποβάλουν. Περαιτέρω, απόκρυψη στοιχείων και πληροφοριών ή άρνηση υποβολής στοιχείων, πλήττουν καίρια την ικανότητα της Επιτροπής να διεξάγει τις έρευνες που είναι απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία της Κεφαλαιαγοράς και την προστασία των επενδυτών.
Η θέση του κ. Αγγελίδη κατά την προώθηση της αίτησης ήταν ότι η Επιτροπή χωρίς να διαπιστώσει καθαρά την ενοχή των αιτητών, ενοχή που δεν καταγράφει πουθενά, επέβαλε πρόστιμο χωρίς να δώσει την ευκαιρία στους αιτητές να ακουστούν παραβιάζοντας έτσι τις εξειδικευμένες πρόνοιες του Νόμου, αλλά και το δικαίωμα ακρόασης που παρέχεται γενικά από τις κωδικοποιημένες αρχές του διοικητικού δικαίου. Συνεπώς, όπως υποστηρίζεται και από την ένορκη δήλωση του Χριστόδουλου Έλληνα, συνοδευτική της μονομερούς αίτησης, λήφθηκε τιμωρητικό μέτρο εναντίον των αιτητών, με μόνο στοιχείο τη διερεύνηση ενδεχόμενων παραβάσεων διαφόρων άρθρων του Νόμου και χωρίς προηγουμένως να κριθούν αβάσιμες οι γραπτές απαντήσεις των αιτητών. Στην ένορκη δήλωση επισυνάπτονται όλες οι σχετικές επιστολές και η απόφαση της Επιτροπής, ως Παραρτήματα.
Οι αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του Κανονισμού 13 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, καθορίζουν ότι τέτοιο διάταγμα δύναται να εκδοθεί συνεπεία επείγουσας ανάγκης ή άλλων ειδικών περιστάσεων, χωρίς κλήση στον αντίδικο και εν πάση περιπτώσει χωρίς να διαγιγνώσκει την ουσία της υπόθεσης. Μέσα από τη νομολογία έχει καθορισθεί ότι προσωρινά διατάγματα εκδίδονται όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία ή όπου διαφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται ταυτόχρονα ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση. (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234). Με υιοθέτηση προηγούμενης σχετικής νομολογίας, έκδηλη παρανομία διαπιστώνεται όταν υπάρχει καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από νόμο ή εμφανής παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Θα πρέπει επίσης η έκδηλη παρανομία να αναδύεται από μόνη της από αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα (Πολύβιος Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959). Περαιτέρω το προσωρινό διάταγμα δεν έχει σκοπό, ούτε δύναται να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός διοικητικού οργάνου. (Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 52).
Πολύ πρόσφατα στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, Α.Ε. 11/07, ημερ. 7.2.07, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, λέχθηκε ότι:
«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Τέλος, είναι σαφές ότι τα δύο καθορισθέντα από τη νομολογία κριτήρια δεν είναι σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά, στη διαπίστωση δε της έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση δεν υπεισέρχεται στην εικόνα και ούτε βέβαια έχει σχέση πλέον η επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη ζημιά στον ίδιο τον προσφεύγοντα.
Έχοντας με ιδιαίτερη προσοχή εξετάσει το προκύψαν ζήτημα, κρίνεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση του προσωρινού διατάγματος. Κατ΄ αρχάς, δεν χρειάζεται κατ΄ ανάγκην διορισμός από την Επιτροπή ερευνώντος λειτουργού κατά το άρθρο 37 του Νόμου, ως η προφορική εισήγηση του κ. Αγγελίδη. Η εξουσία αυτή είναι δυνητική και επιπρόσθετη της βασικής κατά το άρθρο 33 αυτεπάγγελτης εξουσίας συλλογής πληροφοριών, χρήσιμη ιδιαιτέρως όταν χρειάζεται είσοδος και έρευνα σε υποστατικά κατά το άρθρο 34.
Η ουσία όμως του επιχειρήματος έγκειται στην κατ΄ ισχυρισμόν καταστρατήγηση της εκ του Νόμου οριζόμενης διαδικασίας, η οποία έχει δύο στάδια, την κοινοποίηση της πρόθεσης διερεύνησης και μετέπειτα την κοινοποίηση ενδεχόμενης ποινής υπό μορφή διοικητικού προστίμου και την παροχή του δικαιώματος ακρόασης πριν την επιβολή της. Διαπιστώνεται, όμως, ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 39(1) διαδικασία τηρήθηκε αυστηρά από την Επιτροπή με την επιστολή της ημερ. 19.6.08, Παράρτημα 5 στην αίτηση. Ομολογουμένως δικαιωματικά ζήτησαν οι αιτητές την πληροφόρηση περί της νομικής βάσης της αξίωσης για συλλογή πληροφοριών με την επιστολή τους ημερ. 19.6.08, Παράρτημα 4. Η επιστολή όμως της Επιτροπής, Παράρτημα 5, έθεσε το αίτημα στην ορθή της νομική διάσταση, ότι, δηλαδή, οι πληροφορίες ζητούνταν στη βάση του άρθρου 33, «... στα πλαίσια διερεύνησης ενδεχόμενης παράβασης του άρθρου 19 .» (περί χειραγώγησης), τους λόγους για τη διερεύνηση (η απόκτηση των μετοχών της Universal Bank), επέσυρε δε και την προσοχή των αιτητών στις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Βεβαίως, αν και η Επιτροπή με την πιο πάνω επιστολή συμμορφώθηκε και τυπικά με το Νόμο, είχε αποστείλει το αίτημα της από τις 13.6.08, Παράρτημα 1.
Το Μέρος VI του Νόμου περιέχει πρόνοιες που παραπέμπουν απευθείας στη διαπίστωση της παράβασης και απομένει η επιβολή της διοικητικής κύρωσης. Παραδείγματα είναι τα άρθρα 33(5), 33(6), 35(5), 35(6) και 36(6). Η επιβολή ενδεχόμενου προστίμου κατά το άρθρο 38, προϋποθέτει τη διαδικασία του άρθρου 39, το οποίο όμως νομοθετικά συμπλέκει την παράβαση μαζί με το ενδεχόμενο διοικητικής κύρωσης. Το άρθρο 39 δεν ξεχωρίζει στάδια και αυτό διότι οι παραβάσεις κατά κανόνα είναι αυταπόδεικτες εφόσον υπάρχει άρνηση ή παράλειψη προσκόμισης των ζητηθέντων στοιχείων κατά τα πραναφερθέντα άρθρα.
Στην άρνηση επομένως των αιτητών να αποστείλουν τα δύο από τα τρία ζητηθέντα στοιχεία, ορθά η Επιτροπή με την επόμενη επιστολή της ημερ. 25.6.08, Παράρτημα 7, έδωσε προθεσμία μέχρι τις 30.6.08, σε συμφωνία με το άρθρο 39(2), για την υποβολή γραπτών παραστάσεων, για το ενδεχόμενο παράβασης διαφόρων άρθρων του Νόμου. Ήδη λοιπόν καταγράφηκε άρνηση στην υποβολή των στοιχείων και εκείνο που διερευνάτο πλέον στην ουσία ήταν η πρόθεση της Επιτροπής για διερεύνηση της ενδεχόμενης παράβασης, συνακολουθούμενη και με την ενδεχόμενη επιβολή διοικητικού προστίμου. Η διαδικασία του άρθρου 39, έπεται της διαπίστωσης του ενδεχομένου παράβασης κατά το άρθρο 36, οπότε και με το εδάφιο (β) αυτού, η Επιτροπή «επιλαμβάνεται η ίδια της υπόθεσης και αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου ..». Επομένως, όταν αποστάληκε η υπό ημερ. 25.6.08 επιστολή, διερευνάτο και η ενδεχόμενη παράβαση και η ενδεχόμενη επιβολή προστίμου, ως απόρροια πλέον, της υπό διαπίστωση παραβάσεως. Αυτό ακριβώς καταγράφηκε στη δεύτερη παράγραφο της πρώτης σελίδας, καθώς και στην τέταρτη από το τέλος της δεύτερης σελίδας της εν λόγω επιστολής, όπως ακριβώς ορίζει το άρθρο 39(1).
Στους αιτητές δόθηκε το δικαίωμα να προβούν σε παραστάσεις οι οποίες έπρεπε να ήταν γραπτές, ως ορίζει το άρθρο 39(2), αλλά και η προτελευταία παράγραφος της επιστολής. Υποβολή βεβαίως των στοιχείων ή ευλόγων και αποδεκτών εξηγήσεων, πάντοτε γραπτώς, δυνατόν να αναιρούσε το πρωταρχικό εύρημα για τη διαπίστωση ενδεχόμενης παράβασης. Η δυνατότητα προφορικών παραστάσεων, σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 39(2), προσφέρει συμπληρωματική ή διευκρινιστική επεξήγηση των γραπτών παραστάσεων, όπως ακριβώς ορίζει η επιφύλαξη, είναι δε στη διακριτική ευχέρεια της ίδιας της Επιτροπής, είτε να ζητήσει προφορικές διευκρινίσεις, ή, να αποδεχθεί ή μη, σχετικό προς τούτο αίτημα.
Σημειώνεται ότι το άρθρο 39(1) δεν ομιλεί περί «ενοχής», ούτε η Επιτροπή διαπιστώνει «ενοχή», ως ανέφερε ο κ. Αγγελίδης. Το άρθρο προνοεί για «ενδεχόμενη παράβαση», έννοια που δεν παραπέμπει σε διαπίστωση «ενοχής» κατά τα λαμβανόμενα σε πειθαρχική δίκη, όπου κρίνεται βεβαίως ενοχή κατ΄ αντιστοιχία προς το ποινικό δίκαιο με την αναγκαιότητα επιβολής ποινής. Οι υποθέσεις ΡΙΚ ν. Κοντεμενιώτης (2003) 3 Α.Α.Δ. 52 και ΡΙΚ ν. Κέττηρου, Α.Ε. 3829 και 3873, ημερ. 30.11.07, δεν έχουν αντιστοιχία με τα εδώ λαμβανόμενα.
Πρόσθετα, δόθηκε το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων μέχρι τις 30.6.08, πλην όμως οι αιτητές στην επιστολή τους ημερ. 7.7.08, επέμεναν στην άρνηση τους στην παροχή των εναπομεινάντων στοιχείων και το τι ήσαν πλέον διατεθειμένοι να προσκομίσουν στην Επιτροπή, δεν ήταν βέβαια σε αρμονία με τα ζητηθέντα. Η τελευταία αυτή επιστολή αποστάληκε διότι, όπως αναφέρει και ο Χρ. Έλληνας στην ένορκη του δήλωση παρ. 8, το αίτημα για προφορικές παραστάσεις που έγινε από τους αιτητές στις 26.6.08 (αν έγινε με επιστολή, αυτή δεν επισυνάφθηκε), δεν έγινε δεκτό, προφανώς διότι οι αιτητές ζητούσαν στην ουσία να δώσουν προφορικές διευκρινίσεις επί μη υποβληθέντων γραπτώς στοιχείων, ως ορίζει η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 39(2).
Η «απολογία» που αναφέρει το άρθρο 33(5), στο οποίο επίσης αναφέρθηκε ο κ. Αγγελίδης, δεν έχει βέβαια την έννοια της απολογίας στο ποινικό δίκαιο, αλλά αφορά απλώς την παροχή ευκαιρίας στον υπαίτιο της παράβασης να προβάλει τις θέσεις του και να δικαιολογηθεί, πριν του επιβληθούν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 38, διοικητικές κυρώσεις.
Μάλιστα, οι πρόνοιες του άρθρου 33(5) είναι πλέον αυστηρές από την προβλεπόμενη διαδικασία που καταγράφεται στο άρθρο 39, με δεδομένο ότι η Επιτροπή με μόνη την παράλειψη παροχής των πληροφοριών εντός της τακτής προθεσμίας, προχωρεί στην επιβολή διοικητικής κύρωσης, αφού προηγουμένως καλέσει τον υπαίτιο σε απολογία. Μπορεί βεβαίως να λεχθεί ότι το άρθρο 33 προδιαγράφει γενικά την εξουσία περί συλλογής πληροφοριών και της επιβολής κυρώσεων, ενώ τα επόμενα άρθρα εξειδικεύουν την όλη διαδικασία. Η διαπίστωση της ενδεχόμενης παράβασης σε περίπτωση μη παροχής ή άρνησης παροχής των ζητηθέντων στοιχείων, ως εδώ η περίπτωση, είναι απλή και εξαντλείται στην αυταπόδεκτη, ως εκ της ίδιας της θέσης των αιτητών στα Παραρτήματα 6 και 8, άρνησης να δώσουν τα στοιχεία. Κλήθηκαν επομένως ταυτόχρονα σε παραστάσεις και για το ζήτημα της ενδεχόμενης διοικητικής κύρωσης, αλλά δεν συμμορφώθηκαν.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση, Παράρτημα 9, η Επιτροπή θεώρησε ότι η τελευταία επιστολή των αιτητών συνιστούσε παράβαση του Νόμου και αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό, από το οποίο εξάγεται σαφώς η διαπίστωση της παράβασης, προχώρησε και επέβαλε το διοικητικό πρόστιμο, δικαιολογώντας το, ως προνοεί το άρθρο 39(4). Η παρ. 4 του Παραρτήματος 9 ήταν σαφέστατη ως προς την υποχρέωση των αιτητών να προσκόμιζαν γραπτώς τα ζητηθέντα στοιχεία, υποχρέωση που δεν εκπλήρωσαν. Αυτή η μη προσκόμιση των στοιχείων συνιστούσε και την παράβαση.
Κρίνεται ότι δεν διαπιστώνεται παρανομία, πόσο μάλλον έκδηλη παρανομία, στο χειρισμό του θέματος από την Επιτροπή. Δεν αναδύεται, ως η νομολογία ορίζει (δέστε πιο πάνω), από μόνη της τέτοια έκδηλη παρανομία, ούτε διαπιστώνεται καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που ο ίδιος ο Νόμος προβλέπει ή εμφανής παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Η παρούσα υπόθεση δεν αποτελεί πειθαρχική δίωξη. Η απόφαση στην Andreas Coullapides Ltd v. ΧΑΚ, υπόθ. αρ. 334/03, ημερ. 14.12.04, στην οποία παρέπεμψε ο κ. Αγγελίδης αφορούσε κανονισμούς του ΧΑΚ και χωρίς να υπάρχει διαδικασία ανάλογη με το άρθρο 33(5) και 39 του Νόμου, η οποία συμπλέκει τη διαπίστωση της παράβασης με την επιβολή της διοικητικής κύρωσης. Οι υποθέσεις γενικά στις οποίες στηρίχθηκε ο κ. Αγγελίδης δεν κρίνονται άμεσα εφαρμοστέες.
Δεν ηγέρθηκε ζήτημα ανεπανόρθωτης ζημίας και πολύ ορθά με δεδομένο ότι τίποτε δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που να ρίχνει φως στην οικονομική δυνατότητα ή ευρωστία των αιτητών να καταβάλουν το διοικητικό πρόστιμο, πέραν των γενικοτήτων που καταγράφονται στις παρ. 12 και 16 της ένορκης δήλωσης του Χρ. Έλληνα. Όσον αφορά το ημερήσιο πρόστιμο, αυτό όπως αναφέρει και η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτό θα σταματήσει να πληρώνεται με την υποβολή των στοιχείων. Εναπόκειται λοιπόν στους ίδιους τους αιτητές να υποβάλουν τα στοιχεία και επομένως δεν θα μπορούσε να γινόταν βάσιμα λόγος για επερχόμενη ζημία και μάλιστα κατά ανεπανόρθωτο τρόπο (δέστε και την απόφαση αυτού του Δικαστηρίου στην Ασπίς Πρόνοια ΑΕΓΑ & Commercial Value AAE v. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπόθ. αρ. 621/08, ημερ. 9.6.08).
Ο κ. Αγγελίδης αναφέρθηκε στην προφορική του αγόρευση και σε άλλους λόγους ακυρότητας που δεν αφορούν βεβαίως το παρόν ενδιάμεσο, επείγον στάδιο όπου η μόνη διερεύνηση από το Δικαστήριο αφορά την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας ή την έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ